Thursday, March 31, 2011

David Baldacci – Hell’s Corner

 
 Αγορά από το Book Depository

Όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο αυτή ίσως να είναι η τελευταία περιπέτεια των μελών του εξαιρετικού Κάμελ Κλαμπ. Αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα πρέπει να αποδώσουμε τα εύσημα στον Ντέιβιντ Μπαλτάτσι, αφού «αποσύρει» τους ήρωές τους προτού… πιάσουν σκουριά και γίνουν πληκτικοί.
     Διαβάζοντας τα πιο πάνω θα αντιληφθήκατε ότι ούτε κι αυτή τη φορά με απογοήτευσε ο καλός συγγραφέας. Το Hell’s Corner, ειδικά μετά τις πρώτες εκατό σελίδες, μετατρέπεται ένα συναρπαστικό θρίλερ καταδίωξης το οποίο, ως συνήθως, ξεχειλίζει κι από θεωρίες συνομωσίας.
     Όλα αρχίζουν όταν ο ηγέτης του Κάμελ Κλαμπ, ο περιβόητος Όλιβερ Στόουν λαμβάνει μια «επιτακτική» πρόσκληση για να συναντηθεί με τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Ο τελευταίος του επιβάλλει μια αποστολή με αντάλλαγμα την άφεση των πρόσφατων αμαρτιών του. Πρέπει να εξουδετερώσει ένα ρωσικό καρτέλ ναρκωτικών, το οποίο φέρεται να μονοπωλεί πια το εμπόριο των απαγορευμένων ουσιών στην αμερικανική ήπειρο. Προτού όμως προλάβει καν ν’ αρχίσει να δουλεύει για την υπόθεση, έρχεται μια έκρηξη για να ανατρέψει τα πάντα. Μια βόμβα εκρήγνυται στο πάρκο μπροστά από τον Λευκό Οίκο και ο Στόουν κατά τύχη βρίσκεται ακριβώς εκεί τη συγκεκριμένη στιγμή. Στόχος της επίθεσης ήταν κατά πάση πιθανότητα ο βρετανός πρωθυπουργός, ο οποίος -μετά από μία συνάντηση που είχε με τον αμερικανό πρόεδρο- κατευθυνόταν προς το κτήριο που θα τον φιλοξενούσε, ακριβώς μπροστά από το πάρκο. Λόγω των περιστάσεων ο Στόουν λαμβάνει εντολές για να διερευνήσει αυτή την υπόθεση, έχοντας στο πλάι του μια ελκυστική πράκτορα της βρετανικής ΜΙ6  και κάποιον από το FBI.
     Από την αρχή την όλη ιστορία καλύπτει ένα πέπλο μυστηρίου. Τα ερωτήματα που γεννιούνται στο μυαλό του Στόουν, αλλά και των άλλων ερευνητών, πολλά και όπως φαίνεται δε θα βρουν εύκολα τις απαντήσεις τους. Καταρχήν: Πώς κατάφερε κάποιος να μεταφέρει τον εκρηκτικό μηχανισμό μέσα στο καλά φυλασσόμενο πάρκο, χωρίς μάλιστα να προκαλέσει την αντίδραση των εκπαιδευμένων σκύλων; Και μετά είναι το θέμα των ανθρώπων: Ποιος ήταν ο οπλισμένος άντρας στο πάρκο, που τη στιγμή της έκρηξης συγκρούστηκε ουσιαστικά με τον Στόουν προτού εξαφανιστεί; Η γυναίκα που καθόταν σ’ ένα παγκάκι και μιλούσε στο τηλέφωνό της τι γύρευε τέτοια ώρα εκεί; Ποιος ήταν εκείνος που στεκόταν και μελετούσε, νυχτιάτικα την επιγραφή κάτω από ένα άγαλμα; Κι ο χοντρός άντρας, που ήταν ντυμένος με ρούχα γυμναστικής, είχε στ’ αλήθεια να κάνει κάτι με την έκρηξη, ή απλά ήταν το μοναδικό της θύμα;
     Όσο πιο πολύ ερευνούν την υπόθεση τόσο πιο πολύ βαθαίνει το μυστήριο. Τα αφεντικά τους μοιάζουν να τους κρύβουν πολλά στοιχεία, κάποιος προσπαθεί επανειλημμένα να σκοτώσει τον Στόουν και σιγά σιγά τα πτώματα αρχίζουν να στοιβάζονται. Αργά ή γρήγορα ο τελευταίος θα βρεθεί σ’ αδιέξοδο κι έτσι, με μισή καρδιά, θα αναγκαστεί να ζητήσει τη βοήθεια των μελών του Κάμελ Κλαμπ. Ωστόσο, αυτοί που κρύβονται πίσω από την επίθεση, καταφέρνουν να βρίσκονται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά, και όσο περνούν οι μέρες τα πράγματα μοιάζουν περισσότερο να περιπλέκονται παρά να ξεκαθαρίζουν. Πίσω από κάθε μικρή αλήθεια κρύβεται ένα μεγάλο ψέμα κι ο Στόουν πρέπει να βρει τι είναι αυτό που συνδέει όλες τις κουκκίδες για να σχηματίσει την εικόνα που θα τον οδηγήσει στην τελική λύση.
     Ένα ακόμη εξαιρετικό θρίλερ, γραμμένο με κινηματογραφικούς ρυθμούς και με τόσες πολλές ανατροπές που κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.

Monday, March 28, 2011

Δημήτρης Μαμαλούκας – κοπέλα που σε λένε Φίνι

Νιώθει ωραία κανείς όταν παίρνει κάθε τόσο στα χέρια του ένα βιβλίο έλληνα συγγραφέα που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, και το «κοπέλα που σε λένε Φίνι» είναι ένα από αυτά.
     Αν σας αρέσουν οι γλυκερές ερωτικές ιστορίες και τα δράματα των μεγαλοαστικών σαλονιών αυτό το μυθιστόρημα δεν κάνει για σας, αφού μιλά για τον ατελείωτο πόνο, την απανθρωπιά, την απελπισία, το εντός και το εκτός σκοτάδι. Κάπου θυμίζει Ντοστογιέφσκι και όχι δίχως λόγο, αφού ο μη τόπος ή η μη χώρα όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα παραπέμπουν στη Σιβηρία της εξορίας του καλού ρώσου συγγραφέα, ενώ κάποιες κλειστοφοβικές σκηνές μας φέρνουν στο μυαλό το «Υπόγειό» του.
     Όπως και νάχει, όπως υποδηλώνει ο τίτλος, αυτή είναι η ιστορία της Φίνι, μιας κοπέλας που γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει σ’ ένα απέραντο κι ανώνυμο εργοστάσιο-κάτεργο. Η καθημερινή ζωή εκεί αποτελεί μια συνεχή δοκιμασία, ένα ατελεύτητο αγώνα για επιβίωση. Όλοι δουλεύουν σκληρά, όλοι υποφέρουν, όλοι φοβούνται ακόμη και τη σκιά τους και όλοι ονειρεύονται: την ελευθερία. Μια ελευθερία όμως που μοιάζει αδύνατον να κατακτηθεί αφού σύμφωνα με τις φήμες ένας και μόνο άνθρωπος κατόρθωσε ποτέ να δραπετεύσει στα τόσα χρόνια λειτουργίας της ιδιόρρυθμής αυτής φυλακής, ο οποίος ωστόσο δεν πρόλαβε καν να χαρεί την ελευθερία του, καθώς συνελήφθηκε λίγο προτού περάσει τα σύνορα και φτάσει στην «εκεί χώρα».
     Η Φίνι ελπίζει κάποια μέρα να τον μιμηθεί, κι ας μην ξέρει ακόμη τον τρόπο για να το κάνει αυτό. Η τύχη, που συνηθίζει να παίζει παράξενα παιχνίδια στους ανθρώπους, κάποια στιγμή θα την ρίξει στον πάτο αυτού του πηγαδιού που αποκαλούμε ανθρωπότητα, και καθώς αυτή θα φτάνει στα όρια της απελπισίας, θα την ανασύρει ξανά σε μια άλλη, λίγο πιο φωτεινή επιφάνεια. Για να παραμείνει όμως εκεί, στη λίγο πιο ανθρώπινη φυλακή, είναι αναγκασμένη να πληρώνει ξανά και ξανά ένα αποτρόπαιο τίμημα, το οποίο ωστόσο της δίνει μια νέα ευκαιρία στη ζωή. Αλλά όχι μόνο αυτό: γεννά επίσης μέσα της την ελπίδα ότι το όνειρο της απόδρασης μπορεί να γίνει κάποια μέρα πραγματικότητα. Αλλά για να το επιτύχει αυτό χρειάζεται βοήθεια, συμπαράσταση, κι αυτή θα την πάρει από τον Γκον, ένα φαινομενικά λειψό στα μυαλά -πλην γοητευτικό- νεαρό, που μοιάζει να είναι το μοναδικό πλάσμα εκεί μέσα που διατηρεί ακόμη ένα ίχνος ανθρωπιάς. Μ’ αυτόν λοιπόν, και ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες και τις συμβουλές ενός ηλικιωμένου κρατούμενου, θα οργανώσει το σχέδιο της μεγάλης φυγής. Μαζί θα διασχίσουν τη γκρίζα γη, θα κοιμηθούν μέσα στις σχισμές των βράχων, θα φτάσουν σ’ ένα πυκνό δάσος και θα ανέβουν στων βουνών τις παγωμένες κορυφές, και θα γνωρίσουν τον έρωτα.
     Τι θα γίνει στο τέλος; Αυτό δε θα σας το πούμε γιατί να μη σας χαλάσουμε την έκπληξη. Θα πούμε ωστόσο ότι αυτό είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο, γραμμένο με κινηματογραφικό-εικονοποιητικό τρόπο, που σίγουρα θα αρέσει τόσο στους φίλους της λογοτεχνίας του φανταστικού, όσο και σ’ αυτούς που αρέσκονται στην ανάγνωση θρίλερ.

Saturday, March 26, 2011

Yasushi Inoue – The Hunting Gun

Αγορά από το Book Depository

Το «Κυνηγετικό όπλο» είναι το βιβλίο που καθιέρωσε το συγγραφέα του στο λογοτεχνικό κανόνα της χώρας του.
     Πρόκειται για μια νουβέλα που, γραμμένη εξήντα χρόνια πριν, καταπιάνεται μ’ ένα ερωτικό τρίγωνο. Ακολουθώντας τ’ αχνάρια του Ρασομόν του Ακουταγκάουα, ο συγγραφέας μας δίνει την ιστορία του μέσα από τις αφηγήσεις τριών διαφορετικών ατόμων: της Σιόκο, κόρης της ερωμένης, της Μιτόρι, συζύγου του εραστή και τέλος της ίδιας της Σάικο, της πέτρας του σκανδάλου. Μέσα από τις διακριτικές τους φωνές μαθαίνουμε τα πάντα για τον παράνομο έρωτα και ρίχνουμε μια βαθιά ματιά στη γυναικεία ψυχολογία. Η λέξη προδοσία κάνει την εμφάνισή της ξανά και ξανά, ή μάλλον υπονοείται, στη διάρκεια της αφήγησης, της οποίας τελικά το πιο μεγάλο θύμα είναι η αθώα Σιόκο – αυτή που δεν μπορεί να καταλάβει πώς μπορούσε η μητέρα της να της λέει ψέματα για χρόνια και χρόνια, να ζει μια ζωή διαφορετική από εκείνη που η ίδια γνώριζε. Διαβάζουμε κάπου: «Μέχρι τώρα πίστευα ότι η αγάπη ήταν σαν τον ήλιο, ολόλαμπρη και ένδοξη, για πάντα ευλογημένη από τον Θεό και τους ανθρώπους. Πίστευα ότι η αγάπη αναπτυσσόταν σιγά σιγά σαν ένα καθαρό ρυάκι, που στραφταλίζει όμορφα κάτω από τη λιακάδα και φτιάχνει αμέτρητες φυσαλίδες στο πέρασμα του ανέμου, και προστατεύεται από τις όχθες του, που είναι καλυμμένες με γρασίδι, δέντρα και λουλούδια. Αυτό πίστευα ότι ήταν η αγάπη. Ποτέ μου δε θα μπορούσα να φανταστώ μια αγάπη κρυμμένη από τον ήλιο, που να κυλά απ’ το πουθενά στο πουθενά, και να είναι βαθιά θαμμένη κάτω από τη γη σαν ένα υπόγειο ρέμα…»
     Η Σιόκο μαθαίνει για την απαγορευμένη αυτή αγάπη από τα ημερολόγια της μάνας της, που αν και νεκρή, έχει ακόμη φωνή. Και μ’ αυτήν ακριβώς τη φωνή θα προσπαθήσει να πει τη δική της πλευρά της ιστορίας, να εξηγήσει τους λόγους που την οδήγησαν μέχρι εκεί. Τραγική φιγούρα κι αυτή της Μιτόρι, που αν και γνώριζε για το δεσμό δεν έκανε κάτι για να τον εμποδίσει, αφού γι’ αυτήν πάνω απ’ όλα μετρούσε η ισορροπία στη δική της οικογένεια, μια ισορροπία που σίγουρα θα διαταρασσόταν αν ερχόταν σε σύγκρουση με τον άντρα της. Για χρόνια και χρόνια κατάπινε το δηλητήριο και η καρδιά της είχε γεμίσει θλίψη: «Το ήξερες ότι εκτός από τα τριάντα χρώματα που υπάρχουν συνήθως στα κουτιά με τις μπογιές ζωγραφικής -κόκκινο, μπλε κτλ- έχει και η λύπη το δικό της χρώμα, που διακρίνεται εύκολα από το ανθρώπινο μάτι;» αναλογίζεται κάπου η Σιόκο. Μ’ αυτό ακριβώς το χρώμα είναι καλυμμένες όλες οι γυναικείες υπάρξεις σ’ αυτή την ιστορία.
     Ο συγγραφέας βλέπει πού και πού με συμπάθεια τους ήρωές του, αλλά δεν τους χαρίζεται. Τους φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με τα λάθη και τα πάθη τους, δεν τους χτυπά και τόσο σκληρά, αλλά ούτε και τους χαϊδεύει. Σα να τους λέει: Ας προσέχατε!
     Μινιμαλιστικό, καλογραμμένο και με ουσία. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από ένα βιβλίο;

Thursday, March 24, 2011

Jeffery Deaver – Edge


Αγορά από το Book Depository

Ο καλός συγγραφέας αφήνει για λίγο καιρό εκτός παιχνιδιού τους αγαπημένους του ήρωες, τον τετραπληγικό εγκληματολόγο Λίνκολν Ράιμ και την κινησιολόγο Κάθριν Ντανς, για να καταπιαστεί με τις περιπέτειες του Κόρτ, κάποιου που δουλεύει σε μια υπηρεσία προστασίας μαρτύρων.
     Ο Κορτ αναλαμβάνει την προστασία της οικογένειας του Ράιαν Κέσσλερ, ενός παρασημοφορημένου αστυνομικού που βρίσκεται στο στόχαστρο ενός ακόμη άγνωστου εχθρού, αφού μοιάζει να έχει στην κατοχή του κάποια τρομέρα μυστικά. Ο άνθρωπος που ανέλαβε τον εντοπισμό και ανάκριση του τελευταίου είναι ο Φρανκ Λάβινγκ, παλιός γνώριμος και ορκισμένος εχθρός του Κορτ, αφού λίγα χρόνια πριν είχε σκοτώσει τον μέντορά του.
     Οι δύο άντρες, καθόλη τη διάρκεια της αφήγησης, μοιάζουν να παίζουν το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Ο καθένας προσπαθεί να μπει στο μυαλό του άλλου και να μαντέψει την επόμενη κίνησή του, με αποτέλεσμα οι ανατροπές ν’ ακολουθούν η μια την άλλη. Ωστόσο ο Λάβινγκ μοιάζει να έχει πάντα το πάνω χέρι, κι ο Κορτ δε διστάζει κρυφά να εκφράσει το θαυμασμό του για τις αναλυτικές του ικανότητες. Ικανότητες τις οποίες έχει αναπτύξει ικανοποιητικά κι ο ίδιος παίζοντας παιχνίδια στρατηγικής.
     Καθώς ο χρόνος κυλά σε βασανιστικά αργούς βαθμούς για την οικογένεια, η δράση γίνεται όλο και πιο καταιγιστική, ενώ πολλά μυστικά και ψέματα βγαίνουν στην επιφάνεια. Όπως αποκαλύπτεται το ένα από τα άτομα που έχει θέσει υπό την προστασία του δεν είναι ακριβώς αυτό που λέει, ενώ τα άλλα δύο με τα καμώματα και τις εμμονές τους κάθε άλλο παρά διευκολύνουν το έργο του, συμπεριφέρονται λες και θέλουν να πεθάνουν. Ο Κορτ λοιπόν επιδίδεται σ’ ένα εξουθενωτικό αγώνα δρόμου, τόσο για να εξουδετερώσει τον Λάβινγκ και να προστατεύσει την οικογένεια, όσο και για να τα βγάλει πέρα με κάποιους που μοιάζουν να το έχουν κάνει σκοπό της ζωής τους να του ροκανίσουν την καρέκλα. Σ’ αυτό το μοναχικό ουσιαστικά αγώνα θα έχει μοναδικούς του συμμάχους τη νεαρή υψηλής νοημοσύνης συνεργάτιδά του, Ντουμπόις και το αφεντικό του, που παρόλες τις πιέσεις που δέχεται εξακολουθεί να τον στηρίζει.
     Από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή όλα μοιάζουν να κρέμονται από μία κλωστή: η καριέρα του Κορτ, η οικογένεια τον Κέσσλερ, οι ελπίδες για εκδίκηση και εξιλέωση κάποιων από τους ήρωες, η ζωή μίας από αυτούς. Ο συγγραφέας εκτός από το να μας συνεπαίρνει με τις σκηνές δράσης, που διατρέχουν ολόκληρη την αφήγηση, καταπιάνεται και με τον ψυχικό κόσμο των ηρώων του – ένα κόσμο γυάλινο, που από στιγμή σε στιγμή μπορεί να σπάσει και να γίνει κομμάτια. Τα ψυχολογικά πορτρέτα που δημιουργεί είναι καλά δουλεμένα, οι χαρακτήρες του ζωντανεύουν στο χαρτί αβίαστα, με όλα τα λάθη και τα πάθη τους.
     Αυτό ίσως να είναι ένα από τα λίγα βιβλία του Ντίβερ, που αν μεταφέρονταν στη μεγάλη οθόνη θα… ευτυχούσαν. Θυμίζω ότι τα δύο μυθιστορήματά του που έχουν διασκευαστεί μέχρι τώρα, μάλλον ατύχησαν στη μεταφορά τους: Ο «Συλλέκτης οστών» μετριότατος, «σκότωσε» το βιβλίο, ενώ δεν ήταν και πολύ καλύτερο το A Maiden’s Grave, που έγινε ταινία από το HBO.
     Το επόμενο μυθιστόρημά του, που θα καταπιάνεται με τις νέες περιπέτειες του Τζέιμς Μποντ, αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Μάιο.

Monday, March 21, 2011

Μάρω Δούκα – Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ


Επιτέλους, ένα βιβλίο στο οποίο όλοι είναι ένοχοι. Το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ» είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που σε πιάνουν από το λαιμό. Όχι τόσο λόγω της δράσης ή των ανατροπών του, αλλά απλά επειδή αγγίζει κάποια ευαίσθητα θέματα, με τα οποία έχουν καταπιαστεί στο παρελθόν και πολλοί άλλοι συγγραφείς, αλλά χωρίς να παίρνει πλευρές.
    Όλα αρχίζουν όταν η Βιργινία, μια φοιτήτρια ιατρικής, επιστρέφει στη γενέθλιά της πόλη, τα Χανιά από την Αθήνα. Η Βιργινία, κυνηγημένη λες απ’ της ζωής της τα αδιέξοδα βρίσκει καταφύγιο στη συντροφιά του ουσιαστικά ετοιμοθάνατου παππού της και τα ημερολόγιά του. Μαζί του μοιάζει να έχει αναπτύξει μια σιωπηλή σχέση εξάρτησης. Στην αρχή το μοναδικό στοιχείο που τους δένει, πέρα από τη συγγένεια δηλαδή, είναι η αγάπη τους για τον Ερωτόκριτο. Η νέα γυναίκα κάθεται και διαβάζει στον ανήμπορο γέρο ξανά και ξανά αποσπάσματα από το συγκεκριμένο έργο, ένα δώρο ζωής για τον τελευταίο. Μέχρι που πέφτει στην αντίληψή της ένα έγγραφο για τα Χανιά του χθες, για το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και την κατοχή στην πόλη της και νιώθει από τη μια στιγμή στην άλλη τον κόσμο της να συνταράζεται. Αποφασίζει να ψάξει περισσότερο το θέμα και οι εκπλήξεις διαδέχονται η μια την άλλη. Η έρευνά της, τα διαβάσματα των ημερολογίων του παππού, αλλά και πολλών βιβλίων για την εποχή τη φέρνουν πρόσωπο με πρόσωπο με οδυνηρές αλήθειες που αγνοούσε. Τα μεγάλα ερωτήματα που γεννιούνται μέσα της είναι αυτά που αναφέρονται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Γιατί η γερμανική κατοχή στα Χανιά παρατάθηκε μέχρι το Μάιο του 1945; Και τι μπορεί να σημαίνει ότι η πόλη για δυο μήνες περίπου, από τον Μάιο έως τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, βρέθηκε υπό αγγλογερμανική κατοχή;» Το άλλο μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι: «Ποιοι ήταν οι αθώοι και ποιοι οι ένοχοι στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε;» Η απάντηση είναι -όπως αναφέρουμε και στην αρχή, σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος- όλοι. Η συγγραφέας δε χαρίζεται σε κανένα, μιλάει για τα λάθη και τα ιστορικά λάθη όλων των πρωταγωνιστών: Του Γεώργιου Παπανδρέου, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του ΚΚΕ, του Βενιζέλου και των φίλων και απόγονών του, των οπλαρχηγών, των επονιτών, των εοκιτών και των ελασιτών και.. και… και… Ο κατάλογος μακρύς και λίγο πολύ αγγίζει όλους τους πολιτικούς χώρους της Ελλάδας. Αλλά και στους ξένους δε χαρίζεται, ειδικά στους βρετανούς και τη διπρόσωπη πολιτική τους, στα εγκλήματα που διέπραξαν εις βάρος του ελληνικού λαού γενικά και του κρητικού ειδικά, φοβούμενοι τον μπαμπούλα του κομμουνισμού.
     Διαβάζοντας κανείς αυτό τον τόμο έχει την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα ιστορικό βιβλίο μεταμφιεσμένο σε μυθιστόρημα. Αλλά οι αλήθειες του, τουλάχιστον όπως καταγράφονται από τη συγγραφέα, είναι αδιαμφισβήτητες – ένα γερό χαστούκι στα πρόσωπα των υπεράνω και των δήθεν αλάνθαστων, όμως, έτσι ή αλλιώς, όπως διαβάζουμε κάπου: «…με τα σημάδια μας προχωράμε… Αυτά κυρίως μας δίνουν εκείνο το κάτι που χρειαζόμαστε για να λέμε ότι ζήσαμε ή ότι ζούμε…» «Με τη δειλία του με τη λογική του και με τις μικρότητές του πορεύεται ο άνθρωπος, αλλά και με την τόλμη του και με τον ενθουσιασμό του. Όλα τ’ άλλα κουβέντες του αέρα», διαβάζουμε κάπου άλλου. Ωστόσο, «το δίκιο, ποτέ δεν είναι μόνο δίκιο, το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, κι όσο πιο ζόρικο, τόσο και πιο συχνά λημεριάζει με τ’ άδικο…»
     Ένα εξαιρετικό, πυκνογραμμένο μυθιστόρημα, που αξίζει να διαβαστεί απ’ τον καθένα, αν μη τι άλλο, σαν ένα οδοιπορικό στα μονοπάτια της ιστορικής γνώσης.

Saturday, March 19, 2011

Yūko Tsushima – The Shooting Gallery

 
Αγορά από το  Book Depository

Ιστορίες γυναικών, κατά κύριο λόγο, μας χαρίζει αυτή η συγγραφέας. Γυναικών που είναι απελπιστικά μόνες, στα όρια της απόγνωσης ή πέρα από αυτή, γυναικών που μάλλον έχουν χάσει το παιχνίδι της ζωής.
     Η συλλογή ανοίγει με το A Sensitive Season. Εδώ έχουμε την ιστορία ενός παιδιού που ζει με τη θεία και τον παππού του, αφού η μάνα του έχει φύγει και τον παρατήσει. Τον νέο και τον γέρο δένει ένας κοινός φόβος: ότι θα τους εγκαταλείψει με τη σειρά της και η άλλη γυναίκα.
     Το South Wind καταπιάνεται με τα έργα και τις ημέρες της Ακίκο, μιας νεαρής γυναίκας που εγκατέλειψε το σύζυγο και την κόρη της για να πάει να ζήσει με τον εραστή της. Ζει μια μονότονη, μοναχική ζωή. Μοναδική της παρηγοριά οι κάρτες που παίρνει από ένα γέρο ζωγράφο, που είχε γνωρίσει στη διάρκεια μιας εκδρομής.
     Μια γυναίκα βαδίζει στα καταστροφικά αχνάρια της μάνας της. Ανύπαντρη, με δυο παιδιά, ζει καθημερινά τα δικά της αδιέξοδα. Και όταν αποφασίζει κάποια στιγμή ότι τα παιδιά πρέπει να συναντήσουν τον πατέρα τους, η υπόθεση καταλήγει σε φιάσκο, καθώς όλα ή σχεδόν όλα πάνε στραβά. Ήταν σα να προσπαθούσε να ζήσει μια ψευδαίσθηση κανονικότητας. Αυτά στο διήγημα The Silent Traders.
     Βασισμένο σε μια παραδοσιακή ιστορία φαντασμάτων, που έχει εμπνεύσει μυθιστορήματα, ταινίες, παραστάσεις θεάτρου Καμπούκι κοκ, είναι το διήγημα The Chrysanthemum Beetle που ακολουθεί. Πρόκειται ουσιαστικά για την ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου, που αναπόφευκτα θα οδηγηθεί στη σύγκρουση. Η μια γυναίκα θα πληγωθεί πολύ, η άλλη όχι. Τη λύση στην κατάσταση που δημιουργείται θα δώσει ένα «μαγικό σκαθάρι».
     Το Missing θα λέγαμε ότι είναι, με τον τρόπο του, μια παραδοσιακή γιαπωνέζικη ιστορία, αφού οι εξαφανίσεις εφήβων αποτελεί καθημερινό φαινόμενο στην κοινωνία της χώρας αυτής. Μια γυναίκα πηγαίνει στο μνημόσυνο της αδελφής της και όταν επιστρέφει σπίτι ανακαλύπτει ότι η κόρη της το έχει σκάσει. Έχει πια μείνει ολομόναχη στον κόσμο.
     Το ομώνυμο της συλλογής διήγημα καταπιάνεται και πάλι με την ιστορία μιας γυναίκας που μεγαλώνει μόνη της δυο παιδιά. Κάποια μέρα αποφασίζει ότι θέλει να πάνε στη θάλασσα, αν και ο καιρός δεν είναι και ο καλύτερος. Εγκαταλείπουν λοιπόν την πόλη με το τρένο με κατεύθυνση ένα τουριστικό παραθαλάσσιο θέρετρο. Εκεί θα τα βρουν όλα ή σχεδόν όλα κλειστά, τη θάλασσα γκρίζα και αγριεμένη κι εκείνη θα νιώσει τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια της. Θα προσπαθήσει να κρατηθεί από τις αναμνήσεις για να επιβιώσει, αλλά μάταια, αφού κι αυτές είναι επί το πλείστον πικρές. Κάποια στιγμή εισακούοντας τις παρακλήσεις των παιδιών θα τους επιτρέψει να παίξουν σκοποβολή με φελλούς σ’ ένα πάρκο ψυχαγωγίας. Κάποια στιγμή θα πάρει κι εκείνη το όπλο στα χέρια της και τότε ακριβώς θα αντιληφθεί πόσο απελπισμένη είναι.
     Με μια ακόμη πονεμένη από κάθε άποψη γυναίκα ασχολείται και το Clearing the Thickets. Μια γυναίκα, που μάλλον αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα, επιστρέφει στο πατρικό της για να γεννήσει. Εκεί, καθώς καθαρίζουν τους πυκνούς θάμνους, ακούει τη μάνα και την αδελφή της να την κοροϊδεύουν, αλλά αυτό μάλλον δεν την ενοχλεί. Εκείνο που την ενοχλεί είναι ένας πόνος στο στομάχι που όλο και μεγαλώνει. Το τέλος προβλεπόμενο και τραγικό.
     Με μια αγκαλιά κι ένα φιλί κλείνει ο κύκλος δυο ζωών. Στο An Embrace, την τελευταία ιστορία της συλλογής, μια γυναίκα δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον άντρα μιας παλιάς της φίλης που έχει πεθάνει. Αυτή, συμβιβασμένη από παλιά με την ιδέα του θανάτου, δεν τρομάζει καθόλου από αυτόν, αλλά ο άντρας μοιάζει να θέλει να κλείσει τους λογαριασμούς του με το παρελθόν μιλώντας μαζί της. Συναντιούνται λοιπόν, θυμούνται τα παλιά, συζητούν εκτενώς για το θάνατο και οι δρόμοι τους χωρίζουν. Έτσι απλά.
     Αυτή η συλλογή διηγημάτων στάζει πόνο και πίκρα. Η συγγραφέας μοιάζει να θέλει να μας πει ότι πιότερες είναι οι λύπες παρά οι χαρές στη ζωή. Η γραφή της, στρωτή όσο πάει, δε μας προκαλεί καμιά ιδιαίτερη εντύπωση, αλλά οι ιστορίες της, οι γυναίκες της, στοιχειώνουν το μυαλό μας για πολύ καιρό μετά από την ανάγνωση.

Thursday, March 17, 2011

Neil Gaiman – The Graveyard Book

Αγορά από το Book Depository

Το βιβλίο αυτό το καταβρόχθισα μέσα σε μια μέρα και όχι απλά και μόνο επειδή ξύπνησε το παιδί μέσα μου, αφού ο Γκέιμαν γράφει τόσο για τα μικρά όσο και για τα μεγάλα παιδιά.
     Αυτή είναι η ιστορία του Nobody(Κανένα), ενός αγοριού που από πολύ μικρό το χτύπησε αμείλικτα η ζωή. Οι γονείς και η αδελφή του σκοτώθηκαν σχεδόν μπρος στα μάτια του, κι αυτός μόνο από τύχη γλίτωσε ή μάλλον λόγω της αδάμαστης περιέργειάς του. Απλά κατέβηκε όπως-όπως τα σκαλιά από το δεύτερο όροφο και βγήκε έξω στο δρόμο απ’ την ορθάνοικτη πόρτα. Κι από κει έβαλε πλώρη για το μέρος που θα γινόταν το σπίτι του, το νεκροταφείο, εκεί όπου μέλλονταν να ζήσει μια συνταρακτική ζωή.
     Το νεκροταφείο αποτελεί μια μικρογραφία της κοινωνίας, αλλά πολύ περισσότερο ενδιαφέρουσα. Εδώ μπορεί να συναντήσει κανείς τους πιο απίθανους χαρακτήρες και να μάθει απίστευτα και μοναδικά πράγματα. Από την πρώτη κιόλας στιγμή ο μικρός Κανένας ή «το ζωντανό παιδί» γίνεται κάτι σαν η μασκότ των κατοίκων του. Μια οικογένεια τον υιοθετεί και μετά την παρέμβαση της «γυναίκας στα γκρίζα» που πολύ σπάνια κάνει την εμφάνισή της, αποφασίζεται λίγο-πολύ πως όλοι να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να τον βοηθήσουν. Οι Όουενς γίνονται γονείς στη θέση των γονιών του, ο Σίλας, ένας μυστηριώδης τύπος που -με εξαίρεση τη μάγισσα, τη Λίζα- είναι ο μοναδικός που μπορεί να περιφέρεται έξω από το νεκροταφείο, αναλαμβάνει το ρόλο του προστάτη και δάσκαλού του, ενώ κάποιοι άλλοι προσφέρονται επίσης να συνδράμουν όπως μπορούν στην ανατροφή και τη μόρφωσή του.
     Ο Κανένας λοιπόν αρχίζει να μεγαλώνει σ’ ένα περιβάλλον παράδοξο και μαγικό, σ’ ένα κόσμο γεμάτο αγάπη. Το μόνο που οι φίλοι του είναι όλοι νεκροί κι αυτός χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνει νιώθει την ανάγκη της επικοινωνίας με τους ζωντανούς. Διέξοδο στο αδιέξοδό του τού δίνει η γνωριμία με την Σκάρλετ, η οποία σε αντίθεση με τους άλλους ζωντανούς μπορεί να τον δει. Μια φιλία που όμως λόγω των γεγονότων δε θα κρατήσει και πολύ.
     Ωστόσο η ζωή του κάθε άλλο παρά άδεια θα αποδειχτεί στη συνέχεια. Αντίθετα θα μετατραπεί σε μια συνεχή περιπέτεια. Μια περιπέτεια που θα τον φέρει πολλές φορές αντιμέτωπο με τον κίνδυνο, αλλά θα αναδείξει επίσης και την καλοσύνη της ψυχής του. Ο κίνδυνος ωστόσο πάντα καραδοκεί.
     Το Βιβλίο του Νεκροταφείου είναι μια ιστορία που σε ταξιδεύει αβίαστα στους κόσμους της φαντασίας και σε καθηλώνει με το μύθο της. Ο Γκέιμαν, ένα από τα πιο γνωστά ονόματα του χώρου στον αγγλοσαξονικό κόσμο, ξέρει να πλάθει ιστορίες με τα παλιά καλά υλικά του παραμυθιού. Μιλάει για την προαιώνια διαμάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό χωρίς να γίνεται ποτέ διδακτικός και δε διστάζει πού και πού να ρίξει μερικά χαστούκια στον ήρωά του. Η ζωή δεν είναι μια βόλτα, μοιάζει να θέλει να μας πει, αλλά δεν το λέει. Απλά μας οδηγεί σ’ ένα απολαυστικό αναγνωστικό ταξίδι και μετά μας αφήνει να φτάσουμε στα δικά μας συμπεράσματα.
     Μια πρώτη συντομευμένη εκδοχή ή μάλλον ένα απόσπασμα της ιστορίας δημοσιεύτηκε στη συλλογή M is for Magic την οποία παρουσιάσαμε εδώ πριν μερικούς μήνες. Είχε τον τίτλο The Witch’s Tomb και αναφερόταν στη σχέση του Κανένα με τη μάγισσα Λίζα και στο μεγάλο δώρο που της έκανε.
     Τόσο το ανά χείρας βιβλίο όσο και το πιο πάνω αποτελούν εξαιρετικά δείγματα από τη δουλειά ενός πολύ καλού συγγραφέα. Όσοι πιστοί προσέλθετε.

Monday, March 14, 2011

Minette Walters – The Breaker

Αγορά από το Book Depository

Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως που διαβάζω και μάλλον δε θα είναι το τελευταίο αφού μου άρεσε. Η γλώσσα του είναι στρωτή, χωρίς εξάρσεις, η πλοκή όχι και τόσο κραυγαλέα, αλλά με κάποιο υπόγειο ή μάλλον αδιόρατο τρόπο, αυτό το μυθιστόρημα καταφέρνει και κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται τόσο για την αγωνία και το μυστήριο, όσο για την ενδελεχή ανάλυση του εσωτερικού κόσμου των ηρώων της.
     Όλα αρχίζουν όταν δύο παιδιά ανακαλύπτουν σε μια ερημική παραλία της Νότιας Αγγλίας το πτώμα μιας γυμνής νέας γυναίκας. Τα αγόρια τα έχουν χαμένα, δεν ξέρουν τι να κάνουν, αφού αν αποκαλύψουν την ύπαρξή του στους γονείς τους μάλλον θα τους τιμωρήσουν, αλλά σύντομα έρχεται ένας καλός Σαμαρείτης για να τους δώσει τη λύση. Πρόκειται για ένα νεαρό ελκυστικό ηθοποιό, που απλά έτυχε να περνάει από κει στη διάρκεια μιας μεγάλης αποστάσεως οδοιπορίας, ο οποίος σπεύδει να ειδοποιήσει με το κινητό του τηλέφωνο την αστυνομία.
     Ο πρώτος που καταφθάνει στη σκηνή είναι ο ντόπιος αστυνομικός Νικ Ίνγκραμ. Αντικρίζει το γυμνό πτώμα μιας κοντής ξανθιάς νέας γυναίκας και το πρώτο ερώτημα που γεννιέται στο μυαλό του είναι το: ποια είναι; Αυτό το ερώτημα σύντομα θ’ απαντηθεί, αλλά σύντομα θα προκύψει ένα νέο: ποιος την σκότωσε; Στην αρχή όλοι πίστευαν ότι επρόκειτο για ατύχημα, αλλά τα σπασμένα δάχτυλα των χεριών της και κάποιες άλλες εκδορές, ενισχύουν την εκδοχή του φόνου. Την ίδια ώρα πολλά χιλιόμετρα μακριά ένα γηραιό ζευγάρι βρίσκει ένα τρίχρονο κοριτσάκι να περιφέρεται μόνο του στους δρόμους. Τι κάνει εκεί; Ποια και πού είναι η μητέρα του;
     Το ότι η νεκρή, Κέιτ Σάμνερ, αποδεικνύεται ότι είναι η εν λόγω μητέρα δεν αποτελεί έκπληξη. Το σημείο όμως που βρέθηκε το παιδί, και το ότι αυτό απέφυγε τη μοίρα της μητέρας του, τους προβληματίζει. Γιατί ο δολοφόνος ξεφορτώθηκε τη μητέρα, ενώ άφησε εκείνο να ζήσει; Και γιατί μπήκε στον κόπο να το μεταφέρει και να το παρατήσει μίλια μακριά από το σημείο που ξεβράστηκε το πτώμα;
     Ως συνήθως ο πρώτος ύποπτος στον κατάλογο της αστυνομίας είναι ο σύζυγος του θύματος. Ήταν όντως στο Λίβερπουλ τη νύχτα του θανάτου της; Τα στοιχεία λένε πώς ναι και όχι, αφού για μια ολόκληρη μέρα κανείς δεν ήξερε ακριβώς που βρίσκονταν, έτσι το άλλοθί του είναι διάτρητο. Ωστόσο τα στοιχεία που προκύπτουν στη διάρκεια της έρευνας λένε μια διαφορετική ιστορία. Ίσως τελικά ο δολοφόνος να μην είναι αυτός, αλλά ο καλός μας Σαμαρείτης, ένας εξαιρετικά εγωκεντρικός τύπος και όσο παίρνει ναρκισσιστής, που κρύβει πολλά σκοτεινά μυστικά.
     Μέσα από καταθέσεις, συζητήσεις, ανακρίσεις και συλλογή στοιχείων από διάφορες πηγές οι αστυνομικοί ξετυλίγουν σιγά σιγά το νήμα της υπόθεσης. Η νεκρή κάθε άλλο παρά άγγελος ήταν και μάλλον και οι δύο ύποπτοι είχαν λόγο για να τη σκοτώσουν. Πώς όμως μπόρεσε να προκαλέσει τέτοια πάθη μια γυναίκα -που σύμφωνα με κάποιον μάρτυρα: «…Ήταν τόσο ηλίθια, που το να συζητάει κανείς μαζί της έμοιαζε με το να κάθεται και ν’ ακούει την μπογιά να στεγνώνει»- είναι κάτι που δημιουργεί απορίες. Απορίες που θα βρουν τις απαντήσεις τους στη διάρκεια της αφήγησης. Ωστόσο το στοιχείο της έκπληξης δεν απουσιάζει τελείως απ’ αυτήν την ιστορία, αφού προς το τέλος η συγγραφέας με ένα ένθετο ανάμεσα στα κεφάλαια μονόλογο θα μας παραπλανήσει αριστουργηματικά, οδηγώντας μας στο λάθος μονοπάτι.
     Ένα καλογραμμένο βιβλίο που δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη με την ταχύτητα και τις συνεχείς ανατροπές που έχουμε λίγο πολύ συνηθίσει. Συστήνεται στους φίλους της καλής αστυνομικής λογοτεχνίας.

Sunday, March 13, 2011

Masako Togawa – The Master Key

Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε πριν από πενήντα και κάτι χρόνια. Συγγραφέας του μια εικοσιτετράχρονη χορεύτρια, η οποία θα γνώριζε αμέσως την επιτυχία και θα καθιερωνόταν σαν μια από τις πιο δημοφιλείς συγγραφείς μυθιστορημάτων μυστηρίου στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου.
     Παρά το ότι αυτό το βιβλίο είναι παλιό θα μπορούσε άνετα να διαβαστεί σαν ένα σύγχρονο θρίλερ, αφού πέρα από την ύπαρξη των Διαμερισμάτων Κ για Κυρίες, όπου διαδραματίζεται η ιστορία, ο μύθος του είναι πολύ δυνατός και η πλοκή γεμάτη εκπλήξεις.
     Τι θα μπορούσε να συμβεί σε ένα κτήριο όπου ζουν αξιοπρεπείς κυρίες; Πολλά και τραγικά, και πολλές φορές τραγελαφικά. Στα δωμάτια των Διαμερισμάτων Κ συνυπάρχουν μερικοί πολύχρωμοι, ή αν προτιμάτε, παράξενοι χαρακτήρες. Μια δασκάλα μουσικής, που κρύβει κάποιο φοβερό μυστικό. Μια ζητιάνος ή μάλλον κλέφτρα, που της αρέσει να ψάχνει τα πάντα και ν’ ανακατεύεται παντού, αποφεύγοντας όμως να έρχεται σε επαφή με τον κόσμο. Μια βαριεστημένη γυναίκα, καθηγήτρια αυτή, που έτσι στα ξαφνικά αποφασίζει να έρθει σε επαφή με όλους τους παλιούς της μαθητές, κάτι που θα την οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Οι θυρωροί, που αν και δε συγκρούονται ποτέ, αποτελούν δύο διαμετρικά αντίθετους χαρακτήρες. Μια πεισματάρα γυναίκα, που πιστεύει στις μυστικιστικές τελετές και την επαφή με τους νεκρούς. Και άλλες πολλές, που όλο και κάποια πτώματα κρύβουν στα μπαούλα τους. Ένα απ’ αυτά μάλιστα ανήκει στο παιδί ενός πλούσιου ζεύγους που απήχθηκε χρόνια πριν.
     Η αφηγήτρια με αφορμή τη μετακίνηση του κτηρίου σε κάποια άλλη γειτονιά -αφού τα σχέδια εκσυγχρονισμού της πόλης το απαιτούν- μας ταξιδεύει μπρος πίσω στο χρόνο και μας μιλά για τις τραγικές ζωές των κατοίκων του, τις μικροϊστορίες τους. Σελίδα τη σελίδα και με τρόπο μαεστρικό βγάζει στην επιφάνεια όλα τα μυστικά και τις μικροπρέπειές τους, τις συμπονά και τις κακίζει, τις ισοπεδώνει και τις χαϊδεύει. Μοιάζει να θέλει απλά να μας πει: έτσι είναι ο κόσμος, και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τον αλλάξουμε.
     Ωστόσο τον ίδιο σημαντικό ρόλο με τις γυναίκες μοιάζει να παίζει και το κτήριο. Με τις αμέτρητες κλειστές του πόρτες, με τους σκοτεινούς του διαδρόμους, με την κεντρική θέση που κατέχει στην περιοχή, με το μυστήριο που το περιλούζει.
     Η αφήγηση της Τογκαβά είναι στρωτή, δεν περιέχει πολλές κορυφώσεις. Μας λέει την ιστορία χωρίς να προσπαθεί να μας εντυπωσιάσει. Ακόμη και τις πιο συνταρακτικές αποκαλύψεις τις φέρνει στο φως με μια απλότητα ανήκουστη. Σα να αφηγείται κάποιο παραμύθι και όχι κάποιες εγκληματικές ιστορίες.
     Ο τίτλος του τόμου είναι απόλυτα εύστοχος, αφού αυτό, το Master Key, είναι που θα δρομολογήσει τα περισσότερα από τα νέα τραγικά γεγονότα, που θα φέρει αντιμέτωπες κάποιες από τις γυναίκες με τα προσωπικά τους φαντάσματα.
     Αν περιμένετε να διαβάσετε εδώ μια ιστορία τρόμου ή αγωνίας μάλλον θα απογοητευτείτε. Αλλά αν σας αρέσουν οι γρίφοι και τα μυστήρια, το τέλος της ανάγνωσης δε θα σας βρει απογοητευμένους. Ένα βιβλίο σαν παλιό καλό κρασί.

Saturday, March 12, 2011

Taichi Yamada – Strangers

 
Αγορά από το Book Depository

Οι «Ξένοι» ή μάλλον «Άγνωστοι» είναι μια ιστορία φαντασμάτων, που δεν προκαλεί τόσο πολύ τον τρόμο όσο την έκπληξη. Ο συγγραφέας αφηγείται στο πρώτο πρόσωπο τις περιπέτειες του μεσήλικα σεναριογράφου Χαράτα, που κάποια νύχτα αποφασίζει να επιστρέψει στην παλιά του γειτονιά, όπου και γνωρίζει έναν άντρα, ο οποίος μοιάζει εκπληκτικά με τον πατέρα του. Το μόνο που αυτός πέθανε χρόνια πριν, σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, μαζί με τη μητέρα του. Από μια παρόρμηση τον ακολουθεί και ακριβώς τότε είναι που η πραγματικότητα που ζει, αρχίζει να συμπλέει με τη φαντασία, ή μάλλον με τα προσωπικά του φαντάσματα. Ο άντρας, που αποδεικνύεται όντως ότι είναι ο πατέρας του, παραμένει στην ηλικία των 37 χρόνων, όταν και πέθανε, ενώ το ίδιο νέα παραμένει και η μητέρα του, την οποία συναντά λίγο αργότερα. Στην αρχή νομίζει ότι τρελαίνεται, πώς κάποιοι παίζουν μαζί του, αλλά σύντομα αντιλαμβάνεται ότι όσο εξωπραγματικό κι αν φαίνεται αυτό που του συμβαίνει, στηρίζεται σε απτά γεγονότα, οι γονείς του είναι ακόμη ζωντανοί – ή τουλάχιστον, εν μέρει ζωντανοί.
     Την ίδια ακριβώς εποχή γνωρίζεται και με μια νέα γυναίκα που μένει στο ίδιο κτήριο μ’ αυτόν, την Κέι. Αυτοί είναι ουσιαστικά οι μοναδικοί θαμώνες της πολυκατοικίας τις νύχτες, καθώς τα υπόλοιπα διαμερίσματα χρησιμοποιούνται σα γραφεία, τα οποία αδειάζουν με το που πέφτει το σκοτάδι. Η Κέι λοιπόν εμφανίζεται κάποιο βράδυ στην πόρτα του μ’ ένα μισογεμάτο μπουκάλι σαμπάνια και του λέει ότι θα ήθελε να τον γνωρίσει καλύτερα. Έχοντας μόλις βγει από ένα τραυματικό γάμο, ο Χαράτα, δε νιώθει έτοιμος να δεσμευτεί και πάλι. Εξάλλου, πρέπει να ετοιμάσει και το σενάριο για μια τηλεοπτική σειρά που επείγει πολύ. Ωστόσο περισσότερο νωρίς παρά αργά υποκύπτει στην παράξενη γοητεία της γυναίκας και σύντομα γίνονται εραστές. Το μοναδικό μελανό σημείο στη σχέση τους είναι το ότι δεν του επιτρέπει να δει το στήθος της, αφού όπως του αποκαλύπτει είναι χαρακωμένο από αμέτρητες πληγές.
     Για αρκετό καιρό ο ήρωάς μας περιφέρεται ανάμεσα σε δύο μυστηριώδεις και θαυμαστούς κόσμους. Συζητά για τα πάντα με την Κέι και κάνει συχνά έρωτα μαζί της,  ενώ απολαμβάνει το ίδιο κάθε νέα συνάντηση με τους δικούς του. Ακόμη κι όταν ο πατέρας του τον επικρίνει έμμεσα για τη δουλειά του -«Οι συγγραφείς δεν μπορούν βασικά να νιώσουν πώς ζουν οι υπόλοιποι άνθρωποι»- αυτός δε χάνει το κέφι του, αφού δε νιώθει ότι τον αποπαίρνει. Στη συνέχεια μάλιστα προσπαθεί να του δώσει κουράγιο για να πάει μπροστά.
     Καθώς όμως συμβαίνουν όλα αυτά κάτι αλλάζει στη ζωή του Χαράτα, κάτι που ο ίδιος δεν μπορεί να αντιληφθεί: γερνάει, αλλά δεν το βλέπει. Κάθε πρωί κοιτά τον εαυτό του στον καθρέφτη και βλέπει το ίδιο πρόσωπο, ενώ οι άλλοι κοιτάνε έναν άντρα που μέρα με τη μέρα καταρρέει. Του το λένε, μα δεν τους πιστεύει. Μέχρι που σε κάποια στιγμή απόλυτης αδυναμίας αντικρίζει κι αυτός την αλήθεια. Τότε αντιλαμβάνεται ότι το τίμημα της επαφής του με τον κάτω κόσμο είναι ακριβό. Δε θέλει ωστόσο να χάσει ξανά τους γονείς του. Τι να κάνει; Τι; Θα βρει τις απαντήσεις που ζητά, αλλά αυτές δε θα του αρέσουν.
     Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που διαβάζεται μονορούφι και που, με το απροσδόκητό του τέλος, αφήνει μια μάλλον πικρή γεύση πίσω του. Μια ιστορία για τον έρωτα και την απώλεια, για τις προκαταλήψεις που αποκτούν σάρκα και οστά, για όλ’ αυτά που χάσαμε και για τ’ άλλα που ποτέ δεν είχαμε την τύχη να αποκτήσουμε.

Thursday, March 10, 2011

Chimamanda Ngozi Adichie – Half of a Yellow Sun

 
Αγορά από το  Book Depository

Το βιβλίο αυτό το περιφέρω από δω κι από κει εδώ και τέσσερα χρόνια. Επιβίωσε δύο μετακομίσεων και τεσσάρων ταξιδιών στην Ταϊλάνδη. Μέχρι που τελικά ήρθε η ώρα να το διαβάσω. Και το καταβρόχθισα. Οι 540 σελίδες της συγκεκριμένης έκδοσης ήταν κάτι σα μια βόλτα στο πάρκο, κύλησαν αβίαστα μέσα από τα χέρια μου, αφήνοντας όμως πίσω τα σημάδια τους.
     Η συγγραφέας του απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και το βραβείο Orange στη Βρετανία και δίκαια. Αυτό το μυθιστόρημα είναι φτιαγμένο με τα υλικά των μεγάλων μαστόρων: δράμα, δράση, αγωνία, μεγάλοι έρωτες και πικρές απογοητεύσεις, όνειρα και ματαιώσεις και… πόλεμο. Ένα πόλεμο που χαρακτηρίστηκε εμφύλιος, αλλά που στην ουσία ήταν μια γενοκτονία. Η Νιγηρία με τις πλάτες της δύσης, που ουσιαστικά τη δημιούργησε, έπνιξε στο αίμα την ειρηνική εξέγερση ενός λαού και γκρέμισε στο βάραθρο τα όνειρα για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους, της Μπιάφρα.
     Η Άντιτσι οφείλει πολλά σε άλλους συγγραφείς και ευτυχώς δεν το κρύβει. Διαβάζοντας το βιβλίο σκεφτόμουνα τον Τσίνουα Ατσέμπε, αλλά ο κατάλογος των τίτλων που υπάρχει στο τέλος είναι μακρύς κι αξίζει πιστεύω τον κόπο κάποια μέρα να ασχοληθώ μ’ αυτόν μια και η Αφρική είναι περιοχή ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για μένα. Ιδιαίτερα η μετααποικιακή Αφρική, αυτή που δεν μπορεί να ορθοποδήσει αφού κουβαλά ακόμη στις πλάτες της τα κακά που άφησαν πίσω τους φεύγοντας οι ευρωπαίοι κατακτητές.
     Παρά το ότι τα γεγονότα περιγράφονται μέσα από τη ματιά των κατοίκων της Μπιάφρα, η συγγραφέας δε χαρίζεται σε κανένα. Τους επικρίνει το ίδιο με τους ξένους και τους νιγηριανούς. Μιλάει για τα εγκλήματα τους, για τις μετά βίας επιστρατεύσεις, για τον αλκοολισμό, για τα αγοράκια που από τη μια μέρα στην άλλη έγιναν άντρες κι άρχισαν να βιάζουν τις γυναίκες. Οι περιγραφές ωμές, ρεαλιστικές όσο πάει, μοιάζουν να μας λένε ότι όταν μιλάμε για την Αφρική και ειδικά για τη συγκεκριμένη περιοχή οι ωραιοποιήσεις δε χωράνε.
     Οι ήρωές της είναι γενναίοι και δειλοί την ίδια ώρα. Ανθρώπινοι και απάνθρωποι. Πραγματικοί επαναστάτες και τυχάρπαστοι. Ο καθένας απ’ αυτούς είναι ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο. Ο Μάστερ, το αφεντικό του Ουγκούου, είναι ένας φανατικός εθνικιστής που πιστεύει απόλυτα στο ιδανικό μιας νέας πατρίδας, αλλά όταν έρχονται τα δύσκολα κρύβεται πίσω από το αλκοόλ. Ο Ρίτσαρντ, βρετανός που πήγε στη Νιγηρία για να κάνει μια έρευνα και να γράψει ένα βιβλίο, ερωτεύεται τους Ίγκμπο και τη γλώσσα τους, αλλά είναι ανίκανος να επιτύχει τους στόχους του και γι’ αυτό το πάει από αναβολή σε αναβολή. Οι γονείς της Ολάνα και της Καϊνένε, μόλις αντιλαμβάνονται που πάει το πράμα εγκαταλείπουν τη χώρα και πηγαίνουν στο Λονδίνο όπου ζουν στην πολυτέλεια, αφήνοντας πίσω την οικογένειά τους. Η Ολάνα, σύντροφος αρχικά και στη συνέχεια σύζυγος του Μάστερ, ή αν προτιμάτε του Οντενίγκμπο, από ένα ανέμελο κορίτσι μεταμορφώνεται σε μια γυναίκα κινητήρια δύναμη, σε μια Μάμα Άφρικα, που κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να βοηθήσει τους άτυχους συμπατριώτες της. Η αδελφή της, πραγματική κόρη του μπαμπά της, μια αδίστακτη επιχειρηματίας και μεγάλη είρωνας, νιώθει την καρδιά της να μαλακώνει από την παρουσία του Ρίτσαρντ, και σιγά σιγά αρχίζει να αναγνωρίζει στην Ολάνα τα δίκια της και να προσπαθεί κι αυτή με τον τρόπο της να κάνει το καλό. Τέλος, ο Ουγκούου, ο μεγάλος τραγικός. Κάποιος που εγκατέλειψε από παιδί το χωριό του για να δουλέψει σαν υπηρέτης, που είναι ερωτευμένος αρχικά με την αδελφή του και με μια συγχωριανή, κι ανακαλύπτει ένα θαυμαστό κόσμο στο σπίτι του Μάστερ, με τις μεγάλες βιβλιοθήκες και τις ατέλειωτες συζητήσεις ανάμεσα στον τελευταίο και τους φίλους του. Που ακολουθεί την οικογένεια ξανά και ξανά στις περιπλανήσεις του. Που μορφώνεται. Που κάποτε ερωτεύεται για τα καλά, αλλά χάνει τα πάντα όταν επιστρατεύεται με τη βία. Που φτάνει στο σημείο να κάνει τα χειρότερα, απλά και μόνο από περηφάνια. Και που κάποτε αρχίζει να γράφει ένα βιβλίο, εκείνο που δεν κατάφερε ποτέ να γράψει ο Ρίτσαρντ, με τίτλο: «Ο κόσμος ήταν σιωπηλός όταν πεθάναμε».
     Η συγγραφέας έχει φτιάξει ένα εντυπωσιακό μωσαϊκό χαρακτήρων μέσα από το οποίο μας μιλά για το δράμα ενός λαού, για την υποκρισία των μεγάλων δυνάμεων, για τα μικρά καθημερινά δράματα, για τη δύναμη της αγάπης και την αδυναμία του σώματος. Η πρόζα της είναι καθηλωτική, η γλώσσα σκληρή και άμεση, αλλά παραδόξως ευχάριστη. Μας αρπάζει από το λαιμό και δε μας αφήνει να πάρουμε ανάσα από την αρχή μέχρι το τέλος. Ένα βιβλίο απλά εξαιρετικό.

Thursday, March 3, 2011

Ian Rankin – The Complaints


Αγορά από το Book Depository

Νιώθει παράξενα παίρνοντας στα χέρια του κανείς ένα μυθιστόρημα του Ίαν Ράνκιν στο οποίο δεν πρωταγωνιστεί ο παλιός καλός επιθεωρητής Ρέμπους ή Ρίμπους. Ωστόσο το ανά χείρας βιβλίο δε μας απογοητεύει, αφού είτε με τον αγαπημένο του ήρωα ή χωρίς, ο συγγραφέας παραμένει ένας καλός μάστορας του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Κύριοι πρωταγωνιστές σ’ αυτή την ιστορία είναι ο Μάλκολμ Φοξ, που ηγείται της Ομάδας Εσωτερικών Υποθέσεων της αστυνομίας του Εδιμβούργου, της αποκαλούμενης The Complaints και ο Τζέιμι Μπρεκ, ένας αστυνομικός, ο οποίος σύμφωνα με μαρτυρίες που φτάνουν στο τμήμα είναι βρώμικος. Έχοντας μόλις κλείσει με επιτυχία μία άλλη υπόθεση ο Φοξ νιώθει εξαντλημένος, αλλά τα γεγονότα τρέχουν και οι υποχρεώσεις δεν μπορούν να περιμένουν.
Καθώς αρχίζει όμως να μαθαίνει για τα έργα και τις ημέρες του πιο πάνω, ο ήρωάς μας έχει ν’ αντιμετωπίσει προβλήματα και σε προσωπικό επίπεδο αφού ο φίλος της αλκοολικής αδελφής του την κακοποιεί, ενώ με τον πατέρα του, που φιλοξενείται σε μια στέγη ηλικιωμένων, διατηρεί μια ιδιόρρυθμα εύθραυστη σχέση.
Προσπαθώντας να διερευνήσει τη νέα υπόθεση που έφτασε στα χέρια του, αλλά και να βοηθήσει την αδελφή του, ο Φοξ επιδίδεται σ’ ένα αγώνα δρόμου. Περιφέρεται όπως και ο Ρέμπους, από τη μια γειτονιά του Εδιμβούργου στην άλλη, επισκέπτεται οικοδομές, μπαρ, καζίνα και στέκια του υπόκοσμου, τα βάζει με όλους και με όλα, μέχρι που κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται ότι του την έχουν στημένη. Κάποιος μοιάζει να κινεί μαεστρικά τα νήματα πίσω από τη σκηνή οδηγώντας τον από το ένα αδιέξοδο στο επόμενο και η καριέρα του φαίνεται να κρέμεται από μία κλωστή. Όλο και πιο καχύποπτος, δεν ξέρει πια ποιον να εμπιστευτεί. Τελικά τον πιο πιστό σύντροφο και συνοδοιπόρο θα τον συναντήσει στο πιο αναπάντεχο άτομο.
Τη στιγμή που συμβαίνουν όλ’ αυτά, ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας εξαφανίζεται από προσώπου γης ή μάλλον θάλασσας. Στην αρχή όλοι πιστεύουν ότι πρόκειται περί αυτοκτονίας, αφού ο εν λόγω βρέθηκε από τα πλούτη στη φτώχεια μετά την κατάρρευση της οικονομίας, αλλά τόσο ο Φοξ όσο και κάποιοι άλλοι δεν πείθονται απ’ αυτή την εκδοχή των γεγονότων. Με αφορμή το πιο πάνω γεγονός ο συγγραφέας καταπιάνεται και πάλι με τα προβλήματα που ταλανίζουν τη σύγχρονη σκωτσέζικη κοινωνία: φτώχεια, εγκληματικότητα, ανεργία, αλκοολισμό. Η ματιά του διεισδυτική, οι λέξεις του επιλεκτικές, βάζουν το μαχαίρι στο κόκαλο.
Από την ιστορία δε λείπει και το ερωτικό στοιχείο ή μάλλον το στοιχείο του ανεκπλήρωτου έρωτα. Ο Φοξ συναντάει μια ελκυστική νέα συνάδελφό του που ασχολείται με τα εγκλήματα παιδεραστίας και παιδικής πορνογραφίας, κι η οποία ξυπνά κάποια σχεδόν ξεχασμένα συναισθήματα μέσα του. Στο πρόσωπό της πιστεύει ότι βρίσκει μια αδελφή ψυχή, αλλά οι ζωές και των δύο είναι τόσο περίπλοκες, τα βάρη που κουβαλούν από το παρελθόν τόσο μεγάλα, που θα ήταν μάλλον δύσκολο να συνυπάρξουν κάποια μέρα. Εκτός κι αν η ζωή τους κάνει το χατίρι.
Το The Complaints είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, που σίγουρα θα ικανοποιήσει τους φίλους του καλού συγγραφέα. Η γη, και μετά τον Ρέμπους, εξακολουθεί να γυρίζει…