Αγορά από το Book Depository
Ο Τζον Λένον είναι μια από τις μουσικές εμμονές μου. Ακούω τα τραγούδια του από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ν’ ακούει μουσική και πάντα θεωρούσα ότι ήταν ένας άνθρωπος που στη διάρκεια της ζωής του δεν έκανε τίποτ’ άλλο από το να προσπαθεί ν’ ανακαλύψει τον προορισμό του. Κατά πόσο αυτός ο προορισμός ήταν το να αλλάξει τον κόσμο με τη μουσική του, το να γίνει ο κύριος εκφραστής του ειρηνιστικού κινήματος ή απλά ένας σπιτονοικοκύρης, δεν μπορούσα με σιγουριά να πω – τουλάχιστον μέχρι τώρα.
Το ανά χείρας βιβλίο, η νέα του βιογραφία του από τον Τομ Ράιλι που κυκλοφορεί σήμερα στην Αμερική, μου δίνει πολλές απαντήσεις. Σύμφωνα μ’ αυτό ο Λένον ήταν και ήθελε όλα τα πιο πάνω και ακόμη περισσότερα. Πιο πολύ όμως ήταν μια βασανισμένη ψυχή, που ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τα τραύματα από την παιδική του ηλικία: την εγκατάλειψη από τη μητέρα του, τις μακροχρόνιες απουσίες του ναυτικού πατέρα του, την καταπίεση της θείας Μίμι που τον μεγάλωσε. Αν δεν ερχόταν η μουσική για να τον σώσει από τον εαυτό του, μάλλον θα κατέληγε πολύ νωρίς είτε στη φυλακή είτε στο χώμα αφού, όπως θα έλεγαν και οι αγγλοσάξονες: «Ήταν σαν ένα ατύχημα που περίμενε να συμβεί».
Ο συγγραφέας δίνει μεγάλο βάρος στα χρόνια που προηγήθηκαν της μεγάλης του φήμης. Τότε που περιφερόταν από το ένα σπίτι στο άλλο, που δεν είχε καμία σταθερά, που ο δρόμος, η μουσική και οι τέχνες ήταν η επισφαλής επικράτειά του. «Ξόδεψε τη ζωή του ψάχνοντας για πατρικά πρότυπα και θρηνώντας για τη μητέρα του», διαβάζουμε. Και όντως αυτό έκανε. Ο Λένον φαίνονταν να προσπαθεί απεγνωσμένα να πιαστεί από κάπου: «Ο πιο οδυνηρός πόνος είναι το να νιώθεις ανεπιθύμητος». Η μητέρα του Τζούντι ήταν μια φευγάτη γυναίκα, με μια άστατη ζωή, που ωστόσο του μετέδωσε τον ιό της μουσικής. Ο πατέρας του Άλφι ήταν κάποιος που έκανε μεγάλα σχέδια που ποτέ δεν θα πετύχαιναν, που έδινε υποσχέσεις που δεν μπορούσε να κρατήσει. Ανάμεσά τους βρισκόταν η Μιμί – η γυναίκα που τον υιοθέτησε με το έτσι θέλω, παρέχοντάς του στέγη και κάποιου είδους ασφάλεια, προσπαθώντας την ίδια ώρα να κόψει τα φτερά του.
Ο Λένον της εφηβείας είναι ένας νέος οργισμένος και πλακατζής, πανέξυπνος και ανήσυχος. Ακούει μουσικές, φτιάχνει σκιτσάκια και γράφει στίχους, πηγαίνει στο σχολείο και κοροϊδεύει τους δασκάλους. Κάποιες από τις πλάκες του είναι πραγματικά ξεκαρδιστικές. Ωστόσο ό,τι και να κάνει παραμένει βαθιά λυπημένος. Νιώθει ότι κάτι του λείπει. Όταν αρχίζει να παίζει μουσική αυτό το κενό κάπως συμπληρώνεται, αλλά όχι πλήρως – ποτέ πλήρως. Τελικά είναι οι φιλίες που τον σώζουν. Πρώτα απ’ όλα με τον Στιούαρτ Σάτκλιφ. Και μετά με τον Μακάρτνι. Και η πατρική ίσως φιγούρα του Έπσταϊν. Με τον πρώτο τους ενώνει η φιλία χρόνων και η τέχνη (λιγότερο η μουσική), στον δεύτερο βρήκε το άλλο του (μουσικό) μισό, ο τρίτος τον πίστεψε, τους πίστεψε, κι έτσι από μια μπάντα που συνήθιζε να παίζει ροκ ν’ ρολ στις κακόφημες συνοικίες του Αμβούργου γεννήθηκαν οι Μπιτλς, το συγκρότημα που παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά του.
Παρόλη την επιτυχία όμως, εκείνος δεν ένιωσε ποτέ απόλυτα ικανοποιημένος. Τα λεφτά, η φήμη, τα ναρκωτικά, οι γυναίκες, ούτε ακόμη και η γέννηση του γιου του Τζούλιαν, δεν στάθηκαν ικανά να χαρίσουν γαλήνη στην ψυχή του μεγάλου αυτού ανήσυχου, του αλαζόνα και ταπεινού. (Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πάντα θεωρούσε τους άλλους μουσικούς καλύτερους από τον ίδιο. Όλοι όσοι γνώριζε έπιναν νερό στο όνομά του, κι εκείνος τους έλεγε ειλικρινά πόσο τους θαύμαζε, κι ας ήταν εκείνοι που ξεσήκωσαν όλες τις μουσικές και τα κόλπα του).
Ο Πολ ήταν το ρυάκι μέσα στο συγκρότημα (το μέλος, όπως λέει ο συγγραφέας, για τις μαμάδες και τις γιαγιάδες), ο Τζον ήταν ο ορμητικός χείμαρρος μετά την καταιγίδα, την οποία συνήθως εκείνος ο ίδιος προκαλούσε. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη, το τέλος προδιαγεγραμμένο. Τα τελευταία χρόνια που ξόδεψε με τους Μπιτλς ο Τζον έμοιαζε να προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει τον εαυτό του – τον ροκ εαυτό του – δεν είναι τυχαίο το γεγονός άλλωστε ότι όταν άκουσε για πρώτη φορά τους Στόουνς να παίζουν είπε: «Είμαι στο λάθος συγκρότημα». Αντί να βρει τον εαυτό του όμως βρήκε τη Γιόκο και μ’ αυτήν ανακάλυψε ένα νέο εαυτό, κι έτσι άρχισε να εκφράζεται με πολλούς άλλους και διαφορετικούς τρόπους – γυρίζοντας πειραματικές ταινίες, δημιουργώντας χάπενινγκς, βάζοντάς τα με τους τρανούς αυτού του κόσμου, εξαπολύοντας ατάκες και γράφοντας κάποια τραγούδια που θα άφηναν εποχή. Προτού φτάσει και πάλι σε αδιέξοδο. Προτού τον ξαποστείλει ο Όνο, λόγω της απιστίας του, για να ζήσει το χαμένο Σαββατοκύριακό του, όπως έμεινε γνωστό στην ιστορία. Προτού επιστρέψει σ’ αυτήν κι αποκτήσει μαζί της τον Σον, το παιδί που του έλειπε, αυτό που θα τον έκανε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να γίνει ένας φαινομενικά ευτυχισμένος σπιτονοικοκύρης. Προτού ακούσει ξανά το κάλεσμα της μούσας.
Το βιβλίο αυτό είναι τόσο καλογραμμένο που διαβάζεται σχεδόν σαν μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας καταφέρνει με μαστοριά περισσή ν’ αναβιώσει μια ολόκληρη εποχή, ενώ οι περιγραφές των τραγουδιών των Μπιτλς, αλλά και των προσωπικών δημιουργιών του Λένον, πολλές φορές μοιάζουν σχεδόν ποιητικές. Ο Ράιλι κατέχει πολύ καλά το θέμα του, καταλαβαίνει πολύ καλά τον ήρωά του. Τον καταλαβαίνει, αλλά δεν του χαρίζεται. Μας δίνει μια πανοραμική εικόνα του χαρακτήρα του, της σύγχυσης που επικρατούσε μόνιμα μέσα του – του Τζον του επαναστάτη, του Τζον του χιουμορίστα, του παιδιού και του πατέρα, του μουσικού και του ηθοποιού, του αγαπησιάρη και του καθάρματος. Καθώς διάβαζα αυτή τη βιογραφία γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία να επιστρέψω σε όλα τα παλιά αγαπημένα τραγούδια, να δω τις ταινίες και τα ντοκιμαντέρ που καταγράφουν τα έργα και τις ημέρες του. Και να καθίσω να διαβάσω μαζί του (έκπληξη, έκπληξη) δύο από τα αγαπημένα του βιβλία: Τον «Τελευταίο πειρασμό» και την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη.
Είναι αυτή η καλύτερη βιογραφία του Λένον; Θα έλεγα ναι. Ή τουλάχιστον η καλύτερη από τις άλλες τρεις που έχω διαβάσει. Συστήνεται ανεπιφύλακτα σε όλους τους φίλους του, αλλά και σε κάθε φίλο της ροκ, κυρίως, μουσικής.
Το ανά χείρας βιβλίο, η νέα του βιογραφία του από τον Τομ Ράιλι που κυκλοφορεί σήμερα στην Αμερική, μου δίνει πολλές απαντήσεις. Σύμφωνα μ’ αυτό ο Λένον ήταν και ήθελε όλα τα πιο πάνω και ακόμη περισσότερα. Πιο πολύ όμως ήταν μια βασανισμένη ψυχή, που ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τα τραύματα από την παιδική του ηλικία: την εγκατάλειψη από τη μητέρα του, τις μακροχρόνιες απουσίες του ναυτικού πατέρα του, την καταπίεση της θείας Μίμι που τον μεγάλωσε. Αν δεν ερχόταν η μουσική για να τον σώσει από τον εαυτό του, μάλλον θα κατέληγε πολύ νωρίς είτε στη φυλακή είτε στο χώμα αφού, όπως θα έλεγαν και οι αγγλοσάξονες: «Ήταν σαν ένα ατύχημα που περίμενε να συμβεί».
Ο συγγραφέας δίνει μεγάλο βάρος στα χρόνια που προηγήθηκαν της μεγάλης του φήμης. Τότε που περιφερόταν από το ένα σπίτι στο άλλο, που δεν είχε καμία σταθερά, που ο δρόμος, η μουσική και οι τέχνες ήταν η επισφαλής επικράτειά του. «Ξόδεψε τη ζωή του ψάχνοντας για πατρικά πρότυπα και θρηνώντας για τη μητέρα του», διαβάζουμε. Και όντως αυτό έκανε. Ο Λένον φαίνονταν να προσπαθεί απεγνωσμένα να πιαστεί από κάπου: «Ο πιο οδυνηρός πόνος είναι το να νιώθεις ανεπιθύμητος». Η μητέρα του Τζούντι ήταν μια φευγάτη γυναίκα, με μια άστατη ζωή, που ωστόσο του μετέδωσε τον ιό της μουσικής. Ο πατέρας του Άλφι ήταν κάποιος που έκανε μεγάλα σχέδια που ποτέ δεν θα πετύχαιναν, που έδινε υποσχέσεις που δεν μπορούσε να κρατήσει. Ανάμεσά τους βρισκόταν η Μιμί – η γυναίκα που τον υιοθέτησε με το έτσι θέλω, παρέχοντάς του στέγη και κάποιου είδους ασφάλεια, προσπαθώντας την ίδια ώρα να κόψει τα φτερά του.
Ο Λένον της εφηβείας είναι ένας νέος οργισμένος και πλακατζής, πανέξυπνος και ανήσυχος. Ακούει μουσικές, φτιάχνει σκιτσάκια και γράφει στίχους, πηγαίνει στο σχολείο και κοροϊδεύει τους δασκάλους. Κάποιες από τις πλάκες του είναι πραγματικά ξεκαρδιστικές. Ωστόσο ό,τι και να κάνει παραμένει βαθιά λυπημένος. Νιώθει ότι κάτι του λείπει. Όταν αρχίζει να παίζει μουσική αυτό το κενό κάπως συμπληρώνεται, αλλά όχι πλήρως – ποτέ πλήρως. Τελικά είναι οι φιλίες που τον σώζουν. Πρώτα απ’ όλα με τον Στιούαρτ Σάτκλιφ. Και μετά με τον Μακάρτνι. Και η πατρική ίσως φιγούρα του Έπσταϊν. Με τον πρώτο τους ενώνει η φιλία χρόνων και η τέχνη (λιγότερο η μουσική), στον δεύτερο βρήκε το άλλο του (μουσικό) μισό, ο τρίτος τον πίστεψε, τους πίστεψε, κι έτσι από μια μπάντα που συνήθιζε να παίζει ροκ ν’ ρολ στις κακόφημες συνοικίες του Αμβούργου γεννήθηκαν οι Μπιτλς, το συγκρότημα που παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμά του.
Παρόλη την επιτυχία όμως, εκείνος δεν ένιωσε ποτέ απόλυτα ικανοποιημένος. Τα λεφτά, η φήμη, τα ναρκωτικά, οι γυναίκες, ούτε ακόμη και η γέννηση του γιου του Τζούλιαν, δεν στάθηκαν ικανά να χαρίσουν γαλήνη στην ψυχή του μεγάλου αυτού ανήσυχου, του αλαζόνα και ταπεινού. (Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πάντα θεωρούσε τους άλλους μουσικούς καλύτερους από τον ίδιο. Όλοι όσοι γνώριζε έπιναν νερό στο όνομά του, κι εκείνος τους έλεγε ειλικρινά πόσο τους θαύμαζε, κι ας ήταν εκείνοι που ξεσήκωσαν όλες τις μουσικές και τα κόλπα του).
Ο Πολ ήταν το ρυάκι μέσα στο συγκρότημα (το μέλος, όπως λέει ο συγγραφέας, για τις μαμάδες και τις γιαγιάδες), ο Τζον ήταν ο ορμητικός χείμαρρος μετά την καταιγίδα, την οποία συνήθως εκείνος ο ίδιος προκαλούσε. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη, το τέλος προδιαγεγραμμένο. Τα τελευταία χρόνια που ξόδεψε με τους Μπιτλς ο Τζον έμοιαζε να προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει τον εαυτό του – τον ροκ εαυτό του – δεν είναι τυχαίο το γεγονός άλλωστε ότι όταν άκουσε για πρώτη φορά τους Στόουνς να παίζουν είπε: «Είμαι στο λάθος συγκρότημα». Αντί να βρει τον εαυτό του όμως βρήκε τη Γιόκο και μ’ αυτήν ανακάλυψε ένα νέο εαυτό, κι έτσι άρχισε να εκφράζεται με πολλούς άλλους και διαφορετικούς τρόπους – γυρίζοντας πειραματικές ταινίες, δημιουργώντας χάπενινγκς, βάζοντάς τα με τους τρανούς αυτού του κόσμου, εξαπολύοντας ατάκες και γράφοντας κάποια τραγούδια που θα άφηναν εποχή. Προτού φτάσει και πάλι σε αδιέξοδο. Προτού τον ξαποστείλει ο Όνο, λόγω της απιστίας του, για να ζήσει το χαμένο Σαββατοκύριακό του, όπως έμεινε γνωστό στην ιστορία. Προτού επιστρέψει σ’ αυτήν κι αποκτήσει μαζί της τον Σον, το παιδί που του έλειπε, αυτό που θα τον έκανε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να γίνει ένας φαινομενικά ευτυχισμένος σπιτονοικοκύρης. Προτού ακούσει ξανά το κάλεσμα της μούσας.
Το βιβλίο αυτό είναι τόσο καλογραμμένο που διαβάζεται σχεδόν σαν μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας καταφέρνει με μαστοριά περισσή ν’ αναβιώσει μια ολόκληρη εποχή, ενώ οι περιγραφές των τραγουδιών των Μπιτλς, αλλά και των προσωπικών δημιουργιών του Λένον, πολλές φορές μοιάζουν σχεδόν ποιητικές. Ο Ράιλι κατέχει πολύ καλά το θέμα του, καταλαβαίνει πολύ καλά τον ήρωά του. Τον καταλαβαίνει, αλλά δεν του χαρίζεται. Μας δίνει μια πανοραμική εικόνα του χαρακτήρα του, της σύγχυσης που επικρατούσε μόνιμα μέσα του – του Τζον του επαναστάτη, του Τζον του χιουμορίστα, του παιδιού και του πατέρα, του μουσικού και του ηθοποιού, του αγαπησιάρη και του καθάρματος. Καθώς διάβαζα αυτή τη βιογραφία γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία να επιστρέψω σε όλα τα παλιά αγαπημένα τραγούδια, να δω τις ταινίες και τα ντοκιμαντέρ που καταγράφουν τα έργα και τις ημέρες του. Και να καθίσω να διαβάσω μαζί του (έκπληξη, έκπληξη) δύο από τα αγαπημένα του βιβλία: Τον «Τελευταίο πειρασμό» και την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη.
Είναι αυτή η καλύτερη βιογραφία του Λένον; Θα έλεγα ναι. Ή τουλάχιστον η καλύτερη από τις άλλες τρεις που έχω διαβάσει. Συστήνεται ανεπιφύλακτα σε όλους τους φίλους του, αλλά και σε κάθε φίλο της ροκ, κυρίως, μουσικής.
No comments:
Post a Comment