Το «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» είναι κάπως διαφορετικό από τα προηγούμενα βιβλία του Αλέξη Σταμάτη. Η θεματολογία του δεν αλλάζει -κι εδώ κάποιος ψάχνει ν’ ανακαλύψει κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό του- αλλάζει όμως η γραφή, γίνεται λίγο περισσότερο πειραματική, σχεδόν παιχνιδιάρικη, ενώ και οι σελίδες μειώνονται.
Ο ήρωας του Σταμάτη, ο Άρης Μανιάτης, ένας κινηματογραφιστής που ήρθε σ’ αυτόν τον κόσμο απλά για «να καταλάβει», είναι μια δυστυχισμένη ψυχή, που επιλέγει να ζει μέσα σε μια απομόνωση που σιγά σιγά τον σκοτώνει, που του κλέβει κάθε χαρά και τον καθιστά ανήμπορο ν’ αναζητήσει την ευτυχία. «Έχω κόρη που δεν βλέπω, έχω ζωή που δεν ζω. Μερικές φορές νομίζω ότι είμαι φάντασμα», μονολογεί ή μάλλον σκέφτεται.
Πώς να ανακτήσει λοιπόν την απολεσθείσα ζωή; Θα αποτελέσει η νέα ταινία, το σενάριο της οποίας έχει μόλις τελειώσει, την αφετηρία για κάτι καινούριο ξεκίνημα. Θα σταθεί αυτή ικανή να τον βγάλει από τα αδιέξοδά του; Θα τον βοηθήσει να κερδίσει τη μονομαχία με το χρόνο; Πρέπει. Πρέπει να γίνει αυτό, αφού ο Άρης ξέρει μοναχά να λέει, «ιστορίες με εικόνες». Και: «Μια ιστορία είναι η μεταφορά μιας ζωής και η ζωή βιώνεται με το χρόνο».
Όσο κι αν ελπίζει όμως δε νιώθει καθόλου σίγουρος ότι θα μπορέσει να ξεφύγει από τους προσωπικούς του δαίμονες, να βγει απ’ τα αδιέξοδά του. Οι μοίρες ωστόσο θα θελήσουν να παίξουν εις βάρος του ή ίσως και υπέρ του ένα παράξενο παιχνίδι. Μετά από ένα καθόλα απρόσμενο αυτοκινητικό δυστύχημα -που θα ξυπνήσει μέσα του κάποιους εφιάλτες του χθες- θα τον οδηγήσουν σ’ ένα αγρόκτημα όπου θ’ αναζητήσει βοήθεια. Εκεί θα γνωρίσει μια πανέμορφη και ολίγον φευγάτη γυναίκα, τη Δάφνη, που κάτι του θυμίζει αλλά δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι, αλλά κι ένα γέροντα, το Γιατρό, που καταφέρνουν αναβιώνοντάς του τις κακές συνήθειες, τις οποίες είχε κόψει, να τον κάνουν να ρίξει μια βαθιά ματιά στο μέσα του για να φέρει στο φως όλα εκείνα που του σημάδεψαν τη ζωή κι εξακολουθούν ακόμη να τον τυραννάνε.
Κάνοντας λοιπόν ένα ακόμη μακροβούτι στο χθες, πιο μεγάλο και πιο αληθινό από εκείνο που τον οδήγησε στη συγγραφή του αυτοβιογραφικού του σεναρίου θ’ αρχίσει σιγά σιγά να τα βρίσκει με τον εαυτό και τα φαντάσματά του, να φτάνει σε κάποια αβίαστα συμπεράσματα για της ζωής τις μεγάλες αλήθειες. «Αν δεν εξαντλήσεις αυτό που είσαι, δεν έχει νόημα», του λέει ο Γιατρός, κι αυτός, σχεδόν άθελά του μοιάζει να συμφωνεί μαζί του. Γι’ αυτό και παίρνει να γράφει ξανά το σενάριο και να το εμπλουτίζει με τις πραγματικές αλήθειες και όχι μ’ εκείνες που τα θέλω του επέβαλαν. Στο κάτω κάτω της γραφής: «Καλλιτέχνης, είναι ο ανταποκριτής του πάθους και της αλήθειας. Όχι ο παθών…» Ενώ: «Απελπισμένος είναι εκείνος που κρύβει τα πραγματικά του συναισθήματα στο υπόγειο της ψυχής του…» «Ένας άνθρωπος που αποζητά να φύγει από παντού (όπως ο Άρης), όσο κι αν το κρύβει, είναι ένας απελπισμένος…»
Η Δάφνη και ο Γιατρός γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη οι καλύτεροι -μα και πολύ σκληροί- φίλοι, καθοδηγητές και εξομολογητές του Άρη. Τον βοηθούν να αδειάσει το μέσα του, να παραδεχτεί τα κρίματά του, τον οδηγούν στην κάθαρση και του δείχνουν το μονοπάτι για τη νέα ζωή.
Το βιβλίο αυτό, γραμμένο ως συνήθως με μικρές κοφτές προτάσεις, θυμίζει σενάριο κινηματογραφικής ταινίας αλλά και κάποιο έργο θεατρικό. Οι διάλογοι, τα βλέμματα και οι σιωπές μοιάζουν να σηκώνουν το ίδιο βάρος στην εξέλιξη της ιστορίας. Όλα τα λεφτά όμως είναι η ανατροπή που μας επιφυλάσσει στο τέλος. Μια ανατροπή, για την οποία ο συγγραφέας αφήνει κάποιες μικρές υπόνοιες, αλλά που όταν έρχεται καταφέρνει να μας εκπλήξει ευχάριστα.
Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα και το οποίο όλο και κάτι έχει να μας πει για την ανθρώπινη κατάσταση.
No comments:
Post a Comment