Για να παραφράσουμε το σύνθημα κάποιας μεγάλης ποδοσφαιρικής ομάδας: «Είναι τρελός ο ιρλανδός». Και όντως είναι! Ωραίος τρελός κι υπέροχος παραμυθάς. Και ξέρετε ποιο είναι το παράξενο; όλοι οι ιρλανδοί που έχω διαβάσει μέχρι τώρα ή τρελοί είναι, ή υπέροχοι παραμυθάδες, ή και τα δύο. Ο Γουίλσον ανήκει στην τελευταία κατηγορία, κι ας μην κατάγεται απ’ τον αγαπημένο μου νότο, αλλά απ’ τον «απεχθές» βορρά της Ιρλανδίας και πιο συγκεκριμένα απ’ το διάσημο Μπέλφαστ.
Στο Μπέλφαστ διαδραματίζεται και το μεγαλύτερο μέρος αυτής της τρυφερής στην ουσία της ιστορίας που μιλά για δυο φίλους και την πορεία τους στη ζωή, μέσα σ’ ένα μόνιμα διαταραγμένο περιβάλλον. Είναι η ιστορία του Τζέικ και του Τσάκι, δύο φίλων κολλητών που ο καθένας τραβάει το δικό του ανήφορο. Ο πρώτος, εγκαταλειμμένος απ’ τη φίλη του προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει μια γυναίκα που να τον αντέχει, αλλά μάταια, καθώς η αθυροστομία του μοιάζει να είναι πιο δυνατή απ’ την επιθυμία του. Είναι καθολικός, όμως δεν αντέχει την ηλιθιότητα που επικρατεί γύρω του, τους θρησκευτικούς και πολιτικούς φανατισμούς που δεν αφήνουν την πόλη του να ορθοποδήσει. Απ’ την άλλη ο Τσάκι, που είναι προτεστάντης, φαίνεται να ζει στο δικό του κόσμο. Οι περισσότεροί του φίλοι είναι καθολικοί και το χαίρεται. Απέχει απ’ την πολιτική και το μόνο που τον νοιάζει είναι να αποκτήσει χρήματα γρήγορα. Και έχει καλή ψυχή, όπως και ο Τζέικ.
Θα έλεγε κανείς ότι είναι δυο αταίριαστοι φίλοι, αλλά ακριβώς αυτό είναι και το πιο δυνατό τους σημείο. Ο ένας νοιάζεται και αγαπά τον άλλο παρά τις διαφορές τους και παρά τις αλλιώτικες δυνάμεις της μοίρας που ορίζουν τις ζωές τους. Ό,τι αγγίζει ο Τζέικ μοιάζει να καταρρέει κι ό,τι αγγίζει ο Τσάκι να γίνεται χρυσάφι, αλλά πάντα έχουν ο ένας τον άλλο.
Με εκκίνηση αυτή τη φιλία ο συγγραφέας αναλαμβάνει να ξεναγήσει τον αναγνώστη στην άγνωστη γεωγραφία της πόλης του, αλλά και των συμπατριωτών του, καθολικών και προτεσταντών. Μας μιλά με λόγια σκληρά για το αίμα που αναίτια για χρόνια πολλά βάφει τους δρόμους του Μπέλφαστ, μας δίνει μέσα από συγκλονιστικές κάποτε περιγραφές μια εικόνα που κάθε άλλο παρά δικαιώνει τη μια ή την άλλη παράταξη, μας αναλύει τα συμπτώματα μιας κοινωνίας που φαίνεται να υποφέρει από βίαια εφηβικά σύνδρομα. Μας λέει για φονικά και περίσσιο πόνο, για τη μοναξιά που δεν τελειώνει. Μερικές σελίδες είναι αληθινά σπαρακτικές, αλλά όταν το επιτάσσουν οι περιστάσεις δεν διστάζει να επιστρατεύσει και το χιούμορ, χαρίζοντας άφθονο γέλιο στον αναγνώστη: «… η σάτιρα δεν είναι ποτέ άσκοπη. Μας κάνει να φαινόμαστε όσο ηλίθιοι είμαστε», «… λίγο αργότερα μπήκε η Σάρα στη ζωή μου και με σιδέρωσε, μου έκοψε όλο το ζοριλίκι. Τότε μόνο κατάλαβα γιατί μου ήταν τόσο εύκολο να δέρνω τον κοσμάκη. Επειδή δεν είχα φαντασία», «Έμπαινες στου Λέιβερι ένα βράδυ στα δεκαπέντε σου κι όταν έβγαινες, τρεκλίζοντας, ανακάλυπτες ότι είχες περάσει τα τριάντα. Κόσμος και κοσμάκης είχαν πιει τα καλύτερά τους χρόνια εκεί μέσα», «Τέλειωσα τον καφέ μου, έσφιξα τη γραβάτα μου. Του έβγαλα το πρωινό του στο πιατάκι (του γάτου) και κίνησα να δω τι μπορούσα να κάνω για την παγκόσμια ειρήνη».
Είναι εκπληκτικό το πώς ο συγγραφέας καταφέρνει να πιάσει τον αναγνώστη απ’ το χέρι και τον οδηγήσει στο μικρόκοσμό του, προκαλώντας του μια γκάμα συναισθημάτων: από βαθιά συγκίνηση ως ακράτητα γέλια, από αγανάκτηση ως αγαλλίαση. Αυτό νομίζω είναι το μεγάλο ατού του βιβλίου: ο μύθος του, η αλήθεια του. Αλλά και οι εικόνες του: σκληρές και τρυφερές, σαν καταιγίδα και σα χάδι. Μαθαίνει κανείς πολλά διαβάζοντας αυτή την ιστορία, αλλά και νιώθει πολλά. Ένα από τα καλύτερα ξένα μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν αυτή τη χρόνια στην ελληνική γλώσσα.
Λίγα λόγια για το συγγραφέα: Γεννήθηκε στο δυτικό Μπέλφαστ το 1964 και ζει στην Αγγλία. Από τις εκδόσεις Εξάντας έχει ήδη κυκλοφορήσει το πρώτο του μυθιστόρημα «Έργα και ημέρες του Ρίπλεϊ Μπογκλ (1996). Έχει γράψει ακόμη τα μυθιστορήματα Manfred’s pain και The Dispossessed.
Το Μπέλφαστ Blues (πρωτότυπος τίτλος Eureka Street) σε εξαιρετική μετάφραση της Χρύσας Τσαλικίδου, κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Εξάντας.
No comments:
Post a Comment