Friday, September 30, 2011

Lee Child – The Affair

Αγορά από το Book Depository

Για μένα προσωπικά την Αγία Τριάδα του σύγχρονου αμερικανικού αστυνομικού μυθιστορήματος αποτελούν οι Ντέιβιντ Μπαλτάτσι, Τζέφρι Ντίβερ και Μάικλ Κόνελι. Σ’ αυτούς τους τρεις τώρα αναγκάζομαι να προσθέσω και τον Λι Τσάιλντ (εγγλέζος, αλλά ζει στις ΗΠΑ και τα βιβλία του διαδραματίζονται εκεί), που απλά είναι μοναδικός. Η πλάκα είναι ότι τον ανακάλυψα μόλις φέτος, ή μάλλον τον διάβασα φέτος για πρώτη φορά. Η αρχή έγινε με το Worth Dying For, ακολούθησε το ηλεκτρονικής μορφής διήγημα Second Son και μετά σειρά πήρε αυτό το μυθιστόρημα, που κυκλοφόρησε πριν τρεις ημέρες στην Αμερική, και το οποίο καταβρόχθισα σε μια μόλις μέρα.
     Μ’ αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας ουσιαστικά ταξιδεύει τον αναγνώστη πίσω στο χρόνο για να του χαρίσει την πρώτη ιστορία, για να του πει δηλαδή πώς όλα άρχισαν για το βασικό του πρωταγωνιστή.
     Βρισκόμαστε στο έτος 1997 στην Ουάσινγκτον. Ένας αξιωματούχος προσκαλεί τον τριανταεξάχρονο τότε στρατονόμο Τζακ Ρίτσερ στο γραφείο του για να του αναθέσει μια πολύ σημαντική αποστολή. Πρέπει να αναχωρήσει αμέσως για την πόλη Κάρτερ Κρόσινγκ του Μισσισσιππή, για να διερευνήσει την υπόθεση της δολοφονίας μιας νέας γυναίκας. Το έγκλημα έγινε έξω από τα τείχη της βάσης που διατηρεί ο στρατός στην περιοχή, αλλά ο βασικός ύποπτος είναι ένας αξιωματικός, έτσι οι στρατιωτικές αρχές, αν και δεν έχουν δικαιοδοσία εκεί, πρέπει να παίξουν κι αυτές το ρόλο τους σ’ αυτή την υπόθεση – να προσπαθήσουν δηλαδή να φυλάξουν τα νώτα τους.
     Ο Ρίτσερ που για ευνόητους λόγους πρέπει να δουλέψει σαν μυστικός αστυνομικός, κινά στη στιγμή για τον προορισμό του. Όταν φτάνει όμως εκεί, δεν βρίσκει τα πράγματα όπως τα περιμένει. Οι πληροφορίες που του έδωσαν για το έγκλημα είναι τουλάχιστον ανακριβείς, όλοι κρύβονται πίσω από μυστικά και ψέματα, και κάποιοι νταήδες προσπαθούν από το πρώτο λεπτό να του κάνουν τη ζωή δύσκολη. Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, η πανέμορφη σερίφης της πόλης που ακούει στο όνομα Ελίζαμπεθ Ντέβερο, αντιλαμβάνεται τι είναι και τι κάνει εκεί με το που τον συναντά και θέλει να τον ξεφορτωθεί. Ωστόσο εκείνος είναι αποφασισμένος να παραμείνει στην πόλη και να διερευνήσει την υπόθεση όσο καλύτερα μπορεί, και σιγά σιγά θ’ αρχίσει, παρόλη την καχυποψία που υπάρχει ανάμεσά τους, να κερδίζει την εκτίμηση, αν και όχι την  απόλυτη εμπιστοσύνη της τελευταίας, η οποία όμως θα παραδεχτεί τελικά σιωπηλά ότι ίσως τον χρειάζεται.
     Η έρευνα, αν και αρχικά δείχνει απλή, στο τέλος θα αποδειχτεί κάθε άλλο παρά τέτοια, αφού μια σειρά από ατυχείς επιλογές, μα και παραλείψεις των ντόπιων αστυνομικών, αλλά και ο κώδικας σιωπής που επιβάλλουν οι στρατιωτικές αρχές, υψώνουν συνεχώς εμπόδια στο δρόμο τους. Κάθε φορά που φτάνουν σε μια απάντηση αναδύονται νέα ερωτήματα, κάθε φορά που πλησιάζουν κάποια λύση προκύπτουν νέοι γρίφοι. Στο μεταξύ φτάνουν και κάποια μηνύματα απ’ την Ουάσινγκτον που δεν αφήνουν τον Ρίτσερ να ησυχάσει ούτε στιγμή, με αποτέλεσμα για πρώτη φορά στη ζωή του να μην εμπιστεύεται απολύτως το ένστικτό του. Όπως λένε κάποιοι, τα γραπτά μένουν, κι αυτό ακριβώς του παρουσιάζουν τα αφεντικά του: γραπτά στοιχεία, τα οποία για κάποιο λόγο δεν εμπιστεύεται, αλλά και τα οποία δεν μπορεί, την ίδια στιγμή, να αγνοεί. Κάποιος ή κάποιοι μοιάζουν να παίζουν μαζί του, αλλά και με κάποιους άλλους, ένα σκληρό παιχνίδι, με αποφασισμένο από πριν το αποτέλεσμα. Δεν υπολογίζουν όμως όσο θα έπρεπε τον Ρίτσερ, το μοναχικό αυτό καβαλάρη, που περισσότερο ενδιαφέρεται για την απόδοση δικαιοσύνης παρά για τις διαταγές που του δίνουν.
     Εδώ έχουμε ένα ακόμη καλογραμμένο θρίλερ, που κινείται σε κινηματογραφικούς ρυθμούς και διαβάζεται με κομμένη την ανάσα. Απ’ αυτό δεν απουσιάζει και το χιούμορ, ειδικά στις ερωτικές σκηνές και όταν ο πρωταγωνιστής έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τους μάγκες της πόλης, κάτι που του χαρίζει μια ξεχωριστή νότα. Και το πιο σημαντικό: είναι πολύ καλύτερο από το προηγούμενό του μυθιστόρημα, το οποίο βρήκα επίσης εξαιρετικό. Δηλαδή από κορυφή σε κορυφή μας πάει ο κύριος Τσάιλντ. Ας ελπίσουμε ότι θα συνεχίσει έτσι.

Tuesday, September 27, 2011

Stella Duffy – Theodora: Actress, Empress, Whore

Αγορά από το Book Depository

Αυτό το βιβλίο είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία που μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, στα χρόνια του Βυζαντίου και της μεγάλης δόξας της Κωνσταντινούπολης. Εκεί συναντάμε για πρώτη φορά τη μικρή Θεοδώρα, τη μεσαία από τρεις αδελφές, που λόγω καταστάσεων αναγκάζεται να μπει από μικρή στη βιοπάλη. Αυτή και οι αδελφές της, προετοιμάζονται από τον ευνούχο Μένανδρο για μια ζωή στον Ιππόδρομο, στον κόσμο δηλαδή του θεάματος εκείνης της εποχής.
     Η Θεοδώρα μας παρουσιάζεται σαν ένα πανέμορφο πλην απείθαρχο κορίτσι. Της αρέσει να τα βάζει με όλους και με όλα και συχνά πυκνά τις τρώει από το δάσκαλό της, αλλά αυτό καθόλου δεν την πτοεί. Άλλες έχουν ταλέντο στο τραγούδι, άλλες στο χορό, όλες προορίζονται για εταίρες. Η Θεοδώρα, που θέλοντας και μη θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, δεν έχει ιδιαίτερο ταλέντο ούτε στον ένα ούτε στον άλλο τομέα. Αλλά είναι πανέξυπνη και μια εξαιρετική κωμική ηθοποιός. Μπορεί να λέει ιστορίες όπως καμιά άλλη, να βγάζει εύκολα το γέλιο και να μαγεύει με τη σκηνική παρουσία της.
     Μέσω της αφήγησης ακολουθούμε βήμα βήμα την πορείας αυτής της γυναίκας: από την παιδική ηλικία στην πρόωρη ενηλικίωση, από τα παιχνίδια στην πορνεία, από την άγνοια στην κερδισμένη με πόνο και ιδρώτα γνώση, από την απόγνωση στην απόγνωση. Η Θεοδώρα περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της χωμένη μέσα σε μια ιδιότυπη απελπισία. Αν δεν είχε και κάποιες εκρήξεις χαράς θα έλεγε κανείς ότι δεν υπήρξε ποτέ ευτυχισμένη. Αφού ήταν πάντα σκεφτική. Αφού προσπαθούσε να ξοδεύει όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε μόνη. Αφού κρυβόταν στις γωνιές της Αγίας Σοφίας και προσευχόταν για κάτι, ή μάλλον θέλοντας να ξεφύγει από κάτι. Όσο κι αν έλαμπε στη σκηνή, όσο κι αν ήταν πασίγνωστη για τις ερωτικές της επιδόσεις, ο αληθινός της εαυτός κρυβόταν στο σκοτάδι – ένας εαυτός ανικανοποίητος, που αναζητούσε προορισμό.
     Το διέξοδο που αναζητούσε ήρθε για να της το δώσει ο Εκήβολος, διοικητής τότε της Πεντάπολης στα παράλια της Βόρειας Αφρικής. Στα δεκαοκτώ της χρόνια, αφήνοντας πίσω της μια ζωή δόξας και χρήματος, τον ακολουθεί στην Απολλωνία, μαζί με μια ατάλαντη συνάδελφό της από το θίασο. Αυτή η τελευταία θα βρεθεί κάποτε στο κρεβάτι του εραστή της και θα μείνει έγκυος, οδηγώντας τη Θεοδώρα, που έτσι κι αλλιώς είχε βαρεθεί τη ζωή εκείνη, στη φυγή. Θα πάρει λοιπόν το δρόμο για την Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίζει τον Πατριάρχη Τιμόθεο, ο οποίος τη θέτει υπό την προστασία του, προτού τη στείλει στην έρημο όπου θα εξιλεωθεί για τα αμαρτήματά της. Το παρελθόν ωστόσο δεν θα πάψει ποτέ να την ακολουθεί, κι αυτό ακριβώς το παρελθόν είναι που θα εκμεταλλευτούν οι νέοι προστάτες της για να επιτύχουν τους στόχους τους. Η Θεοδώρα, αν όλα πάνε καλά, θ’ ανοίξει το δρόμο για την ανάληψη του θρόνου από τον εκλεκτό τους, Ιουστινιανό. Για να το επιτύχει όμως αυτό θα πρέπει να βρεθεί κοντά του. Κι αυτό, χάρη σε κάποιες μυστικές συμφωνίες και διάφορες μικρές συνομωσίες, το καταφέρνει.
     Όταν επιστρέφει επιτέλους στην Πόλη, την πόλη της, είναι μια αλλαγμένη γυναίκα. Οι αδυναμίες της σάρκας δεν την έχουν εγκαταλείψει, αλλά είναι πια κατά κάποιο τρόπο σοφή. Κι αυτήν ακριβώς τη σοφία, αλλά και την υπομονή που ανέπτυξε στα δύσκολα και επίπονα χρόνια της μαθητείας της, θα χρησιμοποιήσει για να επιτελέσει το καθήκον που της έχει ανατεθεί. Ένα καθήκον που θα της επιφυλάξει και μια μεγάλη έκπληξη, καθώς χωρίς καλά καλά να το καταλάβει θα δει τον εαυτό της να γίνεται ευτυχισμένο και τη ζωή της ν’ αποκτά μια νέα αξία.
     Αυτή είναι μια καλογραμμένη ιστορία για μια εποχή παράδοξη, όπου στην καρδιά του χριστιανισμού επικρατούσαν ακόμη τα παγανιστικά τελετουργικά, όπου η πορνεία αποτελούσε σχεδόν τον κανόνα, κι όπου ο ένας προσπαθούσε με ύπουλους τρόπους να βάλει τρικλοποδιές στον άλλο, χωρίς να λείπουν βέβαια και οι κομματικές έριδες. Μια τέτοια έριδα άλλωστε ήταν που έσωσε τη Θεοδώρα από την πείνα και έβαλε το πρώτο λιθαράκι στο οικοδόμημα της μελλοντικής της ζωής.
     Η συγγραφέας, χρησιμοποιώντας αρκετές πηγές, αναβιώνει με θαυμαστό τρόπο την εποχή, μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο και μας δείχνει πράγματα τα οποία σαν ορθόδοξοι χριστιανοί επιλέγουμε να αγνοούμε. Εξαιρετικό.

Monday, September 26, 2011

Andrey Kurkov – Penguin Lost

Αγορά από το Book Depository

Σ’ αυτό το βιβλίο παρακολουθούμε τη συνέχεια των περιπετειών του συγγραφέα Βίκτορ και το πιγκουΐνου Μίσα, που πρωτογνωρίσαμε στο Death and the Penguin.
     Όπως στον πρώτο τόμο έτσι και εδώ ο συγγραφέας ρίχνει τον ήρωά του στις πιο εξωφρενικές καταστάσεις και διά μέσω του μαύρου χιούμορ σχολιάζει για μια ακόμη φορά την κατάσταση όπως διαμορφώθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
     Στην αρχή του βιβλίου συναντάμε τον Βίκτορ σ’ ένα καράβι με προορισμό την Ανταρκτική, όπου θα εγκατασταθεί σ’ ένα ερευνητικό σταθμό. Καθοδόν προς τα εκεί θα πιάσει φιλίες με τον Στάνισλαβ, έναν άντρα που πάσχει από σύνδρομο καταδίωξης. Παίζοντας σκάκι και πίνοντας βότκα οι δύο άντρες θα έρθουν τόσο κοντά, που ο τελευταίος θα αναθέσει στον πρώτο μια επικίνδυνη αποστολή, την οποία θα του διαθέσει τα μέσα να πραγματοποιήσει κιόλας, αφού μέσω του δικού του πολωνικού διαβατηρίου θα καταφέρει να επιστρέψει στο Κίεβο ο Βίκτορ, που είχε φύγει κυνηγημένος από εκεί.
     Φτάνοντας στην πόλη του θα ανακαλύψει ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει: προς το καλύτερο και προς το χειρότερο την ίδια ώρα. Από τη μία πλευρά θα μάθει ότι η ζωή του δεν κινδυνεύει πια, αλλά από την άλλη θα βρει τη φιλενάδα του Νίνα και την, κατά κάποιο τρόπο υιοθετημένη, κόρη του Σόνια, να ζουν στο σπίτι του μ’ έναν άλλον άντρα. Αυτό ωστόσο δεν θα τον αναστατώσει όσο θα περίμενε κανείς. Εξάλλου έχει άλλα πράγματα στο μυαλό του: α) Να ανακαλύψει που βρίσκεται ο αγαπημένος του Μίσα, και β) Να τιμήσει το λόγο του και να παραδώσει ένα δέμα στη γυναίκα του Στάνισλαβ στη Μόσχα.
     Η τύχη σύντομα θα του χαμογελάσει. Όχι πως θα φέρει τον Μίσα στο δρόμο του, αλλά να, έτσι, στα καλά καθούμενα, θα του χαρίσει μια αξιοζήλευτη δουλειά: θα προσληφθεί από έναν φιλόδοξο πολιτικό για να γράφει τις ομιλίες του, κι εκείνος, εκτός από το να του προσφέρει μια παχυλή αμοιβή θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να τον βοηθήσει να βρει τον πιγκουΐνο. Όπως θα αποδειχτεί ο Βίκτορ σε ό,τι αφορά την πολιτική είναι «μανούλα», αφού θα αρχίσει να γράφει απίστευτες ομιλίες και να οργανώνει εκδηλώσεις κάθε είδους για τον εργοδότη του, ενώ θα δεν θα χάνει ευκαιρία να του δίνει και πολύτιμες συμβουλές όπως αυτή: «Από τη στιγμή που θα εκλεγείς μη σταματήσεις ποτέ να υπόσχεσαι».
     Η καριέρα του Βίκτορ στην πολιτική σκηνή δεν θα κρατήσει για πολύ αλλά θα είναι γεμάτη ευτράπελες καταστάσεις και μικρές συγκινήσεις και το τέλος της θα τον βρει στο δρόμο για τη Μόσχα. Εκεί θα συναντήσει τη γυναίκα του Στάνισλαβ και έτσι θα επιτελέσει το καθήκον του, και με το παραπάνω μάλιστα. Σύντομα όμως, μέσω κάποιου γνωστού του πρώην αφεντικού του, θα μάθει ότι ο Μίσα είναι στην Τσετσενία και θα κινήσει να πάει για να τον βρει. Εκεί θα ζήσει πολλά και διάφορα, κωμικά και μη, αλλά στο τέλος θα συναντήσει το αντικείμενο του πόθου του. Και τότε θ’ αρχίσει μια νέα Οδύσσεια.
     Ο Κιουρκόφ μας χαρίζει και πάλι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, που δεν μοιάζει να παίρνει τίποτα στα σοβαρά, ακόμη ούτε και τον ίδιο τον εαυτό του, και το οποίο μπορεί να διαβαστεί είτε σαν περιπέτεια είτε σαν κωμωδία ή ακόμη και σαν κοινωνικό σχόλιο. Σίγουρα όμως δεν είναι αστυνομικό βιβλίο, όσο κι αν επιμένουν γι’ αυτό οι αμερικανοί. Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται να ψυχαγωγήσει τον αναγνώστη, αλλά όχι μέσω της δράσης ή της αγωνίας. Μοιάζει να θέλει να του πει: χαλάρωσε, κι όλα θα πάνε καλά.

Friday, September 23, 2011

Harlan Coben – Shelter

Αγορά από το Book Depository

Μ’ αυτό το βιβλίο ο καλός συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων ξεκινάει μια νέα σειρά στην οποία πρωταγωνιστής θα είναι ο Μίκι Μπόλιταρ, ανιψιός του γνωστού μας Μάιρον.
     Ο Μίκι έχει μόλις μετακομίσει στο σπίτι του θείου του, με τον οποίο δεν τα πάει και πολύ καλά, αφού κάποτε είχε τσακωθεί άγρια με το νεκρό του πια πατέρα, και τώρα προσπαθεί να συνηθίσει τη ζωή σε μια νέα πόλη, στο Νιούαρκ, και να βρει τα πατήματά του σ’ ένα νέο σχολείο. Ο νεαρός έχει γεννηθεί στην επαρχία της Τσιανγκ Μάι στην Ταϊλάνδη και η ζωή του μέχρι πρόσφατα ήταν αυτή ενός περιπλανώμενου. Ακολουθώντας τους γονείς του, που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους σε διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις, έζησε στην Αφρική, στην Ασία, στη Λατινική Αμερική και αλλού, με αποτέλεσμα να μην αποκτήσει ποτέ στενούς φίλους και η μόρφωσή του, αν και πλούσια, να είναι σποραδική. Για χρόνια και χρόνια μάζευε κομμάτια γνώσης από δω κι από κει, τα οποία κάποτε στο μέλλον θα του ήταν χρήσιμα. Και το μέλλον αυτό είναι τώρα εδώ, καθώς με τον πατέρα του στον τάφο και τη μάνα του έγκλειστη σ’ ένα κέντρο αποτοξίνωσης από τα ναρκωτικά, μόνο στον εαυτό του μπορεί πια να στηριχτεί.
     Η τύχη στην αρχή του χαμογελά. Από την πρώτη στιγμή στο σχολείο γνωρίζει την Άσλεϊ, ένα πανέμορφο κορίτσι, το οποίο σύντομα ερωτεύεται. Προτού περάσει όμως και πολύς καιρός αυτή εξαφανίζεται από προσώπου γης και αρχίζουν να τον ζώνουν τα φίδια. Πού πήγε; Έπαθε κάτι; Πρέπει να τη βρει, νιώθει την ανάγκη να τη βρει, αλλά πώς; Θα ανακαλύψει δύο απροσδόκητους σύμμαχους και φίλους στα πρόσωπα κάποιων από τα λιγότερα δημοφιλή άτομα στο σχολείο: της χοντρής και γκοθ Έμα και ενός αγοριού, που δεν μοιάζει ικανό για τίποτα, αλλά που είναι πανέξυπνο, και το οποίο εκείνος παρορμητικά βαφτίζει Κουτάλι.
     Οι τρεις τους λοιπόν θα αρχίσουν να διερευνούν την υπόθεση που όσο περνά ο καιρός θα γίνεται όλο και πιο περίπλοκη καθώς όλα δείχνουν ότι η Άσλεϊ έχει απαχθεί, ενώ σαν να μην έφτανε αυτό κάποτε θα μάθουν κιόλας ότι έκρυβε κάποια μεγάλα μυστικά, όπως την αληθινή της ταυτότητα. Στη διάρκεια της έρευνας, που θα τους οδηγήσει σε στριπ-μπαρ, εργαστήρια για τατουάζ και σ’ ένα, σύμφωνα με τους τοπικούς μύθους, στοιχειωμένο σπίτι, θα έρθουν αντιμέτωποι με μεγάλους κινδύνους και θα τα βάλουν με μπάτσους και εγκληματίες. Κι ο Μίκι θ’ ανακαλύψει πως τα πράγματα ποτέ δεν είναι ακριβώς όπως δείχνουν, κι ό,τι πολλές φορές οι προσωπικές αλήθειες δεν αποτελούν τίποτ’ άλλο παρά ψευδαισθήσεις.
     Ο συγγραφέας ρίχνει τους ήρωές του μέσα σε κόσμους παράξενους και επικίνδυνους, τους βάζει τρικλοποδιές και τους χαρίζει χαμόγελα, τους παραδίδει μαθήματα ζωής, αλλά και πραγματικής ιστορίας, τους αναγκάζει με το έτσι θέλω να τα βάλουν με τους δαίμονές τους και να τους νικήσουν. Ο Μίκι θυμίζει σε πολλά το θείο Μάιρον κι ας μη θέλει να το παραδεχτεί: είναι πεισματάρης, δυνατός, με πίστη σε κάποιο σκοπό, όποιος κι αν είναι αυτός. Ο Κουτάλι είναι ένας απ’ αυτούς τους αιώνιους στα μάτια των άλλων λούζερς, που όταν όμως τους δοθεί η ευκαιρία αποδεικνύουν σε όλους την πραγματική της αξία. Αλλά η Έμα είναι όλα τα λεφτά: μαγκάκι, γκοθού, δυναμική, ατρόμητη, με μαύρο χιούμορ – ένας από τους καλύτερα διαμορφωμένους λογοτεχνικούς χαρακτήρες που συνάντησα ποτέ.
     Το βιβλίο αυτό αποτελεί την ιδανική αρχή σε μια νέα σειρά περιπετειών. Και αν και σύμφωνα με τους εκδότες απευθύνεται στο εφηβικό κοινό, είμαι σίγουρος ότι θα το απολαύσουν το ίδιο και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αναγνώστες. Ο Κόμπεν εδώ μοιάζει να βάζει ένα στοίχημα με τον εαυτό του και να το κερδίζει.

Thursday, September 22, 2011

Kathy Reichs – Flash and Bones

Αγορά από το Book Depository

Η Δρ. Τέμπερανς Μπρέναν επιστρέφει με μία νέα περιπέτεια που λαμβάνει χώρα στην πόλη Σαρλότ της Βόρειας Καρολίνας.
     Καθώς η πόλη ετοιμάζεται για την εβδομάδα ράλι φτιαγμένων αυτοκινήτων -NASCAR- οι αρχές ανακαλύπτουν ένα πτώμα, χωμένο μέσα σ’ ένα βαρέλι και ριγμένο σ’ ένα χαντάκι στο πλάι του αυτοκινητόδρομου. Αμέσως καλείται στη σκηνή η γνωστή μας, κι από την τηλεοπτική σειρά, ιατροδικαστής-ανθρωπολόγος Δρ. Μπρέναν, με οδηγίες να δώσει προτεραιότητα σ’ αυτή την υπόθεση, καθώς κανείς δεν θέλει να δημιουργηθεί τέτοιες μέρες πανικό στην πόλη. Έλα όμως που σχεδόν ταυτόχρονα ανακαλύπτεται και δεύτερο πτώμα, αυτή τη φορά σε μια τάφρο. Η καλή γιατρός από τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκει τον εαυτό της στο κέντρο του κυκλώνα. Ποια είναι τα θύματα; Αυτό είναι το πρώτο ερώτημα. Για πόσο καιρό είναι νεκρά; Αυτό είναι το δεύτερο.
     Οι απαντήσεις που αναζητούν οι αρχές δεν θα δοθούν και τόσο εύκολα, ενώ τα πράγματα θα ξεφύγουν από κάθε έλεγχο όταν πια κάνουν την εμφάνισή τους στη σκηνή και κάποιοι πράκτορες του FBI. Τι γυρεύουν εκεί; Μήπως υποψιάζονται ότι πίσω από τα εγκλήματα κρύβεται κάποιος κατά συρροή δολοφόνος; Αλλά γιατί να το σκεφτούν αυτό από τη στιγμή που τα θύματα πέθαναν με μεγάλη χρονική διαφορά μεταξύ τους; (Το ένα πολλά χρόνια πριν, το άλλο όχι και τόσο παλιά). Στο μεταξύ έχει εξαφανιστεί κι ένας άντρας από την Ατλάντα, που έφτασε πρόσφατα στην πόλη, και όλοι υποψιάζονται ότι θα είναι κι αυτός νεκρός.
     Όλα αυτά που συμβαίνουν ξυπνούν, ως συνήθως, τη γνωστή περιέργεια της Μπρέναν, και αν και οι ομοσπονδιακοί πράκτορες της βάζουν συνεχώς τρικλοποδιές -κλέβουν το ένα πτώμα, εξαφανίζουν φάκελους και στοιχεία- είναι αποφασισμένη να φτάσει στην άκρη του νήματος. Ενός νήματος το οποίο ξεκινά πολλά χρόνια πριν με την εξαφάνιση μιας νέας γυναίκας ονόματι Σίντι Γκάμπολ, αλλά και του φίλου της Κάιλ Λοβέτ.
     Δοθείσης της ευκαιρίας η συγγραφέας μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο και μας μιλά για την ιστορία των αγώνων NASCAR, το πώς όλα ξεκίνησαν την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, αλλά και για κάποιες από τις ρατσιστικές οργανώσεις στις ΗΠΑ, που πολλές φορές χρησιμοποιούνται όχι μόνο για να εξαπλώσουν το μίσος κατά των μεταναστών αλλά και σαν μέσο πλουτισμού. Είναι σαν να μας λέει ότι η μια έρευνα οδηγεί στην άλλη και όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην ιστορία. Και ίσως να έχει δίκιο, αφού η λύση των σημερινών αινιγμάτων όντως κρύβεται στο μακρινό παρελθόν.
     Στο μεταξύ ρίχνουμε μια ματιά και στην προσωπική ζωή της Μπρέναν που μοιάζει να σχοινοβατεί ανάμεσα στον κίνδυνο, τη μοναξιά και την απόγνωση, και η οποία πού και πού φλερτάρει με την κωμωδία. Από τη μια έχουμε την επιμονή της καλής γιατρού να βλαστά εκεί που δεν την σπέρνουν. Από την άλλη την αδυναμία της αποκτήσει μια σταθερή σχέση -ο πότε έτσι πότε αλλιώς αγαπημένος της,  Άντριου Ράιαν, είναι στο Κεμπέκ όπου προσπαθεί να τα βρει με την κόρη του- εκτός απ’ αυτή με το γάτο της τον Μπέρτι φυσικά, και τέλος έχουμε τα πάρε-δώσε της με την Σάμμερ, το φρούτο που σκοπεύει να παντρευτεί ο πρώην άντρας της Πιτ, και η οποία επιμένει να αναζητεί τις συμβουλές της. Λες και δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει. Τελικά ο μόνος που μοιάζει να την καταλαβαίνει απόλυτα είναι ο Σκίνι, ένας σκληροτράχηλος μπάτσος που αρχικά δεν φαίνεται να συμπαθεί, ο οποίος όμως έχει σκυλίσιο πείσμα, που σε ό,τι την αφορά είναι διατεθειμένος να βάλει πολλή νερό στο κρασί του και ο οποίος μας χαρίζει κάποιες από τις πιο απολαυστικές στιγμές στο βιβλίο. Η Τέμπερανς και ο Σκίνι με το πείσμα και την ευφυΐα τους θα συνεχίσουν να ψάχνουν τις απαντήσεις στους γρίφους που έχουν βγει στην επιφάνεια μέχρι το τέλος, αγνοώντας γνωστικά τους άλλους, που νομίζουν ότι έχουν ήδη βρει τις απαντήσεις.
     Αν δεν είχα αντιληφθεί ποιος ήταν ο δολοφόνος με το που έκανε την εμφάνισή του στη σκηνή, θα έλεγα ότι αυτό είναι ένα από τα καλύτερά της βιβλία. Όπως και να έχει όμως, διαβάζεται όπως πάντα γρήγορα και ευχάριστα και μάλλον θα ικανοποιήσει τους φίλους της συγγραφέως.

Tuesday, September 20, 2011

Tim Riley – Lennon

Αγορά από το Book Depository

Ο Τζον Λένον είναι μια από τις μουσικές εμμονές μου. Ακούω τα τραγούδια του από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ν’ ακούει μουσική και πάντα θεωρούσα ότι ήταν ένας άνθρωπος που στη διάρκεια της ζωής του δεν έκανε τίποτ’ άλλο από το να προσπαθεί ν’ ανακαλύψει τον προορισμό του. Κατά πόσο αυτός ο προορισμός ήταν το να αλλάξει τον κόσμο με τη μουσική του, το να γίνει ο κύριος εκφραστής του ειρηνιστικού κινήματος ή απλά ένας σπιτονοικοκύρης, δεν μπορούσα με σιγουριά να πω – τουλάχιστον μέχρι τώρα.
     Το ανά χείρας βιβλίο, η νέα του βιογραφία του από τον Τομ Ράιλι που κυκλοφορεί σήμερα στην Αμερική, μου δίνει πολλές απαντήσεις. Σύμφωνα μ’ αυτό ο Λένον ήταν και ήθελε όλα τα πιο πάνω και ακόμη περισσότερα. Πιο πολύ όμως ήταν μια βασανισμένη ψυχή, που ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τα τραύματα από την παιδική του ηλικία: την εγκατάλειψη από τη μητέρα του, τις μακροχρόνιες απουσίες του ναυτικού πατέρα του, την καταπίεση της θείας Μίμι που τον μεγάλωσε. Αν δεν ερχόταν η μουσική για να τον σώσει από τον εαυτό του, μάλλον θα κατέληγε πολύ νωρίς είτε στη φυλακή είτε στο χώμα αφού, όπως θα έλεγαν και οι αγγλοσάξονες: «Ήταν σαν ένα ατύχημα που περίμενε να συμβεί».
     Ο συγγραφέας δίνει μεγάλο βάρος στα χρόνια που προηγήθηκαν της μεγάλης του φήμης. Τότε που περιφερόταν από το ένα σπίτι στο άλλο, που δεν είχε καμία σταθερά, που ο δρόμος, η μουσική και οι τέχνες ήταν η επισφαλής επικράτειά του. «Ξόδεψε τη ζωή του ψάχνοντας για πατρικά πρότυπα και θρηνώντας για τη μητέρα του», διαβάζουμε. Και όντως αυτό έκανε. Ο Λένον φαίνονταν να προσπαθεί απεγνωσμένα να πιαστεί από κάπου: «Ο πιο οδυνηρός πόνος είναι το να νιώθεις ανεπιθύμητος». Η μητέρα του Τζούντι ήταν μια φευγάτη γυναίκα, με μια άστατη ζωή, που ωστόσο του μετέδωσε τον ιό της μουσικής. Ο πατέρας του Άλφι ήταν κάποιος που έκανε μεγάλα σχέδια που ποτέ δεν θα πετύχαιναν, που έδινε υποσχέσεις που δεν μπορούσε να κρατήσει. Ανάμεσά τους βρισκόταν η Μιμί – η γυναίκα που τον υιοθέτησε με το έτσι θέλω, παρέχοντάς του στέγη και κάποιου είδους ασφάλεια, προσπαθώντας την ίδια ώρα να κόψει τα φτερά του.
     Ο Λένον της εφηβείας είναι ένας νέος οργισμένος και πλακατζής, πανέξυπνος και ανήσυχος. Ακούει μουσικές, φτιάχνει σκιτσάκια και γράφει στίχους, πηγαίνει στο σχολείο και κοροϊδεύει τους δασκάλους. Κάποιες από τις πλάκες του είναι πραγματικά ξεκαρδιστικές. Ωστόσο ό,τι και να κάνει παραμένει βαθιά λυπημένος. Νιώθει ότι κάτι του λείπει. Όταν αρχίζει να παίζει μουσική αυτό το κενό κάπως συμπληρώνεται, αλλά όχι πλήρως – ποτέ πλήρως. Τελικά είναι οι φιλίες που τον σώζουν. Πρώτα απ’ όλα με τον Στιούαρτ Σάτκλιφ. Και μετά με τον Μακάρτνι. Και η πατρική ίσως φιγούρα του Έπσταϊν. Με τον πρώτο τους ενώνει η φιλία χρόνων και η τέχνη (λιγότερο η μουσική), στον δεύτερο βρήκε το άλλο του (μουσικό) μισό, ο τρίτος τον πίστεψε, τους πίστεψε, κι έτσι από μια μπάντα που συνήθιζε να παίζει ροκ ν’ ρολ στις κακόφημες συνοικίες του Αμβούργου γεννήθηκαν οι Μπιτλς, το συγκρότημα που παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά του.
     Παρόλη την επιτυχία όμως, εκείνος δεν ένιωσε ποτέ απόλυτα ικανοποιημένος. Τα λεφτά, η φήμη, τα ναρκωτικά, οι γυναίκες, ούτε ακόμη και η γέννηση του γιου του Τζούλιαν, δεν στάθηκαν ικανά να χαρίσουν γαλήνη στην ψυχή του μεγάλου αυτού ανήσυχου, του αλαζόνα και ταπεινού. (Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πάντα θεωρούσε τους άλλους μουσικούς καλύτερους από τον ίδιο. Όλοι όσοι γνώριζε έπιναν νερό στο όνομά του, κι εκείνος τους έλεγε ειλικρινά πόσο τους θαύμαζε, κι ας ήταν εκείνοι που ξεσήκωσαν όλες τις μουσικές και τα κόλπα του).
     Ο Πολ ήταν το ρυάκι μέσα στο συγκρότημα (το μέλος, όπως λέει ο συγγραφέας, για τις μαμάδες και τις γιαγιάδες), ο Τζον ήταν ο ορμητικός χείμαρρος μετά την καταιγίδα, την οποία συνήθως εκείνος ο ίδιος προκαλούσε. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη, το τέλος προδιαγεγραμμένο. Τα τελευταία χρόνια που ξόδεψε με τους Μπιτλς ο Τζον έμοιαζε να προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει τον εαυτό του – τον ροκ εαυτό του – δεν είναι τυχαίο το γεγονός άλλωστε ότι όταν άκουσε για πρώτη φορά τους Στόουνς να παίζουν είπε: «Είμαι στο λάθος συγκρότημα». Αντί να βρει τον εαυτό του όμως βρήκε τη Γιόκο και μ’ αυτήν ανακάλυψε ένα νέο εαυτό, κι έτσι άρχισε να εκφράζεται με πολλούς άλλους και διαφορετικούς τρόπους – γυρίζοντας πειραματικές ταινίες, δημιουργώντας χάπενινγκς, βάζοντάς τα με τους τρανούς αυτού του κόσμου, εξαπολύοντας ατάκες και γράφοντας κάποια τραγούδια που θα άφηναν εποχή. Προτού φτάσει και πάλι σε αδιέξοδο. Προτού τον ξαποστείλει ο Όνο, λόγω της απιστίας του, για να ζήσει το χαμένο Σαββατοκύριακό του, όπως έμεινε γνωστό στην ιστορία. Προτού επιστρέψει σ’ αυτήν κι αποκτήσει μαζί της τον Σον, το παιδί που του έλειπε, αυτό που θα τον έκανε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να γίνει ένας φαινομενικά ευτυχισμένος σπιτονοικοκύρης. Προτού ακούσει ξανά το κάλεσμα της μούσας.
     Το βιβλίο αυτό είναι τόσο καλογραμμένο που διαβάζεται σχεδόν σαν μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας καταφέρνει με μαστοριά περισσή ν’ αναβιώσει μια ολόκληρη εποχή, ενώ οι περιγραφές των τραγουδιών των Μπιτλς, αλλά και των προσωπικών δημιουργιών του Λένον, πολλές φορές μοιάζουν σχεδόν ποιητικές. Ο Ράιλι κατέχει πολύ καλά το θέμα του, καταλαβαίνει πολύ καλά τον ήρωά του. Τον καταλαβαίνει, αλλά δεν του χαρίζεται. Μας δίνει μια πανοραμική εικόνα του χαρακτήρα του, της σύγχυσης που επικρατούσε μόνιμα μέσα του – του Τζον του επαναστάτη, του Τζον του χιουμορίστα, του παιδιού και του πατέρα, του μουσικού και του ηθοποιού, του αγαπησιάρη και του καθάρματος. Καθώς διάβαζα αυτή τη βιογραφία γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία να επιστρέψω σε όλα τα παλιά αγαπημένα τραγούδια, να δω τις ταινίες και τα ντοκιμαντέρ που καταγράφουν τα έργα και τις ημέρες του. Και να καθίσω να διαβάσω μαζί του (έκπληξη, έκπληξη) δύο από τα αγαπημένα του βιβλία: Τον «Τελευταίο πειρασμό» και την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη.
     Είναι αυτή η καλύτερη βιογραφία του Λένον; Θα έλεγα ναι. Ή τουλάχιστον η καλύτερη από τις άλλες τρεις που έχω διαβάσει. Συστήνεται ανεπιφύλακτα σε όλους τους φίλους του, αλλά και σε κάθε φίλο της ροκ, κυρίως, μουσικής.

Monday, September 19, 2011

Stephen King – Mile 81

Αγορά από το Άμαζον

Πάντα λέω ότι τα μικρά σε μέγεθος κείμενα του Στίβεν Κινγκ είναι καλύτερα από τα μεγαλύτερα. Όσο κι αν απολαμβάνω τη γραφή του μερικά από τα μεγάλα μυθιστορήματά του τα βρίσκω κάπως κουραστικά. Αυτό φυσικά δεν συμβαίνει εδώ μια και το Μίλι 81 είναι ένα διήγημα, το οποίο κυκλοφορεί μοναχά σε ηλεκτρονική μορφή.
     Όλα αρχίζουν όταν μια καλή μέρα ο πιτσιρικάς Πιτ Σίμμονς το σκάει απ’ το σπίτι με προορισμό τον εγκαταλειμμένο σταθμό ξεκούρασης των οδηγών, που βρίσκεται στο 81ο μίλι του αυτοκινητόδρομου Τέρνπαϊκ του Μέιν. Ο Πιτ θέλει να ζήσει μια μεγάλη περιπέτεια, κι έτσι με μοναδικό του όπλο ένα μεγεθυντικό φακό, καταφθάνει στο ερειπωμένο εστιατόριο μπροστά από το σταθμό και αρχίζει να τον εξερευνά. Το μόνο που δεν υπάρχει και τίποτα εκεί για να ανακαλύψει κανείς. Άδειοι χώροι, σκιές, ο θόρυβος από τα αυτοκίνητα που διασχίζουν με μεγάλη ταχύτητα τον αυτοκινητόδρομο: αυτός είναι ο κόσμος όλος. Μέχρι που ανακαλύπτει ένα μισοάδειο μπουκάλι βότκα και θέλοντας να νιώσει μεγάλος λέει να δοκιμάσει να πιει. Η πρώτη γουλιά δεν του κάθεται, αλλά η δεύτερη τον κάνει ν’ αλλάξει γνώμη, ενώ η τρίτη πια τον οδηγεί ν’ ανακαλύψει όλες τις χαρές και τις χάρες του ποτού. Σύντομα όμως θ’ ανακαλύψει και τις παρενέργειές του, θα μεθύσει. Μη θέλοντας να επιστρέψει έτσι στο σπίτι λέει να ρίξει ένα υπνάκο – ή μάλλον δεν λέει, το ζαλισμένο του κεφάλι του το επιβάλλει. Κι έτσι δεν αντιλαμβάνεται ότι έξω ακριβώς από την πόρτα του εστιατορίου συμβαίνουν πράγματα και θαύματα. Καταρχήν φτάνει ένα καταλασπωμένο βανάκι, κι ας έχει χρόνια και ζαμάνια να βρέξει στην περιοχή. Ακριβώς πίσω του παρκάρει ένας ασφαλιστής και πάστορας, που πρόσφατα έχει ξεφύγει από το δαίμονα του αλκοόλ, θέλοντας να παίξει τον καλό Σαμαρείτη. Και λίγο πιο κάτω σταματά, θέλοντας να προσφέρει τη βοήθειά της αν τη χρειάζεται κανείς, μια καουμπόισσα, που κουβαλά στην καρότσα το άλογό της. Για τον ίδιο λόγο σταθμεύει και μια οικογένεια. Κι όλη αυτή την ώρα ο Πιτ κοιμάται του καλού καιρού, χωρίς να αντιλαμβάνεται το κακό που παραμονεύει. Λέτε να ζήσει την περιπέτεια που επιθυμεί ή μήπως θα ξοδέψει όλο το χρόνο του στον ύπνο, κι έτσι όταν επιστρέψει στο σπίτι δεν θα έχει κάτι για το οποίο να κοκορευτεί στον αδελφό του;
     Το Μίλι 81 είναι μια καλογραμμένη ιστορία που σίγουρα θα ικανοποιήσει τους φίλους του καλού συγγραφέα. Μετά το τέλος της περιλαμβάνεται και ένα απόσπασμα από το επόμενο μεγάλο βιβλίο του Κινγκ, ένα μεγαθήριο 960 σελίδων με τίτλο 11.22.63. Σ’ αυτό ένας άντρας επιστρέφει στο παρελθόν προσπαθώντας να αποτρέψει τη δολοφονία του Κένεντι.

Friday, September 16, 2011

Haruki Murakami – Pinball, 1973

Αγορά από το Άμαζον

Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο που έγραψε ο Χαρούκι Μουρακάμι και το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε στην Ιαπωνία πριν από τριάντα και πλέον χρόνια, το 1980. Ανήκει στην Τριλογία του Αρουραίου, τα άλλα δύο κομμάτια της οποίας αποτελούν τα Hear the Wind Sing και A Wild Sheep Chase.
     Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, όπως θα ανέμενε κανείς, ο συγγραφέας καταπιάνεται με μερικά από τα αγαπημένα του θέματα: τη μοναξιά, τον έρωτα και την απώλεια, τη μουσική, τις εμμονές.
     Οι ήρωές του είναι δύο: ο αφηγητής του οποίου το όνομα ποτέ δεν μαθαίνουμε και ο Αρουραίος. Παρακολουθούμε τα έργα και τις ημέρες τους μέσα από παράλληλες αφηγήσεις που μας ταξιδεύουν μπρος πίσω στο χρόνο. Τα γεγονότα διαδραματίζονται το 1969 και το 1973 -τα περισσότερα τη δεύτερη χρονιά- και όπως είναι φυσικό, όσο κι αν δεν συμβαίνουν και πολλά, αυτά που συμβαίνουν είναι παράξενα.
     Ο αφηγητής, που δουλεύει σαν μεταφραστής, ξυπνά ένα πρωί ανάμεσα σε δυο κοπέλες, που τυγχάνει να είναι αδελφές και μάλιστα δίδυμες. Δεν θυμάται πώς και πότε βρέθηκαν εκεί, αλλά όσο κι αν αυτό τον παραξενεύει στην αρχή, δεν αργεί να το αποδεχτεί σαν ένα απλό δεδομένο της ζωής. Έτσι, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, αρχίζει να ζει μαζί τους. Το γεγονός αυτό δεν μοιάζει φαινομενικά να επηρεάζει τη ζωή του και σιγά σιγά αρχίζει να θεωρεί την παρουσία τους σαν κάτι το δεδομένο, κάτι που είτε έτσι είτε αλλιώς επρόκειτο να συμβεί. Εξάλλου δεν του γίνονται βάρος. Όλη μέρα είναι στο σπίτι, του καθαρίζουν, του μαγειρεύουν, κάνουν έρωτα μαζί του και ποτέ δεν απαιτούνε τίποτα. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Παρ’ όλ’ αυτά δεν είναι πραγματικά ευτυχισμένος, αφού στην σκέψη και στην ψυχή του κόβει ακόμη βόλτες η Ναόκο, μια παλιά αγαπημένη, η πρώτη του πραγματική αγάπη, η οποία είναι τώρα πια νεκρή. Η μορφή της δεν τον εγκαταλείπει ποτέ. Θυμάται τα λίγα που έζησαν μαζί, τις στιγμές που μοιράστηκαν, σκέφτεται όλα αυτά που δεν πρόλαβαν να ζήσουν. Την ίδια ώρα όμως τον στοιχειώνει και μία άλλη ανάμνηση: αυτή ενός φλίπερ! Το Διαστημόπλοιο ήταν το αγαπημένο του φλιπεράκι και τώρα αναρωτιέται τι απέγινε, καθώς, όπως λέει, το να το παίζει ήταν το μοναδικό πράγμα στο οποίο ήταν καλός. Το παιχνίδι αυτό σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή για κείνον, μια εποχή που προσπαθεί τώρα μάταια πλην απεγνωσμένα να αναβιώσει.
     Ο Αρουραίος από τη δική του πλευρά μοιάζει να ζει μια άχαρη πληκτική ζωή, δίχως κανένα σκοπό. Του αρέσει να ξοδεύει το χρόνο του σε ένα μπαρ, να αμπελοφιλοσοφεί, να περιφέρεται από το ένα μικρό αδιέξοδο στο άλλο. Μέχρι που γνωρίζει μια εξίσου μοναχική γυναίκα, μια μουσικό, που τον υποδέχεται με μεγάλη χαρά στη ζωή και στο κρεβάτι της, αλλά η οποία στο τέλος αδυνατεί να του προσφέρει ό,τι ζητά, αφού ακόμη κι αυτός ο ίδιος δεν φαίνεται να γνωρίζει τι ακριβώς είναι αυτό. Εξάλλου: «Τα καλά ερωτήματα, ποτέ δεν έχουν απαντήσεις», και όσο δεν μπορείς να βρεις τις απαντήσεις δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο από το να περιφέρεσαι από δω κι από κει, μέχρι που να συμβεί κάτι. Κάτι που θα αλλάξει τα πάντα.
     Αυτή είναι μια καλογραμμένη ιστορία που θα ικανοποιήσει τους φίλους του συγγραφέα. Ίσως να μην φτάνει στο ύψος των επόμενων έργων του, αλλά δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να ρίξει μια ματιά σ’ ένα από τα κείμενα που αποτέλεσαν τις βάσεις για την οικοδόμηση του μελλοντικού φανταστικού του κόσμου.

Thursday, September 15, 2011

Andrea Camilleri – The Track of Sand

Αγορά από το Book Depository

Όσο πιο πολύ διαβάζω τον Αντρέα Καμιλλέρι τόσο πιο πολύ τον απολαμβάνω. Ο τρόπος που γράφει, η δράση των ιστοριών και το απαράμιλλο χιούμορ του καθηλώνουν τον αναγνώστη κάθε φορά που πιάνει ένα μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο στα χέρια του.
     Εδώ όλα αρχίζουν όταν ο καλός επιθεωρητής ανακαλύπτει ένα άλογο νεκρό στην παραλία μπροστά από το σπίτι του. Όπως υποδηλώνουν τ’ αχνάρια στην άμμο, μάλλον το σκότωσαν τέσσερα άτομα χρησιμοποιώντας σιδηρολοστούς, ενώ άλλα δύο στέκονταν λίγο πιο πέρα και κοιτούσαν. Τον ξενίζει ο τρόπος του εγκλήματος, αυτή η εν ψυχρώ εκτέλεση, και έτσι αποφασίζει αμέσως ν’ αρχίσει να διερευνά την υπόθεση. Έτσι επιστρέφει στο σπίτι και καλεί ενισχύσεις. Μέχρι να φτάσουν όμως, το κουφάρι εξαφανίζεται και τα ερωτήματα πληθαίνουν: τώρα πια δεν τον απασχολεί μόνο το ποιοι το σκότωσαν, αλλά και το ποιοι έκλεψαν το πτώμα. Μήπως το έκαναν οι μετανάστες που μένουν σ’ ένα οικισμό λίγο πιο κάτω ή οι ίδιοι οι δολοφόνοι; Και τι κρύβεται πίσω από το έγκλημα; Έχει άραγε το χεράκι της στην υπόθεση η μαφία, η οποία τώρα τελευταία έχει αρχίσει να διοργανώνει παράνομες ιπποδρομίες;
     Η λύση του μυστηρίου δεν θα αποδειχτεί και τόσο εύκολη υπόθεση καθώς όλοι ή σχεδόν όλοι όσοι εμπλέκονται σ’ αυτό κρύβουν πολλά μυστικά και δεν κάνουν άλλο τίποτα από το να λένε το ένα ψέμα μετά από το άλλο. Μοναδική εξαίρεση μοιάζει ν’ αποτελεί η πανέμορφη Ρακέλ, ιδιοκτήτρια του αλόγου, που εν αγνοία αρχικά του Μονταλμπάνο φιλοξενείται στο σπίτι της φίλης του Ινγκρίτ. Οι δυο τους αναπτύσσουν από την πρώτη στιγμή μια σχέση εμπιστοσύνης και ο επιθεωρητής συλλαμβάνει πολλές φορές τον εαυτό του να την σκέφτεται. Έτσι προτού περάσει και πολύς καιρός θ’ αρχίσει να αναπτύσσει ένα υγιές και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για… τα άλογα.
     Όσο διαρκεί η έρευνα όμως συμβαίνουν και άλλα παράξενα πράγματα. Όχι στον ίδιο, αλλά στο σπίτι του, που από τη μια στιγμή στην άλλη μοιάζει να έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα χώρο διερχομένων. Εν τη απουσία του φυσικά. Έτσι κάποιοι κάνουν διάρρηξη και κλέβουν το πολύτιμο ρολόι του πατέρα του -αλλά αφήνουν απείρακτα τα λεφτά που είναι δίπλα του- αλλά σύντομα γυρνούν και του το επιστρέφουν, ενώ όχι και πολύ μετά ανταλλάζουν πυροβολισμούς με κάποιο συνεργάτη του, που έχει στήσει καρτέρι έξω από αυτό. Παράξενη υπόθεση! Έχει μήπως κάτι να κάνει με το άλογο ή κάποιος από τους πολλούς εγκληματίες που έχει μπαγλαρώσει τον έχει βάλει στο στόχαστρό του;
     Α, είναι και η Λιβία, η αιώνια Λιβία, η γυναίκα που μαζί του δεν μπορεί και μακριά του δεν αντέχει. Η σχέση τους σ’ αυτό το βιβλίο είναι εξ’ αποστάσεως και απολύτως τηλεφωνική. Εξάλλου ο Μονταλμπάνο έχει άλλες έγνοιες τώρα. Το μόνο που κάποιες απ’ αυτές φορούν φουστάνι κι αυτό κάνει τη Λιβία να ζηλεύει. Μα τι να κάνει κι αυτός ο κακομοίρης; Τα χρόνια περνούν, η μπογιά του ξεφτίζει, κι έτσι θέλει να ζήσει όσο καλύτερα και όσο περισσότερα γίνεται όσο ακόμη το μπορεί. Όσο να ’ναι περνά και μια κρίση ηλικίας. Μια κρίση ωστόσο που δεν τον εμποδίζει να τρώει καλά και να πίνει πολύ. Εξάλλου μια ζωή την έχουμε.
     Ο Καμιλλέρι έχει τη μοναδική ικανότητα να γράφει αστυνομικά μυθιστόρημα που και άφθονο μυστήριο έχουν, αλλά και που βγάζουν πολλή γέλιο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που διαβάζοντας αυτό το βιβλίο έσκασα στα γέλια, ειδικά στις σκηνές όπου περιγράφει τις ενδυμασίες των γυναικών σ’ ένα επίσημο δείπνο, αλλά και όταν ο Μονταλμπάνο έχει κέφια και τα βάζει με τον καημένο τον Καταρέλλα, τον τηλεφωνητή ή μάλλον το παιδί για όλα τα θελήματα στο τμήμα.
     Συστήνεται ανεπιφύλακτα.

Tuesday, September 13, 2011

Mukoma Wa Ngugi – Nairobi Heat

Αγορά από το Book Depository

Αυτό είναι το πρώτο αστυνομικό βιβλίο που διαβάζω από αφρικανό συγγραφέα και μπορώ να πω ότι μου άρεσε πολύ. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι δεν μπορώ ακριβώς να το κατατάξω κάπου. Η συνεχής δράση, τα αιματοβαμμένα σκηνικά και οι ανατροπές κάπου θυμίζουν αμερικανικό θρίλερ, αλλά το κοινωνικό υπόβαθρο αυτού του μυθιστορήματος είναι τόσο στέρεο, που θα το αδικούσα αν το κατέτασσα σ’ αυτό το είδος.
     Όλα αρχίζουν με τη δολοφονία μιας νεαρής γυναίκας, της οποίας το πτώμα ανακαλύπτεται έξω από την πόρτα ενός αφρικανού υπέρμαχου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στο Μάντισον του Γουισκόνσιν. Ο αφροαμερικανός ντετέκτιβ Ισμαήλ, που καλείται να διερευνήσει την υπόθεση, νιώθει ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι πίσω από αυτήν κρύβονται πολλά μυστικά. Ο αφρικανός που βρήκε το πτώμα θεωρείται ήρωας, αφού έσωσε εκατοντάδες ανθρώπους στη διάρκεια της γενοκτονίας στη Ρουάντα, οπότε η λογική λέει ότι κάποιος προσπαθεί να τον ενοχοποιήσει. Στην περιοχή η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι λευκοί και η Κου Κλουξ Κλαν έχει έντονη παρουσία, οπότε η δολοφονία μιας λευκής είναι λογικό να ανάψει τα αίματα. Ποια είναι όμως αυτή η γυναίκα, δεν ξέρει κανείς. Και από τη στιγμή που το πτώμα δεν έχει ταυτότητα, είναι αδύνατον ν’ ανακαλύψει κάποιος εύκολα το κίνητρο που κρύβεται πίσω από αυτό το έγκλημα. Ο Ισμαήλ γρήγορα φτάνει σε αδιέξοδο αφού οι έρευνες δεν οδηγούν πουθενά. Ωστόσο όσο περνά ο καιρός η πίεση από το κοινό και τους πολιτικούς μεγαλώνει, κι αν δεν γίνει κάτι τότε τόσο αυτός όσο και ο αρχηγός της αστυνομίας, που επίσης τυγχάνει αφροαμερικανός, θα βρουν για τα καλά το μπελά τους. Η τύχη ωστόσο τους χαμογελά, αφού ένα ανώνυμο τηλεφώνημα τους λέει να αναζητήσουν τη λύση του μυστηρίου στην Κένυα και έτσι, επιτέλους, έχουν επιτέλους κάτι να πουν.
     Ο γεννημένος και μεγαλωμένος στις ΗΠΑ Ισμαήλ πετά για το Ναϊρόμπι, όπου τον υποδέχεται ένας ντόπιος συνάδελφός του. Η χώρα στην οποία φτάνει, αν και ειρηνική σε σχέση με τις άλλες της περιοχής, είναι κι αυτή βουτηγμένη στη διαφθορά και το χάος. Το έγκλημα επικρατεί παντού, τα περίχωρα της πρωτεύουσας (Ναϊρόμπερι την αποκαλούν οι ντόπιοι, δηλαδή Ναϊκλεψιά) είναι ζώνες θανάτου και το χρήμα, όπως και στη χώρα του άλλωστε, είναι θεός. Συνηθισμένος λίγο πολύ ν’ ακολουθεί κάποιους κανόνες στη διερεύνηση μίας υπόθεσης στην αρχή νιώθει σχεδόν αηδιασμένος για τη συμπεριφορά του συνάδελφού του Ο., αλλά όσο περνά ο καιρός τόσο πιο πολύ τον καταλαβαίνει και αρχίζει να υιοθετεί τη δική του στάση. Σ’ ένα τόπο όπου η παρανομία είναι ο κανόνας, οι άνθρωποι του νόμου οφείλουν να χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να τον εφαρμόσουν. Εξάλλου όπως λέει και ο Ο. : «Ισμαήλ, είμαστε κι εμείς κακοί άνθρωποι. Η μόνη διαφορά είναι ότι πολεμάμε στο πλευρό του καλού».
     Οι δυο τους λοιπόν, άνθρωποι του νόμου και εκδικητές την ίδια ώρα, ξοδεύουν τις επόμενες μέρες τριγυρνώντας από το ένα μέρος στο άλλο, ανακρίνοντας, πίνοντας μπίρες και απολαμβάνοντας μουσική, σώζοντας μια φτωχή ψυχή από την καταστροφή, κάνοντας έρωτα και πυροβολώντας, προσπαθώντας να βρουν την άκρη του νήματος. Η επιμονή τους κάποτε θ’ ανταμειφτεί και η τύχη θα τους χαμογελάσει, αλλά μέχρι να συμβεί αυτό θα έρθουν πολλές φορές πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο, θα τα βάλουν με τους ισχυρούς της περιοχής και θ’ ανοίξουν παλιές πληγές που δεν έπαψαν ποτέ στ’ αλήθεια να αιμορραγούν.
     Αυτό είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που δεν ξεχωρίζουν μόνο για τη δράση τους, αλλά και για την ιστορία που έχουν να πουν: τη μικροϊστορία, που πολλές φορές επηρεάζει με τραγικό τρόπο πολλές ζωές, αλλά και την άλλη ιστορία, αυτή που περνά στις συλλογικές αναμνήσεις, αλλά που συχνά πυκνά είναι βασισμένη στο ψέμα. Ένα εξαιρετικό από κάθε άποψη βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από κάθε φίλο της καλής λογοτεχνίας.

Monday, September 12, 2011

Jo Nesbo – The Snowman

Αγορά από το Book Depository

Ο Τζο Νέσμπο είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς που αν μη τι άλλο πάνε από το καλό στο καλύτερο. Ο «Χιονάνθρωπος» είναι το έβδομο μυθιστόρημα που έγραψε με πρωταγωνιστή τον Χάρι Χόλε, ένα ντετέκτιβ που μοιάζει να ακροβατεί ακατάπαυστα πάνω από την άβυσσο, που είναι μόνιμα στο στόχαστρο των συναδέλφων και ανωτέρων του, που παλεύει με τον αλκοολισμό του και που όλο πέφτει, αλλά δεν μένει κάτω για πολύ, μα σηκώνεται και συνεχίζει.
     Τα πράγματα ποτέ δεν είναι εύκολα γι’ αυτόν και δεν θα είναι ούτε κι αυτή τη φορά, καθώς θα κληθεί να εξιχνιάσει μια σειρά από παρόμοια εγκλήματα πίσω από τα οποία κρύβεται ένας ευφυής δολοφόνος τον οποίο οι μπάτσοι βαφτίζουν Χιονάνθρωπο (ενώ τα ΜΜΕ τον αποκαλούν Σίδερο), κι αυτό λόγω του ότι όπου κι αν χτυπήσει, αφήνει μετά πίσω του ένα χιονάνθρωπο, προκαλώντας μ’ αυτό τον τρόπο τις διωκτικές αρχές. Σαν να τους λέει: πιάστε με εάν μπορείτε. Μπορούν; Μάλλον όχι. Κι αυτό επειδή τα αφεντικά του Χάρι δεν θέλουν να τον πιστέψουν όταν τους λέει απ’ τις αρχές αρχές ότι μάλλον έχουν να κάνουν μ’ έναν κατ’ εξακολούθηση δολοφόνο, και έτσι μέχρι να το κάνουν αυτό χάνεται πολύς και πολύτιμος χρόνος. «Εδώ δεν είναι Αμερική», σκέφτονται και κοροϊδεύουν τον Χάρι, αφού θεωρούν ότι τα σεμινάρια που παρακολούθησε στο FBI του έχουν φουσκώσει τα μυαλά.
     Όσο περνά ο καιρός όμως τα εγκλήματα πολλαπλασιάζονται και τα πτώματα διαμελισμένων γυναικών αρχίζουν να εμφανίζονται εδώ κι εκεί.
     Ποιος κρύβεται πίσω από τις ακραίες αυτές ενέργειες και τι είναι αυτό που τις προκαλεί; Τι συνδέει τα θύματα; Και τι σχέση έχουν αυτές οι υποθέσεις του 2004 με κάποια άλλη που διαδραματίστηκε εικοσιτέσσερα χρόνια πριν σε μια πόλη πολύ μακριά από το Όσλο;
     Όσο περνούν οι μέρες τα ερωτήματα πληθαίνουν, κι όσο συμβαίνει αυτό τόσο ο Χάρι παλεύει με τον εαυτό του. Από τη μια νιώθει ότι οι υποθέσεις αυτές τον επηρεάζουν κατά κάποιο τρόπο προσωπικά σε ό,τι αφορά την ψυχολογία του, κι ας μην μπορεί να καταλάβει το πώς και το γιατί. Από την άλλη δεν του αφήνουν αρκετό ελεύθερο χρόνο για να συναντάει όσο συχνά θα ήθελε την πρώην φίλη του Ρακέλ και το γιο της, που κατά κάποιο τρόπο τον θεωρεί πατέρα του. Κι από μια τρίτη πλευρά τον οδηγούν όλο και πιο πολύ προς το αγαπημένο του καταφύγιο, το αλκοόλ, το οποίο αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να αποφύγει.
     Ο συγγραφέας φτιάχνοντας μαεστρικά το μύθο του μας ταξιδεύει στο χώρο και στο χρόνο και καταπιάνεται σε βάθος με την ψυχολογική κατάσταση των ηρώων του. Και ίσως για πρώτη φορά χαρίζει στον Χάρι μια αδελφή-συναδελφική ψυχή, την οποία συναντά στο πρόσωπο της νεαρής ελκυστικής ντετέκτιβ Κατρίνε Μπρατ, η οποία είναι η μοναδική που τον πιστεύει από την πρώτη στιγμή και η οποία φαίνεται διατεθειμένη να κάνει τα πάντα ώστε να μη λείψει στιγμή απ’ το πλευρό του. Ο αγώνας τους πολλές φορές θα μοιάζει μοναχικός, ανέλπιδος, αλλά σε ολόκληρη τη διάρκειά του θα στηρίζει συνεχώς ο ένας τον άλλο, και τα όποια σκοτεινά μυστικά έρθουν στη φόρα, δεν θα σταθούν ικανά να διαρρήξουν τη σχέση εμπιστοσύνης που από τη μια στιγμή στην άλλη έχει αναπτυχθεί ανάμεσά τους.
     Οι καλά σκιαγραφημένοι χαρακτήρες, η περίτεχνη πλοκή, η δράση και η αγωνία, τα μυστικά και τα ψέματα, καθιστούν αυτό το μυθιστόρημα ένα από τα καλύτερα θρίλερ που έχω διαβάσει φέτος και καθιερώνουν τον Χάρι Χόλε σαν ένα από τους πλέον αγαπημένους μου λογοτεχνικούς ήρωες. Το συστήνω σε κάθε φίλο του καλού αστυνομικού βιβλίου.

Friday, September 9, 2011

Lee Child – Second Son

Αγορά από το Άμαζον

Αυτό δεν είναι το καινούριο μυθιστόρημα του συγγραφέα (βγαίνει στις 27 του Σεπτέμβρη) αλλά ένα εκτενές διήγημα, που κυκλοφορεί από τον περασμένο μήνα σε ηλεκτρονική μορφή μόνο.
     Τα γεγονότα της ιστορίας διαδραματίζονται στην Οκινάουα της Ιαπωνίας, όπου καταφθάνει το 1974 ο δεκατριάχρονος τότε Τζακ Ρίτσερ με την οικογένειά του. Ο πατέρας του Τζακ είναι πεζοναύτης έτσι η οικογένεια αναγκάζεται να μετακινείται συχνά από το ένα μέρος στο άλλο. Η άφιξή τους στην Οκινάουα ωστόσο κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, αφού οι Αμερικανοί αρχίζουν να αντιμετωπίζουν με όλο και μεγαλύτερη καχυποψία τα σχέδια της Κίνας και θέλουν να την παρακολουθούν από κοντά. Ο πατέρας του Τζακ πάει εκεί για να συνδράμει σ’ αυτή την προσπάθεια.
     Η υποδοχή ωστόσο που επιφυλάσσουν τα άλλα παιδιά των στρατιωτικών τόσο στον τελευταίο, όσο και στον μεγαλύτερο αδελφό του, Τζο, κάθε άλλο παρά θερμή είναι. Κάποιοι από τους μάγκες της γειτονιάς προσπαθούν να τους τρομοκρατήσουν, και ο διπλωμάτης Τζο κάνει ό,τι μπορεί για να σταματήσει τον θερμόαιμο μικρό αδελφό του από το να τους απαντήσει στα ίσα.
     Σαν να μην τους έφτανε αυτό τα παιδιά σύντομα μαθαίνουν ότι πρέπει κιόλας να δώσουν εξετάσεις για να γραφτούν στο ντόπιο σχολείο, κάτι που γίνεται για πρώτη φορά -άλλος μπελάς κι ετούτος- ενώ σύντομα και ο πατέρας τους θα τα βρει σκούρα καθώς θα χαθούν κάποια πολύτιμα και απόρρητα έγγραφα από το γραφείο του.
     Την ίδια ώρα, ο παππούς των παιδιών από την πλευρά της μητέρας τους, ψυχορραγεί στο διαμέρισμά του στο Παρίσι και δράττοντας αυτή την ευκαιρία ο συγγραφέας ρίχνει λίγο ακόμη φως στο παρελθόν της οικογένειας.
     Για λίγες μέρες τα πράγματα μοιάζουν να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, το ένα πρόβλημα ακολουθεί το άλλο, και στο τέλος πέφτει ο κλήρος στον Τζακ να βγάλει τα φίδια από την τρύπα – όσα μπορεί φυσικά.
     Μέσω αυτή της ιστορίας παίρνουμε μια πρώτη ιδέα για το πώς διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας του Τζακ Ρίτσερ, βασικού ήρωα στα μυθιστορήματα του συγγραφέα. Ίσως η γραφή εδώ να μη φτάνει στο ύψος των προσδοκιών, αλλά διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα. Το κακό είναι ότι τελειώνει πολύ γρήγορα. Ωστόσο στο τέλος του βιβλίου υπάρχει και το πρώτο κεφάλαιο του νέου μυθιστορήματος, The Affair, κι αν μπορούμε να κρίνουμε από αυτά που διαβάζουμε, θα λέγαμε ότι μας περιμένουν μεγάλες συγκινήσεις.

Thursday, September 8, 2011

George R.R. Martin – A Dance with Dragons

Αγορά από το Book Depository

Θα ομολογήσω το κρίμα μου από την αρχή: Σ’ αυτό τον τόμο απόλαυσα περισσότερο τη γραφή παρά τη δράση, αφού ο συγγραφέας κάπου το παράκανε με το μέγεθος του βιβλίου. Έγραφε και έγραφε και έγραφε, μέχρι που ξεπέρασε τις χίλιες σελίδες (δεν περιμένω να είναι λιγότερο από 1800 σελίδες στην ελληνική έκδοση). Έγραφε ομολογουμένως πολύ καλά, σε πολλά σημεία το κείμενο έμοιαζε με ποίημα, αλλά αυτό στοίχισε στη δράση, αφού τα γεγονότα κινούνται σε απίστευτα νωχελικούς ρυθμούς, σχεδόν σέρνονται. Εκεί που στο πρώτο βιβλίο της επταλογίας “A Song of Ice and Fire” (τα τρία ενδιάμεσα δεν τα διάβασα ακόμη), το γνωστό “A Game of Thrones” (παρουσίαση εδώ), η δράση σε έπιανε σχεδόν από το λαιμό και δεν σε άφηνε να πάρεις ανάσα, σ’ αυτό έρχεται σε τόσο αραιά διαστήματα που αν δεν ήταν η εξαιρετική γραφή αλλά και τα κομμάτια με τον απίθανο νάνο Τίριον, που εξακολουθεί να βγάζει γέλιο, δεν θα απέφευγε εύκολα κανείς τα βαθιά χασμουρητά.
     Όπως και να έχει, εδώ παρακολουθούμε τη συνέχεια των περιπετειών του τελευταίου, που μετά από τη δολοφονία του πατέρα του και του βασιλιά Τζόφρι, φτάνει κυνηγημένος στην πόλη Πέντος, απ’ όπου σχεδιάζει να συνεχίσει για τη Μιρίν, όπου τώρα κατοικοεδρεύει ή μάλλον κυβερνά η βασίλισσα των δράκων Ντανέρις, μια εχθρός η οποία ίσως του προσφέρει καταφύγιο για τις υπηρεσίες του. Η Ντανέρις από τη δική της πλευρά, παρά το ότι είναι ακόμη πολύ νέα, είναι τώρα μια γυναίκα γεμάτη αποφασιστικότητα και πείσμα, που κάνει ό,τι μπορεί για να καθιερώσει στην περιοχή τα δικά της πιστεύω, που σημαίνουν: κατάργηση των αιματοβαμμένων αγώνων στην αρένα, δικαιοσύνη, απόλυτη κατάργηση της δουλείας. Η δουλειά της ωστόσο δεν θα αποδειχτεί και τόσο εύκολη αφού δεν μπορεί να αλλάξει κανείς συνήθειες αιώνων από τη μια μέρα στην άλλη, ειδικά όταν είναι περιτριγυρισμένος από εχθρούς.
     Ένας απ’ αυτούς τους εχθρούς δεν είναι σίγουρα ο Τζον Σνόου, ο μπάσταρδος γιος του άρχοντα Σταρκ, που τώρα διοικεί το Τοίχος, όπου έχει καταφύγει ο Στάννις Μπαράθιον, νόμιμος κληρονόμος του Σιδερένιου Θρόνου και φανατικός εχθρός των Λάνιστερ. Ο Σνόου, έχει κληρονομήσει ή μάλλον έχει επιλεγεί να διοικήσει το ολόδικό του παγωμένο βασίλειο, αλλά για να το κάνει αυτό είναι αναγκασμένος να συνάψει συμφωνίες με κάποιους προαιώνιους εχθρούς. Οι προθέσεις του είναι αγνές, αλλά οι πιθανότητες να επιτύχει δεν είναι και τόσο πολλές, αφού είναι περισσότεροι αυτοί που διαφωνούν παρά που συμφωνούν μαζί του, οι προδότες παραμονεύουν και ο κίνδυνος τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα.
     Περαστικές ματιές ρίχνουμε και στις ζωές κάποιων άλλων ηρώων που γνωρίσαμε στον πρώτο τόμο: της φυλακισμένης τώρα βασίλισσας Σερσέι που κατηγορείται για προδοσία, του αδελφού της Τζέιμι που συνεχίζει να πολεμά, του ιππότη Τζον Μόρμοντ και δύο άλλων ψυχών που καλύτερα να μην αναφέρουμε για να μη χαλάσουμε την έκπληξη στους αναγνώστες.
     Παρακολουθούμε επίσης τα διάφορα πάρε-δώσε στα ψηλά σαλόνια της κοινωνίας, τις ανίερες συμμαχίες, αλλά από το κείμενο δεν λείπουν και οι ατάκες: «Τα όνειρα είναι το μόνο πράγμα που έχουμε», «Οι θεοί είναι τυφλοί και οι άνθρωποι βλέπουν μοναχά αυτά που θέλουν», «Όταν έχεις να διαλέξεις μεταξύ της οφειλής και του θανάτου, καλύτερα να δανειστείς».
     Είμαι σίγουρος ότι οι φαν του συγγραφέα θα αγαπήσουν και αυτό τον τόμο, αλλά όπως είπα και πιο πάνω η πολυλογία του καταντά κουραστική. Ωστόσο, όσες αντιρρήσεις και να έχει κανείς για τις επιλογές του συγγραφέα δεν θα μπορούσε να τον κατηγορήσει για τεμπελιά, αλλά ούτε και για απροσεξία: το πανόραμα και μόνο της γης και των ηρώων που φτιάχνει είναι τουλάχιστον αξιοσημείωτα και η αφηγηματική του μαστοριά αναμφισβήτητη, ενώ όσο και να το ψάχνει κανείς δεν θα βρει λάθη. Και είμαι σίγουρος ότι ο επόμενος τόμος, αν δεν φτάσει φυσικά τις δύο χιλιάδες σελίδες κείμενο, θα είναι καλύτερος.

Tuesday, September 6, 2011

Η μικρή λίστα των Μπούκερ

Ανακοινώθηκε σήμερα η μικρή λίστα των βραβείων Μπούκερ, στην οποία παραδόξως δεν περιλαμβάνεται το βιβλίο του Σεμπάστιαν Μπάρι που παρουσιάζουμε από κάτω, ενώ απ' αυτήν απουσιάζει επίσης το νέο βιβλίο του Χόλινγκχερστ. Τα κατάφερε ωστόσο να μπει σ' αυτήν ο Τζούλιαν Μπαρνς με τη νουβέλα του The Sense of an Ending, αλλά και ο Στίβεν Κέλμαν με το εξαιρετικό Pigeon English. Η λίστα έχει ως εξής:

The Sense of an Ending by Julian Barnes
Jamrach's Menagerie by Carol Birch
The Sisters Brothers by Patrick deWitt
Half Blood Blues by Esi Edugyan
Pigeon English by Stephen Kelman. Διαβάστε την παρουσίαση του βιβλίου εδώ
Snowdrops by AD Miller

Sebastian Barry – On Canaan’s Side

Αγορά από το Book Depository

Θα το πω απλά: ο Σεμπάστιαν Μπάρι γράφει τόσο όμορφα, τόσο ποιητικά, που όταν τον διαβάζω σχεδόν ντρέπομαι να λέω ότι είμαι συγγραφέας. Η πρόζα του είναι τόσο βαθιά ανθρώπινη, τόσο λυρική, που σε κάνει να θέλεις να δακρύσεις, όχι από θλίψη, αλλά από χαρά, αφού έχεις την τύχη να τη διαβάζεις. Όχι πώς τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο καλός ιρλανδός συγγραφέας είναι ευχάριστα, κάθε άλλο, μέσα στη θλίψη κολυμπάνε, αλλά ο τρόπος που τα αφηγείται δεν αφήνει στον αναγνώστη περιθώρια κατάπτωσης, σαν να τον πιάνει απαλά από το χέρι και να τον οδηγεί αβίαστα στα μονοπάτια της ιστορίας. Μιας ιστορίας παγκόσμιας, πανανθρώπινης, αλλά και βαθιά προσωπικής.
     Μιας ιστορία όπως αυτή που διαβάζουμε εδώ, της Λίλι Μπέρε, μιας ογδονταεννιάχρονης γυναίκας, που μόλις έχει χάσει τον εγγονό της και η οποία κάθεται και καταγράφει σε τετράδια και σημειωματάρια τη ζωή της, το βασανισμένο βίο της. Η αφηγήτρια μας μιλά με άμεσο τρόπο για την αγάπη και τον πόλεμο, για την προσφυγιά και το θάνατο, για την απώλεια και τα γηρατειά. Και δεν παραπονιέται ούτε στιγμή. Κι ας έχει κάθε λόγο για να παραπονεθεί αφού η μοίρα στάθηκε πολύ σκληρή απέναντί της.
     Οι αναμνήσεις της, παρά το προχωρημένο της ηλικίας της, είναι καθάριες, καλά χαραγμένες στην ψυχή της και σύντομα στο χαρτί. Θυμάται ένα πατέρα που την αγαπούσε πολύ, αλλά του οποίου οι επιλογές της στοίχισαν ακριβά, μα και που της έσωσαν τη ζωή. Θυμάται τον αδελφό της, σαν μια θολή εικόνα δεκαετιών, που πέθανε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Θυμάται την πρώτη της μεγάλη αγάπη, τον άντρα με τον οποίο δραπέτευσε στην Αμερική από την Ιρλανδία λίγο μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και που της θύμιζε πίνακα του Βαν Γκογκ. Όλα τα θυμάται και όλα τα καταγράφει, σαν διαθήκη ζωής, αν και μισεί τη συγγραφή, κι ας την έσωσαν τα βιβλία μερικές φορές, όπως ομολογεί.
     «Το παρελθόν είναι ένα παιδί που κλαίει», γράφει κάπου, σε μια από τις καταχωρήσεις της των δεκαεπτά αυτών ημερών, μετά το θάνατο του εγγονού της Μπίλι, αλλά η ίδια όχι, αυτή δεν χύνει δάκρυα: «Είμαι ψυχρή, επειδή δεν μπορώ να βρω την καρδιά μου», ομολογεί. Αλλά δεν είναι στ’ αλήθεια ψυχρή, πονεμένη είναι. Έζησε μια ζωή πλούσια σε συγκινήσεις, αλλά φτωχή σε αποτελέσματα. Αγωνίστηκε, δούλεψε σκληρά, έζησε μέσα στο φόβο και ό,τι κέρδισε το έχασε, όποιον αγάπησε τον έθαψε. Κι όμως, λόγος πικρός δεν βγήκε ποτέ από τα χείλη της. Η Λίλι είναι μια γυναίκα υπομονή, απ’ αυτές τις σπάνιες ψυχές που μόνο συμπόνια μπορούν να νιώσουν για τους άλλους και που ξέρουν να συγχωρούν. Ο τρόπος που δέχτηκε τα απανωτά χτυπήματα της ζωής φαντάζει σχεδόν μοιρολατρικός, αλλά ο τρόπος που έζησε κάθε άλλο παρά τέτοιος είναι. Οι αναμνήσεις της στάζουν πίκρα, αλλά όχι πικρία, οι αναμνήσεις της είναι η ζωή της, και η καταγραφή τους είναι αυτό ακριβώς το πράγμα που την κρατά ζωντανή.
     «Τα δάκρυα είναι πιο αληθινά όταν δεν χύνονται δημόσια», σκέφτεται. Γι’ αυτό και θρηνεί μόνη, από μέσα της. Και τα δάκρυα της γίνονται μαργαριτάρια, κοσμήματα ανθρωπιάς και αισιοδοξίας. Όπως λέει και ένας από τους πρωταγωνιστές, ο Τζο, ζούμε μέσα σ’ ένα κουτί φόβου. Η Λίλι λοιπόν παίρνει το φόβο αυτό και τον κάνει δύναμη, παίρνει αυτή τη δύναμη και την κάνει ιστορία – την ιστορία που κρατάμε στα χέρια μας.
     Ένα βιβλίο εξαιρετικό. Θέλετε βαθμολογία; Δέκα με τόνο και με θαυμαστικό!

Βιβλία του ίδιου συγγραφέα

A Long Long Way 
The Secret Scripture

Monday, September 5, 2011

Natsume Sōseki – Kokoro

Αγορά από το Book Depository

Αυτή είναι μια ιστορία για την απώλεια, την κάθε είδους απώλεια. Ο συγγραφέας μας αφηγείται τα έργα και τις ημέρες ενός φοιτητή και κάποιου ηλικιωμένου άντρα που ο πρώτος για κάποιο λόγο, που και ο ίδιος δεν μπορεί να καταλάβει, αποκαλεί Δάσκαλο.
     Οι δυο τους συναντώνται για πρώτη φορά στη διάρκεια των διακοπών στην παραθαλάσσια περιοχή της Καμακούρα. Ο φοιτητής νιώθει από την αρχή κάτι να τον τραβά κοντά σ’ αυτό τον άντρα και όταν επιτέλους του δίνεται η ευκαιρία του συστήνεται. Οι πρώτες τους συναντήσεις και συζητήσεις κυλούν αμήχανα ή μάλλον επιφυλακτικά. Σαν να προσπαθεί να διαβάσει ο ένας τον άλλο. Ωστόσο όταν επιστρέφουν στο Τόκιο τα πράγματα αλλάζουν καθώς αρχίζει ν’ αναπτύσσεται μεταξύ τους μια στενή φιλία. Ο νεαρός επισκέπτεται συχνά τον άντρα στο σπίτι του, όπου γνωρίζει και τη γυναίκα του, Σιζού, μια κάπως ασυνήθιστη ύπαρξη, και μαζί μιλούν για τα πάντα. Ο Δάσκαλος όμως δεν μοιάζει διατεθειμένος να του προσφέρει τις απαντήσεις στα φιλοσοφικά ερωτήματα που τον απασχολούν, αφού έχει χάσει την πίστη του στην ανθρωπότητα. Το μόνα πράγματα που μπορεί να του χαρίσει είναι τη συντροφιά και τη φιλοξενία του, αλλά και κάποιους αφορισμούς: «Η αγάπη είναι αμαρτία, αλλά είναι επίσης ιερή», «Η μοναξιά είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε (για τις επιλογές μας)».
     Για το ποιος στ’ αλήθεια είναι όμως και για τα γεγονότα που τον οδήγησαν σ’ αυτή την ιδιότυπη απελπισία δεν θα του μιλήσει παρά όταν θα είναι πια πολύ άργα. Μέχρι τότε ο νεαρός θ’ αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο και θα επιστρέψει για λίγο καιρό στη γενέτειρά του για να βρεθεί στο πλευρό του ετοιμοθάνατου πατέρα του. Καθώς θα είναι εκεί θα προσπαθήσει να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη, αλλά μάταια, αφού το σπίτι του, λόγω κυρίως του κατάκοιτου άντρα, αποτελεί χώρο διερχομένων. Στο μεταξύ θα πεθάνει και ο αυτοκράτορας Μέιτζι, κάτι που θα επιδεινώσει την κατάσταση του πατέρα του, ενώ σύντομα θα τον ακολουθήσει στον τάφο και ο στρατηγός Νόγκι, γεγονός που θα σημάνει το τέλος μιας εποχής. Εκεί όμως που νομίζει ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να γίνουν χειρότερα, λαμβάνει μια μακροσκελή επιστολή από το Δάσκαλο, που από τη στιγμή που πήγε εκεί είχε επιλέξει να τον αγνοεί επιδεικτικά, η οποία άρχιζε ως εξής: «Όταν ετούτο το γράμμα φτάσει στα χέρια σου δεν θα βρίσκομαι πια σ’ αυτό τον κόσμο». Τα λόγια αυτά, όπως είναι φυσικό, τον ταράζουν, αλλά ελλείψει χρόνου δεν θα μπορέσει να διαβάσει σύντομα το υπόλοιπο γράμμα. Όταν το κάνει όμως όλες του οι απορίες θα λυθούν και θα μπορέσει επιτέλους να καταλάβει ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος που αποκαλούσε Δάσκαλο. Η ιστορία του, που καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου, είναι μια ιστορία αγάπης, αλλά και μια ιστορία για τα όνειρα και τη διάψευσή τους.
     Αυτό είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία του συγγραφέα που διαβάσαμε, αφού μιλάει με άμεσο τρόπο για τους έρωτες της νιότης, τα απραγματοποίητα σχέδια και τις κατεστραμμένες ζωές. Αλλά και για τις μεταιχμιακές εποχές που χαράζουν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Thursday, September 1, 2011

Evan Munday – The Dead Kid Detective Agency

Αγορά από το Book Depository

Αυτό το βιβλίο θα το αγαπήσουν, υποθέτω, οι οπαδοί του Νιλ Γκέιμαν, για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Καταρχήν ένα μεγάλο μέρος τω γεγονότων διαδραματίζονται σ’ ένα νεκροταφείο. Μετά η ηρωίδα του κάπου θυμίζει την Κοραλίν. Σε αρκετά σημεία γίνεται σκοτεινό και δεν του λείπει ούτε και το χιούμορ.
     Αυτή είναι η ιστορία της Οκτόμπερ Σουάρτζ, ενός κοριτσιού δεκατριών χρόνων που μετακομίζει με τον μανιοκαταθλιπτικό πατέρα της στην πόλη Στίκβιλ, στο σχολείο της οποίας ο τελευταίος προσλαμβάνεται σαν καθηγητής στον τομέα της επιστήμης.
     Η Οκτόμπερ είναι ένα μοναχικό κορίτσι, με πλούσια φαντασία και πολύ πολύ λυπημένο, από τότε που, δέκα χρόνια πριν, πέθανε η μητέρα της. Ουσιαστικά μεγαλώνει μόνη αφού ο πατέρας της είναι κλεισμένος στο δικό του κόσμο και μοναδική της συντροφιά και παρηγοριά είναι τα βιβλία. Της αρέσει να διαβάζει πολύ, ο αγαπημένος της συγγραφέας είναι ο Στίβεν Κινγκ, αλλά και να γράφει. Το πρώτο της μυθιστόρημα, που τώρα τελευταία κάπου έχει κολλήσει και δεν προχωρά, έχει τον τίτλο «Δυο μαχαίρια, χίλιοι δαίμονες».
     Ο αγαπημένος της χώρος στη νέα πόλη είναι το νεκροταφείο που βρίσκεται δίπλα από το σπίτι της. Πηγαίνει εκεί συχνά τα βράδια, σκέφτεται, θυμάται, διαβάζει. Μέχρι που κάποια φορά διακρίνει μια διάφανη μορφή να κινείται αέρινα στο σκοτάδι. Και μετά από καιρό άλλη μία. Ώσπου κάποτε θ’ ανακαλύψει ότι εκεί μέσα κόβουν κάθε νύχτα βόλτες τα φαντάσματα πέντε παιδιών. Μ’ αυτά ακριβώς τα παιδιά, τους νεκρούς της φίλους, θα δημιουργήσει την Εταιρία Ιδιωτικών Ντετέκτιβ του Νεκρού Παιδιού. Κι η πρώτη υπόθεση που θα κληθούν να διαλευκάνουν είναι αυτή της δολοφονίας του καθηγητή των γαλλικών, του αγαπημένου καθηγητή της Οκτόμπερ. Οι έξι τους, με τη βοήθεια επίσης των ζωντανών φίλων της, Γιούμι Τακέσι και Στέισι (αγόρι είναι αυτός) θα επιδοθούν σε μια έρευνα γεμάτη μυστήριο, πολλαπλά εμπόδια και αγωνία, που θα κάνει τη φιλία τους πιο δυνατή, αλλά και που θα αναδείξει κιόλας τις ικανότητες του καθενός. Η μοναχική Οκτόμπερ, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει θα βρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής, όχι μόνο των ανθρώπων που είναι γύρω της, αλλά και κάποιων άλλων, που κάθε άλλο παρά συμπάθεια τρέφουν προς το πρόσωπό της. Η κάθε μέρα θα της χαρίζει μία νέα έκπληξη, πολλές φορές δυσάρεστη, πού και πού ευχάριστη, η κάθε νύχτα μια νέα αγωνία. Κάποτε όμως θα φτάσει να πιστέψει ότι τελικά όλα όντως για κάποιο λόγο γίνονται, αφού σ’ εκείνον ακριβώς τον τόπο, στον οποίο πήγε απλά επειδή δεν είχε άλλη επιλογή, θα ανακαλύψει ένα νέο σκοπό στη ζωή της.
     Ο συγγραφέας μας περιγράφει ένα τοπίο ζοφερό, αλλά όχι τρομακτικό. Μιλά για το θάνατο και τ’ αχνάρια που αφήνει πίσω του, για τη μοναξιά, για τη φαντασία, που πολλές φορές είναι αυτή που μας κρατά ζωντανούς, και ρίχνει μια ουσιαστική ματιά στις εύθραυστες και περίπλοκες ψυχές των νεαρών ηρώων του. Η Οκτόμπερ είναι μια κοπέλα γενναία και φοβισμένη την ίδια ώρα, δυνατή και ευάλωτη, πεισματάρα και υποχωρητική, και φαίνεται να ανήκει ολοκληρωτικά στη γενιά και την εποχή της, κι ας πού και πού θυμίζει κάποια ηρωίδα από το χθες.
     Ένα καλογραμμένο βιβλίο, μια μεγάλη περιπέτεια σε μικρό χώρο, που μπορεί να χαρίσει αναγνωστική απόλαυση σε μικρούς και μεγάλους.