Friday, December 31, 2010

Ο απολογισμός μιας βιβλιοφαγικής χρονιάς

Το 2010 ήταν μια απολαυστική χρονιά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ανάγνωση. Διαβάσαμε πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα, αρκετούς γιαπωνέζους συγγραφείς, μερικές συλλογές διηγημάτων και ουκ ολίγους έλληνες συγγραφείς. Ακολουθεί ο κατάλογος των βιβλίων που παρουσιάσαμε σ' αυτό το μπλογκ. Απουσιάζουν κάποιοι τίτλοι που δεν πρόλαβαν να βρουν τη θέση τους εδώ στη διάρκεια του χρόνου που φεύγει, καθώς και μερικά βιβλία που προλάβαμε να παρουσιάσουμε μόνο στη Γιαπωνέζικη Λογοτεχνία.

1. Ryunosuke Akutagawa - Rashomon and other stories
2. Chinua Achebe - Anthills of the Savannah
3. Ryu Murakami - In the Miso Soup
4. Chimamanda Ngozi Adichie - The Thing Around Your Neck
5. Αλέξης Σταμάτης - Βίλα Κομπρέ
6. Σώτη Τριανταφύλλου - Ο χρόνος πάλι
7. Terry Goodkind - Wizard's First Rule
8. Ρέα Γαλανάκη - Αμίλητα, βαθιά νερά
9. Δημήτρης Μαμαλούκας - Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημήτριου Μόστρα
10. Παύλος Μάτεσις - Αλδεβαράν
11. Γαλάτεια Καζαντζάκη - Ο κόσμος που πεθαίνει και ο κόσμος που έρχεται
12. Neil Gaiman - M Is for Magic
13. Αντώνης Σουρούνης - Το μονοπάτι στη θάλασσα
14. Waris Dirie - Desert Children
15. Νίκος Βλαντής - Λήθη
16. Jeffery Deaver - Roadside Crosses
17. Μαρία Φακίνου - Το καπρίτσιο της κυρίας Ν.
18. Haruki Murakami - Blind Willow, Sleeping Woman
19. Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης - Η εφεύρεση της σκιάς
20. Ian McEwan - On Chesil Beach
21. Julia Navarro - The Brotherhood of the Holy Shroud
22. Stephen Fry - Making History
23. Michel Huellebecq - Lanzarote
24. Anita Brookner - Falling Slowly
25. Ian Rankin - The Hanging Garden
26. Stephenie Meyer - The Short Second Life of Bree Tanner
27. Kathy Reichs - devil bones
28. Haruki Murakami - Dance Dance Dance
29. Dennis Lehane - Prayers for Rain
30. Jessica Hagedorn - Dogeaters
31. Ruth Rendell - Piranha to Scurfy
32. Jeffery Deaver - The Burning Wire
33. David Baldacci - True Blue
34. Michael Connelly - 9 Dragons
35. Stieg Larsson - The Girl Who Kicked the Hornets' Nest
36. Carlos Ruiz Zafon - The Shadow of the Wind
37. Yukio Mishima - The Sailor who Fell from Grace With the Sea
38. Haruki Murakami - Norwegian Wood
39. Saiichi Maruya - Rain in the Wind
40. Αλέξης Σταμάτης - Μητέρα Στάχτη
41. Yukio Mishima - The Temple of the Golden Pavilion
42. Ρέιμοντ Τσάντλερ - Ο κίνδυνος είναι η δουλειά μου
43. Natsuo Kirino - Real World
44. Shusaku Endo - Wonderful Fool
45. Simenon - Maigret and the Young Girl & Danger Ahead
46. Yoko Ogawa - Άρωμα Πάγου
47. Yukio Mishima - Confessions of a Mask
48. Soseki Natsume - Botchan
49. Fumio Niwa - The Buddha Tree
50. Σέσαρ Άιρα - Βαράμο
51. Τζουνίτσιρο Τανιζάκι - Σβάστικα
52. Μάριο Βάργκας Λιόσα - Η γιορτή του τράγου
53. Γιασούσι Ινόουε - Έρωτας και εκδίκηση
54. Τομ Ρόμπινς - Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν
55. Akira Yoshimura - One Man's Justice
56. Πέτρος Μάρκαρης - Ο Τσε αυτοκτόνησε
57. Yoko Ogawa - Ξενοδοχείο Ίρις
58. Αλέξης Σταμάτης - Οδός Θησέως
59. Κενζαμπούρο Όε - Η σιωπηλή κραυγή
60. Κωστής Γκιμοσούλης - το φάντασμά της
61. Σιουσακού Έντο - Σιωπή
62. Κάλλια Παπαδάκη - Ο ήχος του ακάλυπτου
63. Ρομπέρτο Μπολάνιο - Οι άγριοι ντετέκτιβ
64. Ευγενία Φακίνου - Για να δει τη θάλασσα
65. Αλέξης Σταμάτης - Σκότωσε ό,τι αγαπάς
66. Dashiell Hammett - The Maltese Falcon
67. Έρση Σωτηροπούλου - Εύα
68. Seishi Yokomizo - Το τσεκούρι, το κότο και το χρυσάνθεμο
69. Seicho Matsumoto - Τόκιο Εξπρές

Thursday, December 30, 2010

Seicho Matsumoto – Τόκιο Εξπρές

Κάπως παλιομοδίτικο μοιάζει και είναι αυτό το αστυνομικό μυθιστόρημα. Γραμμένο το 1957 με απλή στρωτή γραφή, χωρίς πολλές ανατροπές και μεγάλες συγκινήσεις, είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που μάλλον δε θα αρέσει και πολύ στους σύγχρονους αναγνώστες της αστυνομικής λογοτεχνίας, αφού εκπαιδευμένοι καθώς είναι στα μοντέρνα θρίλερ, δε θα νιώσουν διαβάζοντάς το κάποια έκπληξη.
Ωστόσο διαθέτει κι αυτό τα χαρίσματά του. Ένα μυστήριο η λύση του οποίου κρύβεται στα δρομολόγια των τρένων, ένα πεισματάρη επιθεωρητή που ταξιδεύει από τη μια άκρη της Ιαπωνίας στην άλλη ακολουθώντας τα στοιχεία και το ένστικτό του, και δύο όχι και τόσο μοιραίες γυναίκες. Επίσης αποτελεί κι ένα εκτενές σχόλιο γύρω από τη διαφθορά που επικρατεί στις δημόσιες υπηρεσίες, θέμα παντοτινό και παγκόσμιο.
Όλα αρχίζουν με τη διπλή αυτοκτονία ενός ζευγαριού σε μια παραλιακή πόλη. Τα πτώματα ενός υποδιευθυντή κάποιου υπουργείου και μιας γκαρσόνας σ’ ένα εστιατόριο στο Τόκιο, ανακαλύπτονται ξαπλωμένα δίπλα δίπλα στην ακροθαλασσιά κάποια αυγή. Εκ πρώτης όψεως όλα δείχνουν ότι όντως πρόκειται για τη διπλή αυτοκτονία κάποιων εραστών, αλλά ένας γηραιός επιθεωρητής έχει τις αμφιβολίες του, καθώς σύμφωνα με μια απόδειξη από το εστιατόριο του τρένου που έφερε τον άντρα στην πόλη, αυτός έφτασε εκεί μάλλον μόνος. Κάνει, με τα λιτά μέσα και στο λιγοστό χρόνο που διαθέτει, μια έρευνα που όμως ουσιαστικά δεν τον οδηγεί πουθενά. Κάτι ωστόσο, μια ιστορία από το παρελθόν, δεν τον αφήνει να ησυχάσει και να βάλει την υπόθεση στο αρχείο. Εκεί που νομίζει ότι έχει φτάσει σε αδιέξοδο και πώς δεν μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο καταφθάνει απ’ το Τόκιο ο νεαρός επιθεωρητής Μιχάρα, ο οποίος συμμερίζεται την άποψή του ότι κάποιο λάκκο έχει η φάβα, κι ας μην υπάρχουν στοιχεία για να το αποδείξουν. Οι δύο άντρες επισκέπτονται μαζί τον τόπο που ανακαλύφθηκαν τα πτώματα, μοιράζονται τις σκέψεις τους και τα στοιχεία που διαθέτουν και τότε ακριβώς αρχίζει η κούρσα με το χρόνο του νεώτερου άντρα. Πεπεισμένος απόλυτα πια ότι η υπόθεση αξίζει περαιτέρω διερεύνησης αρχίζει να περιπλανιέται απ’ τη μια γωνιά του Τόκιο μέχρι την άλλη, αλλά και σε κάποιες άλλες πόλεις της χώρας, να κάνει ανακρίσεις, να μαζεύει στοιχεία για τα θύματά του και να στήνει έτσι, κομμάτι το κομμάτι, να δίνει μορφή στο πρωτότυπο πάζλ.
Το βιβλίο αυτό μοιάζει σαν ένα ασταμάτητο ταξίδι, στο χώρο και στο χρόνο, αλλά και στις ψυχές των ηρώων του. Κάποιοι από τους χαρακτήρες που περιγράφει μοιάζουν να έχουν όλα τα προτερήματα και τα ψεγάδια μαζί. Αθεράπευτη κακία, απέραντη αγάπη, προθυμία για θυσία, αδίστακτη σκληρότητα. Μοιάζουν να παίζουν με τη φωτιά, όχι γιατί το θέλουν, αλλά απλά επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Και τον περισσότερο καιρό συμπεριφέρονται με απίστευτη αλαζονεία, σα να λένε: Πιάσε με, αν μπορείς!
Η λύση του γρίφου, για τον υπογράφοντα τουλάχιστον, ήταν προβλέψιμη. Ο τρόπος που τελειώνει το βιβλίο όχι και τόσο, αφού δεν μου έτυχε να διαβάσω ποτέ ξανά κάποιο αστυνομικό που να δίνει όλες σχεδόν τις λύσεις μέσα από μια μακροσκελή επιστολή. Αν ζητάτε να διαβάσετε ένα θρίλερ γεμάτο αγωνία και δράση μάλλον θα σας απογοητεύσει. Αν θέλετε όμως να έρθετε σε επαφή με ένα από τα βιβλία που άνοιξαν το δρόμο για την κοινωνικό-αστυνομική λογοτεχνία στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, αυτό θα αποτελούσε μια καλή αρχή.

Wednesday, December 29, 2010

Seishi Yokomizo – Το τσεκούρι, το κότο και το χρυσάνθεμο

Θα συμφωνήσω με τους… άλλους, εκείνους που υποστηρίζουν ότι ο Γιοκομίζο είναι ο γιαπωνέζος Σιμενόν. Διαβάζοντας αυτό, το πρώτο δικό του βιβλίο, που έπεσε στα χέρια μου, προσπαθούσα να κάνω συγκρίσεις με το δυτικό αστυνομικό μυθιστόρημα και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι σα γραφή μοιάζει μόνο με τον Σιμενόν. Οι αμερικανοί χαρντ μπόιλντ συγγραφείς ή και οι παλιοί βρετανοί δε μοιάζουν να τον έχουν επηρεάσει καθόλου, με εξαίρεση ίσως την Άγκαθα Κρίστι.
Σ’ αυτή την ιστορία παρακολουθούμε τις προσπάθειες του διάσημου ντετέκτιβ Κιντάιτσι Κόσουκε να προλάβει κάποιες δολοφονίες, που σύμφωνα με μια επιστολή που έχει λάβει, θα αρχίσουν να λαμβάνουν χώρα από στιγμή σε στιγμή. Φτάνει λοιπόν εσπευσμένα από το Τόκιο στη μικρή πόλη Νασού και εγκαθίσταται σ’ ένα πανδοχείο που βρίσκεται απέναντι ακριβώς από το μεγαλοπρεπές μέγαρο όπου ζουν οι υποψήφιοι θήτες, αλλά και τα ίδια τα θύματά τους. Την αφορμή για τα εγκλήματα που θα ακολουθήσουν θα τη δώσει η ανάγνωση της διαθήκης ενός μεγιστάνα, του πλουσιότερου άντρα της περιοχής, που οι τελευταίες του επιθυμίες αποτελούν ουσιαστικά παγίδα για τους κληρονόμους του. Πεθαίνοντας ο Ινουγκάμι Σαχέε μοιάζει να χαμογελά χαιρέκακα και να βάζει φωτιές στο σπιτικό, που με τόσο κόπο έκτισε.
Ωστόσο τα φονικά θ’ αρχίσουν προτού καν γίνει η ανάγνωση της διαθήκης και πρώτο θύμα θα είναι εκείνος που γνώριζε τα πάντα για το περιεχόμενό της, ο δικηγόρος που τη συνέταξε και εργοδότης του Κοσούκε. Ποιος τον σκότωσε και γιατί; Πώς τον σκότωσε; Αποτελούσε απειλή για κάποιον ή μήπως ήταν απλά μια παράπλευρη απώλεια σ’ ένα σατανικό σχέδιο που είχε αρχίσει ήδη να εξυφαίνεται;
Ο συγγραφέας, αν και περιγράφει κάποια αιματοβαμμένα γεγονότα, δε μοιάζει να προσπαθεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον ή μάλλον να προκαλέσει τη φρίκη του αναγνώστη μ’ αυτά, αλλά φαίνεται να ρίχνει περισσότερο βάρος στο μυστήριο. Αν και η μια δολοφονία ακολουθεί την άλλη, πιο πολύ καταπιάνεται με την ιστορία των πρωταγωνιστών του, εκείνων που κινούν τα νήματα και των άλλων που εν γνώσει ή εν αγνοία τους γίνονται τα υποχείριά τους, παρακολουθεί τις ψυχολογικές τους μεταπτώσεις, προσπαθεί όχι τόσο ερευνώντας τα γεγονότα όσο ερμηνεύοντάς τα, να βρει τη λύση.
Το σπίτι στο οποίο διαδραματίζεται κατά κύριο λόγο αυτή η ιστορία είναι ένας μικρόκοσμος από μόνος του. Μέσα στα δωμάτιά του ζουν ή απλά από αυτά παρελαύνουν μια σειρά από ανθρώπους βουτηγμένους βαθιά στα νερά του μίσους και της μνησικακίας, ανίκανους να δουν πέρα από τη μύτη τους. Καθώς ανταγωνίζονται με φανατισμό ο ένας τον άλλο -για το ποιος θα κατορθώσει να κληρονομήσει τη μυθική περιουσία- δεν αντιλαμβάνονται ότι στο τέλος μάλλον νικητής θ’ αναδειχθεί εκείνος που δεν προσπαθεί καθόλου. Ένας, κατά κάποιον τρόπο, ξένος.
Ο Κοσούκε, ο ντετέκτιβ που θα δώσει τελικά τη λύση, αποτελεί ένα ήρωα-καρικατούρα. Ο δημιουργός του τον έχει φτιάξει γεμάτο ελαττώματα -πού και πού μοιάζει να τα έχει εντελώς χαμένα- και λίγο ιδιόρρυθμο, καθώς κάθε φορά που προκύπτει κάποιο νέο στοιχείο ή κατεβάζει καμιά ιδέα του αρέσει να ξύνει ξανά και ξανά το… κακάσχημό του κεφάλι, σε σημείο που καταντάει βαρετός.
Το βιβλίο αυτό σίγουρα θα ικανοποιήσει τους φίλους της νουάρ λογοτεχνίας- έστω και αν εδώ έχουμε την ιαπωνική εκδοχή της- αφού συμπεριλαμβάνει όλα τα κλασικά στοιχεία: μυστήριο, οικογενειακά μυστικά, έγκλημα, μοιραίες γυναίκες. Και αν και δεν ξεχειλίζει από χιούμορ διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα.

Tuesday, December 28, 2010

Έρση Σωτηροπούλου – Εύα

«Γιατί κάτι πρέπει να πηγαίνει στραβά, να ξεφεύγει από τη νόρμα. Αλλιώς η ζωή είναι ανυπόφορη».
Μια νύχτα που όλα ή σχεδόν όλα πάνε στραβά περιγράφει σ’ αυτή την καλογραμμένη νουβέλα η Έρση Σωτηροπούλου.
Η Εύα, η πρωταγωνίστριά της, είναι μια γυναίκα που βλέπει τον κόσμο γύρω της να γκρεμίζεται από τη μια στιγμή στην άλλη, τις βεβαιότητές της να γίνονται συντρίμμια. Και τότε αρχίζει να περιπλανιέται ψάχνοντας ταξί ή και θέλοντας να χαθεί, σε μια πόλη γνωστή και ξένη, την πόλη της, την Αθήνα, μια παραμονή Χριστουγέννων. Καθώς τριγυρνά σε δρόμους σκοτεινούς και μονοπάτια φοβισμένα, αναλογίζεται τη ζωή της, τα όνειρά της που πήγαν χαμένα, τις γιορτές που μάλλον θρήνο θυμίζουν τώρα σ’ αυτήν. Όλα στη ζωή της, το νιώθει, καταρρέουν κι εκείνη συνεχίζει να περπατά. Να περπατά και να σκέφτεται: το πάρτι απ’ το οποίο μόλις έφυγε και το οποίο επιβεβαίωσε το τέλος κάθε προσδοκίας για μια ευτυχισμένη συζυγική ζωή, τα λόγια του αέρα, τις ευχές και τις ψεύτικες αγάπες που αντάλλαζαν όλοι εκεί, τον πατέρα της που κείτεται άρρωστος στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, το παθιασμένο φιλί που μοιράστηκε μ’ ένα νεαρό συγγραφέα, τις φιλίες της.
Το μακρύ αυτό οδοιπορικό θα την οδηγήσει σε γειτονιές της νύχτας απάτητες, σε γνωριμίες πρωτόγνωρες. Θα συναντήσει πόρνες και προαγωγούς, θα μιλήσει με άγνωστους ανθρώπους για όλα όσα την απασχολούν, θα ζεσταθεί μπροστά από μια φωτιά στο δρόμο, θα μοιραστεί για λίγο ένα δωμάτιο με κάποιους πολύχρωμους χαρακτήρες βγαλμένους από την άγνωστη μυθολογία της πόλης, θα ανακαλύψει πράγματα που είχε βαθιά κρυμμένα μέσα της και θα τα βγάλει στο φως. «Παίζω στο φιλμ μου και το φιλμ μου είναι ηλίθιο», σκέφτεται αρχικά, αλλά αργότερα, σε μια εσωτερική έκρηξη θα απευθυνθεί νοητικά στο σύντροφό της για να του πει: «Ποτέ δεν θα γίνω φρέσκια κι επιτυχημένη σαν κι εσένα. Ποτέ δεν θα χαίρομαι με μαλακίες όπως εσύ».
Η Εύα είναι μια γυναίκα που νιώθει ξένη και μόνη, που όσο και να το προσπαθεί δεν μπορεί να μοιάσει στους άλλους, και η οποία στο τέλος φτάνει να μην έχει καμία απολύτως αυταπάτη: «Πολλοί παίρνουν αποφάσεις για τον καινούριο χρόνο. Αυτή πάντα το κορόιδευε. Θα έκοβε το κάπνισμα. Θα έπαιρνε τον πατέρα της στο σπίτι και θα τον φρόντιζε. Θα μάθαινε ισπανικά, πάντα ήθελε να μάθει. Τι νούμερο που είμαι, σκέφτηκε, αφού δεν πρόκειται να κάνω τίποτα».
Ωστόσο δε θα μείνει άπρακτη, θα πάρει κι αυτή μια απόφαση, μια απόφαση καθοριστική. Αφού δεν μπορεί να γίνει σαν τους άλλους, θα γίνει απλά αυτή.
Η «Εύα» είναι μια ιστορία που θα μπορούσε να μιλάει για τον καθένα. Όλοι λίγο πολύ ζούμε αδιέξοδες ζωές, περιπλανιόμαστε στους ίδιους ή σε παρόμοιους λαβύρινθους. Η γυναίκα της ιστορίας αυτής μοιάζει να έχει βρει, μέσα από αταξίδευτους δρόμους, τον τρόπο να χαράξει τη δική της πορεία. Αν μπορεί να το κάνει αυτή, γιατί όχι κι εμείς;
Γραμμένο με πικρό χιούμορ, αυτό το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, κι ακολουθεί τον αναγνώστη για πολύ μετά που θα το κλείσει: τον προσεκτικό αναγνώστη. Αυτόν που σε ένα ανάγνωσμα αναζητεί κάτι περισσότερο από το να ξεχαστεί.

Thursday, December 23, 2010

Dashiell Hammett – The Maltese Falcon

 
Αγορόα από το Book Depository

«Το γεράκι της Μάλτας» είναι το πιο γνωστό έργο του Ντάσιελ Χάμετ. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό οφείλεται στην επιτυχημένη μεταφορά του στον κινηματογράφο ή αν απλά άρεσε περισσότερο στους αναγνώστες από τα άλλα βιβλία του. Πάντως δεν το θεωρώ και πολύ καλύτερο από τα “Red Harvest” και “The Dain Curse”, που διάβασα προηγουμένως.
Το μυθιστόρημα, στο οποίο πρωταγωνιστεί, ο -τρόπος του λέγειν καλός- ντετέκτιβ Σπέιντ, περιστρέφεται γύρω από την ανακάλυψη ενός πολύτιμου αγάλματος, που αποκαλείται «Το γεράκι της Μάλτας», αυτού δηλαδή που δίνει τον τίτλο του και στο βιβλίο. Όλοι όσοι έχουν μαζευτεί γύρω από τον Σπέιντ μοιάζουν να θέλουν να το αποκτήσουν: μια μοιραία γυναίκα, ένας αριστοκράτης εγκληματίας, και κάποιος αρχικά άγνωστος άντρας που πολύ σύντομα εγκαταλείπει τα εγκόσμια συντροφιά με το συνέταιρο του ντετέκτιβ.
Ο Σπέιντ σε ολόκληρη τη διάρκεια της αφήγησης μοιάζει να επιδίδεται σε ασκήσεις ακροβασίας. Περπατά συνεχώς πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί, πού και πού ταλαντεύεται, αλλά δεν πέφτει. Συμπεριφέρεται σαν ένας άνθρωπος που δεν έχει τίποτα να χάσει, έτσι δε διστάζει να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα, βάζοντάς τα με όλους και με όλα. Η παροιμιώδης ψυχραιμία του, αλλά και το δίκτυο των χαφιέδων που διαθέτει, είναι οι βασικοί του σύμμαχοι. Θα έλεγε κανείς ότι αν δεν ήταν τόσο «αναίσθητος» όσο φαίνεται, ποτέ δε θα τα έβγαζε πέρα.
Οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές σ’ αυτό το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, είναι εξίσου ιδιόρρυθμοι. Η γυναίκα, που του συστήνεται με ένα όνομα, μα ακούει σε ένα άλλο. Το παιδαρέλι δολοφόνος. Το υψηλής κοινωνίας αφεντικό του τελευταίου, που απολαμβάνει πολύ το ουίσκι και τα πούρα του. Ο καλός κι ο ηλίθιος μπάτσος. Η γυναίκα του μακαρίτη του συνέταιρου του Σπέιντ, που μάλλον κρύβει σκοτεινά μυστικά. Όλοι αυτοί στήνουν ένα ευτράπελο πλην τραγικό σκηνικό.
Ο Χάμετ δε χαρίζεται σε κανένα απ’ τους πιο πάνω. Όλοι είναι κακοί, μοιάζει να μας λέει. Απλά ο ήρωάς του είναι ο πιο έξυπνος απ’ αυτούς.
Το μυθιστόρημα δε στηρίζεται τόσο στη δράση όσο στο μυστήριο, τα μικρά μυστικά και τα μεγάλα ψέματα, και τις συνεχείς μετακινήσεις των πρωταγωνιστών: από σπίτι σε σπίτι, από γραφείο σε γραφείο, από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο. Η γλώσσα του είναι κοφτή, σπιντάτη, ενώ οι περιγραφές του σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα κάποιες φορές γίνονται ξεκαρδιστικές, αφού αυτός σημειώνει το κάθε τικ, την κάθε γκριμάτσα τους. Μιλά για κάποιο έγκλημα και σε κάνει να χαμογελάς.
Αν κυκλοφορούσε στις μέρες μας αυτό το βιβλίο ίσως να περνούσε κι απαρατήρητο, αφού το επίπεδο έχει ανέβει πολύ και συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας υπάρχουν πια πολλοί και καλοί. Για τη δική του ωστόσο εποχή υπήρξε πρωτοποριακό, αν και σε ορισμένα σημεία ο τρόπος σκέψης, και όχι δράσης, του Σπέιντ, θυμίζει τον προπάτορα Σέρλοκ Χολμς.
Αυστηρά για τους φίλους του hardboiled αστυνομικού μυθιστορήματος.

Monday, December 20, 2010

Αλέξης Σταμάτης – Σκότωσε ό,τι αγαπάς

Το «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» είναι κάπως διαφορετικό από τα προηγούμενα βιβλία του Αλέξη Σταμάτη. Η θεματολογία του δεν αλλάζει -κι εδώ κάποιος ψάχνει ν’ ανακαλύψει κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό του- αλλάζει όμως η γραφή, γίνεται λίγο περισσότερο πειραματική, σχεδόν παιχνιδιάρικη, ενώ και οι σελίδες μειώνονται.
Ο ήρωας του Σταμάτη, ο Άρης Μανιάτης, ένας κινηματογραφιστής που ήρθε σ’ αυτόν τον κόσμο απλά για «να καταλάβει», είναι μια δυστυχισμένη ψυχή, που επιλέγει να ζει μέσα σε μια απομόνωση που σιγά σιγά τον σκοτώνει, που του κλέβει κάθε χαρά και τον καθιστά ανήμπορο ν’ αναζητήσει την ευτυχία. «Έχω κόρη που δεν βλέπω, έχω ζωή που δεν ζω. Μερικές φορές νομίζω ότι είμαι φάντασμα», μονολογεί ή μάλλον σκέφτεται.
Πώς να ανακτήσει λοιπόν την απολεσθείσα ζωή; Θα αποτελέσει η νέα ταινία, το σενάριο της οποίας έχει μόλις τελειώσει, την αφετηρία για κάτι καινούριο ξεκίνημα. Θα σταθεί αυτή ικανή να τον βγάλει από τα αδιέξοδά του; Θα τον βοηθήσει να κερδίσει τη μονομαχία με το χρόνο; Πρέπει. Πρέπει να γίνει αυτό, αφού ο Άρης ξέρει μοναχά να λέει, «ιστορίες με εικόνες». Και: «Μια ιστορία είναι η μεταφορά μιας ζωής και η ζωή βιώνεται με το χρόνο».
Όσο κι αν ελπίζει όμως δε νιώθει καθόλου σίγουρος ότι θα μπορέσει να ξεφύγει από τους προσωπικούς του δαίμονες, να βγει απ’ τα αδιέξοδά του. Οι μοίρες ωστόσο θα θελήσουν να παίξουν εις βάρος του ή ίσως και υπέρ του ένα παράξενο παιχνίδι. Μετά από ένα καθόλα απρόσμενο αυτοκινητικό δυστύχημα -που θα ξυπνήσει μέσα του κάποιους εφιάλτες του χθες- θα τον οδηγήσουν σ’ ένα αγρόκτημα όπου θ’ αναζητήσει βοήθεια. Εκεί θα γνωρίσει μια πανέμορφη και ολίγον φευγάτη γυναίκα, τη Δάφνη, που κάτι του θυμίζει αλλά δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι, αλλά κι ένα γέροντα, το Γιατρό, που καταφέρνουν αναβιώνοντάς του τις κακές συνήθειες, τις οποίες είχε κόψει, να τον κάνουν να ρίξει μια βαθιά ματιά στο μέσα του για να φέρει στο φως όλα εκείνα που του σημάδεψαν τη ζωή κι εξακολουθούν ακόμη να τον τυραννάνε.
Κάνοντας λοιπόν ένα ακόμη μακροβούτι στο χθες, πιο μεγάλο και πιο αληθινό από εκείνο που τον οδήγησε στη συγγραφή του αυτοβιογραφικού του σεναρίου θ’ αρχίσει σιγά σιγά να τα βρίσκει με τον εαυτό και τα φαντάσματά του, να φτάνει σε κάποια αβίαστα συμπεράσματα για της ζωής τις μεγάλες αλήθειες. «Αν δεν εξαντλήσεις αυτό που είσαι, δεν έχει νόημα», του λέει ο Γιατρός, κι αυτός, σχεδόν άθελά του μοιάζει να συμφωνεί μαζί του. Γι’ αυτό και παίρνει να γράφει ξανά το σενάριο και να το εμπλουτίζει με τις πραγματικές αλήθειες και όχι μ’ εκείνες που τα θέλω του επέβαλαν. Στο κάτω κάτω της γραφής: «Καλλιτέχνης, είναι ο ανταποκριτής του πάθους και της αλήθειας. Όχι ο παθών…» Ενώ: «Απελπισμένος είναι εκείνος που κρύβει τα πραγματικά του συναισθήματα στο υπόγειο της ψυχής του…» «Ένας άνθρωπος που αποζητά να φύγει από παντού (όπως ο Άρης), όσο κι αν το κρύβει, είναι ένας απελπισμένος…»
Η Δάφνη και ο Γιατρός γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη οι καλύτεροι -μα και πολύ σκληροί- φίλοι, καθοδηγητές και εξομολογητές του Άρη. Τον βοηθούν να αδειάσει το μέσα του, να παραδεχτεί τα κρίματά του, τον οδηγούν στην κάθαρση και του δείχνουν το μονοπάτι για τη νέα ζωή.
Το βιβλίο αυτό, γραμμένο ως συνήθως με μικρές κοφτές προτάσεις, θυμίζει σενάριο κινηματογραφικής ταινίας αλλά και κάποιο έργο θεατρικό. Οι διάλογοι, τα βλέμματα και οι σιωπές μοιάζουν να σηκώνουν το ίδιο βάρος στην εξέλιξη της ιστορίας. Όλα τα λεφτά όμως είναι η ανατροπή που μας επιφυλάσσει στο τέλος. Μια ανατροπή, για την οποία ο συγγραφέας αφήνει κάποιες μικρές υπόνοιες, αλλά που όταν έρχεται καταφέρνει να μας εκπλήξει ευχάριστα.
Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα και το οποίο όλο και κάτι έχει να μας πει για την ανθρώπινη κατάσταση.

Thursday, December 16, 2010

Ευγενία Φακίνου – Για να δει τη θάλασσα

Αυτή είναι η ιστορία μιας γυναίκας που έχει χάσει τη μνήμη της, την οποία, ακολουθώντας σχεδόν άθελά της τις οδηγίες του γιατρού, προσπαθεί να ανακτήσει μέσα από τη γεύση. Έτσι τη βλέπουμε από τη μια στιγμή στην άλλη, να εγκαταλείπει, έστω προσωρινά, τον άντρα της τον οποίο δε θυμάται, και το σπίτι της, που φαινομενικά πια δεν της ανήκει, και να πιάνει δουλειά σε μια μικρή ταβέρνα. Η επαφή της με τους ανθρώπους εκεί, η συνομιλία της με ένα φάντασμα, οι σκέψεις της που την πληγώνουν, αλλά και που την κρατούν σε εγρήγορση, μα πάνω απ’ όλα η σχέση της με τη μαγειρική θα τη βγάλουν σιγά σιγά στο φως, θα της θυμίσουν ποια είναι, αλλά και θα την αλλάξουν, θα δέσουν μέσα της το μαγικό γαϊτανάκι των ατόμων και των ιστοριών που την αποτελούν.
Το «Για να δει τη θάλασσα» είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που απλά απολαμβάνει να διαβάζει κανείς τόσο για το θέμα όσο και για τη γραφή τους. Η Φακίνου, με αφορμή μια προσωπική ιστορία, καταβυθίζεται στις ψυχές κάποιων ανθρώπων, για να αναδυθεί ξανά βγάζοντας στο φως τις αλήθειες τους. Αλήθειες γλυκές και πικρές, σκληρές και ανώδυνες, της αληθινής ζωής. Η Ελένη, όπως βαφτίζει την πρωταγωνίστρια ο υπεύθυνος της ταβέρνας, ο Ρούλα, είναι μια γυναίκα σε αναζήτηση της ταυτότητάς της, μια ψυχή μοναχική που σε κάποιο σημείο φτάνει να παρακαλεί «να είχε κι αυτή μια πινακοθήκη με εικόνες γευμάτων, ένα φανταστικό μουσείο γεύσεων», κάποια που τώρα πια δεν έχει τίποτα να χάσει. Γι’ αυτό και αγωνίζεται. Για να φτιάξει το φανταστικό της μουσείο, την προσωπική της πινακοθήκη. Αυτός ο αγώνας, αυτή η αγωνία, θ’ αρχίσουν βήμα το βήμα να μετατρέπονται σε χαρά, ν’ αποδίδουν καρπούς. Καθώς θα αρχίσει να χαρίζει στους άλλους τις νοστιμιές της, θα βαλθούν κι εκείνοι με τη σειρά τους να τη βοηθούν για να ανασύρει απ’ τα βάθη του μυαλού τις αναμνήσεις της. Γιατί όσοι δίνουν παίρνουν. Επειδή «τα μοναδικά πράγματα που μας ακολουθούν στην άλλη ζωή είναι όσα χαρίσαμε στην επίγεια». Γιατί «έτσι πρέπει να πηγαίνει η αγάπη, από χέρι σε χέρι».
Η Φακίνου φτιάχνει με υλικά αγνά μια συναρπαστική τοιχογραφία χαρακτήρων, μια αγιογραφία της καθημερινής ζωής. Μέσα από τις σκέψεις, τα λόγια και τις αναμνήσεις των ηρώων της, του μοναδικού Ρούλα, του αόρατου ευεργέτη των φτωχών Μιχαήλ, του ιδιόρρυθμου ζωγράφου και των μαστόρων της γειτονιάς, των οποίων οι γεύσεις αλλάζουν τη ζωή, αλλά και της ίδιας της Ελένης, μοιάζει να θέλει να μας φανερώσει ποια είναι τα πράγματα που αξίζουν στη ζωή, να αναδείξει όλες εκείνες τις μικρές στιγμές που της δίνουν αξία. Σα μια μπαλάντα και σαν ένας ύμνος διαβάζεται αυτή η καλογραμμένη ιστορία – σαν ένας ύμνος στο θαύμα της κάθε μέρας.
Μια από τις πιο όμορφες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Monday, December 13, 2010

Ρομπέρτο Μπολάνιο – Οι άγριοι ντετέκτιβ

Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία των οποίων τους συγγραφείς ζηλεύω, τόσο για το ταλέντο όσο και για το κουράγιο τους. Μέσα από τις εφτακόσιες πυκνογραμμένες σελίδες αυτού του τόμου ο Μπολάνιο μας ταξιδεύει στο χώρο και στο χρόνο, στην ποίηση και την ιστορία – επινοημένη ή μη. Μοιάζει να κλείνει το μάτι στον προπάτορα Μπόρχες, αλλά και να τον προκαλεί, αφού ότι εκείνος έκανε στη μικρή φόρμα, αυτός το κάνει σε μεγάλη. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο νιώθει κανείς ότι πρόκειται για ένα διήγημα του Μπόρχες σε γιγαντογραφία. Και δεν είναι καν το μεγαλύτερό του σε έκταση. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, το 2666, αριθμεί ούτε λίγο ούτε πολύ εννιακόσιες σελίδες στην αγγλική, τυπωμένη με μικρούς χαρακτήρες, έκδοση. Σ’ αυτό καταπιάνεται με το ίδιο θέμα: τους επινοημένους δημιουργούς και το έργο τους και πιο συγκεκριμένα με ένα εξαφανισμένο από προσώπου γης συγγραφέα, τον Αρτσιμπόλντι.
Στο παρόν όμως. Σ’ αυτό το πολυφωνικό μυθιστόρημα μαθαίνουμε για τα έργα και τις ημέρες κάποιων ενστικτορεαλιστών ποιητών, των Αρτούρο Μπελάνο και Ουλίσες Λίμα, που αρχικά έχουν τη βάση τους στην Πόλη του Μεξικού, όπου κόντρα στο ιερό τέρας της μεξικάνικης δημιουργίας τον Οκτάβιο Πας, προσπαθούν να καθιερώσουν το δικό τους κίνημα. Γύρω από αυτούς βλέπουμε να περιφέρονται κάποιοι κάθε άλλο παρά συνηθισμένοι χαρακτήρες: δύο πλούσιες αδελφές, ποιήτριες κι αυτές και κόρες ενός στα μυαλά φευγάτου πατέρα, ένας φιλόδοξος νεαρός, που αφηγείται μεγάλο μέρος της ιστορίας, και ο οποίος προσδεμένος στο άρμα του ενστικτορεαλισμού προσδοκεί τη φήμη, κάποιες πόρνες, ιδιόρρυθμοι εκδότες, γυναίκες των μπαρ, στυγνοί εγκληματίες. Ο Μπολάνιο κτίζει σιγά σιγά ένα μικρόκοσμο, τον οποίο στη συνέχεια αποφασίζει να επεκτείνει, και να επεκτείνει, και να επεκτείνει. Έτσι, σε κάποιο σημείο βλέπουμε την παρέα να χωρίζεται. Κάποιοι παραμένουν εκεί, στην Πόλη του Μεξικού, ενώ κάποιοι άλλοι αναπόφευκτα οδηγούνται σε μια εθελοντική εξορία, που θα τους οδηγήσει αρχικά στις ερημιές τη Σονόρα σε αναζήτηση μιας μυθικής ποιήτριας, αλλά και για να ξεφύγουν από κάποιους που τους κυνηγούν, και στη συνέχεια σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης, το Ισραήλ, αλλά και την εν μέσω εμφυλίων συγκρούσεων Αφρική. Τα έργα και τις ημέρες τους τα μαθαίνουμε από διάφορους γνωστούς και φίλους, λιγότερο ή περισσότερο αξιόπιστους αφηγητές. Τη μερίδα του λέοντος του παρόντος μύθου φυσικά μοιράζονται οι Μπελάνο και Λίμα, αλλά κανένας ήρωας δεν περισσεύει σ’ αυτή την ιστορία. Φύλακες σε πάρκα, μπάτσοι, χορεύτριες, καλές γριούλες, ένας μεθύστακας χαμένος ποιητής, μια μπόντι μπίλντερ, όλοι έχουν κάποιο ρόλο για να παίξουν.
Μ’ ένα χιούμορ πικρό, που διατρέχει ολόκληρο το κείμενο ο συγγραφέας μας μιλά για τα μεγάλα όνειρα και τις διαψευσμένες προσδοκίες, αλλά βάζει στα χείλη των ηρώων του και κάποιες αλήθειες σκληρές που μιλούν για την αμείλικτη πραγματικότητα: «Τελείωσα το βιβλίο Αφροδίτη, του Πιέρ Λουί, και τώρα διαβάζω τους πεθαμένους Μεξικανούς ποιητές, τους μελλοντικούς συναδέλφους μου». Οι ποιητές είναι οι «διπλωματούχοι της θλίψης». «Μπορείς να κατακτήσεις ένα κορίτσι με ένα ποίημα, αλλά δεν μπορείς να το κρατήσεις με ένα ποίημα. Ούτε καν με ένα ποιητικό κίνημα». Και όσο κι αν αγαπά τους ήρωές του τόσο μοιάζει να τους περιγελά: «Δυο μέρες μετά εμφανίστηκε στον εκδοτικό οίκο ο Αρτούρο Μπελάνο. Φορούσε σακάκι και παντελόνι τζιν. Το σακάκι του είχε στα μπράτσα και στην αριστερή πλευρά κάτι σκισίματα που δεν είχαν επιδιορθωθεί, λες και κάποιος έπαιζε ρίχνοντάς του βέλη ή καρφώνοντάς τον με μια λόγχη. Το παντελόνι, τι να πω, αν το έβγαζε θα στεκόταν όρθιο από μόνο του. Φορούσε κάτι αθλητικά παπούτσια που σε τρομοκρατούσαν μόνο που τα έβλεπες…». Αυτός ο τύπος ακόμη «σωματοποιούσε το μεθύσι των υπολοίπων».
Οι «Άγριοι Ντετέκτιβ» είναι ένα αριστούργημα, ένα βιβλίο που διαβάζεται σα μια περιπέτεια, σα μια τεράστια βιβλιοφιλική ιστορία, αλλά και σα φάρσα. Ο Μπολάνιο ήταν ένας μεγάλος μάστορας του λόγου, ο οποίος δυστυχώς δεν έζησε αρκετά για να δει το τελευταίο του βιβλίο να εκδίδεται. Αν ζούσε λίγα ακόμη χρόνια θα αναδεικνυόταν στα σίγουρα νομπελίστας. Χωρίς κι αυτή την τιμή όμως το έργο του όχι μόνο επιβιώνει αλλά αποκτά όλο και περισσότερους θαυμαστές.
Γνωρίστε τον, δοκιμάστε τις αναγνωστικές σας αντοχές και στο τέλος σίγουρα θα βγείτε κερδισμένοι.
Σε ό,τι αφορά τη μετάφραση του Κώστα Αθανασίου από τα ισπανικά, και έχοντας υπόψη αυτή στα αγγλικά του 2666, θα έλεγα ότι συλλαμβάνει απόλυτα το πνεύμα του συγγραφέα. Ακολουθεί τις ανάσες, τους καταιγιστικούς ρυθμούς και τις σιωπές του πιστά, επιτυχαίνοντας ένα μεταφραστικό άθλο.

Tuesday, November 30, 2010

Κάλλια Παπαδάκη – Ο ήχος του ακάλυπτου

Συνήθως όταν διαβάζω ένα σωρό θετικές κριτικές σχεδόν ταυτόχρονα για ένα βιβλίο, δεν ξέρω γιατί, αλλά τείνω να το αντιμετωπίζω επιφυλακτικά. Ίσως να φταίει η μόνιμη καχυποψία μου απέναντι στους κριτικούς, ίσως κάτι άλλο. Όπως και νάχει, όταν διάβαζα πέρυσι τα συνεχή σχόλια στις εφημερίδες για το «Ο ήχος του ακάλυπτου» τα θεωρούσα τουλάχιστον υπερβολικά. Και χαίρομαι που έπεσα έξω. Αυτή η συλλογή που περιλαμβάνει «έξι κοινόχρηστες ιστορίες», τις οποίες συνδέει σα νήμα μαγικό ο ακάλυπτος του τίτλου αλλά και δύο ιδιόρρυθμες γειτόνισσες, είναι το καλύτερο ελληνικό βιβλίο που έχει πέσει στα χέρια μου τα τελευταία χρόνια, σε ό,τι αφορά την κατηγορία του διηγήματος. Η Παπαδάκη παρά το νεαρό της ηλικίας της γράφει σαν ένας παλιός μάστορας-παραμυθάς, πειραματίζεται με τη γλώσσα, το χρόνο και τη φόρμα και κλείνει το μάτι στις μεγάλες μαστόρισσες του είδους στη δύση, όπως την Λόρι Μουρ και την Άλις Μάνρο, των οποίων τα διηγήματα, απ’ ό,τι τουλάχιστον γνωρίζω, παραμένουν αμετάφραστα στην Ελλάδα.
Οι ιστορίες μιλούν για τα λάθη και τα πάθη των ανθρώπων, φλερτάρουν με την απώλεια, ζωντανεύουν τραγελαφικές καταστάσεις, προσεγγίζουν με χιούμορ και συμπάθεια κάποιους τραγικούς ήρωες και μερικές όχι και τόσο ευχάριστες καταστάσεις.
Η συλλογή ανοίγει μ’ ένα «Ραντεβού στα τυφλά», στη διάρκεια του οποίου κάποιοι απαγάγουν έναν άντρα στο κέντρο της Αθήνας -μιας πόλης που εγκυμονεί υπερβολή- αφού πιστεύουν ότι στάθηκε μάρτυρας σε μια εγκληματική τους ενέργεια. Το μόνο που είναι τυφλός. Και σαν τέτοιος προσπαθεί να μαντέψει τις εθνικότητες των απαγωγέων του από τις μυρωδιές που αναδίδει ο καθένας. Μυρωδιές που κάποτε θα αναγνωρίσει.
Ο εν λόγω τυφλός ζει στην ίδια πολυκατοικία με τις άσπονδες φίλες Τάδε -σύζυγο του Δείνα- και Μαριλένα, τις οποίες συναντάμε στις «Κοινόχρηστες ιστορίες». Οι δυο τους είναι η διαχειρίστρια και η ταμίας του κτηρίου αντίστοιχα και το μόνο που φαίνεται να της ενδιαφέρει είναι να χώνουν τις μύτες τους στις υποθέσεις των άλλων. Μέχρι που μπαίνει στη ζωή τους ο επιστήμονας κύριος Ποντικάκης ταράζοντας τις ισορροπίες.
Απέναντι ακριβώς από τους πιο πάνω ζει ο συγγραφέας Στράτος, τον οποίο μοιάζει μοναχά να ενδιαφέρει «Η μοναξιά του ακάλυπτου». Α, ναι, και το να παραδώσει έγκαιρα στον εκδότη το νέο του βιβλίο. Πώς να το κάνει όμως αυτό από τη στιγμή που η ζωή του είναι άνω-κάτω; Η φίλη του τον έχει εγκαταλείψει με τον καλύτερό του φίλο, κοιμάται άσκημα, πίνει πολύ, έχει και τα νεύρα του. Καθώς προσπαθεί να συγκεντρωθεί και να γράψει μέσα σε μια αυγουστιάτικη Αθήνα που μοιάζει να φλέγεται, κάνει μια αναδρομή στα παιδικά του καλοκαίρια, τότε που: «Η μαμά ήθελε θάλασσα, ο μπαμπάς βουνό, εγώ πάλι την ησυχία μου», αλλά θυμάται κι ένα παλιό του έρωτα, την Κλοντίν, που κι αυτή τον παράτησε για τον καλύτερο φίλο του εκείνης της εποχής -παρά το ότι δεν εμπιστεύεται τις αναμνήσεις αφού «βουτάνε στο συναίσθημα και θολώνουν την εικόνα»- ένα φίλο που αυτή τη στιγμή, και μετά από μια τυχαία συνάντηση στο διαδίκτυο τον επισκέπτεται. Γραμμένο με πυρετικό θα έλεγα τρόπο αυτό το διήγημα είναι το κορυφαίο της συλλογής.
Το «Με λένε Δήμητρα» είναι η ιστορία μιας νέας γυναίκας που ζει μια μονότονη συνηθισμένη ζωή. Δουλεύει σ’ ένα γραφείο και η κάθε της μέρα είναι ένα αντίγραφο της προηγούμενης και της επόμενης. Τη νηνεμία της ύπαρξής της ωστόσο θα έρθει να διαταράξει μια τυχαία συνάντηση με κάποιον άντρα από το παρελθόν, που θα ξυπνήσει μέσα της τραγικές και μη αναμνήσεις. Θα της θυμίσει ποια ήταν, πως άρχισε και τι έκανε, μέχρι να γίνει… Δήμητρα.
«Σε σαράντα μέρες» έρχονται τα πάνω κάτω στη ζωή του Κώστα. Ο αδελφός του πεθαίνει, κι αφήνει την κορούλα του από τον πρώτο του γάμο ορφανή, η μητέρα του του κάνει τη ζωή ποδήλατο, και τα λεφτά που όλο περιμένει για να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο, να αποκτήσει μια μεγάλη επίπεδη οθόνη τηλεοράσεως, δε μοιάζουν να έρχονται. Φαίνεται συνεχώς να παραπαίει ανάμεσα στη σιωπηλή οργή και την κατάθλιψη. Αλλά, πού θα πάει, αναπόφευκτα κάποτε ο τροχός θα γυρίσει και η τύχη θα του χαμογελάσει κι αυτού. Με ποιο τρόπο; Μ’ αυτόν ακριβώς που περιμένει.
Η Ζωή είναι μια γυναίκα βασανισμένη που δε θέλει να ζει «την παρωδία που της δώσανε για όνομα». Αυτό το καλοκαίρι βρίσκεται με το γιο της στη Χίο και δουλεύουν στο πανδοχείο που τους άφησε ο μακαρίτης σύζυγος και πατέρας. Ο Σωτήρης κάνει όλες σχεδόν τις δουλειές και φροντίζει και τη μητέρα του, η οποία ουσιαστικά το μόνο που επιχειρεί είναι να τα διατηρεί «Όλα σε τάξη». Κάποιες ατυχείς ή ίσως και ευτυχείς συγκυρίες όμως θα τους αναγκάσουν να πουλήσουν το πανδοχείο μισοτιμής και να φύγουν άρον-άρον απ’ το νησί, για να επιστρέψουν στον γνωστό ακάλυπτο. Εκεί που θα δοθούν λύσεις και απαντήσεις σε όλα, ή σχεδόν, τα θέματα με τα οποία καταπιάστηκαν οι πιο πάνω ιστορίες.
Αν είστε φίλοι της καλής ελληνικής λογοτεχνίας σίγουρα θα απολαύσετε αυτό το βιβλίο. Αν σας αρέσουν τα διηγήματα θα το αγαπήσετε από καρδιάς. Είναι απλά, εξαιρετικό!

Saturday, November 27, 2010

Σιουσακού Έντο – Σιωπή

Η «Σιωπή» είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που είτε σου αρέσουν είτε όχι – ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία σου. Και είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που σηκώνουν διαφορετικές ερμηνείες. Κάποιος θα το αποκαλούσε ύμνο στην πίστη του ανθρώπου στο θεό και κάποιος άλλος αποκάλυψη της αδυναμίας αυτής της πίστης. Ίσως κάποιον να τον ενοχλούσε η θρησκευτικότητά του και τα ερωτήματα που θέτει, και μπορεί κάποιον άλλον να τον εξόργιζαν οι πράξεις του ήρωά του. Αν έπρεπε να περιγράψουμε τη «Σιωπή» με λίγα λόγια θα λέγαμε ότι είναι μια ιστορία που μιλάει για την πίστη και την πτώση.
Όλα αρχίζουν το 1640 όταν δύο πορτογάλοι ιεραπόστολοι αναχωρούν μυστικά για την Ιαπωνία, σε μια προσπάθεια να συμπαρασταθούν στον υπό δίωξη χριστιανικό πληθυσμό της χώρας. Το μακρινό και επίπονό τους ταξίδι θα τους φέρει από τη Λισαβόνα στο Μακάο, από όπου θα ψάξουν να βρουν κάποιο άλλο καράβι για να φτάσουν στον προορισμό τους, αφού η έλευση πορτογαλικών πλοίων στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου έχει απαγορευθεί. Τελικά θα επιβιβαστούν σ’ ένα κινέζικο πλοίο, παρέα μ’ ένα βρώμικο ιάπωνα χριστιανό, που μέλλεται να παίξει σημαντικό ρόλο στη συνέχεια της ιστορίας, και θα καταπλεύσουν -με το φόβο να τους τρώει τα σωθικά- για την εξωτική χώρα των χριστιανικών τους ονείρων.
Όταν τελικά καταφέρουν να φτάσουν εκεί θα εγκατασταθούν σε μια καλύβα πάνω από ένα χωριό, στο οποίο κατοικούν χριστιανοί. Για όσο καιρό θα παραμείνουν εκεί θα κοιμούνται και θα ξυπνούν κάθε μέρα με το φόβο, αφού αν τύχει και συλληφθούν, αν δεν αποκηρύξουν τη θρησκεία τους, τους περιμένει ο θάνατος.
Στην αρχή όλα πηγαίνουν καλά. Οι χωρικοί τους εξασφαλίζουν τα προς το ζην, και τους επισκέπτονται δύο-δύο κάθε μέρα, για να μην κινούν υποψίες, εξομολογούνται τις αμαρτίες τους, ακούνε την κατήχηση και παίρνουν τις ευλογίες των ιερωμένων. Ωστόσο μετά την επίσκεψη τους σ’ ένα μικρό γειτονικό νησί, η τύχη τους θ’ αλλάξει συνταρακτικά. Κάποιος θα τους προδώσει, βάζοντας σε μεγάλους μπελάδες τόσο τους ίδιους, όσο και τους χριστιανούς που μέχρι τότε εξασκούσαν την πίστη τους στα κρυφά. Σαμουράι θα καταφθάσουν απροειδοποίητα στην περιοχή αναζητώντας τους, και από τη στιγμή που αυτοί παραμένουν άφαντοι θα αποφασίσουν να τιμωρήσουν τους χωρικούς για την απείθειά τους. Θα συλλάβουν λοιπόν κάποιους και θα τους υποβάλουν σ’ ένα μαρτυρικό θάνατο, ενώ κάποιους άλλους, που θα αποκηρύξουν την πίστη τους, θα τους αφήσουν να ζήσουν.
Οι δύο ιερωμένοι, μη έχοντας άλλη επιλογή, θα αναχωρήσουν εσπευσμένα, ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους. Ο ένας από αυτούς, και βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Σεμπαστιάου Ροντρίγκες, καθώς θα περιπλανιέται στις ερημιές της άγνωστης ιαπωνικής φύσης, θ’ απασχολεί το μυαλό του με «βλάσφημα» ερωτήματα του τύπου: γιατί δεν επενέβη ο θεός για να σώσει τους πιστούς του; Και θα σκέφτεται κι εκείνον τον καημένο τον Ιούδα, με φανερή συμπάθεια, αφού θεωρεί ότι υπήρξε θύμα της μοίρας του και τίποτα περισσότερο.
Οι περιπλανήσεις του θα τον οδηγήσουν μακριά, αλλά όχι στην ασφάλεια, αφού κάποτε θα συλληφθεί. Και τότε θα βρεθεί αντιμέτωπος με τους χειρότερους φόβους του: θα αντέξει τα βασανιστήρια και θα μαρτυρήσει στο όνομα του Χριστού ή θ’ αποκηρύξει την πίστη του και θα ζήσει; Η απάντηση δίνεται από τον πρόλογο ουσιαστικά του βιβλίου, τον οποίο υπογράφει ο Μάρτιν Σκορσέζε, έτσι δεν έχουμε κι εμείς κάποιο λόγο να την κρύψουμε. Την παραθέτουμε με τα δικά του λόγια: «…Όποτε προσευχόμουν, το πρόσωπό σου εμφανιζόταν μπροστά μου. Όταν βρισκόμουν ολομόναχος, έβλεπα το πρόσωπό σου να με ευλογεί. Όταν με συνέλαβαν, το πρόσωπό σου, που μου παρουσιάστηκε όπως τότε που σήκωνες το σταυρό σου, μου έδωσε ζωή. Αυτό το πρόσωπο είναι βαθιά χαραγμένο στην ψυχή μου – το ωραιότερο, το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο ζούσε μέσα στην καρδιά μου. Και τώρα πρόκειται να το ποδοπατήσω μ’ αυτό το πόδι».
Ο αγώνας, η αγωνία και η πτώση. Η ιστορία ενός ανθρώπου που πίστευε ότι μπορούσε να αντέξει τα πάντα, αλλά που πρόδωσε την πίστη του. Ο Ιούδας το έκανε επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, αυτός από δική του επιλογή. Ποιος είναι ο μεγαλύτερος προδότης;
Ένα βιβλίο κάπως δύσκολο, καλογραμμένο, αλλά όχι υποβλητικό. Όπως διαβάζω κάποιοι το χαρακτηρίζουν σαν το αριστούργημα του Έντο. Είναι; Δεν ξέρω. Το «Ένας υπέροχος τρελός», που ήδη παρουσίασα εδώ μου άρεσε περισσότερο. Όσο για τη μετάφραση, από τη στιγμή που έγινε από τα αγγλικά, δεν μπορούμε να την κρίνουμε. Επισημαίνουμε ωστόσο κάποιες παρατυπίες: Κάπου η Παναγία αναφέρεται σαν Μαρία, ακολουθώντας το αγγλικό κείμενο, ενώ και οι χριστιανικές ημερομηνίες δεν ξέρω κατά πόσο υπήρχαν στο πρωτότυπο, αφού τότε στην Ιαπωνία αυτές καθορίζονταν από τις διάφορες «αυτοκρατορικές» εποχές.

Tuesday, November 23, 2010

Κωστής Γκιμοσούλης – το φάντασμά της

Πάνε χρόνια απ’ την τελευταία φορά που διάβασα Γκιμοσούλη, από τότε που κυκλοφόρησε το εξαιρετικό «Βρέχει φως» για και με τη Μαρία Πολυδούρη, και μπορώ να πω, με μια δόση ικανοποίησης, ότι δεν άλλαξε. Τι εννοώ; Ότι ο Γκιμοσούλης είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς των οποίων μου αρέσει να διαβάζω βιβλία κάθε τόσο ξανά και που μου προσφέρουν πάντα την ίδια χαρά: για τη λυρική τους πού και πού γραφή, για τα θέματά τους, για την ελευθερία που αποπνέουν. Κάποιες φορές δεν υπάρχει λόγος να αλλάζει η επιτυχημένη συνταγή κι αυτό το βιβλίο το αποδεικνύει.
«το φάντασμά της» είναι μια ιστορία έρωτα και μια ιστορία φυγής μ’ ένα μικρό άγγιγμα από το μεταφυσικό στοιχείο. Είναι η ιστορία κάποιου που αφήνει την πόλη και πιάνει τα βουνά με τη μοτοσικλέτα του, για να ξεφύγει από τα προσωπικά του φαντάσματα, κάποιου που πιστεύει ότι «η πραγματικότητα είναι μια παραζάλη» και πως «τίποτα δεν πρέπει εκτός από όσα επιτάσσει η ανάγκη». Ενός ελεύθερου πνεύματος, το οποίο ωστόσο μοιάζει να τα έχει χαμένα. Θα του δώσει η φυγή τις απαντήσεις που αναζητά ή θα του προσφέρει νέα ερωτήματα στο πιάτο;
Σ’ αυτή την ιστορία οι νεκροί με τους ζωντανούς μοιάζουν να συνυπάρχουν αρμονικά. Τα φαντάσματα περιφέρονται από δω κι από κει, συνομιλούν με τους ανθρώπους και τους επιβάλλουν χωρίς πίεση τα θέλω τους, αφού οι τελευταίοι νιώθουν ότι από τη στιγμή που δεν έχουν τίποτα να χάσουν, μπορούν να δοκιμάσουν τα πάντα. Εξάλλου κι αυτή η ελευθερία που όλοι τους μοιάζουν να αποζητούν τι είναι; «Είναι ένα άπιαστο πουλί που φτερουγίζει μέσα σου. Όλο απλώνεις το χέρι να το πιάσεις κι εκείνο ανοίγει τα φτερά και πετάει παραπέρα».
Ένας άντρας και μια γυναίκα λοιπόν συναντώνται, μιλάνε, αδειάζουν το μέσα τους, κάνουν έρωτα, ταξιδεύουν, φιλοσοφούν και μοιράζονται τους φόβους τους, αν και «το μόνο που οφείλει να μας τρομάζει είναι ο ψεύτικος εαυτός μας». Ακροβατούν ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, το χθες που τους στοιχειώνει και το αύριο που ξεπροβάλλει αβέβαιο στον ορίζοντα. Πού θα τους οδηγήσει αυτή η σχέση; Θα τους πάει κάπου ή θα τους αφήσει μοναχούς να παραδέρνουν στις ερημιές της ύπαρξης; Οι απαντήσεις θα δοθούν στο τέλος, αλλά μέχρι τότε ο αναγνώστης θα έχει απολαύσει το ταξίδι, θα έχει συμμεριστεί την αμίλητη άποψη του αφηγητή ότι, όλοι χρειαζόμαστε κάποιον στον οποίο να μιλάμε, αλλά και να τον ακούμε, θα μοιραστεί μαζί του την αποκάλυψη μιας όμορφης, νωχελικής, γεμάτης έρωτα και σιωπής, αλλά και ξέχειλης από ουσία μικρής ζωής.
Ένα βιβλίο σαν ερωτική μπαλάντα.

Saturday, November 20, 2010

Κενζαμπούρο Όε – Η σιωπηλή κραυγή

Πιο κατάλληλος τίτλος γι’ αυτό το βιβλίο δε θα μπορούσε να βρεθεί. Το μόνο που εδώ δεν ακούγεται μία σιωπηλή κραυγή, αλλά πολλές. Η κραυγή του Μίτσου και του Τακάσι, που επιστρέφουν για πρώτη φορά μετά από χρόνια πολλά στο χωριό που γεννήθηκαν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Η κραυγή της Νατσούμι, γυναίκας του πρώτου, που από τότε που γέννησε ένα παραμορφωμένο μωρό, έχει χάσει κάθε ερωτική ορμή, και απλά δε ζει: επιβιώνει πίνοντας μέρα και νύχτα ουίσκι. Οι κραυγές των Χόσι και Μομόκο, ακόλουθων ουσιαστικά του Τακάσι, που τους συνοδεύουν, ψάχνοντας ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή. Και τέλος, οι κραυγές των κατοίκων του χωριού που αργοπεθαίνει – θύμα του Αυτοκράτορα των σουπερμάρκετ και ενός Δάσους που μοιάζει να κρύβει πολλά μυστικά στις σκιές του.
Το βιβλίο αυτό θυμίζει κωμωδία και τραγωδία την ίδια ώρα. Μας περιγράφει τον ανθρώπινο πόνο και τον περιγελά, μας μιλά για τα ανθρώπινα πάθη και τα χλευάζει. Είναι σα να μας λέει ότι οι ήρωές του έτσι όπως ακριβώς έστρωσαν θα κοιμηθούν. Και όλοι είναι με τον τρόπο τους ήρωες τραγικοί. Ο μονόφθαλμος Μίτσου, του οποίου ο καλύτερος φίλος αυτοκτονεί μ’ ένα παράδοξο και, όπως και να το κάνει κανείς, αστείο τρόπο, και που δε μοιάζει ικανός για τίποτα το ουσιαστικό. Ο Τακάσι, που κρύβει ένα φοβερό μυστικό, το οποίο τον σπρώχνει να αναζητεί ξανά και ξανά την τιμωρία, και που επιστρέφοντας από την Αμερική δε μοιάζει να έχει βρει ακόμη την εξιλέωση, με αποτέλεσμα να ζει τη ζωή στα άκρα. Η Νατσούμι που είναι μια γυναίκα πόνος, μέσα της νεκρή, και που φαίνεται να εξακολουθεί να αναπνέει μόνο από συνήθεια. Οι Χόσι και η Μομόκο, που η τυφλή πίστη τους σε μια επανάσταση θα τους χαράξει ανεξίτηλα τα σώματα και τις ψυχές.
Γύρω απ’ αυτούς περιστρέφονται αρκετοί άλλοι ιδιόρρυθμοι χαρακτήρες, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφήνουν το στίγμα τους στην ιστορία: φαντάσματα από το παρελθόν, ο τρελός του χωριού, ένας λαϊκιστής ιερωμένος, ο αυτοκράτορας των σουπερμάρκετ, η πιο χοντρή γυναίκα της Ιαπωνίας και άλλοι πολλοί.
Ο Όε, φτιάχνοντας ένα σουρεαλιστικό σκηνικό μοιάζει να θέλει να μας μιλήσει για την κωμικό-τραγωδία της πραγματικής ζωής. Τα μυστικά, τα ψέματα, τα μεγάλα λόγια και οι ακόμη μεγαλύτερες διαψεύσεις, οι δυνάμεις και οι αδυναμίες μας – όλα αυτά μας ορίζουν.
«Ο θάνατος κόβει απότομα το στημόνι της κατανόησης. Υπάρχουν πράγματα που ποτέ δεν τα μαθαίνουν αυτοί που επιβιώνουν». Αυτά ακριβώς είναι τα πράγματα που στοιχειώνουν τις ζωές των ηρώων μας. Ο θάνατος τους δίνει χαστούκια ξανά και ξανά, κι αυτοί απλά προσπαθούν να καταλάβουν το γιατί, αφού το «τωρινό (τους) εγώ είχε χάσει την πραγματική του ταυτότητα».
Την ταυτότητά τους λοιπόν προσπαθούν να βρουν όλοι, μ’ εξαίρεση τον Τακάσι: αυτός θέλει να τη χάσει. Κι αυτός ίσως να είναι ο πιο τραγικός απ’ όλους, αφού στη ζωή του τα έκανε όλα λάθος. Αλλά αντί ν’ αλλάξει ζωή, επιμένει να τρέχει συστηματικά προς το τέρμα της. Όλα τον οδηγούν εκεί. Όλες οι σκέψεις και οι πράξεις του. Του θολώνει το μυαλό το σκληρό περίβλημα με το οποίο έχει ντύσει τις ενοχές του. Η ψυχή του δεν είναι μέσα στο σκοτάδι, το έχει ξεπεράσει. Γι’ αυτό και η πτώση του όταν έρθει θα μοιάζει πια σα σωτηρία.
Ένα σκληρό βιβλίο, ωμά ρεαλιστικό, που απλά μιλά για την ανθρώπινη κατάσταση. Διαβάζεται γρήγορα, μα όχι και τόσο ευχάριστα, και στο τέλος αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα του αναγνώστη.

Tuesday, November 16, 2010

Αλέξης Σταμάτης – Οδός Θησέως

«Ο Στέφανος δεν ήταν από εκείνα τα παιδιά που διασκεδάζουν παίζοντας με τα παιχνίδια τους. Ήταν από εκείνα που τα χαλάνε για να δουν τι γίνεται μέσα…»
Αυτός είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος του Αλέξη Σταμάτη «Οδός Θησέως», που πρωτοκυκλοφόρησε το 2003.
Πού και πού μου αρέσει να παρακολουθώ την πορεία κάποιων συγγραφέων ταξιδεύοντας από το παρόν προς το παρελθόν. Κάποιες φορές απογοητεύομαι από τα παλαιότερά τους γραπτά και κάποιες όχι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ισχύει το δεύτερο.
Όλα αρχίζουν με μια εξαφάνιση – αγαπημένο θέμα του συγγραφέα. Η Ελένη, η φίλη του Στέφανου, εξαφανίζεται από προσώπου γης εντελώς στα ξαφνικά, χωρίς να αφήσει πίσω της σημείο ζωής. Κι αυτό ανατρέπει τη συγυρισμένη, ορθολογικά δομημένη καθημερινότητα του ήρωα. Αυτός έχει συνηθίσει να ζει σε ένα κόσμο όπου οι μόνες συγκινήσεις που μπορεί να νιώσει είναι αυτές που του προσφέρει η τεχνολογία. Μέχρι που συναντά την Ελένη, κι αυτός ακόμη ο έρωτας του διαφεύγει – είναι μια αφηρημένη ιδέα την οποία δεν μπορεί να επεξεργαστεί. Η Ελένη μοιάζει να ήρθε για να του αλλάξει λίγο τις συνήθειες, να τον κάνει πιο ανθρώπινο, να προσθέσει κάποια νέα στοιχεία στην προσωπικότητά του. Η εξαφάνισή της, τον κάνει να αντιληφθεί πόσο πραγματικά την έχει ανάγκη. Και πόσο του λείπει. Πρέπει να κάνει κάτι για να τη βρει, δεν μπορεί να την αφήσει να του ξεφύγει. Επιδίδεται λοιπόν σε μια μικρή έρευνα, που αρχικά αποδεικνύεται μάταια. Κανείς δεν ξέρει που πήγε και γιατί. Ούτε ακόμη και ο πατέρας του στην εταιρεία του οποίου εργαζόταν.
Ο Στέφανος, που υπολόγιζε να ξοδέψει την άδειά του χαλαρά και άνετα, τώρα συλλαμβάνει τον εαυτό του ανίκανο να ηρεμήσει έστω και για μία στιγμή. Νιώθει ότι η ζωή του δε θα είναι ποτέ η ίδια χωρίς εκείνη. Η ανακάλυψή της ή έστω η λύση του μυστηρίου της εξαφάνισης του γίνεται έμμονη ιδέα. Τι να κάνει όμως; Τη λύση του τη δίνει μία άγνωστη γυναίκα, που επικοινωνεί μαζί του ηλεκτρονικά. Του λέει ότι θέλει να τον βοηθήσει, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες της. Εκείνος, με μισή καρδιά και μη έχοντας άλλη επιλογή, δέχεται. Και τότε αρχίζει το ταξίδι. Ένα ταξίδι δύο σχεδόν εβδομάδων που θα τον ταξιδέψει στο Λονδίνο του χθες και την Αθήνα του σήμερα, αλλά και σε κάποιες ερημιές όπου ζει ένας ιδιόρρυθμος μοναχός. Ένα ταξίδι που θα του ανοίξει τα μάτια σε αλήθειες τρομακτικές και που θα τον φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο. Ένα ταξίδι λυτρωτικό και οδυνηρό την ίδια ώρα.
Ο συγγραφέας με αφορμή την απαγωγή μας μιλά για τις ψυχές των ανθρώπων και τα σκοτάδια που αυτές κρύβουν μέσα τους και μοιάζει να μας λέει ότι κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν, αλλά τουλάχιστον μπορεί να προσπαθήσει να χαρεί όσο περισσότερο γίνεται το παρόν. Η ζωή περνάει και χάνεται και μαζί της φεύγουν και οι χαρές μας. Τι αξία έχουν τα υλικά αγαθά, η καριέρα, η φήμη, αν δεν μπορούμε να απολαύσουμε τη στιγμή, να νιώσουμε το ιερό ρίγος της αγάπης;
Ένα ακόμη καλογραμμένο μυθιστόρημα που διαβάζεται εύκολα και γρήγορα σαν θρίλερ, αλλά και σαν ένα οδοιπορικό προς την αυτογνωσία.

Saturday, November 13, 2010

Yoko Ogawa – Ξενοδοχείο Ίρις

«Όσο πιο άσχημη είναι η σάρκα που υπηρετώ τόσο το καλύτερο. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορώ να νιώθω εντελώς αξιοθρήνητη. Όταν βιαιοπραγούν επάνω μου, όταν καταλήγω να γίνω ένα κομμάτι ωμό κρέας, τότε επιτέλους από τα βάθη μου αναβλύζει η ηδονή καθαρή».
Τα πιο πάνω τα λέει η πρωταγωνίστρια σ’ αυτή την ιστορία, η έφηβη Μάρι. Και είναι μια πρωταγωνίστρια ασυνήθιστη, μια και δε μοιάζει σε τίποτα με τις άλλες γυναίκες που «γνώρισα» στα υπόλοιπα βιβλία της Ογκάουα. Στο μόνο που τις θυμίζει είναι το ότι είναι κι αυτή λυπημένη, ή ίσως και παρατημένη. Εδώ συναντάμε μια νέα γυναίκα, απογοητευμένη από τη ζωή της, που κυλά ακύμαντη, σε μια τρομακτική επανάληψη. Μια νέα που θέλει να νιώσει γυναίκα και ν’ ανακαλύψει τον κόσμο εκεί έξω. Μια νέα που είναι αιχμάλωτη στον κόσμο της μάνας της – τον κόσμο του ξενοδοχείου Ίρις.
Η συγγραφέας μας περιγράφει τη σταδιακή μεταμόρφωση ενός αθώου κοριτσιού σ’ ένα ατίθασο και άγριο νέο πλάσμα, ένα πλάσμα που επιθυμεί την ελευθερία από τα κοινωνικά δεσμά, αλλά και τη σκλαβιά ενός άντρα αφέντη, που θα την κάνει το ερωτικό του παιχνιδάκι – που θα την αναγκάσει, με τον τρόπο του, να μάθει να αναζητά την ευχαρίστηση στο σαδομαζοχιστικό σεξ, την ικανοποίηση στον πόνο.
Η Μάρι θα βρει στο πρόσωπο του ηλικιωμένου εραστή της και βασανιστή, τη λύτρωση από τη ρουτίνα, και μέσα από τη σχέση της μ’ αυτόν θα πάρει και την εκδίκησή της από τη μητέρα της, αυτήν που πέρα από τη φροντίδα των μαλλιών της δεν μοιάζει να την νοιάζεται καθόλου. Μέσα από τον σωματικό πόνο θα γνωρίσει την ηδονή, μέσα από τη μικρή της επανάσταση θα αποκτήσει τη δική της φωνή: «Η χαριτωμένη σου Μάρι ξεθώριασε κι έγινε το πιο άσχημο πλάσμα της γης, ψιθύρισα στα βάθη της ψυχής μου».
Στο Ξενοδοχείο Ίρις η Ογκάουα μοιάζει να θέλει να μας μιλήσει για τα σκοτάδια της ψυχής, φαίνεται να θέλει να μας πει ότι ο καθένας μας είναι, είτε το καταλαβαίνει είτε όχι, έτοιμος για όλα. Για όλα τα χειρότερα. Κάποιοι τα τολμούν και βρίσκουν έστω και στην οδύνη τη χαρά, κάποιοι άλλοι συνεχίζουν επ’ αόριστον ν’ ανακυκλώνουν τα αδιέξοδά τους. Η Μάρι είναι ένας ακραίος χαρακτήρας, αλλά ούτε και για μία στιγμή δε γίνεται αντιπαθητική στον αναγνώστη. Ο γηραλέος εραστής της αντίθετα, ο μεταφραστής, είναι κάποιος για τον οποίο πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να νιώσει συμπάθεια. Είναι ωστόσο και οι δύο καλά σκιαγραφημένοι χαρακτήρες, που μοιάζουν αμετάκλητα μεταξύ τους ενωμένοι από τη ζωή. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλο, ο ένας σκοτώνει τον άλλο. Ο πόνος είναι το σημείο επαφής τους, και είναι τόσο αμείλικτα στέρεο, που η Μάρι φτάνει μέχρι και το σημείο να κάνει κάποια πράγματα, επιζητώντας απλά και μόνο την τιμωρία. Όσο πιο σκληρή, τόσο το καλύτερο.
Το βιβλίο αυτό διαβάζεται σαν την ωμή περιγραφή μιας πραγματικότητας που κρύβεται στις σκιές, που είναι πολύ τρομακτική για να δει το φως της μέρας.
Η πλοκή και η αφήγηση εδώ θυμίζει Μουρακάμι, όχι τον Χαρούκι, αλλά τον Ρίου, αφού και αυτός ο τελευταίος, καταπιάνεται στα γραπτά του με τις σεξουαλικές ορμές και τα σκοτάδια που κρύβονται βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων.
Η μετάφραση από τα ιαπωνικά του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, απλά εξαιρετική.

Tuesday, November 9, 2010

Πέτρος Μάρκαρης – Ο Τσε αυτοκτόνησε

Διαβάζοντας για πρώτη φορά Πέτρο Μάρκαρη αντιλήφθηκα ότι δεν είναι τυχαία η επιτυχία που σημειώνουν τα βιβλία του στο εξωτερικό. Πρόκειται για ένα συγγραφέα που ακολουθεί τα σύγχρονα μονοπάτια της αστυνομικής λογοτεχνίας, μιλώντας για τους ανθρώπους και τις πόλεις. Οι ξένοι συνάδελφοί του, τους οποίους κάπως μου θυμίζει, είναι οι Ίαν Ράνκιν και Μάικλ Κόνελι, αφού όπως αυτός περιγράφει την Αθήνα και τους κάτοικούς της, έτσι κι εκείνοι καταπιάνονται λεπτομερώς με το Εδιμβούργο και το Λος Άντζελες και τις δικές τους ανθρωπογεωγραφίες αντίστοιχα.
Πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία είναι ο αγαπημένος ντετέκτιβ-δημιούργημα του συγγραφέα, Κώστας Χαρίτος, ο οποίος αναρρώνει μετά από μία αιματηρή υπόθεση που λίγο έλειψε να του κοστίσει τη ζωή. Μένοντας αναγκαστικά για αρκετό καιρό στο σπίτι και υποχρεωμένος να υπομείνει τις φροντίδες και τη μουρμούρα της γυναίκας του Αδριανής νιώθει να πνίγεται, κι ανυπομονεί όσο οτιδήποτε άλλο να επιστρέψει πίσω στη δουλειά και τη ρουτίνα του. Δεν ξέρει όμως ότι στη διάρκεια της απουσίας του από την αστυνομική διεύθυνση, πολλά έχουν αλλάξει. Κάποιος εποφθαλμιά τη θέση του, οι μετοχές του στο τμήμα έχουν πιάσει πάτο, και, όταν κάποτε αποφασίσει να περάσει από εκεί, φτάνει να νιώθει σαν ξένο σώμα. Ωστόσο εκεί που νομίζει ότι έχει πια πιάσει πάτο, κάποια γεγονότα έρχονται για ν’ ανατρέψουν και πάλι τις ισορροπίες: μια δημόσια αυτοκτονία και η εν ψυχρώ εκτέλεση δύο μεταναστών εργατών. Η αστυνομία προσπαθεί, μετά από άνωθεν εντολές, να κλείσει όπως-όπως αυτές τις υποθέσεις, κάτι που δεν είναι και τόσο εύκολο όμως, καθώς ο διάβολος, όπως λένε, έχει πολλά ποδάρια. Στο τέλος, και μη έχοντας άλλη επιλογή, θα στραφούν όλοι στον Χαρίτο, ζητώντας από αυτόν να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Κι αυτός θα δεχθεί, αφού ευρισκόμενος άτυπα υπό την προστασία και έχοντας τη συμπαράσταση του προϊσταμένους, διερευνά ήδη τις μυστηριώδεις αυτές υποθέσεις. Υποθέσεις που έχουν να κάνουν με τη χούντα και τον αντιδικτατορικό αγώνα, με οικονομικά σκάνδαλα και διαφθορά, με ανθρώπους που ξεκίνησαν σαν επαναστάτες και κατέληξαν στυλοβάτες του συστήματος που έλεγαν ότι ήθελαν να γκρεμίσουν. Όπως λέει κι ένας από τους φίλους του Χαρίτου: «Η επανάσταση κατάντησε μπλουζάκι».
Ακολουθώντας το μίτο που θα τον οδηγήσει έξω από το λαβύρινθο των μυστικών και των ψεμάτων που αποτελούν τον πυρήνα αυτής της ιστορίας ο συγγραφέας δε χάνει την ευκαιρία να ρίξει και τις μπηχτές του, άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με μια δόση πίκρας, για την κατάσταση, που επικρατεί στη σύγχρονη ελληνική τηλεορασιόπληκτη κοινωνία: «Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, τραγουδούσε σαράντα ατέλειωτα χρόνια η Σωτηρία Μπέλλου και στο τέλος νίκησαν τα παράθυρα». Μας παρουσιάζει επίσης την προ-ολυμπιακή Αθήνα σα μια πόλη στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού και καταπιάνεται με τα θέματα των μεταναστών, των βρώμικων πολιτικών, του ρατσισμού και της πάντοτε επίκαιρης φοροδιαφυγής. Κάποιοι απ’ τους πρωταγωνιστές μας θυμίζουν αναπόφευκτα μερικά πρόσωπα που δε λείπουν ποτέ από τα παράθυρα της τηλεπικαιρότητας, τους γνωστούς φωνακλάδες. Ωστόσο δεν είναι αυτοί που κλέβουν την παράσταση, αλλά οι γυναίκες. Οι γυναίκες-επιχειρηματίες κι οι γυναίκες-αστυνομικοί, μα πάνω απ’ όλες η γυναίκα-ένα σε όλα, η Αδριανή. Αυτή, με τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα της, με τις εμμονές και τα τερτίπιά της, αναβλύζει στο μέσα μας βλέμμα πολύχρωμη, φωνακλού, γεμάτη ζωή – μια σύγχρονη θυμόσοφη, την οποία δύσκολα δε θα μπορούσε να συμπαθήσει κανείς.
Το «Ο Τσε αυτοκτόνησε» είναι ένα εξαιρετικό αστυνομικό-κοινωνικό μυθιστόρημα, που αξίζει να διαβαστεί απ’ τον καθένα.

Saturday, November 6, 2010

Akira Yoshimura – One Man’s Justice

 
Αγορά από το Book Depository

Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που πιάνουν εξ απροόπτου τον αναγνώστη. Όχι τόσο για το θέμα τους, ούτε και για τη γραφή τους, αλλά για τον τρόπο που λένε την ιστορία τους. Το One Man’s Justice είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά και ένα ψυχογράφημα την ίδια ώρα. Μας μιλά για τα γεγονότα που συντάραξαν την Ιαπωνία στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, αλλά μας περιγράφει κιόλας τον ψυχικό κόσμο ενός νέου άντρα, φλογερού πατριώτη, που στο τέλος της διαμάχης νιώθει το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Κι αυτό επειδή από τη μια στιγμή στην άλλη βλέπει τα πιστεύω και τη ζωή του να γκρεμίζονται, και τον εαυτό του να βρίσκεται ξαφνικά κυνηγημένος, ένας δραπέτης από τη νέα πραγματικότητα της πατρίδας του – αυτής που μόλις έχει συνθηκολογήσει με τον εχθρό. Τη μια ημέρα λοιπόν είναι στρατιώτης και την επόμενη φυγάς. Ο φόβος και τα γιατί του θα τον οδηγήσουν από τον ένα τόπο στον άλλο, από τη μια συνειδητοποίηση στην επόμενη. Και στο τέλος θα ανατρέψουν τα πάντα μέσα του. Το λάθος θα πάρει τη θέση του σωστού και αντίστροφα. Τα παλιά του πιστεύω θα αντικαταστήσουν κάποια νέα. Θα δει τον παλιό του κόσμου να γκρεμίζεται και μέσα από τα συντρίμμια να αναδύεται κάποιος θαυμαστός καινούριος.
Όπως υποδεικνύει και ο τίτλος του βιβλίου εδώ έχουμε μια προσωπική ιστορία, ενταγμένη μέσα σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο. Ο συγγραφέας μέσω των περιπετειών του ήρωά του και των μεταλλαγών των σκέψεων και των συναισθημάτων του, θέλει να μας μιλήσει για τη χώρα του και όλα τα σύγχρονα δεινά της, να μας πει ότι δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια. Χωρίς να χαρίζεται ούτε στιγμή στους συμπατριώτες του, δε χάνει την ευκαιρία να τα χώσει και στους αμερικανούς κατακτητές, τους δήθεν πολιτισμένους που φέρθηκαν με βαρβαρότητα στη χώρα του.
Ο σκληρός πόλεμος κι η ακόμη πιο οδυνηρή ειρήνη, οι νίκες και οι ήττες, οι μεγάλες προσδοκίες και οι τεράστιες απογοητεύσεις, αυτές είναι που χαράζουν τις ζωές των ανθρώπων – κάποιων λιγότερο, κάποιων περισσότερο. Αυτές τις προκλήσεις της κάθε μέρας κάποιοι έχουν τη δύναμη να τις αντιμετωπίσουν και κάποιοι όχι. Ο ήρωας της ιστορίας μας είναι δυνατός κι αδύναμος την ίδια ώρα, καθώς προσπαθεί απεγνωσμένα να προσαρμοστεί σ’ ένα κόσμο που αλλάζει, και τον οποίο πια δυσκολεύεται ν’ αναγνωρίσει. Ένας ήρωας τραγικός; Ναι! Αλλά και ένας ήρωας που κουβαλά ένα τεράστιο φορτίο στους ώμους του: είναι ύποπτος για εγκλήματα πολέμου. Εγκλήματα που στην αρχή δε βαραίνουν τη συνείδησή του, τα οποία όμως στη συνέχεια του καταντούν βραχνάς. Εγκλήματα που του επέβαλαν ο πόλεμος, οι αρχές και οι πεποιθήσεις του. Εγκλήματα που ωστόσο ωχριούν, μπροστά σ’ εκείνα στα οποία υπέπεσαν οι αμερικανοί σε βάρος των συμπατριωτών του.
Αυτό το μυθιστόρημα δεν είναι εύκολο ανάγνωσμα, αλλά ξεχειλίζει από ουσία. Μας μιλά με συνταρακτική απλότητα για τον πόλεμο και τα δεινά που επιφέρει, αλλά και για το φανατισμό, που πολλές φορές θολώνει τα βλέμματα των ανθρώπων. Ο βασικός του πρωταγωνιστής, ένας λεπτομερώς σκιαγραφημένος χαρακτήρας, θα μπορούσε να είναι ο καθένας -κάποιος γνωστός, ένας φίλος μας, όποιος πολέμησε για μια πατρίδα, κι απογοητεύτηκε- και η εικόνα του παραμένει χαραγμένη στη σκέψη του αναγνώστη πολύ μετά αφού κλείσει το βιβλίο. Ο Γιοσιμούρα δε μοιάζει να αρέσκεται στις εύκολες λύσεις, κι αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που κάνει αυτή του τη δουλειά να ξεχωρίζει. Αξιανάγνωστο.

Tuesday, November 2, 2010

Τομ Ρόμπινς – Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν

Αυτό είναι ένα από εκείνα τα μαγικά, θα λέγαμε, βιβλία τα οποία διαβάζει κανείς με μόνιμα ζωγραφισμένο το χαμόγελο στα χείλη. Ο Ρόμπινς μας δίνει ένα μυθιστόρημα-αχταρμά που βγάζει πολλή νόημα – αν βγάζετε κι εσείς νόημα απ’ αυτά που γράφω τόσο το καλύτερο.
Το «Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν» είναι η ιστορία της Σίσσυ, ή μάλλον των αντιχείρων της. Η κακόμοιρη η κοπέλα γεννήθηκε με μια μικρή δυσμορφία: δύο αντίχειρες τόσο μεγάλους, που της κάνουν αρχικά τη ζωή δύσκολη, αλλά οι οποίοι στην πορεία αναδεικνύονται σαν ένα… τεράστιο πλεονέκτημα. Πότε συμβαίνει αυτό; Μα όταν μαθαίνει να τους χρησιμοποιεί για να κάνει ωτοστόπ. Οι αντίχειρές της θα γίνουν το διαβατήριο για μια νέα ζωή, στη διάρκεια της οποίας θα γυρίσει όλες τις αμερικανικές πολιτείες και τη μισή υφήλιο, θα μοιραστεί μια ρομαντική στιγμή με τον Τζακ Κέρουακ, που μάλλον σε ό,τι αφορά την περιπλάνηση νιώθει ένα δέος απέναντί της, και θα εργαστεί περιστασιακά σα μοντέλο – αυτό φυσικά όχι σηκώνοντας τους αντίχειρές της στον αέρα, αλλά κρύβοντάς τους διακριτικά.
Τα ταξίδια της κρατάνε αρκετά χρόνια, αλλά φυσικά δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει για πάντα στους δρόμους, οπότε όταν της συστήνει ο… προστάτης της, η… Δούκισσα, έναν νεαρό ινδιάνο καλλιτέχνη, αυτή κάνει μία προσπάθεια να… αφυπηρετήσει. Ωστόσο, όπως κάποτε στο μέλλον θα αντιληφθεί, όσο κι αν αγαπά (όχι και πολύ) τον ινδιάνο της, αυτή η ζωή, η καθιστική, δεν της πάει. Οι αντίχειρές της επαναστατούν κι αρχίζουν να κάνουν ωτοστόπ στις σκιές στους τοίχους, στον άνεμο, στις κουρτίνες και νιώθει να πνίγεται. Ο/Η Δούκισσα αποφασίζει τότε να της αναθέσει μία ακόμη δουλειά σαν μοντέλο. Την ξαποστέλνει στο ράντσο της στη Ντακότα, εκεί που οι καουμπόισσες μελαγχολούν, για να συμμετάσχει σε μια διαφήμιση με φόντο κάποια αποδημητικά πουλιά, τους γερανούς. Εκεί η Σίσσυ ανακαλύπτει ένα καινούριο, θαυμαστό και απόλυτα γυναικείο κόσμο και οι αντίχειρές της γίνονται ευτυχισμένοι. Οι γυναίκες που ζουν γύρω της, η μια πιο ιδιόρρυθμη από την άλλη, την εντυπωσιάζουν. Ειδικά η Τζέλυ-μπην που φορούσε «μια φούστα τόσο κοντή που αν τα μπούτια της ήταν ρολόι η φούστα θα ήταν στο δώδεκα παρά πέντε».
Όμως δεν είναι μόνο οι γυναίκες που την ελκύουν εκεί, είναι και ο Τσινγκ: ένας κινέζος γέρο-σοφός από την Ιαπωνία, που είναι κάτι σα σαμάνος ινδιάνος. Τι; Χαθήκατε; Κι όμως, όλα έχουν την εξήγησή τους. Το μόνο που βαριόμαστε να τη γράψουμε.
Όπως και νάχει, το «Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν» είναι το πιο ανάλαφρα σοβαρό βιβλίο που διάβασα τα τελευταία χρόνια. Μιλά για τον πόλεμο και την ειρήνη, για τις διαφορετικές μορφές του έρωτα, για την ακατανίκητη αίσθηση της ελευθερίας, για τον καταναλωτισμό και το περιβάλλον, για τα αγύριστα κεφάλια, για εκείνους που προσπαθούν ν’ ανακαλύψουν ποιοι είναι και γι’ αυτούς που αγωνίζονται να το ξεχάσουν.
Ο Ρόμπινς μοιάζει να μας λέει ότι μπορούμε να γελάσουμε με το καθετί, η σκέψη δεν προϋποθέτει τη θλίψη, η σοφία μπορεί να είναι ανάλαφρη. Όπως ο Τσινγκ, ο βαφτισμένος από τους άλλους γκουρού, θύμα των δικών τους πεποιθήσεων, φαίνεται να μας κλείνει συνωμοτικά και το μάτι και να μας ψιθυρίζει: μην τα πολυσκέφτεστε τα πράγματα, μην τα αναλύετε, ζήστε το τώρα. Και μην αναζητάτε τους σωτήρες, εσείς είστε οι σωτήρες του εαυτού σας.
Η μετάφραση του 1985, σπιρτόζικη, μοιάζει να συλλαμβάνει και να μας μεταφέρει εξαιρετικά το πνεύμα του βιβλίου, ωστόσο δεν αποφεύγει τις αστοχίες. Σημειώνουμε χαρακτηριστικά: το όνομα μιας κοπέλας αναφέρεται σαν Χήθερ αντί Χέδερ, κάπου μιλά για τη Μπούρμα αντί για τη Βιρμανία, ενώ τα κουτάκια της μπίρας γίνονται… κονσέρβες.

Saturday, October 30, 2010

Γιασούσι Ινόουε – Έρωτας και εκδίκηση

Ένας ιάπωνας γράφει για την -όχι και πολύ- αρχαία Κίνα, και τα καταφέρνει μια χαρά, σ’ αυτό το κυρίως πολεμικό, αλλά σχεδόν ποιητικό μυθιστόρημα.
Τα γεγονότα που παρακολουθούμε διαδραματίζονται στον ενδέκατο μ.Χ. αιώνα στην Κίνα. Εκείνη ακριβώς την εποχή διάφορες βαρβαρικές φυλές που ζούσαν δυτικά του Κίτρινου Ποταμού πολεμούσαν μεταξύ τους, προσπαθώντας να γίνουν κυρίαρχοι των δρόμων του εμπορίου, αλλά και να επεκτείνουν όσο περισσότερο μπορούσαν τα σύνορά τους. Πότε νικούσαν οι μεν, πότε οι δε, αλλά κανείς δεν παρέμενε για πολύ κυρίαρχος, αφού οι πολεμικές διαμάχες διαδέχονταν η μια την άλλη και τα πτώματα των νεκρών γέμιζαν τις αχανείς κοιλάδες και τα υψίπεδα της τεράστιας χώρας.
Από ένα γύρισμα της τύχης και κάτω από αυτές τις τραγικές συνθήκες ανακαλύπτει το σκοπό του στη ζωή αρχικά και τον έρωτα μετά, ο Χσινγκ-τε, ο βασικός πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία. Όλα αρχίζουν όταν ο εν λόγω χάνει την ευκαιρία να προσληφθεί στην κινεζική δημόσια υπηρεσία, μέσω των Αυτοκρατορικών Εξετάσεων, επειδή… αποκοιμήθηκε. Παραδομένος στη μοίρα του, είναι σίγουρος ότι το μέλλον του προδιαγράφεται μουντό και αβέβαιο. Η τύχη ωστόσο του χαμογελά, καθώς στέλνει στο δρόμο του μια γυναίκα από τη φυλή Χσι-Χσία, την οποία σώζει από σίγουρο θάνατο. Εκείνη για να του το ανταποδώσει του χαρίζει τη μοναδική της περιουσία: ένα μαντίλι. Παρατηρώντας το ο Χσινγκ-τε αντιλαμβάνεται με έκπληξη ότι πάνω σ’ αυτό, είναι γραμμένες κάποιες λέξεις σε μια γλώσσα που δεν μπορεί να καταλάβει, και αμέσως γεννιέται μέσα του η περιέργεια. Είναι δυνατόν οι Χσι-Χσία να έχουν αποκτήσει τη δική τους γραπτή γλώσσα; Κι αν ναι, πώς και δε γνωρίζει κάνεις γι’ αυτήν; Οι απορίες του τον οδηγούν αρχικά σε ένα γέρο διδάσκαλο, όχι και πολύ μακριά, και στη συνέχεια σ’ ένα μακρύ και φαινομενικά ατελείωτο ταξίδι, που θα τον φέρει στη χώρα αυτής της φυλής. Εκεί δε θα βρει μόνο τις απαντήσεις που ζητά, αλλά θ’ αρχίσει να ζει και μια επικίνδυνη, συναρπαστική ζωή, πολύ πιο περιπετειώδη απ’ ό,τι θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Στη διάρκεια των χρόνων που θα ακολουθήσουν θα συναντήσει ένα πιστό φίλο στο πρόσωπο ενός ατρόμητου στρατιωτικού, στο πλευρό του οποίου θα πολεμήσει πολλές φορές, θα ερωτευτεί με όλη του την καρδιά μια πριγκίπισσα, που θα στοιχειώνει για πάντα τα όνειρά του, θα συντάξει το πρώτο κινεζό-Χσι-Χσία λεξικό, θα διασχίσει με καραβάνια τεράστιες αποστάσεις παρέα με τους Ουιγούρους (Ουιγκούρ στο βιβλίο, που μάλλον μεταφράστηκε από τα αγγλικά, κι έτσι δεν απέφυγε τις αστοχίες) και θα σώσει κάποιους βουδιστικούς θησαυρούς από την ολοκληρωτική καταστροφή.
Ο Ινόουε έχοντας όλο αυτό το υλικό στα χέρια του θα μπορούσε να γράψει μια μεγάλη σάγκα. Αντί αυτού, σαν ιάπωνας πιστός στο πρότυπο της νουβέλας, μας χαρίζει ένα κείμενο μικρότερο από διακόσιες σελίδες, που ωστόσο λέει ολόκληρη την ιστορία. Με απλότητα, χωρίς ωραιοποιήσεις και πλατειασμούς, μας μιλά για τον έρωτα και τον πόλεμο, μας διδάσκει ιστορία και στο τέλος τέλος τονίζει ότι στη διάρκεια μιας διαμάχης εκείνο που είναι πιο σημαντικό να σώσει κανείς είναι τον πολιτισμό του, τη γραπτή του παράδοση, και όχι τα χρήματα και τα χρυσαφικά.
Ένα αξιόλογο ανάγνωσμα, που όσο κι αν δε μας λέει τίποτα για τους ιάπωνες, μας πληροφορεί, με εξαιρετικό τρόπο, για μια περίοδο της κινεζικής ιστορίας.

Tuesday, October 26, 2010

Μάριο Βάργκας Λιόσα – Η γιορτή του τράγου

Τώρα που πήρε το νόμπελ αποφάσισα κι εγώ επιτέλους ν’ ασχοληθώ με τον Λιόσα (ή μάλλον Γιόσα). Όχι πώς έπρεπε να πάρει το βραβείο για να το κάνω, αλλά να, απλά δεν έτυχε να ασχοληθώ ποτέ πριν μαζί του. Το πρώτο βιβλίο του που διάλεξα να διαβάσω ήταν το ανά χείρας επειδή σύμφωνα με τους ξένους κριτικούς είναι το καλύτερό του.
«Η γιορτή του τράγου» δεν είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που διαβάζονται εύκολα. Στο πρώτο μισό του μάλιστα το βρήκα κάπως βαρετό. Ωστόσο, όσο συνέχιζα την ανάγνωση τόσο με συνέπαιρνε. Η ιστορία στην αρχή κινείται με νωχελικούς ρυθμούς, αλλά όσο περνά η ώρα και γυρίζουν οι σελίδες αναπτύσσει όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Την αρχική πλήξη, διαδέχεται η περιέργεια, την περιέργεια η αγωνία. Η αγωνία για την τύχη των ηρώων του, αλλά και για την αποκάλυψη ενός φοβερού μυστικού, που μοιάζει να το διατρέχει υπόγεια από την πρώτη, μέχρι και την τελευταία σχεδόν σελίδα.
Όλα αρχίζουν με την ξαφνική επιστροφή μιας γυναίκας, της Ουρανίας Καβράλ, στην πατρίδα της, τον Άγιο Δομήνικο, μετά από τριανταπέντε χρόνια εθελοντικής εξορίας. Τι την έκανε να γυρίσει εκεί; Τι την έδιωξε από εκεί; Ποιο είναι το φοβερό εκείνο γεγονός που της σημάδεψε τη ζωή, που την έκανε μια ζωντανή-νεκρή, μια επιτυχημένη γυναίκα, που αδυνατεί ωστόσο ν’ αγαπήσει;
Η ιστορία της μοιάζει να είναι η σύγχρονη ιστορία της χώρας της – της χώρας του Τρουχίλιο, του τράγου του τίτλου. Και είναι μια ιστορία που ξεχειλίζει από πόνο, αίμα, μικρές και μεγάλες προδοσίες. Μας μιλά για έναν άνθρωπο που κατόρθωσε να μεταμορφώσει όλους του υπηκόους του σε άβουλα πιόνια, για τον περίγυρό του, τους αυλοκόλακες που τον θαύμαζαν και τον έτρεμαν, και για κείνους που δεν άντεχαν πια την ιδιόρρυθμη τυραννία του και ήταν αποφασισμένοι να τον βγάλουν με κάθε τρόπο απ’ τη μέση.
Η περιβόητη CIA, ο Φιντέλ Κάστρο, οι ηγέτες-μαριονέτες της λατινικής Αμερικής και η τέταρτη εξουσία, που τείνει να συσκοτίζει τα γεγονότα αντί να τους ρίχνει φως, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την ιστορία, που διαβάζεται σαν πολιτικό μυθιστόρημα, τραγωδία και κωμωδία την ίδια ώρα. Ο συγγραφέας, χωρίς να προσπαθεί να γίνει διδακτικός, μιλά με άμεσο τρόπο για τα κάθε μορφής δικτατορικά καθεστώτα, που εκμεταλλευόμενα την αμάθεια και το φόβο των λαών τους, επιδίδονται σε ακατανόμαστες ενέργειες, που φτάνουν σε ακρότητες. Τα περιγράφει και τα χλευάζει την ίδια ώρα. Τα γκρεμίζει και τα αναστηλώνει. Στο τέλος της ημέρας μοιάζει να θέλει να μας πει ότι όλα εξαρτώνται από λίγους ανθρώπους, κάποια φωτισμένα μυαλά, που στις πιο κρίσιμες στιγμές αναλαμβάνουν τα ηνία και με τρόπο συνετό φέρνουν την κάθαρση.
Όσο σημαντικό ρόλο όμως κι αν παίζει η ιστορία, άλλο τόσο σημαντική είναι και η μικροϊστορία – αυτή των μονάδων. Η τραγική ιστορία της Ουρανίας και του -αρχικά συμπαθητικού, αλλά μετά όχι και τόσο- πατέρα της. Η ιστορία ενός στρατιώτη και της γυναίκας του. Η ιστορία του μηχανικού, του εργάτη και του αγρότη. Η ιστορία του χωριού. Η κρυφή ιστορία, που δεν κάνει ποτέ την εμφάνισή της στους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων.
Στον πόλεμο όντως δεν υπάρχουν νικητές κι ηττημένοι. Όλοι κάτι χάνουν – κάποιοι ίσως κάτι περισσότερο απ’ τους άλλους. Σ’ αυτή την ιστορία η πιο τραγική φιγούρα είναι αυτή που φαντάζει η πιο τυχερή, η πλέον βασανισμένη, αυτή που έσκαψε με τα ίδια της τα χέρια τον λάκκο της.
«Η γιορτή του τράγου» είναι όντως ένα μεγάλο μυθιστόρημα -σε όγκο, αλλά και σε σημασία- το μωσαϊκό μιας μακρινής κοινωνίας, και μιας χαμένης, άγνωστης εν πολλοίς σε μας, εποχής. Αξίζει να διαβαστεί, με υπομονή και επιμονή, αφού εκτός από το τεράστιο θέμα με το οποίο καταπιάνεται, είναι γραμμένο και με πειραματική γραφή, η οποία ίσως να δυσκολέψει κάπως τον αμύητο αναγνώστη, μα που στο τέλος σίγουρα θα τον ανταμείψει.
Πρώτο δείγμα θετικό!

Saturday, October 23, 2010

Τζουνίτσιρο Τανιζάκι – Σβάστικα

Μην αφήσετε να σας παρασύρει ο τίτλος – το βιβλίο αυτό δεν έχει καμία σχέση με τον Χίτλερ και τους ναζί. Αντίθετα είναι μια πρωτότυπη και πολύ τολμηρή για την εποχή της (δεκαετία του 1920 στην Ιαπωνία) ιστορία για την ερωτική σχέση που αναπτύχτηκε ανάμεσα σε δύο γυναίκες και τον αντίκτυπό της στην κοινωνία.
Ο Τανιζάκι μέσα από την ιστορία αυτών των γυναικών, μιας πολύ νέας και εκτυφλωτικά όμορφης φοιτήτριας και μιας παντρεμένης γυναίκας, μιλά με άμεσο τρόπο για τα ερωτικά πάθη και για το που μπορούσαν να οδηγήσουν κάποιον αυτά, αν αφεθούν να ξεφύγουν από τον έλεγχο. Και εδώ ξεφεύγουν, καθώς η Μιτσούκο, η νεαρή καλλονή, καταφέρνει να ξυπνά τον πόθο σε όποιον τη συναντά, άντρα ή γυναίκα, και να απολαμβάνει κάθε στιγμή προσωπικού θριάμβου, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Γεννημένη κατακτήτρια και σε πλήρη επίγνωση της γοητείας της, το θεωρεί δεδομένο ότι οι άλλοι πρέπει να τη λατρεύουν ή ακόμη και να την υπηρετούν. Στο πρόσωπο αυτού του κακομαθημένου παιδιού, η Σονόκο, η δυστυχής παντρεμένη γυναίκα, θα βρει εκείνη τη φλόγα της ζωής, που απουσιάζει από τη σχέση της με τον άντρα της, και θα της αφεθεί απόλυτα, με όλο και πιο τραγικές συνέπειες. Τυφλωμένη καθώς είναι από τον έρωτα φτάνει να σκέφτεται: «…το ν’ αγαπάω έναν άνδρα κρυφά απ’ το σύζυγό μου θα ήταν κακό, όμως τι σημασία έχει αν μια γυναίκα ερωτευθεί μιαν άλλη γυναίκα; Ένας σύζυγος δεν έχει το δικαίωμα να σχολιάζει την οικειότητα που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δυο γυναίκες». Ο έρωτας μας κάνει εγωιστές. Και η Σονόκο θα γίνει η απόλυτη εγωίστρια στην προσπάθεια να δικαιολογήσει τις πράξεις της.
Ο συγγραφέας σ’ αυτή τη νουβέλα αναδεικνύεται σ’ ένα εξαιρετικό ανατόμο των ψυχών. Με γραφή άμεση και ρέουσα μας μιλά για τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων, τα αναλύει χωρίς πολλά πολλά και βγάζει κάποια συμπεράσματα, τα οποία όμως δεν καταγράφει, αλλά απλά αφήνει να εννοηθούν μέσα από τις συνομιλίες, στις πράξεις και τις παραδοχές των τελευταίων. Μοιάζει να θέλει να μας πει ότι ο έρωτας είναι όντως ανεξήγητος, και ότι όταν είμαστε ερωτευμένοι δεν σκεφτόμαστε, απλά πράττουμε. Κι αυτό ακριβώς κάνουν εδώ οι δύο γυναίκες, πράττουν. Η μια ζει τον έρωτά της, επικεντρωμένη απόλυτα στο αντικείμενό του, και η άλλη βρίσκει σ’ αυτόν εκείνο ακριβώς το πράγμα που της λείπει: την ολοκλήρωση. Γύρω τους κινούνται κάποιες άλλες φιγούρες, που παίζουν ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο αλλά πάντοτε καταλυτικό ρόλο στην υπόθεση: ο επίδοξος και καταχθόνιος υποψήφιος σύζυγος της Μιτσούκο, ο δυστυχής μα γεμάτος κατανόηση άντρας της Σονόκο, και μια υπηρέτρια που θα καταφέρει στους πιο πάνω το πιο επιτήδειο και πλέον επιδέξιο χτύπημα, αυτό που θα επιφέρει την τελική λύση, που δε θα μπορούσε παρά να είναι τραγική.
Αυτό το βιβλίο, αν δε μιλούσε για ένα εν εξελίξει δράμα, θα μπορούσε να γίνει κωμωδία: μια κωμωδία καταστάσεων, που θα θύμιζε σε πολλά τη σύγχρονη εποχή μας. Αλλά ο συγγραφέας έζησε σε μια άλλη εποχή, και σε κάποια άλλα μέρη, έτσι αντί μιας ανάλαφρης ιστορίας μας χάρισε ένα αξιανάγνωστο μυθιστόρημα, που χωρίς να γίνεται ούτε στιγμή βαρετό, μας μιλά με άμεσο τρόπο για τους ανθρώπους και τα πλήθια πάθη τους. Διαβάζεται άνετα μέσα σε τρεις ώρες, αλλά δεν ξεχνιέται εύκολα. Η μετάφραση της Χριστίνας Φακινού είναι πολύ καλή και βάζει κι αυτή το λιθαράκι της στο οικοδόμημα της αναγνωστικής απόλαυσης.

Tuesday, October 19, 2010

Σέσαρ Άιρα – Βαράμο

Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Σέσαρ Άιρα που διαβάζω. Τον ανακάλυψα πριν μερικούς μήνες μέσα από την εκπομπή «Κεραίες της εποχής μας» και μου φάνηκε «ωραίος τύπος». Και όντως είναι. Όπως αντιλαμβανόμαστε από τα κείμενά του, αλλά και από το επίμετρο, είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς που απλά παίζουν, αστειεύονται: με τον εαυτό τους, με τους αναγνώστες, με τους κριτικούς, με όλους. Λες και θέλει να προκαλέσει, απλά με το να είναι ο εαυτός του. Αλλά, αυτό δεν το πιστεύω. Όλα με πρόγραμμα τα κάνει. Στις δύο νουβέλες που φιλοξενεί αυτός ο τόμος κυριαρχεί μια οργανωμένη… αναρχία, που θυμίζει σε ύφος τον δάσκαλο Μπόρχες. Οι ιστορίες του είναι τραβηγμένες μέχρι τα άκρα, αν και δεν είναι απόλυτα ιστορίες. Κάπου-κάπου και εντελώς στα ξαφνικά μετατρέπονται σε δοκίμια, κάνουν ιστορικές αναφορές, και συχνά πυκνά παραπαίουν ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία. Το πιο σημαντικό για μένα ωστόσο είναι ότι είναι στο σωστό μέγεθος, αυτό της νουβέλας. Πιστεύω ότι οι περισσότερες ιστορίες μπορούν να ειπωθούν σε λιγότερες από 30 χιλιάδες λέξεις και ο Άιρα το αποδεικνύει αυτό.
Η πρώτη νουβέλα, το «Βαράμο» είναι η ιστορία του… Βαράμο. Διαδραματίζεται στην πόλη Κολόν του Παναμά και περιγράφει μια μέρα στη ζωή του ομώνυμου ήρωα, στη διάρκεια της οποίας θα συμβούν πολλά και κωμικοτραγικά. Καταρχήν θα πληρωθεί από το κράτος, μια και τυγχάνει δημόσιος υπάλληλος, με πλαστά χαρτονομίσματα, κάτι το οποίο αντιλαμβάνεται αμέσως, αλλά για κάποιο λόγο δεν αποκαλύπτει σε κανένα. Μετά θα συναντήσει τον οδηγό ενός υπουργού, που τυγχάνει και τζογαδόρος, ο οποίος θα του δώσει κάποια λεφτά που κέρδισε η μητέρα του και που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην ιστορία. Η μητέρα που λέγαμε έχει κάποια ψυχολογικά προβλήματα και θα δώσει τη δική της παράσταση στο δρόμο, προτού την περιμαζέψει ο Βαράμο, λίγο προτού φύγει για το καφενείο. Καθοδόν προς τα εκεί θα γίνει μάρτυρας σ’ ένα ατύχημα, θ’ ανακαλύψει μερικά φοβερά μυστικά, θα ψιλοερωτευτεί και άλλα… ευτράπελα. Σα να διαβάζουμε τη λατινοαμερικάνικη εκδοχή του «Οδυσσέα» του Τζόις σε μικρογραφία ή ίσως και μια παρωδία της: «…Το μυστικό της προηγούμενης πρόθεσής του μόλυνε αναγκαστικά κι αυτή, και επομένως έπρεπε να κρύψει ότι αυτοσχεδίαζε, πράγμα που, δεδομένης της έλλειψης χρόνου, ισοδυναμούσε με το να αυτοσχεδιάσει ότι το έκρυβε. Πόσο δύσκολο!»
Στο «Ένα επεισόδιο από τη ζωή του ταξιδευτή ζωγράφου» μαθαίνουμε για… πολλά επεισόδια. Εδώ ουσιαστικά παρακολουθούμε τα έργα και τις ημέρες ενός πολύ ταλαντούχου καλλιτέχνη, που ακούει στο επίθετο Ρουγκέντας. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ζωγράφους της γενιάς του, κάποιος που του αρέσει να μαθαίνει συνέχεια, να δουλεύει ακατάπαυστα και να πειραματίζεται, και χάρη σε μια γενναία χορηγία από κάποιον πλούσιο συλλέκτη, τον ακολουθούμε στο ταξίδι που πραγματοποιεί, συντροφιά μ’ ένα μαθητή-ακόλουθό του στη Λατινική Αμερική. Σκοπός του είναι να ζωγραφίσει τα άγρια αργεντίνικα τοπία, αλλά και σκηνές από τη ζωή των ντόπιων, κάτι που θα τον βάλει σε πολλούς κινδύνους. Η ιερή του τρέλα ωστόσο θα συνεχίσει να τον καθοδηγεί και αυτή ακριβώς είναι που θα τον βοηθήσει να ζωγραφίσει κάποια αριστουργήματα, ακόμη και όταν μείνει… τυφλός. Ο Άιρα κάνει και εδώ, αυτό που λέγαμε προηγουμένως: παίζει. Μας σερβίρει στο πιάτο ένα σωρό εξωφρενικά γεγονότα και μοιάζει να θέλει να μας πει, ποιητική αδεία φυσικά, ότι απλά έτσι έχουν τα πράγματα. Ωστόσο, σε αντίθεση με το Βαράμο, η γραφή του εδώ γίνεται πού και πού ποιητική: «Τα σύννεφα κατέβαιναν μέχρι σχεδόν να κουρνιάσουν στο έδαφος, αλλά το παραμικρό αεράκι έφτανε για να τα πάρει… και να φέρει άλλα, από διαδρόμους ακατάληπτους, που έμοιαζαν να συνδέουν τον ουρανό με το κέντρο της Γης. Σε αυτές τις μαγικές εναλλαγές, οι καλλιτέχνες ξανάβρισκαν οράματα ονειρεμένα, κάθε φορά και πιο ευρύχωρα».
Αν είστε φίλοι της… κουφής δουλειάς του Μπόρχες, αλλά και του είδους της νουβέλας, θα απολαύσετε πολύ αυτό το βιβλίο. Αν όχι, εσείς θα χάσετε.

Saturday, October 16, 2010

Fumio Niwa – The Buddha Tree


Αγορά από το Book Depository

Αν έπρεπε να περιγράψουμε αυτό το βιβλίο με δύο λέξεις θα λέγαμε απλά ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια γιαπωνέζικη σάγκα. Τόσο για το μέγεθος του βιβλίου, όσο και την ιστορία του.
Τα γεγονότα με τα οποία καταπιάνεται δεν ξέρουμε ακριβώς πότε διαδραματίζονται, αλλά όπως αφήνεται να εννοηθεί, αυτά συμβαίνουν στη διάρκεια του πολέμου της Κορέας ή λίγο μετά. Βασικοί πρωταγωνιστές είναι ένας βουδιστής ιερέας του δόγματος της Αγνής Γης, ο Σιόσιου και η οικογένειά του – μια οικογένεια που κάθε άλλο παρά συνηθισμένη είναι, και η οποία ζει κάτω από κάθε άλλο παρά συνηθισμένες συνθήκες. Κι αυτό επειδή ο ιερωμένος κηρύσσει τους λόγους του Βούδα και του Αγίου Σινράν, αλλά δεν τους ακολουθεί, καθώς διατηρεί ερωτική σχέση με την πεθερά του. Μια σχέση που άρχισε είκοσι χρόνια πριν και την οποία, όσο κι αν προσπαθεί δεν μπορεί να διακόψει. Η τελευταία, μια αδίστακτη γυναίκα που διαθέτει τη δική της ιδιαίτερη ηθική και η οποία ακούει στο όνομα Μινέγιο, είναι ένα πλάσμα απόλυτα εγωιστικό. Το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να συνεχίσει να απολαμβάνει τον έρωτα του γαμπρού της και να εξακολουθήσει να δείχνει όσο πιο πολύ μπορεί νέα, δίχως να δίνει μία για τον κοινωνικό περίγυρο, αλλά και για τα συναισθήματα της ίδιας της κόρης. Το ξέρει ότι η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη, ότι τα αδιέξοδα είναι δεδομένα, ωστόσο δεν κάνει για να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων. Με μουλαρίσιο μάλιστα πείσμα φτάνει στο σημείο να διώξει απ’ το ναό την κόρη της -που έτσι κι αλλιώς εδώ και καιρό είχε αρχίσει να απομακρύνεται- ώστε να κρατήσει τον γαμπρό-λαχείο μονάχα για πάρτη της. Ο Σιόσιου, ένας άνθρωπος άβουλος, που από την πρώτη κιόλας στιγμή επέτρεψε σ’ αυτή τη γυναίκα να ορίζει την κάθε του κίνηση και να τον εξουσιάζει, νιώθει άβολα με τον εαυτό του και άσχημα γι’ αυτά που άφησε να συμβούν, αλλά είναι πολύ δειλός για να προσπαθήσει να αλλάξει κάτι. Αντί αυτού προσπαθεί να βρει καταφύγιο μέσα στη ρουτίνα, μέσα στην καθημερινότητα ενός ναού, τον οποίο αγαπά, αλλά και του οποίου δε νιώθει να αποτελεί μέλος. Ωστόσο, δεν είναι απόλυτα μόνος. Στην αρχή βρίσκει ίχνη χαράς στην παρουσία του γιου του, που δεν ακολούθησε τη μάνα του στη φυγή της, και στη συνέχεια στον αμίλητο έρωτά του για μια νεαρή χήρα. Αυτή η γυναίκα, η Τομόκο, θ’ ανάψει μέσα του για πρώτη φορά τη φλόγα ενός πόθου, που καθόλου δε μοιάζει με τη λαγνεία, η οποία τον κρατάει δέσμιο στην αγκαλιά της Μινέγιο, και η οποία θα τον αναγκάσει επιτέλους να τα πει ένα χεράκι με τον εαυτό του και να πάρει τις αποφάσεις του. Αποφάσεις όμως που θα αποδειχτούν οδυνηρές για όλους -μα πιο πολύ για τον ίδιο- αλλά και, την ίδια ώρα, γενναιόψυχες.
Οι καταδικασμένοι έρωτες, τα πάθη και οι πόθοι και της ζωής τα μεγάλα λάθη δίνουν τον παλμό σ’ αυτή την ιστορία. Μια ιστορία που στάζει θλίψη και σοφία, που μιλά για την πίστη και για την υποκρισία που πολλές φορές τη συνοδεύει. Με την παράθεση παραπομπών από τις βουδιστικές γραφές, με τους αφορισμούς και τις περιγραφές από τη ζωή του Αγίου Σινράν και τα αποσπάσματα από τις σούτρες, με τις αναφορές στων ανθρώπων τα καμώματα και τους έρωτες που κάποτε φτάνουν να μοιάζουν με μίσος, ο συγγραφέας φαίνεται να θέλει να μας πει ότι υλική και πνευματική ζωή, στο τέλος της ημέρας, είναι ένα και το αυτό.
«Το Δέντρο του Βούδα» δεν είναι ένα εύκολο ανάγνωσμα και δε διαθέτει -το σχεδόν αναγκαίο για τους δυτικούς- ευτυχισμένο τέλος, αλλά αποζημιώνει τον υπομονετικό αναγνώστη με ψήγματα σοφίας και σκέψεις ζωής, που ίσως να απασχολούν και τον ίδιο, και προσφέροντας δύσκολα ερωτήματα, χωρίς να χαρίζει εύκολες λύσεις.