Tuesday, July 28, 2009

Όμηρος Αβραμίδης - Ο δρόμος του φεγγαριού

Αυτό είναι με διαφορά το πιο επιτυχημένο μυθιστόρημα του κύπριου Όμηρου Αβραμίδη, έχοντας ξεπεράσει σε πωλήσεις τις εκατό χιλιάδες αντίτυπα. Τι το έκανε τόσο αγαπητό ανάμεσα στους αναγνώστες; Μάλλον ο μύθος του, αλλά και το ότι είναι ένα μυθιστόρημα που στοχεύει στις ευαίσθητες χορδές των ψυχών.
Ο «Δρόμος του φεγγαριού» είναι μια ιστορία για τον έρωτα, τον πόλεμο και την ξενιτιά, για την αγάπη που ποτέ δεν πεθαίνει όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες απώλειες κι αν μετρήσουν τα εμπλεκόμενα μέρη. Είναι η ιστορία της Χρύσας και του Αλέκου, της Κύπρου που αιμορραγεί και της Αυστραλίας που αποτελεί τη νέα ελπίδα.
Και σ’ αυτό, όπως και στα επόμενα μυθιστορήματά του, ο συγγραφέας σπέρνει παντού πτώματα, κτυπάει τους ήρωές του ανελέητα, τους βάζει να πιάνουν πάτο ξανά και ξανά, στο κυνήγι μιας ευτυχίας εικονικής, ανέφικτης. Τα βάσανά τους, όμως, είναι αυτά που τους δίνουν υπόσταση, που τους κάνουν να ξεφεύγουν για λίγο απ’ το χαρτί και ν’ αποκτούν ζωή.
Όλα αρχίζουν με τον έρωτα, που φουντώνει από τη μια στιγμή στην άλλη, ανάμεσα σε δύο νέους, στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα στη Λεμεσό. Τότε είναι που ο Αλέκος πρωτοσυναντάει τη Χρύσα, μια νέα γυναίκα που του κλέβει την καρδιά με την πρώτη ματιά. Θ’ ακολουθήσουν και άλλες συναντήσεις, τόσο στη Λευκωσία όσο και στη Λεμεσό, που θα τους φέρουν πιο κοντά. Όλα μοιάζουν να πηγαίνουν μια χαρά, μέχρι που μια οδυνηρή παρεξήγηση και η ζήλια του άντρα ορθώνει ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στα σχέδια για τη μελλοντική τους ευτυχία. Η Χρύσα, με ραγισμένη την καρδιά, βαθιά απογοητευμένη, αποφασίζει να μεταναστεύσει στην Αυστραλία, κι εκείνος -αν και έχει ήδη αντιληφθεί το λάθος του- δε θα κάνει τίποτα για να την εμποδίσει.
Τα χρόνια περνούν. Ο Αλέκος μετακομίζει στην Κερύνεια, όπου γνωρίζει και παντρεύεται μια εξαιρετική γυναίκα με την οποία θα αποκτήσει και παιδιά. Ωστόσο, η ευτυχία του δε θα κρατήσει για πολύ, αφού προτού περάσουν χρόνια πολλά θ’ αρχίσει ο πόλεμος και ανάμεσα στα πρώτα θύματα θα είναι κι η οικογένειά του. Η δυστυχία μοιάζει να του χτυπά ξανά και ξανά την πόρτα, η μοίρα να του βγάζει τη γλώσσα έξω με σαρκασμό. Τίποτα δεν έχει πια. Τίποτα που να τον κρατά στον τόπο του. Τίποτα που να τον κάνει να θέλει να συνεχίσει να ζει. Στα όρια καθώς βρίσκεται της απελπισίας θα έρθει για να τον σώσει ένας από μηχανής θεός, ο φίλος του ο Νικόλας, ο οποίος έχει επίσης μεταναστεύσει στην Αυστραλία, όπου και τον προσκαλεί. Μη έχοντας κάποια άλλη επιλογή, αποδέχεται την πρόσκληση. Ωστόσο, γι’ αυτόν η Γη της Επαγγελίας κάθε άλλο παρά τέτοια θα αποδειχτεί, αφού αν και εκεί θα συναντήσει ξανά μετά από χρόνια τη χαμένη του αγάπη, θα έρθει και πρόσωπο με πρόσωπο με την πιο σκληρή όψη της ανθρωπότητας. Θα μάθει από πρώτο χέρι ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, και ότι κάποιοι δεν σταματούν μπροστά σε τίποτα όταν είναι να βγάλουν λεφτά. Απ’ αυτή τη διαδικασία θα βγει θριαμβευτής, αλλά στον τζόγο της ζωής, αυτός θα είναι και πάλι τελικά ο χαμένος.
Εξαιρετικός μύθος, έντονα συναισθήματα, κινηματογραφική γραφή που σου κόβει την ανάσα. Απλά όμορφο.
Κυκλοφορεί από την Εμπειρία Εκδοτική.

Monday, July 27, 2009

Σώτη Τριανταφύλλου – Ηλίας Ιωακείμογλου: Για τη σημαία και το έθνος

Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει δύο ανεξάρτητα κείμενα που ασχολούνται με το ίδιο θέμα. Οι συγγραφείς μας μιλούν για τους σύγχρονους εθνικισμούς και τις ρίζες τους και σχολιάζουν το ρόλο που διεκδικεί η σημαία στις μοντέρνες πολυεθνικές, αλλά ουσιαστικά βαθιά ρατσιστικές, κοινωνίες.
Ο Ηλίας Ιωακείμογλου επικεντρώνεται στα της Ελλάδας, τα στερεότυπα και τις βγαλμένες λες από καλούπι απόψεις που επικρατούν, εξηγεί γιατί λέμε «μαμά – πατρίδα» και όχι «πατέρας – πατρίδα» και στο γνωστό τρίπτυχο «Πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» προσθέτει και την Αγορά, αυτή που στο τέλος της ημέρας ορίζει τα πάντα. Μελετώντας τα γεγονότα των πρόσφατων χρόνων και την πατριωτική ή εθνικιστική έξαρση που παρατηρείται παντού, μελετά τα τι και τα γιατί και φτάνει σε μερικά χρήσιμα συμπεράσματα, με τα οποία κάποιοι θα συμφωνήσουν και κάποιοι άλλοι όχι. Η διαφωνία εξάλλου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κάθε πραγματικής δημοκρατίας. Σύμφωνα με τον συγγραφέα καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και γενικότερα της κοινωνικής πραγματικότητας παίζει η Οικογένεια, αφού: «Αυτή είναι ο ιδεολογικός μηχανισμός που εκπαιδεύει τα άτομα να ζουν σε έναν κόσμο χωρίς χρόνο». Καθώς μας ταξιδεύει από παράδειγμα σε παράδειγμα, από παραπομπή σε παραπομπή, κάπου παρατηρεί ότι είναι μεγάλες οι ομοιότητες του πατριώτη με τον πρωτόγονο άνθρωπο.
Απ’ τη δική της πλευρά η Σώτη Τριανταφύλλου ασχολείται κατά κύριο λόγο με τα της Αμερικής. Μιλά για τις εκεί εθνικιστικές εξάρσεις, για την πατριδολατρεία και την πατριδολαγνεία, για την εμπορευματοποίηση των πάντων, της σημαίας περιλαμβανομένης. Ταξιδεύοντάς μας στο χρόνο μας μιλά για τις ρίζες αυτού που αποκαλούμε «σημαία» και για το ρόλο που έπαιζε ανέκαθεν στην ιστορία, για το συνασπισμό των ανθρώπων κάτω ή γύρω από ένα κομμάτι πανί. Κάνει επίσης μια σύνδεση της σημαίας με τη θρησκεία, αφού όπως η τελευταία έτσι και η πρώτη, επιβάλλουν σε κάποιους ανθρώπους αρχές, πιστεύω και ιδέες αόριστες, που στο τέλος της ημέρας δεν εξυπηρετούν κανένα άλλο πέρα από τους κάθε λογής κυβερνώντες. Είτε σε δύση, είτε σε ανατολή, είτε σε χώρα κομμουνιστική είτε σε καπιταλιστική, είτε σε κοσμικό είτε σε θεοκρατικό κράτος, η σημαία χρησιμοποιείται κατά κόρον σαν όργανο των ισχυρών. Όσο για τις διαφορές ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά στο συγκεκριμένο θέμα -όπως και σ’ αυτό του εθνικισμού άλλωστε- είναι πια δυσδιάκριτες, αν όχι ανύπαρκτες.
Τις απόψεις που εκφράζουν εδώ οι δύο συγγραφείς δε θα τις αποκαλούσα αιρετικές, αφού στηρίζονται σε ιστορικά γεγονότα. Το θετικό στοιχείο είναι ότι τις εκφράζουν ανοικτά, ελεύθερα, συμβάλλοντας έτσι με το δικό τους τρόπο στη δημιουργία ενός εποικοδομητικού διαλόγου, από τον οποίο σίγουρα κανείς δεν έχει να χάσει τίποτα. Θα έλεγα μάλιστα ότι ο αναγνώστης, ακόμη κι αν διαφωνεί, στο τέλος δεν μπορεί παρά να βγει κερδισμένος, αφού μέσα απ’ αυτό το βιβλίο θα αποκτήσει μια πληρέστερη εικόνα και καλύτερη κατανόηση για όλ’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μας.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.

Sunday, July 26, 2009

Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες – Ο βασιλιάς της Αβάνας

Πολλοί κριτικοί, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, επιμένουν να συγκρίνουν τον Γκουτιέρες ξανά και ξανά με τον Μπουκόφκσι, και ίσως και να μην έχουν κι άδικο που το κάνουν αυτό. Θα ήθελα ωστόσο να επισημάνω ότι ο πρώτος είναι πολύ καλύτερος συγγραφέας από το δεύτερο.
Κάθε φορά που διαβάζω ένα βιβλίο από τον ιδιόρρυθμο αυτό συγγραφέα ταξιδεύω νοητικά στην Κούβα, θυμάμαι τις εικόνες που αντίκρισα στις παλιές γειτονιές της Αβάνας, τον υπόγειο ερωτισμό που διατρέχει την πόλη ολάκερη. Έχοντας αυτές τις εικόνες εντυπωμένες στο μυαλό δε μου προκαλούν και τόση έκπληξη αυτά που περιγράφει ο Γκουτιέρες, αλλά θα έλεγα ψέματα αν υποστήριζα ότι δε με ταράζει ο τρόπος που λέει αυτά που λέει, οι ωμές περιγραφές του.
Το σεξ είναι στο αίμα των κουβανών, μοιάζει να θέλει να μας πει ο συγγραφέας, γι’ αυτό και είναι το κυρίαρχο στοιχείο σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της αφήγησης, την οποία διαποτίζει επίσης με μικρές δόσεις βίας και μαγείας. Τα κορμιά, αυτά τιμά με τη γραφίδα του. Κορμιά νεανικά και γέρικα, βρώμικα και άσπιλα, ερωτικά και αποκρουστικά. Κορμιά που διψάνε για τον έρωτα, για την επαφή, που συναντιούνται περιστασιακά, στις σκάλες ενός παλιού κτηρίου και στις ταράτσες, σε πάρκα, σε παράγκες και παραλίες, ακόμη και πάνω από τη θάλασσα στην παραλιακή λεωφόρο Μαλεκόν στην Αβάνα.
Ο Ρέι, αυτός που φέρει το παρατσούκλι «Ο βασιλιάς της Αβάνας», δεν είναι παρά ένας αλητάκος που θα χρησιμοποιήσει το σεξ για να επιβιώσει σε καιρούς δύσκολους, σε μια πόλη ταυτόχρονα γενναιόδωρη και αφιλόξενη, φτωχή, μα που παραδόξως έχει πολλά να του προσφέρει.
Όλα αρχίζουν με τη σύλληψή του για δυο εγκλήματα που δεν διέπραξε: τις δολοφονίες της μάνας και του αδελφού του. Η φυλακή θα γίνει το σχολείο του. Θα του μάθει τα της ζωής, θα τον διδάξει πώς να επιβιώνει. Έτσι, όταν επιτέλους θα το σκάσει, θα είναι όσο χρειάζεται σκληρός για να τα φέρει βόλτα. Στη αρχή τα βήματά του θα είναι διστακτικά, φοβισμένα, αλλά όσο περνά ο καιρός τόσο και θα ξεθαρρεύει. Κι η τύχη θα είναι τις περισσότερες φορές με το μέρος του αφού θα στέλνει συχνά-πυκνά στο δρόμο του ανθρώπους πρόθυμους να τον βοηθήσουν, με το αζημίωτο φυσικά. Έτσι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα συνδεθεί με πόρνες, τραβεστί, μικροεγκληματίες, ακόμη και με γριές μάντισσες. Η κάθε μέρα που περνά μοιάζει να είναι μια καινούρια περιπέτεια για τον Ρέι, ακόμη κι αν δε συμβαίνει τίποτα. Ακόμη κι αν απλά κοιμάται και ξυπνά με ένα άδειο στομάχι, δίχως δεκάρα στην τσέπη.
Τα συναισθήματα δεν μοιάζουν να παίζουν κανένα απολύτως ρόλο στη ζωή του ιδιότυπου αυτού ήρωα, το μέσα του φαντάζει νεκρό. Τα μόνα πράγματα που έχουν σημασία για κείνον είναι το να παραμένει ζωντανός, να τρώει, να πίνει, να χαίρεται του κορμιού όλες τις ηδονές. Αυτός, σε μια χώρα που πεινά, δε μοιάζει να υπολογίζει καν τα λεφτά. Τα αντιμετωπίζει σαν ένα αναγκαίο κακό. Έτσι όταν τα αποκτά τα σκορπίζει μεμιάς, τα ξοδεύει για τις χαρές της μέρας, ενώ όταν δεν τα έχει δεν τα πολυσκέφτεται, εκτός κι αν του τα θυμίζει το άδειο του στομάχι.
Το βιβλίο αυτό είναι σκληρό κι ερωτικό, στεγνό και πολύχρωμο. Δεν προσφέρεται για ανάγνωση απ’ τον καθένα. Είναι ωστόσο ένα βιβλίο καλογραμμένο, σε ρέουσα μετάφραση από την Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, που μας ταξιδεύει με τον τρόπο του σε τόπους εξωτικούς και φαινομενικά άπιαστους, που μας μιλά για ζωές πολύ διαφορετικές απ’ τις δικές μας: πιο φτωχές, πιο όμορφες, πιο σκληρές, πιο ουσιαστικές, γεμάτες πόνο και ερωτική ευδαιμονία.
Ο Γκουτιέρες κατέχει πολύ καλά τα θέματά του, και σαν εξαιρετικός ανατόμος της σύγχρονης κουβανικής κοινωνίας που είναι, μας χαρίζει ένα έργο που ξεχειλίζει από ωμό ρεαλισμό. Ευανάγνωστο, αλλά όχι ευκολοχώνευτο.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Saturday, July 25, 2009

Μαργαρίτα Καραπάνου – Η ζωή είναι αγρίως απίθανη

Ομολογώ ότι αυτό το βιβλίο με έφερε σε αμηχανία. Και με έκανε να σκεφτώ ξανά εκείνο που σκέφτηκα την πρώτη φορά που διάβασα Καραπάνου: Δεν είναι ελληνίδα συγγραφέας! Όχι, δεν είναι, με τίποτα. Από τις ελληνίδες (αλλά και τους έλληνες) συγγραφείς μόνο η Λιλή Ζωγράφου τόλμησε να μιλήσει με τόσο άμεση γλώσσα για το ποια είναι, ποια ήταν και πού πάει. Αλλά κι εκείνη όχι τόσο τολμηρά, όχι το ίδιο άμεσα.
Τώρα, τι να πω γι’ αυτά τα ημερολόγια και τι ν’ αφήσω πίσω. Ό,τι και να γράψω θα είναι λειψό, θα είναι άδικο για το μεγάλο ετούτο βιβλίο, του οποίου έχω τσαλακώσει περισσότερες από εκατό σελίδες, κι έχω σημαδέψει περισσότερα από διακόσια σημεία.
Η Καραπάνου ήταν από πάντα συγγραφέας, από τη στιγμή που άρχισε να γράφει ή ίσως και πιο πριν, από την ημέρα που γεννήθηκε. Όταν στα δεκατρία της χρόνια έγραφε με μια ωριμότητα εξωπραγματική, θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει δεδομένο ότι εκείνη άλλο δρόμο απ’ αυτό της συγγραφής δε θα μπορούσε ν’ ακολουθήσει. Και τι έγραφε στα δεκατρία της; Για τη ζωή, για τον έρωτα, για τα βιβλία, ακόμη και για τη φιλοσοφία, σα γυναίκα έμπειρη και από το πέρας της ζωής σοφή. Μια μικρή σοφή, με όλα τα κουσούρια και τις αγωνίες της ηλικίας της, αλλά και με πολλές σκέψεις. Σκέψεις βαθιές. Λες κι αναζητούσε από την πρώτη στιγμή ν’ ανακαλύψει το νόημα της ζωής, να το αναλύσει. Με μια ειλικρίνεια που «σπάζει κόκαλα». Όσα πολλοί δεν τολμούν να ομολογήσουν ακόμη και όταν γεράσουν αυτή τα είπε στα δεκατρία, στα δεκατέσσερα, στα δεκαπέντε της χρόνια, πριν το τέλος ακόμη της εφηβείας. Γι’ αυτό και δε με εκπλήσσει το γεγονός ότι οι άλλοι συγγραφείς στέκονται απέναντί της μ’ επιφύλαξη, φανερά αμήχανοι. Ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχη η άτιμη, και τώρα καθώς θα κάθεται εκεί πάνω ή εκεί κάτω ή όπου αλλού και θα παίζει με τα σκυλιά της θα ρίχνει ματιές στη γη και θα χαμογελά πλατιά, μ’ ένα ειρωνικό μειδίαμα. Για το μεγάλο κόλπο που ήταν η ζωή της, για την ανθισμένη ματαιότητά της.
Ούτε μια ατάκα δε θα σας χαρίσω απ’ αυτά τα ημερολόγια, ούτε ένα αφορισμό. Θα σας αφήσω να το ανακαλύψετε μοναχοί, έτσι ακριβώς όπως του πρέπει. Και θα σας παροτρύνω να κάνετε ένα μακροβούτι στα βαθιά νερά του κόσμου της Μαργαρίτας Καραπάνου, να μάθετε τις αλήθειες της, να νιώσετε την ίδια έκπληξη που ένιωσα κι εγώ διαβάζοντας τις καταγραφές της εφηβείας της, να μείνετε με το στόμα ανοικτό μπροστά στις έξω από τα δόντια παραδοχές της.
Διάβασα όλα τα βιβλία της μα πιο συνταρακτικό απ’ αυτά τα ημερολόγια δε βρήκα άλλο κανένα (ίσως το «Ναι» να είναι αυτό που το πλησιάζει πιο πολύ). Για τη συγγραφέα φαντασία, γραφή και ζωή ήταν ένα και το αυτό. Δεν μπορούσε να ζει χωρίς να γράφει, κι ας μην άφησε παρά λίγα βιβλία πίσω της. Ωστόσο, ακόμη κι αν αυτό μονάχα άφηνε θα ήταν αρκετό, αφού είναι το πιο άμεσο, το πιο αληθινό και εμπεριέχει με τον τρόπο του όλα τ’ άλλα.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα.

Friday, July 24, 2009

Michael Connelly – Trunk Music

 
 Αγορά από το Book Depository

«Όχι άλλο Μάικλ Κόνελι!» ακούω -λέμε τώρα- κάποιους να αναφωνούν με αγανάχτηση. Μα, φταίω εγώ που είναι τόσο καλός συγγραφέας ή που απολαμβάνω τόσο πολύ τις αστυνομικές του ιστορίες; Φταίω; Πάντως, μάλλον για μερικές βδομάδες αυτή η σελίδα θα μείνει χωρίς Κόνελι. Εκτός κι αν φτάσει νωρίτερα στα χέρια μου το νέο του μυθιστόρημα με τίτλο Scarecrow, το οποίο κυκλοφόρησε πριν δύο μήνες στην αγγλόφωνη αγορά.
Όπως και νάχει, το ανά χείρας βιβλίο, με τον καθαρά αμερικανικό τίτλο Trunk Music είναι ένα από τα παλαιότερα του συγγραφέα με πρωταγωνιστή τον γνωστό Χάρι Μπος και μέσα από τις σελίδες του παρελαύνει η αφρόκρεμα του αμερικάνικου ονείρου: προαγωγοί, παραγωγοί, πόρνες πολυτελείας, ατάλαντες ηθοποιοί, μεγαλομανείς μπάτσοι και οργανωμένο έγκλημα.
Όλα αρχίζουν με τη δολοφονία ενός παραγωγού, τον οποίο ανακαλύπτει, μετά από μια ανώνυμη κλήση, ένας αστυνομικός στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του, σε μια ερημική τοποθεσία στους λόφους του Λος Άντζελες. Στο χώρο σπεύδει ο ντετέκτιβ Μπος, για ν’ ανακαλύψει ότι ο πρώτος, προφανώς μέσα στον ενθουσιασμό του, «μόλυνε» το χώρο του εγκλήματος. Μη έχοντας άλλη επιλογή, αναλαμβάνει εκείνος την ευθύνη του χώρου, μαθαίνει την ταυτότητα του θύματος και μαζί με τους συνεργάτες του πιάνει δουλειά. Τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι πρόκειται για μια απλή υπόθεση ληστείας-δολοφονίας, αφού το θύμα μετέφερε μαζί του ένα τεράστιο ποσό σε μετρητά, αλλά ο Μπος έχει τις αμφιβολίες του. Κάτι του λέει ότι πίσω απ’ αυτό το έγκλημα κρύβεται κάτι πολύ μεγαλύτερο. Το ένα φέρνει τ’ άλλο, η μια εξέλιξη ακολουθεί την επόμενη, και σύντομα ο σκληροτράχηλος ντετέκτιβ θα πάρει τα ιμάτιά του και θ’ αναχωρήσει για το Λας Βέγκας, όπου είναι σίγουρος ότι θα βρει τα στοιχεία που θα τον οδηγήσουν στην εξιχνίαση της υπόθεσης.
Φυσικά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαντάζουν και σύντομα ο Μπος θα βρεθεί αντιμέτωπος μ’ ένα παράξενο συρφετό ανθρώπων, που μοιάζουν να ξέρουν πολλά και να λένε λίγα, που είναι έτοιμοι να φτάσουν στα άκρα για να καλύψουν τα νώτα τους, που τα φοβερά τους μυστικά του βάζουν συνεχώς τρικλοποδιές. Ωστόσο, δεν είναι απ’ αυτούς που τα παρατάνε. Με πείσμα, με βία, βάζοντάς τα με θεούς και δαίμονες κι ερχόμενος σε σύγκρουση ακόμη και με τους ανώτερούς του θα επιμείνει μέχρι τέλους. Σ’ ετούτο τον αγώνα όμως δε θα είναι ο συνήθης «μοναχικός λύκος», αφού θα βρει ένα απροσδόκητο συμπαραστάτη στο πρόσωπο μιας παλιάς του ερωμένης, κάποιας που αγάπησε πολύ και με την οποία κάπου μοιάζει, αφού αρέσκονται και οι δύο να φλερτάρουν συνεχώς με τον κίνδυνο.
Ο Κόνελι, παίζοντας στα δάχτυλα όλους τους κανόνες του θρίλερ, μας χαρίζει για μία ακόμη φορά ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, όπου οι ανατροπές είναι ο κανόνας και η αλήθεια με το ψέμα απέχουν μεταξύ τους ελάχιστα. Ο Μπος είναι ένας αβανταδόρικος ήρωας, που θα μπορούσε άνετα να πρωταγωνιστήσει σε πολλές ταινίες ή κάποια τηλεοπτική σειρά.
Παλιό, αλλά πολύ-πολύ καλό.

Thursday, July 23, 2009

Ryu Murakami – Piercing

 
 Αγορά από το Book Depository

Ο γιαπωνέζος Ρίου Μουρακάμι θεωρείται ένας από τους καλύτερους συγγραφείς ψυχολογικών θρίλερ. Τα περισσότερα μυθιστορήματά του είναι ολιγοσέλιδα και συχνά-πυκνά επιλέγει να γράφει στο πρώτο πρόσωπο χρησιμοποιώντας τη «φωνή» κάποιας νέας γυναίκας, κάτι που δε συμβαίνει εδώ. Ωστόσο, αυτό δεν αφαιρεί κάτι από την αφήγηση αφού ένα τρίτο μάτι είναι εκείνο ακριβώς που χρειάζεται για να πει αυτή την ιστορία όπως της πρέπει.
Το Piercing είναι η ιστορία του Kawashima και της Chiaκi, δύο φαινομενικά αντίθετων χαρακτήρων, που ωστόσο έχουν κάτι κοινό: κρύβουν ο καθένας το δικό του σκοτεινό μυστικό. Ο πρώτος νιώθει έντονα την επιθυμία να σκοτώσει κάποιο και η δεύτερη αυτοτραυματίζεται ξανά και ξανά, περιμένοντας κάποια ευγενική ψυχή, ένα από μηχανής θεό να έρθει και να τη σώσει. Και οι δύο επίσης δεν έχουν και την καλύτερη ιδέα για τον εαυτό τους, πάσχουν από έλλειψη αυτοπεποίθησης, ειδικά η κοπέλα η οποία ομολογεί: «Αυτή είμαι εγώ: μια γυναίκα με την οποία οι άλλοι άνθρωποι θα ένιωθαν ντροπή να κυκλοφορούν μαζί της».
Τα πάθη και τα σκοτεινά τους μυστικά θα οδηγήσουν τον ένα κοντά στον άλλο. Ο άντρας πρέπει να σκοτώσει κάποια για να σώσει το νεογέννητο παιδί του από τα φονικά του ένστικτα, κι η γυναίκα, που βγάζει το ψωμί της σαν πόρνη, πρέπει να χαρακώσει και πάλι το κορμί της για να εξαγνιστεί. Η συνάντησή τους θα είναι συνταρακτική και αιματοβαμμένη, στα όρια του τρόμου και της απόγνωσης.
Σ’ αυτή την ιστορία δεν υπάρχουν θύματα και θύτες, όλοι θύματα είναι, και οι ανατροπές των ρόλων αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Οι ήρωές μας χρειάζονται ο ένας τον άλλο, κι ας μη δείχνουν να το καταλαβαίνουν, αφού αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο ένας φλερτάρει με το φονικό κι η άλλη με το θάνατο. Η τελευταία κλέβει την ικανοποίηση που θα χάριζε στον πρώτο το έγκλημα, ο δεύτερος ουσιαστικά σώζοντάς την από τον εαυτό της την κάνει να εκτιμήσει λίγο περισσότερο τη ζωή. Καθώς το ένα γεγονός ακολουθεί το άλλο, καθώς μιλάνε όλο και πιο πολύ, τόσο και οι ομοιότητές τους βγαίνουν στο φως, τόσο και ξαλαφρώνουν. Στο κάτω-κάτω της γραφής: «Όλοι θέλουν να μιλάνε για τον εαυτό τους, και όλοι θέλουν να ακούνε τις ιστορίες των άλλων, έτσι ώστε να παριστάνουν τη μια τους ρεπόρτερ και την άλλη τις διασημότητες… Αυτό ακριβώς συμβαίνει. Όλοι τριγυρνάνε εδώ κι εκεί και συγκρίνουν τις πληγές τους μ’ εκείνες των άλλων».
Αυτή η νουβέλα δεν προσφέρεται για ανάγνωση απ’ τον καθένα, αφού διεισδύει με τρόπο σκληρό και ωμό στα σκοτάδια κάποιων ψυχών και περιγράφει χωρίς περιστροφές τις κακές επιρροές και τις διαστροφές τους. Πρόκειται για μια σκοτεινή ιστορία μέσα στην οποία πού και πού τρυπώνει λίγο φως. Λιτή, άμεση, καλογραμμένη.

Wednesday, July 22, 2009

Yoko Ogawa – The Diving Pool

 
 Αγορά από το Book Depository

Ένα ακόμη εξαιρετικό δείγμα από την ιαπωνική σχολή. Η Γιόκο Ογκάουα με τις τρεις ιστορίες αυτής της συλλογής μας ταξιδεύει σε κόσμους αληθινούς και παράλογους, σκληρούς και πού και πού τρυφερούς. Μας μιλά για το σκοτάδι που κρύβεται στις ψυχές των ανθρώπων, για την κακία που αναβλύζει λες από μέσα μας από μόνη της αναγκάζοντάς μας να προβούμε σε πράξεις ακατονόμαστες, σε κινήσεις πέρα από κάθε λογική.
Στην πρώτη ιστορία, The Diving Pool. μαθαίνουμε για τα έργα και τις ημέρες μιας έφηβης κοπέλας, που είναι τρελά ερωτευμένη με κάποιον όμορφο ορφανό νέο. Ο τελευταίος ζει στο ορφανοτροφείο που διατηρούν οι γονείς της στο Φάρο, μαζί με κάποια άλλα «αδέσποτα» παιδιά. Η Άγια, όπως είναι το όνομά της, νιώθει ότι μέσα σ’ εκείνο το σπιτικό είναι το μοναδικό ορφανό που δεν έχει χάσει τους γονείς του και λίγα πράγματα είναι που της δίνουν χαρά: Να κοιτά το βρεγμένο κορμί του Τζουν καθώς κολυμπά ή βγαίνει από την πισίνα και να ταλαιπωρεί, ή μάλλον να βασανίζει τη μικρή Ράι, χωρίς να καταλαβαίνει καλά-καλά γιατί θέλει να το κάνει αυτό. Ίσως η τελευταία να είναι το εξιλαστήριο θύμα στο προσωπικό της δράμα. Η Ογκάουα μπαίνοντας βαθιά στον ψυχισμό της κοπέλας μας χαρίζει ένα ήρωα ξεχωριστό, ένα χαρακτήρα ιδιαίτερο, που αν και κακός δεν μπορείς στ’ αλήθεια να αντιπαθήσεις.
Το Pregnancy Diary είναι ένα αφήγημα όπου πραγματικότητα και φαντασία μοιάζουν να πάνε χέρι-χέρι. Μια κοπέλα κρατάει ημερολόγιο καταγράφοντας τις φάσεις που περνάει η έγκυος αδελφή της. Μέσα από τις σελίδες του μαθαίνουμε τα όσα ζουν οι δυο αδελφές, τις κινήσεις της πρώτης και τις κρίσεις της τελευταίας, διαβάζουμε για μια συνύπαρξη που δεν είναι και τόσο εύκολη. Πού και πού η ιστορία μοιάζει να κινείται στο κενό του χώρου, να ταξιδεύει απλά στον κόσμο των σκέψεων, να μην οδηγεί πουθενά. Αλλά στο τέλος όλα ξεκαθαρίζουν, παραμένοντας ωστόσο μετέωρα. Αυτό συμβαίνει όταν χθες και σήμερα γίνονται ένα, τότε που πια δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τι είναι αληθινό και τι όχι.
Η πιο σκοτεινή απ’ αυτές τις ιστορίες είναι το Dormitory, το οποίο κλείνει τη συλλογή. Είναι η ιστορία ενός νέου που πηγαίνει στη μεγάλη πόλη για σπουδές, της θείας του που τον υποδέχεται και ενός παράξενου γέρου τετραπληγικού, ιδιοκτήτη ενός παλιού φοιτητικού κοιτώνα. Η γυναίκα νιώθει μια βαθιά συμπάθεια για τον ανεξίτηλα τραυματισμένο άντρα και για μια περίοδο γίνεται η καλύτερη, ή μάλλον η μοναδική του φίλη: τον επισκέπτεται όλο και πιο συχνά, κάθεται μαζί του με τις ώρες, τον ακούει, τον φροντίζει, ενώ ο ανιψιός της φαίνεται να έχει μπει για τα καλά στο πνεύμα της φοιτητικής ζωής, αφού όλο απουσιάζει σε εκδρομές ή πηγαίνει σε αγώνες, κι έτσι δεν τον συναντάει ποτέ. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται και η δύστυχη γυναίκα θα βρεθεί προ εκπλήξεων.
Η συγγραφέας με λόγια απλά και απέριττα μας χαρίζει τρία λογοτεχνικά διαμάντια, που ασχολούνται κατά κύριο λόγο με των ανθρώπων τα πάθη, αλλά και την κυρά-ζωή που τους την έχει στημένη στη γωνία. Πρόκειται για μια εξαιρετική συλλογή, που μπορείτε να διαβάσετε και στα ελληνικά. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα με τίτλο «Η πισίνα των καταδύσεων».

Tuesday, July 21, 2009

Banana Yoshimoto – Amrita

 
Αγορά από το Book Depository

«Τώρα, καθώς διαβάζω ξανά αυτό το μυθιστόρημα αντιλαμβάνονται πόσο απλοϊκό είναι, και νιώθω το πρόσωπό μου να κοκκινίζει».
Τα πιο πάνω τα γράφει η Γιοσιμότο στον επίλογο της αμερικανικής έκδοσης αυτού του βιβλίου και δικαιώνει την «εικόνα» που είχα φτιάξει μέσα μου για κείνη, ότι είναι δηλαδή μια απλή και ταπεινή συγγραφέας. Ποιος έλληνας συνάδελφός της θα τολμούσε να ομολογήσει δημόσια κάτι τέτοιο; Και ποιος έλληνας εκδότης θα δημοσίευε μια τέτοια ομολογία; Αλλά, είπαμε, άλλοι άνθρωποι, άλλα ήθη.
Ωστόσο, το ανά χείρας μυθιστόρημα δεν ακριβώς τόσο «μέτριο» όσο θέλει να το παρουσιάσει η συγγραφέας. Η ιστορία με την οποία καταπιάνεται είναι μια ιστορία πικρή και γλυκιά, και μιλά όπως πάντα για το θάνατο και την απώλεια: για το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, για την απώλεια της μνήμης της αφηγήτριας, για το θάνατο της χαράς και τις προσπάθειες για επαναφορά στη ζωή.
Τα πρόσωπα που αποτελούν τους βασικούς πρωταγωνιστές μοιάζουν βγαλμένα από κάποιο παραμύθι, και η μεταφυσική (ή αν κάποιοι το προτιμούν έτσι, ο μαγικός ρεαλισμός) είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Μια γυναίκα που μπορεί να νιώσει τα πιο ασυνήθιστα πράγματα και το τραγούδι της οποίας ξεσηκώνει ακόμη και τις ψυχές των νεκρών. Ένας αλμπίνος που έφτασε στο κατώφλι του θανάτου κι επέστρεψε στη ζωή έχοντας αποκτήσει τρομαχτικές ψυχικές ικανότητες. Ένα παιδί, που μπορεί και ταξιδεύει με τα μέσα μάτια του στο χώρο συνομιλώντας με κάποιους που βρίσκονται πολύ μακριά, που μπορεί να προβλέψει ακόμη και την καταστροφή. Ένας παράξενος συγγραφέας που φαίνεται να βαδίζει ανάλαφρα και ξέγνοιαστα στη ζωή, αλλά που μπορεί επίσης να καταλάβει τον κάθε άνθρωπο και τις ανάγκες του, που μπορεί να κάνει φίλους πολύ εύκολα, που και τα πιο απίστευτα πράγματα του φαίνονται φυσιολογικά. Και τέλος μια νέα γυναίκα, που μετά από ένα ατύχημα έχασε τη μνήμη της, και τώρα προσπαθεί να σταθεί ξανά στο πόδια της και ν’ αρχίσει μια καινούρια ζωή – μια ζωή, ωστόσο, που θα τη στοιχειώνουν τα φαντάσματα, τόσο της νεκρής αδελφής της -που είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε όλους τους πιο πάνω- όσο και κάποια άλλα, άγνωστα.
Σαν ένα μεγάλο ταξίδι είναι αυτό το βιβλίο. Ένα ταξίδι στις ψυχές, στις πληγές, στην ομορφιά του κόσμου και τον τρόμο, και στις αναμνήσεις. Ένα ταξίδι συναρπαστικό, οι περιγραφές του οποίου μοιάζουν σχεδόν προφορικές, σαν κάποιου μύθου. Σε τίποτα δε διαφέρει το φανταστικό απ’ το αληθινό σ’ ετούτη την αφήγηση. Το ένα συμπληρώνει το άλλο. Το ένα δε θα μπορούσε να υπάρξει δίχως το άλλο.
Η γραφή της Γιοσιμότο φαντάζει όντως απλοϊκή, αλλά δεν είναι. Είναι άμεση. Με λόγια απλά, δίχως μεγάλες αναλύσεις κι αμπελοφιλοσοφίες μας μιλά για τις αλήθειες των ηρώων της, για τα βάσανά τους, για τη λαχτάρα τους για αγάπη και επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Το «Άμριτα» είναι μια ιστορία σαν ψίθυρος, σαν ένα παραμύθι που το αφηγείται η γιαγιά σε όλη την οικογένεια, μπροστά από το τζάκι το χειμώνα. Κι αυτή η ιστορία θα μπορούσε να προέλθει μόνο από μια συγγραφέα της ανατολής, αφού αυτές (κι αυτοί) της Δύσης επιμένουν να ξεχνάνε ότι η ζωή είναι απλή και την αναλύουν συνεχώς, κάνοντάς την έτσι πολύπλοκη.
Το δικό μου Δεκάρι της χρονιάς (κι ας κυκλοφόρησε πριν μια δεκαπενταετία).

Monday, July 20, 2009

Όμηρος Αβραμίδης – Η κίτρινη σημαία

Αυτό είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Όμηρου Αβραμίδη, ένα βιβλίο που ασχολείται αποκλειστικά με την Κύπρο και την ιστορία της τη ταραγμένη περίοδο του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ.
Ο συγγραφέας μας μιλά για τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση, για την προδοσία και τη χαμένη αγάπη. Μας μιλά για τους ανθρώπους. Για ανθρώπους απλούς, καθημερινούς, που είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν τα πάντα για κάποιο σκοπό, που ξέρουν να αγαπούν βαθιά κι αληθινά και να μην αφήνουν το ποτάμι του χρόνου να παρασέρνει τα πάντα στο πέρασμά του. Για ανθρώπους τους οποίους η μοίρα χαρακώνει ανεξίτηλα και τραγικά, κλέβοντάς τους ξανά και ξανά τη χαρά.
Γραμμένο σε κινηματογραφικούς ρυθμούς το κείμενο μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, σε συγκεκριμένους τόπους, στα βουνά και τα χωριά της Κύπρου, κι ύστερα στις πόλεις. Μιλά για τον αγώνα ενάντια στους άγγλους, για ήρωες που θεωρήθηκαν προδότες και προδότες που ντύθηκαν ήρωες, για παιδιά που δεν πρόλαβαν να ζήσουν, αλλά που το λίγο τους ήταν πολύ, αφού έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα.
Ήρωες και προδότες, κυνηγημένοι και μη, οι χαρακτήρες στην Κίτρινη Σημαία είναι στην πλειοψηφία τους τραγικοί. Άνθρωποι στιγματισμένοι από τη μοίρα, τους γύρω τους, τη δειλία και την απληστία που τους οδήγησαν σε μονοπάτια που ίσως αλλιώς να μην ακολουθούσαν. Θύματα της εποχής τους; Ίσως. Ίσως και όχι.
Το βιβλίο αυτό μοιάζει να μιλά για τη μεγάλη περιπέτεια των ανθρώπων, για τα πάθη τους, τα λάθη και τα πιστεύω τους, για την άνοδο και την πτώση. Η ζωή είναι σκληρή, κι ο συγγραφέας ακριβώς σαν τέτοια την παρουσιάζει. Κτυπώντας με δεινά ξανά και ξανά τους ήρωές του, μοιάζει να θέλει να μας πει ότι ανεξάρτητα από τα γεγονότα η καλοσύνη, η γενναιότητα, η μεγαλοψυχία υπάρχουν μέσα μας, ότι στο τέλος της ημέρας εμείς επιλέγουμε το δρόμο που θέλουμε να ακολουθήσουμε στη ζωή. Κι ο Αριστείδης, ο βασικός πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία, διαθέτει τα πιο πάνω στοιχεία και με το παραπάνω. Είναι ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους που όσα κι αν πάθουν, όσα κι αν χάσουν, όσο κι αν πληγωθούν, βρίσκουν πάντα τη δύναμη να σηκωθούν ξανά και να προχωρήσουν προς το αύριο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και να προσφέρουν ό,τι μπορούν στους άλλους. Ερωτεύτηκε, μα ατύχησε, επαναστάτησε μα η πρώτη του πράξη οδήγησε σε μια προσωπική απώλεια, εμπιστεύτηκε και προδόθηκε, κι όμως στιγμή δεν έπαψε να ελπίζει, αλλά ούτε και έχασε την πίστη του στους ανθρώπους.
Η Κίτρινη Σημαία είναι ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του Όμηρου Αβραμίδη και παρά το θέμα με το οποίο καταπιάνεται, διαβάζεται γρήγορα και δεν επιτρέπει στον αναγνώστη ούτε στιγμή να πλήξει. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα με καρδιά.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα.

Sunday, July 19, 2009

Μαργαρίτα Καραπάνου – Μαμά

Η Μαργαρίτα Καραπάνου ήταν μία από τις πιο ξεχωριστές φωνές στην ελληνική λογοτεχνία. Τα βιβλία της έμοιαζαν πάντα να ξεφεύγουν από τα συνήθη πεζογραφικά μονοπάτια και ν’ ακολουθούν τη δική τους ξεχωριστή πορεία. Και ήταν, και είναι, όλα τους βιβλία συγκλονιστικά. Η συγγραφέας μοιάζει να γράφει ξανά και ξανά αυτοβιογραφικές ιστορίες, που φαντάζουν πολύ απίστευτες και πολύ σκληρές για να είναι αληθινές.
Σκληρό, τρυφερό και αυτοβιογραφικό μαζί είναι και το «Μαμά», που μιλάει, όπως προδιαθέτει και ο τίτλος, για τη μητέρα της αφηγήτριας που αργοπεθαίνει σε κάποιο νοσοκομείο. Καθώς η μάνα περνάει τις τελευταίες ώρες της ζωής της, η κόρη θυμάται το παρελθόν και σκέφτεται το παρόν της, κι αναλογίζεται όλα τα ωραία και τα στραβά στην ανταγωνιστική τους σχέση. Η γλώσσα της αφήγησης ωμή, ρεαλιστική, χωρίς στολίδια, αλλά και μ’ ένα ιδιότυπο, υποδόριο χιούμορ.
Το βιβλίο αυτό δε θυμίζει ούτε διήγημα, ούτε μυθιστόρημα, σαν απόκομμα ζωής μοιάζει. Ή μάλλον σαν αποκόμματα ζωών. Της κόρης και της μάνας. Της κόρης που προσπαθεί να φτάσει τη μάνα. Της μάνας που μοιάζει να σνομπάρει την κόρη, να την κοιτά λίγο αφ’ υψηλού και μ’ ένα ειρωνικό μειδίαμα.
Η Καραπάνου δεν προσπαθεί να εξιδανικεύσει τις καταστάσεις, λέει τα πράγματα με το όνομά τους, όσο βλάσφημα κι αν ακούγονται αυτά. Έτσι σε κάποιο σημείο βλέπουμε την κόρη να φωνάζει: «Μαμά, φύγε πια! Φύγε!» και λίγο πιο κάτω να εύχεται «να πεθάνει απόψε». Στη συνέχεια, με τα λόγια της, μοιάζει ακόμη και να ασελγεί πάνω από το σώμα της νεκρής: «Πέθανες μια Παρασκευή βράδυ στις δέκα παρά τέταρτο. Δεν ήτανε κανείς στο δωμάτιό σου, πέθανες σαν σκυλί… Βρωμούσες…», αλλά, «Σ’ αγαπώ…».
Μια σχέση αγάπης και μίσους, λοιπόν, όπου τα συναισθήματα εναλλάσσονται όλη την ώρα. Όπου η νοσταλγία και η πικρία πάνε χέρι-χέρι: «Μου λείπεις κιόλας. Με ποιον θα χορεύω; Με ποιον θα μιλάω; Ξέρω ότι φοβάσαι τους κλειστούς χώρους, πώς θ’ αντέχεις μέσα στο φέρετρο;» Η απουσία της μάνας τη στοιχειώνει, το ίδιο και η παρουσία της. Δεν την αντέχει, δεν αντέχει μακριά της: «-Μα, μητέρα, είσαι νεκρή! – Και νεκρή θα σε κυνηγάω. Πάψε να κλαις. Θα χαλάσεις το δέρμα σου…».
Πώς να αντέξει; Πώς να αντέξει χωρίς αυτή τη μάνα που είναι σαν τη φωτιά και την καίει ολόκληρη; Πώς να αντέξει δίχως κάποια για την οποία παραδέχεται: «Μητέρα, σας αγαπώ πιο πολύ νεκρή παρά ζωντανή. Κι όμως, ζωντανή σας λάτρεψα». Ζωντανή τη λάτρεψε, κι ας την κατσάδιαζε πού και πού, κι ας γίνονταν σκληρή μαζί της: «-Μαμά, θέλω με τον Τζέιμς να μοιραστώ τη ζωή μου. -Τη ζωή σου; Η ζωή σου μου ανήκει. Να μοιραστείς τη βλακεία και το άγχος σου».
Πίκρα, γλύκα, πόνο, χαρά και απόγνωση μοιάζουν να στάζουν αυτές οι σελίδες της Καραπάνου, που ομολογεί ότι είναι η βαθιά δυστυχία ίσως αυτή που την ώθησε να γίνει συγγραφέας.
Το «Μαμά», όπως και το άπιαστο «Ναι», είναι σαν μια καρδιά που πάλλεται, πληγώνεται κι αιμορραγεί, ένα βιβλίο που λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους, που δεν κρύβεται πίσω από καθωσπρεπισμούς και συμβάσεις. Άμεσο και συνταραχτικό.

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα

Thursday, July 16, 2009

Michael Connelly – The Last Coyote

 
 Αγορά από το Book Depository

Αυτό είναι ένα από τα παλαιότερα μυθιστορήματα του Μάικλ Κόνελι με πρωταγωνιστή τον αγαπημένο του ήρωα, Χάρι (Ιερώνυμο) Μπος. Και είναι αυτό ακριβώς το βιβλίο που μας δίνει τα περισσότερα στοιχεία για το παρελθόν του ιδιόρρυθμου ντετέκτιβ, για τα πρόσωπα και τα γεγονότα που τον σημάδεψαν.
Όλα αρχίζουν όταν ο Μπος παίρνει υποχρεωτική άδεια μετά από μία υπόθεση που δεν πήγε και τόσο καλά. Κάποιοι μοιάζουν να του την έχουν στημένη στη γωνία και να είναι διατεθειμένοι να κάνουν ό,τι περνά απ’ το χέρι τους για να τον απομακρύνουν από το αστυνομικό σώμα. Ο Μπος, που παρά τον σκληρό του χαρακτήρα και τη φαινομενική του αδυναμία να επιδείξει κάποιου άλλου είδους συναισθήματα πλην της οργής, δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του μακριά από τη δουλειά, κι έτσι θέλοντας και μη, αναγκάζεται να πορευτεί σε δύσβατα για τον ίδιο μονοπάτια. Μονοπάτια που θα τον οδηγήσουν στο χθες και σε ένα καθοριστικό γεγονός που στιγμάτισε την ύπαρξή του: τη δολοφονία της πόρνης μητέρας του.
Με τη βοήθεια της ψυχολόγου, που του επέβαλαν να επισκέπτεται, αρχίζει να βγάζει σιγά-σιγά το ένα μετά το άλλο τα φαντάσματά του από τη ντουλάπα, κάτι που ωστόσο θα τον οδηγήσει σε νέους μπελάδες. Αποφασισμένος καθώς είναι να βρει τη λύση σ’ εκείνο το παλιό έγκλημα, που του στοίχειωσε την ύπαρξη, θα ανασύρει το φάκελό του απ’ τις ανεξιχνίαστες υποθέσεις και θ’ αρχίσει να πολιορκεί τον ένα μετά τον άλλο τους πρωταγωνιστές των ημερών, χρησιμοποιώντας κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο, ζητώντας να μάθει μια αλήθεια που στο τέλος θα αποδειχτεί οδυνηρή.
Καθώς οι αποκαλύψεις θ’ αρχίσουν να έρχονται με τη μορφή χιονοστιβάδας, να διαλύουν τον ένα μετά τον άλλο όλους τους μύθους, και να οδηγούν σε νέα εγκλήματα, απειλές, ανατροπές, το κουβάρι της υπόθεσης θα μοιάζει όλο και περισσότερο να περιπλέκεται, αντί να λύνεται. Ο Μπος νιώθει ότι κάτι του διαφεύγει, μια λεπτομέρεια που θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ποιος; Ποιος το έκανε; Ποιος είχε λόγο να το κάνει; Και τι θα κέρδιζε απ’ αυτό; Διατυπώνει ξανά και ξανά μέσα του αυτά το κλασικά αστυνομικά ερωτήματα, αλλά ματαία.
Ο Κόνελι χρησιμοποιώντας με μαεστρία τις συνήθεις συνταγές και τα γνωστά υλικά, φτιάχνει ένα εκρηκτικό μείγμα – ένα μυθιστόρημα μυστηρίου που καθηλώνει τον αναγνώστη, δίνοντάς του ταυτόχρονα τροφή για σκέψη. Τον κάνει ν’ αναλογιστεί τα τι και τα γιατί που μπορεί να οδηγήσουν κάποιον στο έγκλημα ή και στην παραφροσύνη. Όσο για τον ήρωά του, τον Μπος, μοιάζει σαν το τελευταίο κογιότ του τίτλου. Ένας μοναχικός σκληρός τύπος που δε διστάζει μπροστά σε τίποτα στην προσπάθειά του ν’ αποδώσει, έστω και πολλά χρόνια μετά, δικαιοσύνη.
Ένα ακόμη αξιόλογο θρίλερ από ένα πολύ καλό συγγραφέα.

Tuesday, July 14, 2009

Nick Hornby – About a Boy

 
Αγορά από το Book Depository

Το βιβλίο αυτό το διάβασα σα μια μπαλάντα – μια μπαλάντα διαρκείας. Το ξεκίνησα το πρωί και το τέλειωσα το βράδυ. Η διαδρομή απολαυστική, τα χαμόγελα πολλά, οι σκέψεις ακόμη περισσότερες.
Ο Νικ Χόρνμπι έχει ένα μοναδικό τρόπο να μιλάει για τα γεγονότα και τους ανθρώπους, ένα τρόπο άμεσο, σχεδόν ψιθυριστό. Το «Για ένα αγόρι» θυμίζει σε πολλά το διάσημο High Fidelity. Πρωταγωνιστής και εδώ είναι ένας άντρας που αρνείται να μεγαλώσει. Ο Ουίλ είναι κάποιος που δεν κάνει απολύτως τίποτα στη ζωή του, τίποτα χρήσιμο δηλαδή. Ξοδεύει το χρόνο του ακούγοντας μουσικές, βλέποντας ταινίες, πηγαίνοντας για ψώνια, καπνίζοντας και πίνοντας, αφού δεν έχει κανένα απολύτως λόγο να δουλέψει. Ταυτόχρονα επιδίδεται στη μια επιφανειακή σχέση μετά την άλλη.
Ωστόσο, ο τρόπος ζωής του μοιάζει να τον ικανοποιεί όλο και πιο λίγο. Οι νέες γυναίκες του φαίνονται ρηχές κι οι μεγαλύτερες απρόσιτες. Μέχρι που το μυαλό του κατεβάζει μια φαεινή ιδέα: Γράφεται σ’ ένα σύνδεσμο όπου συμμετέχουν γονείς μονογονεϊκών οικογενειών, με σκοπό να γνωρίσει νέες μητέρες. Για να το κατορθώσει αυτό ωστόσο αναγκάζεται να «εφεύρει» ένα γιο. Το ένα ψέμα οδηγεί στο άλλο, τα γεγονότα, τραγικά και ευτράπελα, ακολουθούν τη δική τους πορεία, και ανατρέπουν ολόκληρη τη ζωή και όλες τις βεβαιότητες του Ουίλ. Το πιο σημαντικό γεγονός, ωστόσο, εκείνο που θα αποδειχτεί καταλύτης, είναι η γνωριμία του με τον Μάρκους, ένα δωδεκάχρονο αγόρι, του οποίου η μητέρα θα κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Ο Μάρκους θα επιβάλει με το έτσι θέλω την παρουσία του στη ζωή του, θα τον κάνει ν’ αλλάξει τρόπο σκέψης, θα προσθέσει χρώμα στην καθημερινότητά του και με την επιμονή του θα τον οδηγήσει σε δρόμους που ποτέ του δεν περίμενε ν’ ακολουθήσει.
Η μουσική, η κατάθλιψη, οι αδιέξοδες σχέσεις, η μοναξιά των μεγαλουπόλεων, η φιλία που γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αποκτηθεί, τα μυστικά και ψέματα που καταστρέφουν τις ζωές, δεν είναι παρά μερικά από τα πολλά θέματα με τα οποία καταπιάνεται σ’ αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας. Και το κάνει με τρόπο σχεδόν ανάλαφρο, παιχνιδιάρικα ειρωνικό, θέλοντας προφανώς να δείξει ότι όπου υπάρχει η θέληση υπάρχει και ο τρόπος. Το «Για ένα αγόρι» είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί και στο τέλος-τέλος αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση πίσω του, αλλά κι ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Εξαιρετικό!

Wednesday, July 8, 2009

Banana Yoshimoto – Asleep

 
 Αγορά από το Book Depository

Η Μπανάνα Γιοσιμότο είναι η πλέον αγαπημένη μου από τις γιαπωνέζες συγγραφείς, απλά και μόνο επειδή οι ιστορίες της είναι απλές, ουσιαστικές και βαθιά ανθρώπινες. Με εξαίρεση το εξαιρετικό Άμριτα, που θα παρουσιάσω κάποια στιγμή στο μέλλον, όλα τα υπόλοιπα βιβλία της είναι ολιγοσέλιδα καθώς αποτελούνται από διηγήματα και μικρές νουβέλες.
Ολιγοσέλιδο είναι και το Asleep που περιλαμβάνει τρεις ιστορίες, τις οποίες διατρέχει η αίσθηση της απώλειας, η μοναξιά, αλλά και κάποια φυσήματα αισιοδοξίας, αφού οι πρωταγωνιστές του μοιάζουν να θέλουν να μας πουν ότι η ζωή δεν τελειώνει με το θάνατο κάποιου, αλλά συνεχίζεται, ίδια μα διαφορετική, πιο φτωχή μα στο βάθος πλούσια.
Και σ’ αυτά τα διηγήματα τους πιο σημαντικούς ρόλους διαδραματίζουν οι γυναίκες. Οι γυναίκες της Γιοσιμότο. Τι θέλω να πω μ’ αυτό το τελευταίο; Όποιος έχει διαβάσει κάποια από τα βιβλία της θα καταλάβει, οι υπόλοιποι ας αρκεστούν στο πιο κάτω: οι γυναίκες της συγγραφέως κάθε άλλο από συνηθισμένες είναι. Πρόκειται για γυναίκες που μοιάζουν να ζουν μέσα στο κεφάλι τους, να βιώνουν με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο τη ζωή, να επικοινωνούν με τα πνεύματα.
Έτσι στην πρώτη ιστορία, το Night and Night’s Travelers, διαβάζουμε για το θάνατο ενός ερωμένου και αδελφού, κάποιου που σκορπούσε πάντα χαρά στο πέρασμά του και για τις γυναίκες που άφησε πίσω του: μια αμερικάνα στις ΗΠΑ, που παντρεύτηκε τελικά κάποιον άλλο άντρα, μα που της σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή, την αδελφή του, που μας αφηγείται τα γεγονότα, και την ξαδέλφη τους τη Μαρί, με την οποία είχε τρελά ερωτευτεί. Η τελευταία είναι εκείνη που μοιάζει να τον έχει γνωρίσει περισσότερο από κάθε άλλη, αφού η παρουσία του φαίνεται να τη στοιχειώνει ακόμη, κάνοντάς την να νιώθει πράγματα, που η κοινή λογική δεν μπορεί να εξηγήσει.
Το μεταφυσικό στοιχείο είναι εκείνο που κυριαρχεί στο Love Songs. Εδώ έχουμε την ιστορία μιας νέας γυναίκας, που έζησε μαζί με κάποια άλλη για καιρό στη σκιά ενός κοινού εραστή, μέσα στο ίδιο σπίτι, τρέφοντας το εγώ τους με μια κοινή αντιπάθεια. Μέχρι που τις εγκατέλειψε. Τότε, θέλοντας και μη, ακολούθησε η καθεμιά το δικό της δρόμο. Η μια έφυγε στο εξωτερικό κι η άλλη παρέμεινε εκεί, να γλύφει τις πληγές και να πίνει καθημερινά μέχρι τελικής πτώσης, αφού όπως υποστηρίζει, αν δεν πιει δεν μπορεί να κοιμηθεί. Το παρελθόν ωστόσο εξακολουθεί να τη στοιχειώνει, καθώς πού και πού ακούει στον ύπνο της το τραγούδι των νεκρών. Ή μάλλον της νεκρής. Ένα τραγούδι που ηχεί εκκωφαντικά μέσα της και δεν την αφήνει να γαληνέψει. Ακολουθώντας, λοιπόν, τη συμβουλή ενός φίλου της επισκέπτεται ένα μάγο ή τσαρλατάνο, ο οποίος τη βοηθά μέσω μιας εξωσωματικής εμπειρίας να συνομιλήσει με το φάντασμα, που δεν είναι άλλο από την αντίζηλό της.
Το Asleep τέλος είναι η ιστορία ενός παράνομου έρωτα. Ή, ίσως όχι και τόσο παράνομου αφού η γυναίκα του εραστή βρίσκεται σε κώμα. Η ηρωίδα του, από τον καιρό που έμεινε χωρίς δουλειά, αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα: κοιμάται όλο και πιο πολύ. Και το κακό είναι ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι για να το αλλάξει αυτό. Τα μάτια κλείνουν μόνα τους, με κάθε ευκαιρία, και δεν ανοίγουν με τίποτα, εκτός όταν της τηλεφωνεί ο εραστής της. Αλλά κι αυτό μόνο στην αρχή, αφού στη συνέχεια η κατάσταση θα φτάσει στο απροχώρητο και θα πάψει να απαντά ακόμη και τα δικά του τηλεφωνήματα, αφού της είναι αδύνατο να ξυπνήσει. Μέρα με τη μέρα μοιάζει να πλησιάζει επικίνδυνα τα όρια της απελπισίας, καθώς νιώθει τη ζωή γοργά να την προσπερνά και να χάνεται. Από το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει έρχεται να τη βγάλει ένας από μηχανής θεός, σε μια συνάντηση που μοιάζει βγαλμένη από κάποιο παραμύθι. Ζωή, θάνατος, λύπη, χαρά, επιθυμία και λύτρωση, αυτές είναι οι λέξεις-κλειδιά σ’ αυτή την ιστορία.
Τρεις ακόμη όμορφες ψηφίδες στο υπέροχο λογοτεχνικό μωσαϊκό της καλής συγγραφέως.