Thursday, February 25, 2010

Terry Goodkind – Wizard’s First Rule

 
 Αγορά από το Book Depository

Το βιβλίο αυτό αποφάσισα να το αγοράσω αφού παρακολούθησα πρώτα κάποια επεισόδια της σειράς “Legend of the seeker” πάνω στο οποίο βασίζεται. Δεν ήξερα ακριβώς τι να περιμένω. Θ’ απολάμβανα το βιβλίο το ίδιο με τη σειρά; Θα μου άρεσε περισσότερο; Θ’ απογοητευόμουνα; Η αλήθεια είναι ότι ακόμη και τώρα που έχω διαβάσει τον πρώτο τόμο (της πολύ... λογίας, αφού αν δεν κάνω λάθος έφτασε ήδη τα έντεκα βιβλία), δεν μπορώ να πω με σιγουριά τι νιώθω. Σύγχυση ίσως! Κι αυτό επειδή σε κάποια σημεία προτιμώ την τηλεοπτική εκδοχή και σε άλλα τη γραπτή. Κι επειδή μερικές τηλεοπτικές σκηνές δολοφονούν το γραπτό, ενώ κάποιες φορές το κείμενο καταντά βαρετό. Ωστόσο…
Ωστόσο, δεν μπορώ να πω ότι έχασα το χρόνο μου διαβάζοντάς το. Αν και η ανά χείρας έκδοση αριθμεί περισσότερες από 750 σελίδες δε χρειάστηκα παρά μία μόλις βδομάδα για να το «καταβροχθίσω» με την ησυχία μου. Και στο τέλος το άφησα με ένα χαμόγελο στα χείλη, αλλά και με την απορία για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Όχι, δεν ξέρω, αφού οι τηλεοπτικοί παραγωγοί θέλοντας να φτιάξουν αυτούσια επεισόδια δεν παρέμειναν πιστοί στην πορεία της αφήγησης, με αποτέλεσμα πολλά μπρος-πίσω. Και καλά έκαναν δηλαδή.
Στην ιστορία τώρα. Ένας νεαρός «οδηγός δασών» (δεν μπορώ να περιγράψω πιο επιγραμματικά αυτό που κάνει) που ακούει στο όνομα Ρίτσαρντ βλέπει τη ζωή του να αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη καθώς ο πατέρας του πέφτει νεκρός από χέρια αγνώστων και μια παράξενη γυναίκα εισβάλλει στη ζωή του από το πουθενά, οδηγώντας αυτόν και τον καλό του φίλο τον Ζεντ σε μια περιπέτεια πέρα από το παραπέτασμα. Το παραπέτασμα είναι ένα φαινομενικά υγρό, την ίδια ώρα διαφανές και συμπαγές τείχος, το οποίο υψώθηκε χρόνια πριν ανάμεσα στις τρεις περιοχές από τα έγκατα της γης, αποκόπτοντας τη μια από την άλλη. Οι καιροί ωστόσο αλλάζουν και το παραπέτασμα μοιάζει πια να αδυνατίζει και να χάνει την χρησιμότητά του, καθώς ένας νέος ηγεμόνας αναδεικνύεται στη γη της Ντ’ Χάρα, ο οποίος είναι αποφασισμένος να ενώσει τα τρία κομμάτια και πάλι κάτω από την εξουσία του. Ο Ρίτσαρντ, είναι σύμφωνα με τους μύθους, ο Αναζητητής, ο μοναδικός άνθρωπος που μπορεί να εμποδίσει τα σχέδιά του, κι ας μην το γνωρίζει ακόμη. Τον παρακολουθούμε λοιπόν να βαδίζει προς μια νέα ενηλικίωση, που θα αποδειχτεί πολύ σκληρή, προς κάποιες καινούριες εμπειρίες, που θα του χαράξουν το κορμί και την ψυχή, και προς μια αυτογνωσία που για να αποκτηθεί θα χρειαστεί να χυθεί ιδρώτας και αίμα πολύ. Στο μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού αυτού θα έχει συνοδοιπόρο τη μυστηριώδη Κέιλαν, μια γυναίκα αλλιώτικη απ’ τις άλλες, πιο δυνατή κι από τους δυνατούς και πιο εύθραυστη κι απ’ τους αδύνατους, καθώς ο έρωτας που θα γεννηθεί ανάμεσά τους πού και πού θα της θολώνει τη λογική.
Ο «Πρώτος κανόνας του μάγου» είναι μια περιπέτεια φαντασίας, με μεγάλες δόσεις μυστηρίου, που λαμβάνει χώρα σε μια αλλόκοτη γη, όπου το υπερφυσικό αποτελεί τον κανόνα και όχι την εξαίρεση. Ο συγγραφέας της δεν είναι Τόλκιν, αυτό είναι σίγουρο, αλλά σίγουρα ξέρει πώς να μας ταξιδεύει. Το βιβλίο του θα ήταν πολύ καλύτερο αν ήταν καμιά εκατοστή σελίδες πιο μικρό. Ειδικά η περιγραφή της περιόδου που ξοδεύει ο Ρίτσαρντ με τις διαβολικές Μορτ Σιθ δεν υπήρχε λόγος να καταλαμβάνει τόσο χώρο. Ποιος ξέρει; Ίσως να έπεσε κι αυτός «θύμα» του κανόνα των αμερικανών εκδοτών που απαιτούν από τους συγγραφείς να γράφουν τούβλα. Όπως και νάχει, είμαι σίγουρος ότι οι φίλοι της λογοτεχνίας του φανταστικού θα το απολαύσουν ενώ, προς το παρόν, στο μυαλό μου δε χωράει καμία αμφιβολία ότι σύντομα θα πάρω στα χέρια μου και τον επόμενο τόμο.

Monday, February 22, 2010

Σώτη Τριανταφύλλου – Ο χρόνος πάλι

Επινοημένη αυτοβιογραφία; Ίσως, ίσως και όχι. Ωστόσο κάτι μού λέει ότι η Σώτη Τριανταφύλλου άδραξε με χαρά την ευκαιρία να γράψει αυτό το βιβλίο, το κείμενο του οποίου άλλοτε κυλά σα ρυάκι και άλλοτε σαν ποτάμι ορμητικό, που σε πολλά σημεία μοιάζει εξομολογητικό και σε άλλα κρυπτικό. Κάποτε είχα γράψει ότι το «Εργοστάσιο των μολυβιών» μοιάζει σαν «βιβλίο δρόμου στην ιστορία». Το «Ο χρόνος πάλι» μοιάζει ακριβώς το ίδιο, αν εξαιρέσουμε τα ένθετα διηγήματα και κάποιες αναλύσεις, το μόνο που εδώ μιλάμε για μια ιστορία βιωμένη προσωπικά από τη συγγραφέα. Μια μέρα χρειάστηκα όλη κι όλη για να το διαβάσω, μία ακόμη θα χρειαστώ για να το διαβάσω ξανά. Γιατί ναι, θα το ξαναδιαβάσω στα σίγουρα, αφού περισσότερο με μυθιστόρημα μοιάζει παρά με βιογραφία, μ’ ένα μυθιστόρημα γραμμένο άμεσα, στο πρώτο πρόσωπο, το οποίο δεν ακολουθεί μια γραμμική πορεία αλλά «σκορπίζεται» σε διαφορετικά μονοπάτια, που μας ταξιδεύει στους τόπους και τους ανθρώπους, που μας μιλά για μια ζωή που κτίστηκε με βάση τα δικά της θέλω και πρέπει, για μια ψυχή που ακολούθησε τη δική της ξεχωριστή διαδρομή.
Διασχίζοντας τις σελίδες αυτού του τόμου συναντούμε και πάλι κάποια πρόσωπα που πρωτογνωρίσαμε στα μυθιστορήματα και τα διηγήματα της συγγραφέως, μαθαίνουμε για τις πηγές της έμπνευσής της, παρατηρούμε όλα εκείνα τα μικρά και μεγάλα, σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα που διαμόρφωσαν τη γραφή και τον χαρακτήρα της. Και διαπιστώνουμε ότι ναι, όπως και στις μυθοπλασίες, έτσι και στη ζωή, το όνειρό της ήταν να γίνει κάποτε «εκστατικά ευτυχισμένη», μια φράση που επανέρχεται ξανά και ξανά στα κείμενά της.
Οι μουσικές, τα βιβλία, οι φίλοι οι αγαπημένοι, τα ταξίδια και λιγότερο οι σπουδές της, ήταν αυτά που τη διαμόρφωσαν, μοιάζει να μας λέει. Και δε χάνει και πάλι την ευκαιρία να τα χώσει στους «ιερούς και όσιους» θεσμούς της ελληνικής κοινωνίας, την πατρίδα δηλαδή, τη θρησκεία και την οικογένεια. Αλλά τα χώνει και στους πολιτικούς, ακόμη και στην καθαγιασμένη αριστερά, και στους κάθε λογής υποκριτές, που ξέχασαν το ποιοι ήτανε και ποιοι ήθελαν να γίνουν, που θυσίασαν τα πάντα στο βωμό μιας «θεσούλας» στο δημόσιο ή όπου αλλού.
Οι λέξεις της μοιάζουν να στάζουν οργή και θλίψη, τρυφερότητα και χαρά, αλλά και να μας περιγράφουν κατά κάποιο τρόπο τον ψυχισμό της. Τον ψυχισμό μιας συγγραφέως που μάλλον αν δεν έγραφε θ’ αρρωστούσε βαριά, που αν δεν ταξίδευε θα τρελαινόταν, που αν δεν είχε τους καλούς της φίλους θα χανόταν.
Οι λέξεις της. Οι πόλεις της. Η Αθήνα τότε και τώρα, το Παρισάκι, η Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες. Ένα παιδί των πόλεων, μια συγγραφέας των πλατιών οριζόντων.
Σ’ αυτό το βιβλίο έχουμε για πρώτη φορά μια ιστορία που διαδραματίζεται αποκλειστικά στο Παρίσι, σε μια από τις αγαπημένες της πόλεις, με τους μουντούς, τους άχρωμους πλην κουλτουριάδες κατοίκους της, αλλά και (όχι για πρώτη φορά φυσικά) μια μεγάλη αναφορά στην Αφρική, όπου μας ταξίδεψε πρόσφατα με ένα «ημερολόγιο», αλλά και το «Λίγο από το αίμα σου». Την Αφρική που τη σημάδεψε ψυχικά και σωματικά, που την ταλαιπώρησε και την ενέπνευσε.
Οι τόποι της. Οι άνθρωποί της.
«Ο χρόνος πάλι», θα μπορούσα να πω ότι για μένα είναι το βιβλίο με τις τσακισμένες σελίδες -σε τόσα πολλά σημεία στάθηκα, τόσα πολλά σημεία μουντζούρωσα- και θα μπορούσα να συνεχίσω να γράφω γι’ αυτό για πολύ ακόμη. Ωστόσο δε θα το κάνω. Θα βάλω μια τελεία εδώ, με την ελπίδα ότι τα ερωτήματα που γέννησε στο μυαλό μου θα απαντηθούν σε μια μελλοντική συνέντευξη. Έως τότε… enjoy!

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη

Thursday, February 18, 2010

Αλέξης Σταμάτης – Βίλα Κομπρέ

Σ’ αυτό το βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη ο βασικός ήρωας, που ακούει στο όνομα Θάνος, δεν κάνει άλλο τίποτα από το να ταξιδεύει: στο χώρο, στο χρόνο, στο μέσα του. Και το ταξίδι του αυτό είναι μια περιπέτεια, κι η περιπέτεια αυτή τον οδηγεί στο να ανακαλύψει τον εαυτό του, ποιος πραγματικά είναι, να ξεθάψει σκοτεινά μυστικά από το παρελθόν και να βρει το θάρρος να συγκρουστεί μετωπικά με τους δαίμονές του.
Όλα αρχίζουν όταν ο πατέρας του Θάνου πεθαίνει. Ο αποξενωμένος πατέρας. Τότε εκείνος επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στο χωριό για την κηδεία, για να ανακαλύψει προς μεγάλη έκπληξή του ότι ο μπατίρης μακαρίτης του άφησε κάποια λεφτά, κάποια μεγάλης αξίας κοσμήματα, καθώς και μια παλιά ξεθωριασμένη «Πολαρόιντ», η οποία απεικονίζει μια νεκρή νέα γυναίκα, μαζί με ένα μισοσβησμένο στο χρόνο σημείωμα. Ο πατέρας του ήταν νεκροθάφτης και συνήθιζε να απαθανατίζει τους νεκρούς πριν το τελευταίο τους ταξίδι, ωστόσο η συγκεκριμένη φωτογραφία του τραβά την προσοχή και με το παραπάνω. Καταρχήν η κοπέλα απεικονίζεται σ’ ένα πλακόστρωτο, εκεί όπου υποθετικά ξεψύχησε, και όχι πριν την ταφή όπως συνήθως. Και ύστερα… Και ύστερα… Η περιέργεια θεριεύει μέσα του. Είναι σίγουρος ότι η εικόνα αυτή είναι ένα σημάδι. Αλλά ένα σημάδι για τι; Τι μυστικά κρύβει; Γιατί τον αναστατώνει τόσο; Ωστόσο τις απαντήσεις που ψάχνει δε θα τις βρει, τουλάχιστον όχι άμεσα.
Μετά την κηδεία επιστρέφει στην Αθήνα, όπου ουσιαστικά τίποτα και κανείς δεν τον περιμένει αφού έχει χάσει τη δουλειά του. Μη έχοντας τι άλλο να κάνει πουλά ένα από τα πανάκριβα -όπως θα αποδειχτούν- κοσμήματα και με τα λεφτά που παίρνει αγοράζει μια καινούρια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, ένα υπολογιστή και ένα πρόγραμμα επεξεργασίας φωτογραφιών, καθώς και έναν εκτυπωτή. Και το πρώτο πράγμα που κάνει μ’ αυτά είναι να επεξεργαστεί τη φωτογραφία της νεκρής, δίνοντάς της μια νέα ζωή. Ωστόσο, όσο πιο πολύ ασχολείται μ’ αυτή τόσο περισσότερο η περιέργειά του παίρνει να οργιάζει και, σε συνδυασμό με το μυστηριώδες σημείωμα, να φτιάχνει σενάρια, τα οποία μπροστά στην πραγματικότητα που θα ακολουθήσει, θα αποδειχτούν λειψά. Μια πραγματικότητα που θα αλλάξει τη ζωή του συνταρακτικά, ρίχνοντας φως σε κάποια γεγονότα, και συσκοτίζοντας κάποια άλλα, αναγκάζοντάς τον να πάρει μεγάλα ρίσκα και να συγκρουστεί με άλλους, γνωστούς και άγνωστούς του ανθρώπους, πιο βίαια απ’ ό,τι συγκρούστηκε ποτέ.
Η περιπέτειες που θα ζήσει θα είναι σαν ένα μακρινό ταξίδι στη ζωή, ένα ταξίδι που θα τον οδηγήσει σ’ αδιέξοδα και θα τον βγάλει απ’ αυτά, που θα τον φέρει στα όριά του και θα τον βοηθήσει να τα ξεπεράσει, που θα του χαρίσει το δώρο του έρωτα εκεί που δεν το περιμένει. Όλα είναι δρόμος, μοιάζει να θέλει να μας πει ο συγγραφέας, ένας δρόμος που όλοι, άλλος πιο νωρίς και άλλος πιο αργά, κάποια μέρα θέλοντας και μη θ’ ακολουθήσουμε.
Καλογραμμένο, με κινηματογραφικούς ρυθμούς, παρασύρει τον αναγνώστη.

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Monday, February 15, 2010

Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες: «Δε θέλω να γράφω βλακείες για χαζούς αναγνώστες»

Συνέντευξη στον Λάκη Φουρουκλά

Ο Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες είναι το πιο «καυτό» ίσως όνομα της σύγχρονης κουβανικής λογοτεχνίας. Γράφοντας απλά και με πολύ άμεσο τρόπο ζωγραφίζει τη σύγχρονη κουβανική πραγματικότητα, περιγράφοντας με συχνά ωμή γλώσσα πράγματα και καταστάσεις, που ίσως σοκάρουν τον αδαή δυτικό αναγνώστη.
Η Αβάνα είναι ο τόπος όπου συνήθως κόβουν βόλτες, συναντιούνται και χάνονται οι ήρωές του, μια πόλη όπως όλες τις άλλες της Λατινικής Αμερικής, αλλά και διαφορετική, μια πόλη σκληρή και πολύχρωμη, γεμάτη μουσικές και σιωπές, ερωτική κι απελπισμένη, που παρά τις όποιες δυσκολίες παραμένει ζωντανή, ακροβατώντας στο σκοινί που ενώνει το σήμερα με το χθες.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο συγγραφέας μας μιλά -με τη βοήθεια της μεταφράστριας των βιβλίων του στην Ελλάδα, Κλεοπάτρας Ελαιοτριβιάρη- για την πόλη του και τους ανθρώπους της, για το σεξ, τα βιβλία και την ευτυχία.

Είναι η Αβάνα η απόλυτη «πόλης της αμαρτίας» που περιγράφετε στα βιβλία σας;

Η Αβάνα, όπως κάθε πόλη, έχει πολλές διαφορετικές περιοχές και γειτονιές. Κάποιες πιο έντονες από άλλες. Κάποιες πιο διαβολικές κι άλλες πιο ήρεμες. Εγώ ζω σε ένα πιο «καυτό» κομμάτι της πόλης, γι' αυτό και γράφω με τον τρόπο που γράφω, δεν ξέρω πώς να γράψω πιο «light».


Θα μπορούσαν στ’ αλήθεια να υπάρχουν ήρωες όπως ο Ρέι στον «Βασιλιά της Αβάνας;»

Ναι, φυσικά, όχι μόνο στην Αβάνα, αλλά και στην Πόλη του Μεξικού, στο Σάο Πάολο κ.λπ. Σε οποιαδήποτε μεγαλούπολη υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ζουν στο δρόμο και μοιάζουν πολύ στον Ρέι της Αβάνας.

Αυτά που περιγράφετε συμβαίνουν μόνο στην Κούβα ή και στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική; Ποιες οι ομοιότητες και ποιες οι διαφορές;

Συμβαίνουν σε όλη τη Λατινική Αμερική, σε οποιαδήποτε φτωχή χώρα όπου υπάρχει έντονη ανάμειξη με μαύρο πληθυσμό από την Αφρική. Στις περιοχές όπου η μείξη έγινε με τους ιθαγενείς πληθυσμούς, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.

Μέσα από τα γραπτά σας η Αβάνα αναδύεται σα μια βρόμικη αλλά αισθησιακή γυναίκα. Εσείς πώς στ’ αλήθεια τη βλέπετε;

Μια καλή περιγραφή θα μπορούσε να είναι αυτή: μια γυναίκα βρόμικη, φωνακλού, ανήθικη, πουτάνα, τρελάρα, μεθυσμένη, αλλά αισθησιακή.

Τελικά είναι το σεξ αυτό που βοηθά τους ανθρώπους, όταν τα βρίσκουν μπαστούνι, να επιβιώσουν;

Ναι, ο άνθρωπος μετατρέπεται σε απλό ζώο: φαγητό, ποτό, πολύ σεξ και τίποτα περισσότερο. Και με τον τρόπο αυτό καταφέρνει να επιβιώσει μέχρι να περάσει η καταιγίδα.

Παίζει η μαγεία τόσο μεγάλο ρόλο στις ζωές των κουβανών όσο αφήνετε να εννοηθεί;

Αυτό που εσείς ονομάζετε μαγεία είναι στην πραγματικότητα μια "αφροκουβανέζικη" θρησκεία, όπως συμβαίνει και στη Βραζιλία, το Πουέρτο Ρίκο, τον Άγιο Δομήνικο κ.λπ. Ναι, είναι θεμελιώδες κομμάτι της ζωής.

Γράφετε για να προκαλέσετε ή απλά γράφετε προκλητικά; Ή, μήπως, δε θέλετε να γράψετε διαφορετικά;

Ναι, μου αρέσει να προκαλώ, να ενοχλώ, να φέρνω τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τη σκοτεινή, τη βρόμικη, τη δυσάρεστη πλευρά των ηρώων μου. Δεν θέλω να γράφω σαχλαμάρες και βλακείες για να βγάζω χρήματα απευθυνόμενος σε χαζούς αναγνώστες. Οι αναγνώστες μου πρέπει να είναι έξυπνοι και απροκατάληπτοι, ανοιχτόμυαλοι. Αλλιώς, ας πάνε να διαβάσουν Stephen King.

Αν σας ρωτούσαν ποιο είναι το καλύτερό σας βιβλίο τι θα απαντούσατε και γιατί;

Ίσως η Βρόμικη τριλογία της Αβάνας, είναι ένα βιβλίο θεότρελο, το έγραψα μεθυσμένος και ορισμένοι ηλίθιοι εκδότες περίμεναν το δεύτερο μέρος. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Το μόνο που θέλουν είναι να βγάλουν λεφτά.

Ποιοι είναι οι συγγραφείς με τους οποίους νιώθετε να επικοινωνείτε «ψυχικά»; Ίσως με τον σκοτεινό Κάφκα; Με ποιους άλλους;

Κάφκα, Κορτάσαρ και οι αμερικανοί Τρούμαν Καπότε, Χέμινγουεη, Άντερσον, Γκρέις Πέιλεϊ κ.λπ.

Ποια είναι για σας τα καλύτερα βιβλία που γράφτηκαν ποτέ; Ή, αν προτιμάτε, ποια βιβλία σας επηρέασαν;

Το Πρόγευμα στο Τίφανυς του Τρούμαν Καπότε, τα διηγήματα του Χέμινγουεη, τα διηγήματα του Τσέχοφ.

Πώς βλέπετε τις πολιτικές εξελίξεις στην περιοχή σας με την άνοδο των αριστερών ηγετών στη νότιο Αμερική και την εκλογή του Ομπάμα στις ΗΠΑ;

Κανένα σχόλιο.

Έχετε ανακαλύψει το μυστικό της ευτυχίας; Της δυστυχίας;

Η ευτυχία βρίσκεται στη διαδρομή. Δεν τη φτάνεις ποτέ επειδή δεν υπάρχει κάπου μια μεγάλη πηγή ευτυχίας. Υπάρχουν μόνο στιγμές. Και το ίδιο ισχύει και για τη δυστυχία.

Ποιο θα μπορούσε να είναι το μότο της ζωής σας;

Κόψε τις κόντρες. Παίξε το παιχνίδι.

Δημοσιεύθηκε το Σάββατο 13 Φεβρουαρίου στην κυπριακή εφημερίδα "Αλήθεια"

Monday, February 8, 2010

Chimamanda Ngozi Adichie – The Thing Around Your Neck

 
 Αγορά από το Book Depository

Αυτό είναι το τρίτο βιβλίο της νιγηριανής συγγραφέως. Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων, που καταπιάνεται κυρίως με τις πραγματικότητες της πατρίδας της. Οι δώδεκα ιστορίες που διαβάζουμε εδώ μας μιλούν για μια χώρα που βρίσκεται σχεδόν πάντα σε αναταραχή και για τους κάτοικούς της που μοιάζουν μόνιμα να παραπαίουν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ελπίδας και απελπισίας. Η γραφή της Άντιτσι είναι ωμή, ρεαλιστική, χρωματισμένη πού και πού με πινελιές χιούμορ, χιούμορ που ωστόσο δεν κάνει τίποτ’ άλλο από το να τονίζει ακόμη περισσότερο τα αδιέξοδα στα οποία βρίσκονται οι ήρωές της. Ας πάρουμε όμως τις ιστορίες μία-μία.

Cell One – Το Κελί Ένα είναι ο φόβος και ο τρόμος του κάθε κρατουμένου αφού εκεί, σύμφωνα με τους μύθους, λαμβάνουν χώρα τρομαχτικά πράγματα, όπως σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια, ακρωτηριασμοί κτλ. Το τι συμβαίνει στη φυλακή το μαθαίνουμε από τα χείλη της αδελφής ενός νεαρού κρατουμένου που συνελήφθηκε άδικα για τις δολοφονίες τριών μαθητών. Μια σκληρή ιστορία.

Imitation – Σ’ αυτό το διήγημα μαθαίνουμε την ιστορία μιας γυναίκας-μετανάστη από τη Νιγηρία, που μαθαίνει από κάποια φίλη της ότι ο επιχειρηματίας άντρας της σπίτωσε μια νέα γυναίκα πίσω στην πατρίδα. Απελπισμένη θυμάται τις παλιές καλές μέρες, συζητά τα προβλήματά της με την υπηρέτρια και παίρνει τις αποφάσεις της.

A Private Experience – Στην πόλη Κάνο ξεσπούν ταραχές όταν κάποιος οδηγεί το αυτοκίνητό του πάνω από ένα αντίτυπο του Κορανίου. Δυο γυναίκες προσπαθούν να σώσουν τις ζωές τους αναζητώντας καταφύγιο σ’ ένα εγκαταλειμμένο μαγαζί. Η μια είναι χριστιανή και η άλλη μουσουλμάνα, ωστόσο μέσα από τη συζήτηση ανακαλύπτουν ότι είναι περισσότερα αυτά που τις ενώνουν από εκείνα που τις χωρίζουν. Εξάλλου: «Οι καμένοι άνθρωποι, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, μυρίζουν και μοιάζουν οι ίδιοι».

Ghosts – Ένας συνταξιούχος καθηγητής συναντά ένα φάντασμα, ή μάλλον κάποιον που πιστεύει ότι είναι φάντασμα, ένα ακόμη θύμα του πόλεμου της Μπιάφρα. Όπως διαβάζουμε: «Ο Ικέννα είναι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που κουβαλούν μαζί τους το βάρος αυτών που μπορούν να συμβούν». Με αφορμή αυτή τη συνάντηση ανατρέχει νοητικά στο οδυνηρό παρελθόν, ρίχνοντας πού και πού ματιές στο απελπισμένο παρόν. Μέσα από τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του μαθαίνουμε ότι αν και μπορεί να έχει μια καλύτερη ζωή, είναι αποφασισμένος να παραμείνει εκεί, στην πόλη του, την Ν’ Σούκα, αφού αν πάει στην κόρη του στην Αμερική η ζωή του θα είναι τόσο άνετη που θα μοιάζει αποστειρωμένη. Εξάλλου, είναι και το φάντασμα της γυναίκας του που τον επισκέπτεται συχνά-πυκνά, κι αυτό δε θα ήθελε ποτέ να το εγκαταλείψει.

On Monday of Last Week: Μια νιγηριανή δουλεύει σαν οικιακή βοηθός στο σπίτι ενός δικηγόρου στις ΗΠΑ, η γυναίκα του οποίου είναι καλλιτέχνης. Μέσα από τη ζωή του ζευγαριού προσπαθεί να εντοπίσει τις διαφορές εκείνης της χώρας με την πατρίδα της, αλλά και να διευρύνει τη ματιά της. Μέχρι που φτάνει να ερωτευτεί τη γυναίκα, για την οποία θέλει να ποζάρει γυμνή. Ωστόσο, η ζωή κάνει τα δικά της, φέρνοντας μια οδυνηρή ανατροπή.

Jumping Monkey Hill – Αυτή είναι μάλλον η πιο «αδύναμη» ιστορία της συλλογής. Συγγραφείς από διάφορες αφρικανικές χώρες μαζεύονται σε ένα τουριστικό θέρετρο στη Νότιο Αφρική και έναντι της φιλοξενίας είναι υποχρεωμένοι να γράψουν ένα διήγημα. Η συγγραφέας από τη Νιγηρία αφηγείται την ιστορία της ζωής της, την οποία όμως οι άλλοι «απορρίπτουν» υποστηρίζοντας ότι δεν είναι καθόλου αληθοφανής.

The Thing Around Your Neck – Αυτό είναι ίσως το καλύτερο διήγημα που συναντάμε εδώ. Ένα κορίτσι κερδίζει στη λοταρία την πράσινη κάρτα για τις ΗΠΑ. Σπεύδει λοιπόν να μετακομίσει εκεί, όπου θα τη φιλοξενήσει ένας θείος της, που υποστηρίζει ότι οι αμερικανοί: «Είναι ένα μείγμα άγνοιας και αλαζονείας». Αυτό προτού προσπαθήσει να της τα ρίξει. Όταν το κάνει εκείνη εγκαταλείπει το Μέιν και μετακομίζει σε μια μικρή πόλη του Κονέκτικατ, όπου πιάνει δουλειά σα σερβιτόρα. Σιγά-σιγά στρώνει τη ζωή της, ερωτεύεται, αλλά το μυαλό της επιστρέφει ξανά και ξανά σ’ αυτά που άφησε πίσω της, στο χθες όπου: «Ήτανε συνηθισμένη να αποδέχεται αυτά που η ζωή της έδινε, να γράφει ό,τι η ζωή της υπέβαλλε».

The American Embassy – Μια γυναίκα στέκεται στην ουρά της απελπισίας μπροστά από την πρεσβεία των ΗΠΑ στο Λάγκος, ελπίζοντας ότι όταν έρθει η σειρά της θα μπορέσει να ζητήσει άσυλο. Η σκέψη της ταξιδεύει στο πρόσφατο παρελθόν, στη ζωή της που ανατράπηκε από τη μια στιγμή στην άλλη: με τη φυγάδευση του δημοσιογράφου άντρα της απ’ τη χώρα, με την κατά λάθος δολοφονία του τετράχρονου γιου της, που τη στοιχειώνει. Στο τέλος-τέλος δεν πολυπροσπαθεί να πάρει τη βίζα, καθώς μοιάζει να λυγίζει κάτω από το βάρος της απώλειας, χωρίς ωστόσο να σπάει.

The Shivering – Μια νιγηριανή γυναίκα που φοιτά στο Πρίνστον μαθαίνει για ένα αεροπορικό δυστύχημα στη χώρα της και ταράζεται πολύ, αφού πολύ πιθανόν στην πτήση να επέβαινε και ο πρώην φίλος της, κάποιος που «υποδυόταν τη ζωή του, αλλά δεν τη ζούσε». Τις δύσκολες εκείνες ώρες φτάνει κοντά της ένας από μηχανής θεός, ένας άλλος νιγηριανός φοιτητής, που μοιάζει να της προσφέρει εκείνο που πιότερο χρειάζεται, έναν ώμο ν’ ακουμπήσει. Ο πρώην είναι τελικά ζωντανός, κάτι που τη χαροποιεί, ωστόσο δε σταματά στιγμή να μιλάει για κείνον. Σιγά-σιγά γίνεται φίλη με τον θρησκευόμενο και γκέι συντοπίτη της, που μοιάζει να την καταλαβαίνει καλύτερα από κάθε άλλον. Το τέλος της ιστορίας βρίσκει τους δυο τους στην εκκλησία, όπου η γυναίκα σκέφτεται πόσο άχρωμη μοιάζει η τελετή σε σύγκριση μ’ αυτές στις οποίες κάποτε παρίστατο στο Λάγκος.

The Arrangers of Marriage – Νιγηριανή παντρεύεται με συνοικέσιο ένα σχεδόν γιατρό και μετακομίζει μαζί του στη Νέα Υόρκη. Εκείνος προσπαθεί να την μεταμορφώσει σε αμερικανίδα, διορθώνοντας συνεχώς τα αγγλικά της και αλλάζοντας ακόμη και το όνομά της. Όταν μαθαίνει ότι υπήρξε παντρεμένος ξανά αποφασίζει να τον εγκαταλείψει, αλλά τελικά δεν το κάνει αφού δεν έχει που να στραφεί. Μοναδική της παρηγοριά η φιλία με μια αφροαμερικανή που έχει όνομα Σουαχίλι, κάτι που της προκαλεί πραγματική έκπληξη.

Tomorrow Is Too Far – Ο τίτλος της ιστορίας είναι το όνομα ενός θανατηφόρου φιδιού. Ένα τέτοιο φίδι και η ασυγχώρητη κακία των παιδιών ήταν που οδήγησε ένα αγόρι στο θάνατο. Το τι συνέβηκε το μαθαίνουμε μέσα από τη σε δεύτερο πρόσωπο αφήγηση της αδελφής του νεκρού.

The Headstrong Historian – Αυτή είναι η μοναδική ιστορία που περιέχει απόηχους από το απόμακρο ιστορικό χθες της Νιγηρίας. Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που παντρεύτηκε τον άντρα που αγαπούσε και όχι αυτόν που τις επέβαλλαν οι κανόνες της μικρής κοινωνίας όπου ζούσε, με αποτέλεσμα να γίνει «καταραμένη». Σαν τέτοια δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, τα οποία έχανε το ένα μετά το άλλο. Μέχρι που η τύχη της χαμογέλασε κι απόκτησε ένα γιο, ο οποίος στο μέλλον θα την έκανε λίγο περήφανη και θα την απογοήτευε πολύ. Το πικρό ποτήρι της απόγνωσης θα της χάριζε και ο εγγονός της, αλλά τελικά τη χαρά της ζωής και τη δικαίωση της ύπαρξής της θα την έβρισκε στο πρόσωπο της εγγονής της, Γκρέις, που κάποια μέρα κόντρα σε όλους και σε όλα θα γινόταν η «ξεροκέφαλη ιστορικός» του τίτλου, και θα κατάφερνε να φέρει στο φως τις αλήθειες του λαού της, τις οποίες ιεραπόστολοι και αποικιοκράτες, προσπαθούσαν για χρόνια και χρόνια να παραχαράξουν.

Δε διάβασα ακόμη τα άλλα δύο βιβλία της Άντιτσι, αλλά στο δύσκολο είδος του διηγήματος μοιάζει να τα πηγαίνει μια χαρά, κι ας διακρίνω πού και πού κάποιες μάλλον αμήχανες στιγμές. Η γραφή της, ντοκουμενταριστική, κάπου θυμίζει τον Τσίνουα Ατσέμπε, ένα βιβλίο του οποίου είχα τη χαρά να διαβάσω πρόσφατα. Δυο φωνές από μια χώρα, που μοιάζει σήμερα όσο ποτέ άλλοτε να τις έχει ανάγκη.

Tuesday, February 2, 2010

Ryu Murakami – In the Miso Soup


Αγορά από το Book Depository

Ο Ρίου Μουρακάμι δεν είναι τόσο γνωστός όσο ο καλτ Χαρούκι, αλλά είναι και αυτός ένας εξαιρετικός συγγραφέας, που ασχολείται συνήθως με το σκοτάδι που κρύβεται στις ψυχές των ανθρώπων.
Το “In the Miso Soup”, που σύμφωνα με τον Γκάρντιαν θυμίζει κάτι από το “American Psycho” είναι η ιστορία ενός νεαρού γιαπωνέζου, του Κέντζι, που αναλαμβάνει έναντι αμοιβής να ξεναγεί τους τουρίστες στην περιοχή με τα «κόκκινα φανάρια» του Τόκιο. Αν και δεν πρόκειται για σπουδαία δουλειά, του εξασφαλίζει τα προς το ζην κι αυτό τον ικανοποιεί. Ωστόσο αυτό που κάνει περιέχει και κάποιο ρίσκο, το οποίο κάποτε θα πάρει σάρκα και οστά όταν θα γνωρίσει έναν αμερικανό τουρίστα που ακούει στο όνομα Φρανκ. Ο Φρανκ δεν μοιάζει με κανένα από τους προηγούμενους πελάτες του, αφού φαίνεται να προέρχεται από έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο απ’ αυτόν που ο ίδιος του περιγράφει. Όλη του η ζωή μοιάζει να είναι ένα ψέμα, μια φάρσα, μια έμπνευση της στιγμής. Μια έμπνευση που θα κοστίσει μάλλον ακριβά στην ψυχολογία του ανυποψίαστου αρχικά Κέντζι, αφού στο πρόσωπο του πελάτη του θα γνωρίσει μια ζώσα εκδοχή του εφιάλτη.
Ο Μουρακάμι θέλοντας να μιλήσει για τον σεξοτουρισμό και να περιγράψει τα πράγματα και τις καταστάσεις που επικρατούν στην περιβόητη περιοχή του Καμπούκι-τσο στο Τόκιο, δημιουργεί ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ, το οποίο κατά κύριο λόγο λαμβάνει χώρα μέσα στο κεφάλι του ήρωά του. Ο Φρανκ μοιάζει να παίζει το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι με τον Κέντζι, λέγοντάς του ασύστολα ψέματα, υποστηρίζοντας κάτι για να το ανατρέψει λίγο μετά, φυτεύοντας στο μυαλό του φοβερές υποψίες, που δεν μπορεί παρά να αποδειχτούν αληθινές.
Με εξαίρεση μια σκηνή μακελειού η ψυχολογική βία είναι αυτή που κλέβει την παράσταση σ’ αυτό το βιβλίο. Καθώς παρακολουθούμε το δράμα που διαδραματίζεται στη ζωή αλλά και μέσα στο μυαλό του Κέντζι, και βλέπουμε τους φόβους και τις αγωνίες του να βγαίνουν στο φως, δεν μπορούμε παρά να νιώσουμε κάποιου είδους συμπόνια γι’ αυτόν, αλλά και κάπου να εκνευριστούμε με την ατολμία του. Ο φόβος του για τον Φρανκ μοιάζει να παγώνει εκτός απ’ την ψυχή, κι αυτήν ακόμη τη λογική του, καθιστώντας τον σχεδόν εν αγνοία του πιόνι στη σκακιέρα του αδίστακτου αμερικανού.
Το παρόν είναι ένα βιβλίο για την απόγνωσή, αλλά και τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, για την αγωνία του για αποδοχή και αναγνώριση από τους άλλους, αλλά και για την παραίτηση από τη ζωή, την καταβύθιση στην παθητικότητα πολλών νέων ανθρώπων, που μεγαλώνουν αστραπιαία και παραδίδονται στα πιο σκοτεινά τους ένστικτα, ανίκανοι να πιαστούν από το όχημα μιας κοινωνίας που μοιάζει να τρέχει και να αλλάζει με αστραπιαία ταχύτητα.
Οι κόσμοι που μας περιγράφει ο Μουρακάμι δεν είναι όμορφοι, κι ούτε αγγελικά πλασμένοι, θυμίζουν σκηνές νουάρ και αποπνέουν τρόμο, αλλά μοιάζουν πέρα και πέρα αληθινοί, φτιαγμένοι με τα υλικά μιας πραγματικότητας θλιβερής και ουσιαστικά αναπόφευκτης.
Καλύτερο από το “Piercing” των ατελείωτων σιωπών.