Sunday, March 28, 2010

Σώτη Τριανταφύλλου: «Έχω συνηθίσει τα αυγά και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις»

Τη Σώτη Τριανταφύλλου τη διαβάζω εδώ και χρόνια και μπορώ να μου πω ότι μου αρέσει για διάφορους λόγους: τα βιβλία της αποπνέουν ελευθερία, οι ήρωές της είναι ανθρώπινοι με όλα τα λάθη και τα πάθη τους και ταξιδεύουν πολύ, και η ίδια δε διστάζει ποτέ να πει τη γνώμη της, προκαλώντας πολλές φορές αναταραχές στα λιμνάζοντα νερά των λογοτεχνικών κύκλων, στους οποίους άλλωστε δεν ανήκει.
Αφορμή γι’ αυτή τη συνέντευξη στάθηκε η μυθιστορηματική της αυτοβιογραφία με τίτλο «Ο χρόνος πάλι» που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Σ’ αυτή μας μιλά για κάποια πράγματα που γνωρίζαμε ήδη από τα προηγούμενα γραπτά της, σχολιάζει ανθρώπους και καταστάσεις, μιλά για τους ήρωες και το Παρισάκι της, για την πολιτική, και για την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια, το ανόσιο τρίπτυχό της. Θέλοντας να δώσουμε στη συζήτηση που ακολουθεί ένα αλλιώτικο χρώμα αποφασίσαμε να στηρίξουμε τις ερωτήσεις μας, κατά κύριο λόγο, σε κάποιες από τις ατάκες αυτού του βιβλίου, που κάπου μοιάζει σαν το δικό της προσωπικό μανιφέστο.

Κάτι μου λέει ότι ζητούσες πώς και πώς να γράψεις ένα βιβλίο σαν κι αυτό. Ή όχι;

Nαι, μάλλον. Λόγω της ηλικίας μου...Στα πενήντα οι άνθρωποι κάνουν απολογισμούς, κοντοστέκονται λιγάκι... Επίσης, μιας και οι πρεσβύτεροι έχουν φύγει από τη ζωή μπορούν να είναι απολύτως ειλικρινείς χωρίς να κινδυνεύουν να πληγώσουν ανθρώπους.

Το «εκστατικά ευτυχισμένη» είναι η αγαπημένη σου έκφραση; Τη συναντάμε και σε άλλα βιβλία σου.

Είναι μια από τις αγαπημένες μου εκφράσεις: έχω κι άλλες... (“Τέλεια, όλα τέλεια!” “Σε πλήρη άνθηση!” κτλ). Πιστεύω πολύ στην ανθρώπινη ευτυχία. Στο ότι, δηλαδή, είναι εφικτή και μάλιστα όχι με πολύ δύσκολο τρόπο.

Τι σου έφταιξε το ΚΚΕ και το βαράς συνέχεια;

Ξέρω πολύ καλά τους κύκλους του ΚΚΕ από παιδί: γεννήθηκα και μεγάλωσα σ' αυτό το περιβάλλον. Πέρασα λίγο καιρό στην ΚΝΕ όταν ήμουν πολύ νέα, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης: βρισκόμουν σε διαρκή σύγκρουση μ' αυτούς τους ανθρώπους...'Ήταν η χειρότερη περίοδος της ζωής μου... Θεωρώ το ΚΚΕ αντιδημοκρατικό κόμμα, τρομακτικά συντηρητικό και στενοκέφαλο, οπισθοδρομικό και ψευδολόγο σχετικά με την ίδια του την ιστορία, το παρόν του και το μέλλον.

Αν λάβεις υπόψη αυτά που γράφεις εδώ για την επίσημη αριστερά σε ξένισαν οι αντιδράσεις με τ’ αυγά;

Όχι, δεν με ξενίζουν τέτοιες εκδηλώσεις. Έχω συνηθίσει και είμαι πολύ σκληραγωγημένη. Μέσα στο βιβλίο “Ο χρόνος πάλι” υπάρχει ένα “αντικομουνιστικό” άρθρο που έγραψα για το περιοδικό “Αντί” στα τέλη του 1989. Θέλω να πω, δεν είμαι καινούργια σ' αυτή την πολιτική αντιπαράθεση.

Αν δεν υπήρχαν τα βιβλία όντως θα είχες πεθάνει; Ποια είναι η σχέση σου μαζί τους σήμερα;

Διαβάζω διαρκώς και βλέπω πολλές ταινίες. Τα βιβλία, ο κινηματογράφος και το ροκ εντ ρολ συνιστούν μεγάλο μέρος της ζωής μου. Τα βιβλία με βοήθησαν να γίνω ελεύθερος άνθρωπος. Υπό αυτή την έννοια μου έσωσαν τη ζωή. Επίσης μου τη σώζουν καθημερινά γιατί με κάνουν να σχεδιάζω μακροπρόθεσμα: έχω βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου να διαβάσω μια ολόκληρη βιβλιοθήκη προτού πεθάνω. Και να μάθω κάμποσα πράγματα που δεν ξέρω.

Πρέπει οπωσδήποτε να αποφεύγουμε να γίνουμε σαν τη μαμά; Να επαναλαμβάνουμε όλοι σα μάντρα μέσα μας: Δε θέλω να γίνω σαν εσένα;

Δεν ήθελα να γίνω σαν τη δική μου μαμά, δεν ξέρω για τις μαμάδες των άλλων...Προφανώς υπάρχουν μαμάδες-πρότυπα, αλλά δεν αισθανόμουν τόσο τυχερή. Τουλάχιστον έτσι σημειώνω στο “Ο χρόνος πάλι” καθώς περιγράφω την οικογένειά μου και τα εφηβικά μου χρόνια. Ήθελα να γίνω, όπως είπα πριν, ελεύθερος άνθρωπος. Η μητέρα μου δεν ήταν ελεύθερος άνθρωπος. Κανείς απ' όσους με περιέβαλλαν δεν ήταν ελεύθερος άνθρωπος. Ήταν απαραίτητο να αναζητήσω αλλού πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς.

Τα δεσμά της οικογένειας είναι τα χειρότερα και οι χειρότεροι εχθροί μας είναι η οικογένειά μας, όπως λέει και ο Μπλέικ;

Ο χειρότερος εχθρός μας είναι ο εαυτός μας: ακούγεται σαν τη χονδροειδέστερη κοινοτοπία, αλλά, πράγματι, δεν μας φταίει κανείς για τίποτα. Οι άνθρωποι διαθέτουν ευκαιρίες επιλογής, αυτό που ονομάζουμε ελεύθερη βούληση. Ό,τι κι αν έχει συμβεί στην οικογένεια διορθώνεται. Ό,τι κι αν έχει συμβεί γενικά διορθώνεται.

Η Ελλάδα είναι ένα νεκροταφείο ιδεών, ένα σκουληκιασμένο κεράσι; Δεν έχει σωτηρία;

Προσπαθώ να βλέπω τη θετική πλευρά και τις ρωγμές της πραγματικότητας... Είμαστε μια κοινωνία χωρίς ήθος, οι αξίες είναι είτε ανύπαρκτες, είτε αντεστραμμένες.

Εξακολουθείς να χορεύεις το κροκοδειλορόκ;

Α ναι, βέβαια. Μεγαλώνω μαζί με τον Έλτον Τζον και τον Μικ Τζάγκερ: τους αναφέρω επειδή χορεύουν κι αυτοί το κροκοδειλορόκ.

Οι περισσότερες γυναίκες, φεμινίστριες και μη, μεταμορφώθηκαν όντως στη μάνα τους; Γιατί πιστεύεις ότι έγινε αυτό;

Ο κόσμος είναι γεμάτος από δυσαρεστημένους ανθρώπους -γυναίκες και άντρες- που θα ήθελαν να έχουν ζήσει αλλιώς τη ζωή τους. Κι από μερικούς που βυθίζονται στην αυταρέσκεια. Έτσι είναι φτιαγμένος ο κόσμος...

Η γλυκιά πλήξη εσένα δε σου πάει; Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι είναι αντεπαναστατική; Αυτή είναι άραγε που ορίζει τις ζωές μας σήμερα;

Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι δεν πλήττω εύκολα. Όταν πλήττω, αλλάζω αυτό που κάνω, δοκιμάζω κάτι καινούργιο.

Εξακολουθούμε να επαναστατούμε υπό όρους. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Φόβος, επιρρέπεια στην ασφάλεια, έλλειψη περιπετειώδους πνεύματος...Δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, δεβαριεσισμός, ηττοπάθεια...

Ο αδελφός σου έγινε κομφορμιστής κι εσύ έγινες εσύ. Δε συλλαμβάνεις τον εαυτό σου πού και πού να σκέφτεται ότι θα ήθελε να ακολουθήσει το δρόμο του αδελφού; Γιατί όχι;

Α, όχι, με τίποτα! Δεν θα μπορούσα να είμαι στέλεχος του ΚΚΕ, επιχειρηματίας και οικογενειάρχης! Δεν θα ήμουν εγώ, θα ήταν κάποιος άλλος. Ο κάθε άνθρωπος κάνει τις δικές του επιλογές: δεν μπορούμε να εξελισσόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο...Κι αυτό φαίνεται, νομίζω, από νωρίς στη ζωή.

Ο έρωτας και η αρρώστια σε κάνουν ενήλικο άνθρωπο. Εσύ τα κατάφερες ή έμεινες μια αιώνια έφηβη;

Είμαι ενήλικη υπό την έννοια ότι μπορεί κανείς να μου έχει απόλυτη εμπιστοσύνη. Επίσης, είμαι ενήλικη διότι δεν είμαι παιδί κανενός: κανείς δεν με προστατεύει, κανείς δεν με καθοδηγεί, είμαι, όπως είπα, ανεξάρτητη και έχω την ευθύνη του εαυτού μου από 18 ετών.

Οι άντρες θέλουν να πέσουν στην αγκαλιά των γυναικών αλλά όχι στα χέρια τους. Οικουμενική αυτή η αλήθεια;

Και το αντίστροφο... Τα φύλα κακομεταχειρίζονται το ένα το άλλο.

Εξακολουθείς να πιστεύεις ότι οι μπήτνικς ήταν μέτριοι συγγραφείς; Το ρωτώ αυτό επειδή κάποιοι συνεχίζουν να σε ταυτίζουν μ’ εκείνους.

Οι ποιητές και όσοι βρίσκονται στις παρυφές -ο Ορλόφσκι, ο Ρέξροθ- ήταν μεγάλοι ανανεωτές της αμερικανικής λογοτεχνίας. Ο Γκίνσμπεργκ επίσης... Αλλά, για παράδειγμα, ο Κέρουακ δεν έφτασε ποτέ ξανά στο επίπεδο του “Στον δρόμο”... Το “Στον δρόμο” είναι κλασικό μυθιστόρημα που καθρεφτίζει τον εικοστό αιώνα.

Η ζωή είναι όντως ένα αστείο σε μεγέθυνση και όχι μια τραγωδία, όπως υποστηρίζουν οι περισσότεροι;

Δεν καταφέρνω να δω τη ζωή σαν τραγωδία. Καμιά φορά, πράγματι με πιάνει κλαυσίγελος...

Τα ψέματα είναι μια μορφή καλοσύνης. Τα ψέματα μας προστατεύουν από αβάσταχτα γεγονότα. Μήπως όμως μας εμποδίζουν να δούμε και την πραγματικότητα όπως ακριβώς είναι;

Μέρος της ευγενικής συμπεριφοράς είναι η αποφυγή οδυνηρών θεμάτων, κρίσεων και επικρίσεων. Για να ζούμε σε σύνολο με σχετική αρμονία πρέπει να μάθουμε να είμαστε ειλικρινείς και να εκφράζουμε τα αισθήματά μας βάση κάποιου πρωτοκόλλου. Η χωρίς πρωτόκολλο συμπεριφορά είναι ηθικά απαράδεκτη.

Το καλό με το γράψιμο: όταν γράφεις, κανείς δεν σε διακόπτει αλλάζοντας ξαφνικά θέμα. Τελικά γι’ αυτό γράφεις; Και μήπως, ρωτώ, οι άνθρωποι τώρα πια ξέρουν μόνο να μιλούν και όχι να συζητάνε;

Ποτέ δεν ήξεραν να συζητούν. Γύρω μας ακούγονται φωνασκίες...όχι συνομιλίες.

Πρέπει στ’ αλήθεια η λογοτεχνία να ανασκευάσει τη μη ικανοποιητική πραγματικότητα;

Δεν προκύπτουν μυθιστορήματα από την εξιστόρηση της απλής καθημερινότητας...Η καθημερινότητα είναι κατώτερη της λογοτεχνίας. Εμείς είμαστε φτωχότεροι από τους ήρωες που δημιουργούμε.

Το μειονέκτημα της αθεΐας είναι ότι ξέρεις πως οι κακοί δεν θα τιμωρηθούν στον άλλο κόσμο. Σε πληγώνει αυτό;

Τι να κάνουμε... Η αθεΐα έχει κάμποσα μειονεκτήματα: ξέρεις ότι θα επιστρέψεις στην ανυπαρξία...Δεν είναι εύκολο να αποδεχτείς το απόλυτο τίποτα. Όσο για τους “κακούς” τρώγονται από την ίδια τους την κακία. Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι “κακοί”. Εξάλλου, το μίσος, όπως λέει ο Κινέζος σοφός στα “Κινέζικα κουτιά” είναι δαπάνη ενέργειας.

Έγραψες ξανά και ξανά ιστορίες που λαμβάνουν χώρα στις ΗΠΑ, την Αγγλία, την Αφρική. Πώς έτυχε και δεν ασχολήθηκες ποτέ στο παρελθόν εκτεταμένα με το Παρισάκι, όπου πέρασες και περνάς ένα μεγάλο μέρος της ζωής σου;

Έχω γράψει κάμποσα διηγήματα, όπως αυτό που περιλαμβάνεται στο “Ο χρόνος πάλι”, με τίτλο “Μικόλ”. Παρά τα τριάντα χρόνια πέρα-δώθε στο Παρίσι δεν έχω καταφέρει να ενσωματωθώ στη γαλλική κοινωνία. Δεν συμπαθώ τους Γάλλους, παρότι με φιλοξενούν στη χώρα τους. Συμβαίνουν αυτά...Κι εμείς στην Ελλάδα φιλοξενούμε ανθρώπους που δεν μας συμπαθούν: πρέπει να αναρωτιόμαστε γιατί...

Κάπου διάβασα ότι: «Μ’ αυτό το βιβλίο η Σώτη επέστρεψε…» Χαμογέλασα. Απέκτησες κι εσύ τους purists σου;

Ο καθένας λέει τα δικά του. Κι εγώ λέω τα δικά μου.

Λάκης Φουρουκλάς
Δημοσιεύθηκε στην κυπριακή εφημερίδα "Αλήθεια"

Tuesday, March 23, 2010

Αντώνης Σουρούνης – Το μονοπάτι στη θάλασσα

Τι να γράψει κανείς για ένα βιβλίο σαν κι αυτό; Τι να γράψει και να μην το αδικήσει εννοώ; Λόγω των συνεχόμενων απουσιών στο εξωτερικό αυτό το αριστούργημα το πήρα στα χέρια μου πριν λίγες μόλις μέρες και το καταβρόχθισα. Ρούφηξα σκηνή τη σκηνή, αστείο το αστείο, δράμα το δράμα, την κάθε σελίδα του και το άφησα με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Ναι, ο Σουρούνης είναι μεγάλος μάστορας, ένας παραμυθάς των μοντέρνων καιρών που πιάνει τον αναγνώστη από το λαιμό από την πρώτη σελίδα και δεν τον αφήνει να ανασάνει μέχρι την τελευταία. Που τον αναγκάζει να διαβεί λέξη τη λέξη τα μονοπάτια των σκέψεων και των αναμνήσεών του, κάνοντάς τες δικές του, ένα κομμάτι από τη δική του ζωή. Η οδός Μουσών όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα που περιγράφει είναι ένας ολόκληρος κόσμος από μόνη της, ένας κόσμος που συνεχώς αλλάζει μα παραμένει ο ίδιος -όπως οι δύο παπά-Γιώργηδες, με το ίδιο όνομα, αλλά τόσο διαφορετικοί- ένας κόσμος που ορίζουν οι γριές και τα παιδιά, το χθες και το σήμερα.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που θα μπορούσαν να αναπλάσουν με τόση απλότητα και τόση πειστικότητα το χθες, χωρίς αμπελοφιλοσοφίες, με ένα βλέμμα παιδικό, που όλα τα βλέπει μα λίγα καταλαβαίνει αρχικά, μ’ ένα βλέμμα που σιγά-σιγά αρχίζει να χάνει την αθωότητα, αλλά όχι την ανθρωπιά του. Την ανθρωπιά του, γιατί ναι, ένα βιβλίο για τους ανθρώπους είναι το «Μονοπάτι στη θάλασσα»: για τους πρόσφυγες, για τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους, για τους αντάρτες και τους δωσίλογους, γι’ αυτούς που δεν ξέρουν την αλφαβήτα, αλλά που μπορούν άνετα να διαβάζουν τα μελλούμενα.
Οι χαρακτήρες που έχουμε εδώ είναι πλούσιοι, πολύχρωμοι: ο μικρός Αντώνης που δεινοπαθεί μέχρι να μάθει να προφέρει το ρ, οι φίλοι του που ο ένας ξεπερνά τον άλλο σε ζαβολιές, η καλή του η μάνα που δεν κουράζεται να ράβει ρούχα, ο πατέρας του που χάνει τη μια δουλειά μετά από την άλλη, οι θείοι του οι έμποροι και ο άλλος, ο χαφιές, ο θυμόσοφος παππούς, κι εκείνη η γιαγιά που μοιάζει στο πρόσωπό της να συγκεντρώνει τον κόσμο όλο. Ο αφηγητής, με την παιδική ματιά και την παραμυθητική διάθεση, δε φαίνεται να νοσταλγεί τον κόσμο εκείνο, που ολοκληρωτικά πια χάθηκε, αλλά να τον αναπλάθει: να του δίνει τη δική του φωνή, να το χρωματίζει με τα δικά του χρώματα. Ναι, τίποτα δεν έμεινε το ίδιο, αλλά τα πράγματα καθόλου δεν άλλαξαν: οι φίλοι παρέμειναν φίλοι κι ακόμη κόβουν βόλτες στα στενά του Κουλέ Καφέ, πίνουν τα τσίπουρά τους, καλαμπουρίζουν, βγάζουν τη γλώσσα ακόμη και στο θάνατο.
Δε θα σας μεταφέρω ατάκες και περιστατικά, δε θα σας μιλήσω καν για τα γεγονότα που αφηγείται ο συγγραφέας. Θα πω μονάχα ότι αυτό είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσετε. Για να θυμηθείτε ίσως τα δικά σας παιδικά χρόνια, για να γελάσετε με την καρδιά σας, για να αναλογιστείτε ποια είναι εκείνα τα πράγματα που τελικά αξίζουν στη ζωή. Ο Αντωνάκης Σουδούνης, με τον ιδιαίτερο δικό του τρόπο, έχει πολλά να σας πει. Ακούστε τη φωνή του.

Thursday, March 18, 2010

Neil Gaiman – M is for Magic

 
 Αγορά από το Book Depository

Ο Νιλ Γκέιμαν είναι ένας από εκείνους τους πολυάσχολους ανθρώπους που καταπιάνονται με πολλά, αλλά συγγενικά πράγματα την ίδια ώρα. Συγγραφέας για παιδιά και ενήλικους, σεναριογράφος, συγγραφέας κόμικς, κινηματογραφιστής, είναι ένα από αυτά τα άτομα που μέρα με τη μέρα κάνουν όλο και πιο αισθητή την παρουσία τους σε διάφορες μορφές τέχνης, και που θεωρούνται ότι θα αφήσουν πίσω τους εποχή. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι γνωστός στην Ελλάδα, και δεν έχω το χρόνο για να το ψάξω κιόλας τώρα, αλλά όσο να ’ναι κάποιοι θα έχουν ακούσει το όνομά του αφού αυτός ο κύριος είναι υπεύθυνος για το θάνατο του… Μπάτμαν.
Αλλά, ας περάσουμε στο βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας. Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων φαντασίας, που απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε παιδιά και (αιώνιους) έφηβους.
Η πρώτη ιστορία το The case of the four and twenty blackbirds θυμίζει κάπου αστυνομικό του Χάμετ. Μια γυναίκα προσλαμβάνει ένα ντετέκτιβ για να βρει το δολοφόνο του φερόμενου ως αδελφού της, αλλά και για να επανακτήσει κάποιες φωτογραφίες που της έκλεψαν. Διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστά, όπως κάθε καλή αστυνομική ιστορία.
Troll bridge είναι ο τίτλος του δεύτερου διηγήματος, κι αυτός τα λέει όλα. Ένα αγόρι συναντά ένα Τρολ δίπλα σ’ ένα γεφύρι, που απειλεί να του ρουφήξει τη ζωή, αλλά του ξεφεύγει. Το ίδιο συμβαίνει και τη δεύτερη φορά που το συναντά, έφηβος πια. Η τρίτη όμως θα αποδειχτεί και η φαρμακερή.
Η πιο τρομακτική ίσως ιστορία της συλλογής είναι το Don’t ask Jack. Σ’ αυτή ένα παιχνίδι ζωντανεύει κάθε βράδυ και λέει στα παιδιά που τους ανήκει κάτι παράξενες ιστορίες, που στο τέλος θα φτάσουν να καθορίσουν τις ζωές τους. Ένα απ’ αυτά τρελαίνεται, άλλα ανατριχιάζουν στην ανάμνησή του, και το σπίτι όπου μεγάλωσαν, στοιχειωμένο πια, παραμένει άδειο κι έρημο.
Το How to sell the Ponti Bridge είναι μια ευχάριστη ιστορία με θέμα την ανθρώπινη απληστία. Κάποιοι γνωστοί απατεώνες συναντιόνται συχνά-πυκνά στη Λέσχη των Μόρτηδων και αφηγούνται τα κατορθώματά τους. Όλοι νομίζουν ότι είναι οι καλύτεροι μέχρι που κάποιος άγνωστος τους αφηγείται πώς κατάφερε να πωλήσει τη γέφυρα της πόλης, που είναι φτιαγμένη από πολύτιμους λίθους, και να τη βγάλει καθαρή, αφού κανένα από τα θύματά του δεν ήταν πρόθυμο να ομολογήσει τη βλακεία του.
Μια ιστοριούλα με πρωταγωνιστές τους μήνες είναι το October in the chair. Σ’ αυτή οι μήνες κάθονται γύρω από τη φωτιά, γκρινιάζουν και συζητάνε, μέχρι που φτάνει η σειρά του Οκτώβρη να πει μια ιστορία. Τους μιλάει για ένα αγόρι που τον φωνάζουν Στούμπο, το οποίο, πληγωμένο από τη συμπεριφορά των άλλων, το σκάει απ’ το σπίτι και ξεκινά μια περιπλάνηση, που στο τέλος της μέρας θα το φέρει σ’ ένα στάβλο. Εκεί θα γνωρίσει τον Αγαπούλα, ένα αγόρι φάντασμα.
Πολύ διασκεδαστικό είναι το Chivalry. Είναι η ιστορία της κυρίας Γουίτακερ, που αγοράζει από ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα το… Άγιο Δισκοπότηρο, αφού ταιριάζει με τη διακόσμηση του σπιτιού της! Την επομένη καταφθάνει στο σπίτι της ένας ιππότης του Αρθούρου και γιος του Λάνσελοτ, ο οποίος θέλει να το πάρει δίνοντάς της σαν αντάλλαγμα ένα πολύτιμο σπαθί, αλλά αυτή δε δέχεται. Κάποτε επιστρέφει ξανά προσφέροντάς της τη Φιλοσοφική Λίθο, το Αυγό του Φοίνικα και ένα από τα Μήλα των Εσπερίδων, και η συμφωνία κλείνεται. Ωστόσο δεν παίρνει το τελευταίο αφού μάλλον θα ήταν πειρασμός για μια γυναίκα της ηλικίας της. Όταν αναχωρεί ο ιππότης η κυρία Γουίτακερ επιστρέφει στο μαγαζί με τα μεταχειρισμένα προϊόντα, όπου ανακαλύπτει το Λυχνάρι του Αλλαδίν, το οποίο δεν αγοράζει, αφού δεν ταιριάζει με τη διακόσμηση του σπιτιού της.
Το The price είναι μια τρομακτική ιστορία για το τίμημα που πρέπει να πληρώσει ένας γάτος για να προστατεύσει την οικογένεια που τον φιλοξενεί, καθώς κάθε νύχτα είναι αναγκασμένος να παλέψει με τον ίδιο το διάβολο.
Δυο νεαροί καταφθάνουν στο λάθος πάρτι, σ’ ένα χώρο που συμβαίνουν τα πιο παράξενα πράγματα, στο διήγημα How to talk to girls at parties. Ο πιο ντροπαλός από τους δύο γνωρίζει στην αρχή ένα κορίτσι που στο ένα χέρι έχει έξι δάκτυλα, μετά κάποια της οποίας λείπει ένα μπροστινό δόντι και που μιλά με ένα… εξωπραγματικό τρόπο, και τέλος ένα κορίτσι που είναι ποίημα. Σ’ αυτή την ιστορία υπάρχουν πολλές αναφορές στην αρχαία Ελλάδα.
Στο Κλαμπ του Επίκουρου συναντιόνται εδώ και γενιές τα μέλη μιας εκλεκτής συντροφιάς, που έχει σαν κύριο μέλημά της το φαγητό. Συζητούν ξανά και ξανά γι’ αυτά που έφαγαν, μέχρι που κάποια μέρα φτάνουν στο οδυνηρό συμπέρασμα ότι δεν έμεινε πια τίποτα να δοκιμάσουν. Ωστόσο, κάποιος τους διαψεύδει αφού τους λέει ότι δε γεύτηκαν ακόμη το Πουλί του Ήλιου, το Sunbird του τίτλου. Οργανώνουν λοιπόν μια αποστολή στην Αίγυπτο για να το βρουν.
Ένα αγόρι που είναι ζωντανό, αλλά ωστόσο μεγάλωσε στο νεκροταφείο παρέα με τα φαντάσματα των νεκρών, αναγκάζεται για πρώτη φορά στη ζωή του να βγει στην πόλη, αφού έχει να φέρει εις πέρας μια επικίνδυνη, μα πολύ σημαντική για το ίδιο αποστολή: να εξασφαλίσει μια ταφόπετρα για τη μάγισσα φίλη του, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος, The witch’s tombstone.
Instructions είναι ο τίτλος του πεζού ποιήματος με το οποίο κλείνει η συλλογή, και που ουσιαστικά αποτελεί μια περίληψη για τα περιεχόμενά του.
Ένα απολαυστικό βιβλίο που μας ταξίδεψε μαγικά στους κόσμους της φαντασίας.

Monday, March 15, 2010

Γαλάτεια Καζαντζάκη – Ο κόσμος που πεθαίνει και ο κόσμος που έρχεται

Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που διάβασα Γαλάτεια Καζαντζάκη – από τότε δηλαδή που έφτιαξα την ιστοσελίδα που φέρει το όνομά της. Ωστόσο, πριν πιάσω ακόμη στα χέρια μου αυτό το βιβλίο θυμόμουνα καλά κάποιες από τις ιστορίες της: ιστορίες που έσταζαν αγάπη για τον άνθρωπο, πικρία για την ανθρώπινη μικρότητα και την ατελείωτη κακία. Κάποιες -λίγες- απ’ αυτές περιλαμβάνονται σ’ αυτή την εξαιρετική συλλογή, οι περισσότερες όχι. Η ουσία ωστόσο παραμένει η ίδια: Η Γαλάτεια Καζαντζάκη είναι μία από εκείνες τις γυναίκες τις ξεχωριστές, που γεννήθηκαν πρόωρα, που έζησαν έντονα, που αγάπησαν πολύ τους ανθρώπους και τα πάθη τους. Ανθρωπισμό και παράπονο, μοιάζουν να αναβλύζουν και τα κείμενα που συναντάμε εδώ. Αλλά ας πάρουμε τα διηγήματα ένα-ένα:

Ο κόσμος που πεθαίνει κι ο κόσμος που έρχεται: Αυτή είναι η ιστορία της Κλειώς και του Αλέκου. Τους δύο ενώνει ένας μεγάλος έρωτας και χωρίζουν τεράστιες διαφορές. Η πρώτη, μια κομμουνίστρια, διατεθειμένη να δώσει τα πάντα για τον αγώνα, για τους συντρόφους της, για ένα καλύτερο αύριο, ο δεύτερος ένας βολεμένος αστός, που δε μοιάζει να χρειάζεται τίποτ’ άλλο πέρα από τον έρωτά της. Η σύγκρουση αναπόφευκτη και η κατάληξη τραγική.

11 π.μ. -1 μ.μ: Στον κόσμο που ζούμε η προστυχιά είναι ο κανόνας, λέει ο κύριος διευθυντής του υπουργείου στη Νίνα, μια νέα κοπέλα που διορίζεται σε μια θέση, και δέχεται σεξουαλική παρενόχληση από τον πρώτο. Τα χρόνια πέρασαν, οι καιροί άλλαξαν, αλλά ο κανόνας παραμένει ο ίδιος.

«Βίλα Βικτωρία»: «Η Βικτωρία ήταν οπισθοδρομική από ιδιοσυγκρασία. Ανήκε στον κόσμο που πεθαίνει». Βασανισμένη ψυχή η Βικτωρία. Παντρεμένη μ’ ένα μονόχνοτο άντρα, πάντα κλεισμένο στον εαυτό του, δεν περιμένει να δει χαρά στον κόσμο ετούτο. Και δε βλέπει. Χαρά βλέπει ο κ. Αριστείδης, ο άντρας της, που μοιάζει ξαφνικά να βγαίνει στο φως του κόσμου, όταν η νέα τους γειτόνισσα, η Μουζάκαινα με το όνομα, του δίνει να βαφτίσει την κόρη της. Μια κόρη που ουσιαστικά θα μεγαλώσει ο ίδιος κι απ’ την οποία θα πάρει της ζωής του τις μεγαλύτερες χαρές. Ωστόσο, όπως λέει και το άσμα, ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο…

Ο γάμος της Αργυρούλας: Το πιο σκληρό διήγημα της συλλογής. Η Αργυρούλα παντρεύεται από ανάγκη ένα γέρο δικαστικό, που έχει μόνο ένα χέρι, για να σώσει την οικογένειά της από τη φτώχεια. Ωστόσο εκείνος δεν κρατάει το λόγο του και δε βοηθά τους δικούς της, με αποτέλεσμα η καημένη η κοπέλα να γίνει πιο δυστυχισμένη από ποτέ. Όταν μένει έγκυος αποφασίζει να πάρει την εκδίκησή της, αλλά…

Το κρίμα της Φωτεινής: Το κρίμα της Φωτεινής ήταν η αυταρέσκειά της. Ήταν τόσο όμορφη που κανείς νέος στο χωριό δεν έκανε για την αρχοντιά της. Όλους τους έβλεπε αφ’ υψηλού, όλους τους απέρριπτε, μέχρι που ο… διάβολος έριξε στην στράτα της ένα ξάδελφο ομορφάντρα που είχε χρόνια να δει, τον οποίο και ερωτεύτηκε, οδηγώντας έτσι τον εαυτό της στα μονοπάτια της καταστροφής.

Ναυάγια: Η Νίνα είναι μια καλοσπουδαγμένη αλλά φτωχή νέα, που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα στη ζωή κάνοντας μεταφράσεις. Ωστόσο δυσκολεύεται να τα φέρει βόλτα κι έτσι αναγκάζεται να βάλει μέσο με ένα γνωστό της βουλευτή για να διοριστεί στην τράπεζα. Η θέση που παίρνει τελικά δεν είναι αυτή που θέλει, ενώ και τα λεφτά είναι λίγα. Κινείται από αδιέξοδο σε αδιέξοδο.

«Κοινωνική πρόνοια»: Μια από τις καλύτερες και τις πιο λυπημένες ιστορίες. Κάποιες μεγαλοκυρίες επισκέπτονται ένα οίκο ανοχής για να πάρουν το μωρό μιας πόρνης, αφού το θεωρούν αδιανόητο να μεγαλώνει σε τέτοιο περιβάλλον. Εκείνη το σκάει και μερικές ημέρες αργότερα τη βρίσκουν πνιγμένη, μαζί με το παιδί της, στην ακροθαλασσιά.

Τι μου ανιστόρησε η γριά-Γιαννού: Η τραγική ιστορία μιας νέας γυναίκας που έπεσε θύμα της λαγνείας της γιαγιάς της. Η γριά, για να μην ανακαλύψει κανείς τα κατορθώματά της, ξαπόστειλε τη μικρή στην πόλη, αφού της έδωσε να ξεφορτωθεί στο ποτάμι ένα παιδί που έριξε. Κι ύστερα είπε ότι το μωρό ήταν της εγγονής της. Η τελευταία, δουλεύοντας σαν υπηρέτρια για χρόνια και χρόνια, κατάφερε να προκόψει, γνώρισε και κάποιο νέο για να παντρευτεί, και τώρα θέλει να επιστρέψει στο χωριό της για να φέρει τα χαρμόσυνα νέα, αλλά και πολλά λεφτά για να ξαλαφρώσει την οικογένειά της. Ωστόσο, η κακιά η μοίρα δεν έχει φαίνεται ξοφλήσει ακόμη τους λογαριασμούς της μαζί της.

Ο Γιαννάκος ο Καγιαμπής: Γραμμένη στην κρητική διάλεκτο, η ιστορία μας μιλάει για τα έργα και τις ημέρες ενός ξακουστού ζωοκλέφτη, που μόλις βγαίνει από τη φυλακή και προσπαθεί να πάρει πια τον καλό δρόμο. Κάτι ωστόσο κατατρώει το μέσα του, το παλιό πάθος φουντώνει, και δεν μπορεί παρά να στραφεί και πάλι προς εκείνα τα πράγματα που του δίνουν τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση.

Καθημερινές Ιστορίες: Μια γυναίκα είναι πολύ άρρωστη. Αργοπεθαίνει. Η κόρη της, μη έχοντας άλλη επιλογή, αναγκάζεται να την πάρει σ’ ένα ακριβό γιατρό, που αναλαμβάνει να τη φροντίζει στο νοσοκομείο δωρεάν, με αντάλλαγμα βέβαια αγκαλιές και φιλιά. Εκείνη, με μισή ψυχή, δέχεται αλλά όταν ο γιατρός της ζητά να πάει στο κρεβάτι μαζί του, παίρνει τη μάνα της απ’ το νοσοκομείο και φεύγει. Ωστόσο η κατάσταση της υγείας της τελευταίας αρχίζει αμέσως να επιδεινώνεται και την καημένη την κοπέλα αρχίζουν να κατατρέχουν οι τύψεις.

Ξόδι στο χωριό: Ένας γέρος πεθαίνει και πηγαίνουν όλοι να τον αποχαιρετήσουν. Πάνω από το νεκροκρέβατό του μιλάνε για τις δουλειές τους και σκέφτονται το γλέντι που θα οργανώσουν την επόμενη μέρα για τη φύτεμα ενός νέου αμπελιού.

Ο φυγόδικος: Οι χωροφύλακες πάνε να συλλάβουν ένα φυγόδικο απ’ το σπίτι του. Επειδή δεν τον αφήνουν να φάει τους σκοτώνει όλους και το σκάει, αφού κατεβάζει πρώτα ένα ποτηράκι κρασί.

Ο κύριος ανακριτής: Ήθελε να γίνει συγγραφέας, αλλά έγινε δικαστικός. Κάποια μέρα τον επισκέπτεται ένας συνηθισμένος ανθρωπάκος, ο οποίος του λέει μια ιστορία που τον συνταράζει. Ήθελε λέει να παντρευτεί ξανά τη γυναίκα με την οποία χώρισε. «Όλα αυτά που έπρεπε να γράφω εγώ τα ζει αυτό το ασήμαντο ανθρωπάκι», σκέφτεται με πικρία και αντιλαμβάνεται ότι: «Χρειάζεται ηρωισμός να ζει κανείς άθλια, όχι να πεθαίνει».

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη

Monday, March 8, 2010

Παύλος Μάτεσις – Αλδεβαράν

Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που διάβασα Παύλο Μάτεσι, από τότε που κυκλοφόρησε το εξαιρετικό «Πάντα καλά», και τώρα κάπου το μετανιώνω. Κι αυτό, αφού διαβάζοντας το «Αλδεβαράν» αντιλήφθηκα πόσο πολύ μου έλειψε το να καταβροχθίζω ένα βιβλίο που να με ταξιδεύει με τη γλώσσα του, να ζωγραφίζει μέσα μου εικόνες με τις λέξεις.
Το «Αλδεβαράν» είναι η ιστορία του Ερμή και του Μύρτου. Περισσότερο του πρώτου και λιγότερο του δεύτερου, αν και είναι αυτός που έχει την πιο καταλυτική επιρροή στην εξέλιξη του μύθου. Ο Ερμής κι ο Μύρτος γνωρίζονται τυχαία κάτω από άκρως ασυνήθιστες περιστάσεις και σύντομα, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουν γίνονται φίλοι. Ο συνήθως μονόχνοτος και μόνιμα κλεισμένος στον εαυτό του Ερμής, κάποιος που δεν του αρέσει η ιδέα της δέσμευσης, και απολαμβάνει όσο τίποτα τον ιδιωτικό του χώρο, συναντά στο πρόσωπο του Μύρτου, μια αδελφή πλην τυραννισμένη ψυχή. Μια ψυχή ωστόσο, τη μοναδική, που μπορεί να επικοινωνήσει με τη δική του. Κι αυτή η ψυχή τον αλλάζει. Κι αυτή η ψυχή, στο σύντομο μέλλον, θα του χαράξει πορεία ζωής.
Ο Μάτεσις μέσα από μια ιστορία που ξεχειλίζει από ευτράπελες καταστάσεις, κι όπου το σοβαρό και το γελοίο δε χωρίζει παρά ένα λεπτό διαφανές τείχος, καταφέρνει και μας κάνει να γελάμε, να σκεφτόμαστε και ν’ αναρωτιόμαστε, για το ποιοι είμαστε και πού πάμε, για εκείνον τον άλλο εαυτό που ίσως κρύβουμε μέσα μας. Ο βασικός του ήρωας, ο Ερμής, μέχρι τη σημαδιακή εκείνη μέρα της συνάντησής του με τον Μύρτο, δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος βολεμένος, της συνήθειας, που του άρεσε η ζωή του και ήταν περήφανος για τα ανδραγαθήματά του. Και ήταν ένας άνθρωπος χωρίς συναισθήματα, τουλάχιστον όχι εμφανή. Ο Μύρτος θα του ανοίξει πρώτα τα μάτια σε μια πραγματικότητα εναλλακτική και στη συνέχεια θα του δώσει τα κλειδιά για να ζήσει σ’ ένα διαφορετικό, πιο απτό παράδεισο. «Ζήσε απλά» του είπε σχεδόν δίχως λόγια, κι αυτός τον άκουσε.
Το βιβλίο αυτό είναι σαν ταξίδι με καράβι: με ένα καπετάνιο, ένα πλοηγό και πολλούς λαθρεπιβάτες. Και, ως γνωστό, τα καράβια αποτελούν μια μικρογραφία της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που ο συγγραφέας σχολιάζει με έκδηλα ειρωνικό και πού και πού σαρκαστικό ύφος, και που με όπλο το χιούμορ ισοπεδώνει. Σ’ ένα κόσμο όπου το ψέμα και το φαίνεσθαι είναι οι κανόνες, ήρωες, άνθρωποι σαν τον κάπου αλαφροΐσκιωτο Μύρτο και τον δίχως συναισθήματα Ερμή, ίσως να είναι και οι πιο αληθινοί.
Όσοι ενδιαφέρονται για τη μαγεία της γλώσσας θα βρουν σ’ αυτό το βιβλίο ένα πολύτιμο σύντροφο. Απλά εξαιρετικό.
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

Thursday, March 4, 2010

Δημήτρης Μαμαλούκας – Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημήτριου Μόστρα

«Η βροχή έξω πέφτει αμείωτη. Ρώμη, αιώνια πόλη. Όπως το κακό».
Με την πιο πάνω φράση θα μπορούσε ν’ αρχίζει το υπέροχο ετούτο βιβλιοφιλικό θρίλερ του Δημήτρη Μαμαλούκα, που διαδραματίζεται κατά κύριο λόγο στη Ρώμη, κάνοντας ωστόσο κι ένα καθοριστικό πέρασμα από τη Βενετία.
Ο Δημήτριος Μόστρας του τίτλου ήταν ένας παθιασμένος βιβλιόφιλος των αρχών του 19ου αιώνα, που με πείσμα και θυσίες κατάφερε να δημιουργήσει μια αξιόλογη συλλογή από κώδικες, χειρόγραφα και σπάνια βιβλία – μια συλλογή που μοιάζει να χάθηκε στ’ αχνάρια του χρόνου. Ή τουλάχιστον έτσι όλοι πιστεύουν. Μέχρι που ο γιος και εγγονός δύο επίσης μανιωδών συλλεκτών αρχίζει να βγάζει στο σφυρί την κληρονομιά του, για να συνεχίσει να ζει μια άνετη και δίχως σκοτούρες ζωή. Ανάμεσα στους τόμους που διαθέτει προς πώληση είναι και ένας από ανήκε στη βιβλιοθήκη του Μόστρα και που ίσως αποτελεί το κλειδί για την εκ νέου ανακάλυψή της. Ένα κλειδί που θα βάλει τον ιδιοκτήτη της συλλογής σε μεγάλους μπελάδες. Κι αυτό αφού κάποιοι άνθρωποι αδίστακτοι είναι πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα για να του το αποσπάσουν.
Την ίδια ώρα που διαδραματίζεται αυτή η πρώτη κύρια ιστορία λαμβάνει χώρα και μια δεύτερη παράλληλη, που δένεται όμως με κάποια υπόγεια νήματα με την προηγούμενη: σ’ αυτήν παρακολουθούμε τη δράση μιας μικρής ομάδας εκδικητών που δολοφονεί απαγωγείς και βιαστές μετά την αποφυλάκισή τους. Αργά ή γρήγορα τα μονοπάτια των πρωταγωνιστών των δύο αυτών ιστοριών θα συναντηθούν και οι αποκαλύψεις που θα προκύψουν θα είναι συνταρακτικές.
Ο, και συλλέκτης, Μαμαλούκας χρησιμοποιώντας τις καθιερωμένες συνταγές του αστυνομικού μυθιστορήματος φτιάχνει ένα εκρηκτικό μίγμα που μιλά για τις μανίες των ανθρώπων και για τα σκοτεινά τους μυστικά, για την ανάγκη της συνύπαρξης με τους άλλους, για τη φιλία που πολλές φορές κλυδωνίζεται, αλλά και για τις νεκρές ψυχές. Με τον τρόπο που πλάθει την ιστορία και δημιουργεί κι αναδημιουργεί τους χαρακτήρες του μοιάζει να θέλει να μας πει ότι κανείς δεν είναι αθώος: όλοι φταίμε για κάτι, και όλοι θα πληρώσουμε για κείνο το κάτι.
Ωστόσο το βιβλίο αυτό δεν είναι μόνο θρίλερ, αλλά και μια ιστορία για τον έρωτα. Τον τυφλό έρωτα που κάποτε μετατρέπεται σε μια δίχως όρια αγάπη, αλλά κι εκείνον τον άλλο, τον ύπουλο, τον καταλυτικό, που ανάβει σα λαμπάδες τα κορμιά και δεν τ’ αφήνει να ξαποστάσουν μέχρι να συναντήσουν το ένα το άλλο. Τον πρώτο ο βασικός πρωταγωνιστής Νικόλα Μιλάνο, τον γνώρισε στο πρόσωπο της Ντανιέλα, το δεύτερο σ’ εκείνο της Μονίκ. Και οι δύο κατά κάποιο τρόπο μοιραίες γυναίκες. Και οι δύο, το ίδιο αλλά και διαφορετικά, βασανισμένες ψυχές.
Η «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημήτριου Μόστρα» αν κυκλοφορούσε πρώτα στην αγγλική γλώσσα θα πουλούσε εκατομμύρια αντίτυπα, αφού διαθέτει όλα τα στοιχεία ενός μπεστ σέλερ: καλή ιστορία, εξαιρετική πλοκή, πειστικούς ήρωες, πολλές ανατροπές και ένα εξαιρετικό (κάποιες φορές κλειστοφοβικό) σκηνικό. Ατύχησε. Αλλά ευτυχήσαμε εμείς να το διαβάσουμε στη γλώσσα του πρωτοτύπου. Από τις καλύτερες στιγμές της, αστυνομικής και μη, ελληνικής λογοτεχνίας.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Monday, March 1, 2010

Ρέα Γαλανάκη – Αμίλητα, βαθιά νερά

Αν το μυθιστορηματικό αυτό χρονικό της Ρέας Γαλανάκη γραφόταν στην αγγλική γλώσσα οι κριτικοί, δίχως άλλο, θα το κατέτασσαν στο λεγόμενο κανόνα της «νέας δημοσιογραφίας». Μελετώντας πηγές, παίρνοντας συνεντεύξεις, επισκεπτόμενη τοποθεσίες, ταξιδεύοντας στο χθες και το σήμερα η συγγραφέας καταφέρνει να αναπλάσει με ενάργεια τις ημέρες και τις πράξεις κάποιων ανθρώπων, την κοινωνία μιας αλλοτινής εποχής, τότε που: «Πόλεμος ήταν συχνά κι ο έρωτας στην Κρήτη».
Η ιστορία της Τασούλας και του Κουντόκωστα έχει όλα εκείνα τα στοιχεία από τα οποία φτιάχνονται οι θρύλοι: έρωτες, πόλεμους, βεντέτες, ήρωες που τραβάνε το σκοινί κι όσο πάει, που φτάνουν στα άκρα και ρίχνουν μια ματιά να δουν τι υπάρχει πάρα κάτω. Ωστόσο δεν είναι μόνο ο μύθος, τα πρόσωπα και τα γεγονότα που τραβούν την προσοχή μας σ’ αυτό το βιβλίο, αλλά και η γλώσσα. Μια γλώσσα ρευστή, σχεδόν προφορική, που κάθε τόσο απευθύνεται στον αναγνώστη κλείνοντάς του το μάτι, κάνοντάς τον συνένοχο και συμμέτοχο στα γεγονότα.
Ας ρίξουμε όμως μια ματιά στην ιστορία. Βρισκόμαστε στο Ηράκλειο αμέσως μετά τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Οι άνθρωποι αρχίζουν σιγά-σιγά να συνέρχονται από την καταστροφή, τα παλληκάρια κατεβαίνουν απ’ τα βουνά, ο τόπος προσπαθεί, να ξαναπάρει τα πάνω του. Στη διάρκεια αυτής της μεταιχμιακής λοιπόν εποχή, ο Κουντόκωστας -που πολέμησε θαρραλέα τον εχθρό- «γνωρίζει» και ερωτεύεται την Τασούλα, κόρη του άρχοντα Πετρακογιώργη. Το «γνωρίζει» το βάζουμε σε εισαγωγικά, αφού περισσότερο με τα μάτια μίλησαν παρά με τα χείλη. Η κοπέλα μοιάζει να είναι αυτό ακριβώς που ψάχνει σε μια γυναίκα: όμορφη, ξύπνια, καπάτσα, ωστόσο το ξέρει ότι είναι πολύ δύσκολο να την αποκτήσει, αφού με την οικογένειά της τον χωρίζουν τόσο ταξικές όσο και ιδεολογικές διαφορές. Παρ’ όλ’ αυτά σκέφτεσαι να πάει να τη ζητήσει από τον πατέρα της κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Καθώς όμως αργεί να πάρει την απόφασή του, ο καιρός περνάει και κάποτε μαθαίνει ότι πάρθηκε η απόφαση να την παντρέψουν με κάποιον άλλο. Θέλοντας να προλάβει τα γεγονότα αποφασίζει να την απαγάγει, κάτι το οποίο επιτυγχάνει με τη βοήθεια κάποιων φίλων του. Ο πατέρας της Τασούλας, και κάποιοι -γνωστοί και άγνωστοι- εξαπολύουν εναντίον του Κουντόκωστα ένα λυσσαλέο ανθρωποκυνηγητό, αλλά και μια εκστρατεία δυσφήμησης, που μοιράζει τον τόπο στα δύο. Από τη μια πλευρά είναι η οικογένεια της κοπέλας και οι «βασιλικότεροι του βασιλέως» υποστηρικτές της, κι από την άλλη οι ανωγειανοί συντοπίτες του άντρα, και κάποιοι άλλοι συμπαθούντες. Καθώς ο έρωτας προσπαθεί να ανθίσει στα άγρια βουνά της Κρήτης, όπου καταφεύγει το ζευγάρι, ολόκληρο το νησί μοιάζει να βρίσκεται στα πρόθυρα μιας εμφύλιας σύρραξης. Αυτή η απλή απαγωγή στέκεται η αφορμή να κινηθεί αστυνομία και στρατός και να επιβληθεί κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ενώ χρειάζεται ακόμη και η μεσολάβηση πρωθυπουργού και αρχιεπισκόπου, ώστε να εκτονωθεί η κρίση προτού χυθεί αίμα.
Η συγγραφέας, ποιητική αδεία, μας μιλά για τα συναισθήματα και τις σκέψεις των ηρώων και κάποιων κοντινών τους ανθρώπων, ενώ μέσω εγγράφων και παραπομπών στήνει μαστορικά το μυθιστορηματικό σκηνικό. Η αφήγησή της ρέουσα, πειστική, παρασύρει τον αναγνώστη, αλλά του δημιουργεί και απορίες, αφού οι μαρτυρίες πολλές φορές αντικρούουν η μια την άλλη, ενώ η Τασούλα στο τέλος, μάλλον φοβισμένη, «προδίδει» τον Κουντόκωστα, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές και κατ’ επανάληψη δήλωσε ότι τον αγαπούσε.
«Η νοσταλγία του Παράδεισου είναι πραγματικό αίσθημα ακόμη κι αν δεν υπάρχει Παράδεισος» λέει κάπου η Γαλανάκη, κι αυτός θα μπορούσε να είναι ο υπότιτλος του βιβλίου, αφού τουλάχιστον για το ένα από τα δύο άμεσα εμπλεκόμενα μέρη σ’ αυτή την ιστορία, η αναζήτηση ενός Παραδείσου του έρωτα υπήρξε ο πρωταρχικός σκοπός.
Όπως θα ήταν φυσικό το χρονικό αυτό, όταν κυκλοφόρησε, προκάλεσε αντιδράσεις, η πιο σημαντική από τις οποίες προήλθε φυσικά από την ίδια την Τασούλα που κατηγορεί για πολλά και διάφορα τη συγγραφέα. Ωστόσο, αυτά δε μας απασχολούν. Εκείνο που μας απασχολεί είναι η αξία του βιβλίου, κι αυτή είναι αναμφισβήτητη.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.