Θα συμφωνήσω με τους… άλλους, εκείνους που υποστηρίζουν ότι ο Γιοκομίζο είναι ο γιαπωνέζος Σιμενόν. Διαβάζοντας αυτό, το πρώτο δικό του βιβλίο, που έπεσε στα χέρια μου, προσπαθούσα να κάνω συγκρίσεις με το δυτικό αστυνομικό μυθιστόρημα και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι σα γραφή μοιάζει μόνο με τον Σιμενόν. Οι αμερικανοί χαρντ μπόιλντ συγγραφείς ή και οι παλιοί βρετανοί δε μοιάζουν να τον έχουν επηρεάσει καθόλου, με εξαίρεση ίσως την Άγκαθα Κρίστι.
Σ’ αυτή την ιστορία παρακολουθούμε τις προσπάθειες του διάσημου ντετέκτιβ Κιντάιτσι Κόσουκε να προλάβει κάποιες δολοφονίες, που σύμφωνα με μια επιστολή που έχει λάβει, θα αρχίσουν να λαμβάνουν χώρα από στιγμή σε στιγμή. Φτάνει λοιπόν εσπευσμένα από το Τόκιο στη μικρή πόλη Νασού και εγκαθίσταται σ’ ένα πανδοχείο που βρίσκεται απέναντι ακριβώς από το μεγαλοπρεπές μέγαρο όπου ζουν οι υποψήφιοι θήτες, αλλά και τα ίδια τα θύματά τους. Την αφορμή για τα εγκλήματα που θα ακολουθήσουν θα τη δώσει η ανάγνωση της διαθήκης ενός μεγιστάνα, του πλουσιότερου άντρα της περιοχής, που οι τελευταίες του επιθυμίες αποτελούν ουσιαστικά παγίδα για τους κληρονόμους του. Πεθαίνοντας ο Ινουγκάμι Σαχέε μοιάζει να χαμογελά χαιρέκακα και να βάζει φωτιές στο σπιτικό, που με τόσο κόπο έκτισε.
Ωστόσο τα φονικά θ’ αρχίσουν προτού καν γίνει η ανάγνωση της διαθήκης και πρώτο θύμα θα είναι εκείνος που γνώριζε τα πάντα για το περιεχόμενό της, ο δικηγόρος που τη συνέταξε και εργοδότης του Κοσούκε. Ποιος τον σκότωσε και γιατί; Πώς τον σκότωσε; Αποτελούσε απειλή για κάποιον ή μήπως ήταν απλά μια παράπλευρη απώλεια σ’ ένα σατανικό σχέδιο που είχε αρχίσει ήδη να εξυφαίνεται;
Ο συγγραφέας, αν και περιγράφει κάποια αιματοβαμμένα γεγονότα, δε μοιάζει να προσπαθεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον ή μάλλον να προκαλέσει τη φρίκη του αναγνώστη μ’ αυτά, αλλά φαίνεται να ρίχνει περισσότερο βάρος στο μυστήριο. Αν και η μια δολοφονία ακολουθεί την άλλη, πιο πολύ καταπιάνεται με την ιστορία των πρωταγωνιστών του, εκείνων που κινούν τα νήματα και των άλλων που εν γνώσει ή εν αγνοία τους γίνονται τα υποχείριά τους, παρακολουθεί τις ψυχολογικές τους μεταπτώσεις, προσπαθεί όχι τόσο ερευνώντας τα γεγονότα όσο ερμηνεύοντάς τα, να βρει τη λύση.
Το σπίτι στο οποίο διαδραματίζεται κατά κύριο λόγο αυτή η ιστορία είναι ένας μικρόκοσμος από μόνος του. Μέσα στα δωμάτιά του ζουν ή απλά από αυτά παρελαύνουν μια σειρά από ανθρώπους βουτηγμένους βαθιά στα νερά του μίσους και της μνησικακίας, ανίκανους να δουν πέρα από τη μύτη τους. Καθώς ανταγωνίζονται με φανατισμό ο ένας τον άλλο -για το ποιος θα κατορθώσει να κληρονομήσει τη μυθική περιουσία- δεν αντιλαμβάνονται ότι στο τέλος μάλλον νικητής θ’ αναδειχθεί εκείνος που δεν προσπαθεί καθόλου. Ένας, κατά κάποιον τρόπο, ξένος.
Ο Κοσούκε, ο ντετέκτιβ που θα δώσει τελικά τη λύση, αποτελεί ένα ήρωα-καρικατούρα. Ο δημιουργός του τον έχει φτιάξει γεμάτο ελαττώματα -πού και πού μοιάζει να τα έχει εντελώς χαμένα- και λίγο ιδιόρρυθμο, καθώς κάθε φορά που προκύπτει κάποιο νέο στοιχείο ή κατεβάζει καμιά ιδέα του αρέσει να ξύνει ξανά και ξανά το… κακάσχημό του κεφάλι, σε σημείο που καταντάει βαρετός.
Το βιβλίο αυτό σίγουρα θα ικανοποιήσει τους φίλους της νουάρ λογοτεχνίας- έστω και αν εδώ έχουμε την ιαπωνική εκδοχή της- αφού συμπεριλαμβάνει όλα τα κλασικά στοιχεία: μυστήριο, οικογενειακά μυστικά, έγκλημα, μοιραίες γυναίκες. Και αν και δεν ξεχειλίζει από χιούμορ διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα.
No comments:
Post a Comment