Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που διάβασα Γαλάτεια Καζαντζάκη – από τότε δηλαδή που έφτιαξα την ιστοσελίδα που φέρει το όνομά της. Ωστόσο, πριν πιάσω ακόμη στα χέρια μου αυτό το βιβλίο θυμόμουνα καλά κάποιες από τις ιστορίες της: ιστορίες που έσταζαν αγάπη για τον άνθρωπο, πικρία για την ανθρώπινη μικρότητα και την ατελείωτη κακία. Κάποιες -λίγες- απ’ αυτές περιλαμβάνονται σ’ αυτή την εξαιρετική συλλογή, οι περισσότερες όχι. Η ουσία ωστόσο παραμένει η ίδια: Η Γαλάτεια Καζαντζάκη είναι μία από εκείνες τις γυναίκες τις ξεχωριστές, που γεννήθηκαν πρόωρα, που έζησαν έντονα, που αγάπησαν πολύ τους ανθρώπους και τα πάθη τους. Ανθρωπισμό και παράπονο, μοιάζουν να αναβλύζουν και τα κείμενα που συναντάμε εδώ. Αλλά ας πάρουμε τα διηγήματα ένα-ένα:
Ο κόσμος που πεθαίνει κι ο κόσμος που έρχεται: Αυτή είναι η ιστορία της Κλειώς και του Αλέκου. Τους δύο ενώνει ένας μεγάλος έρωτας και χωρίζουν τεράστιες διαφορές. Η πρώτη, μια κομμουνίστρια, διατεθειμένη να δώσει τα πάντα για τον αγώνα, για τους συντρόφους της, για ένα καλύτερο αύριο, ο δεύτερος ένας βολεμένος αστός, που δε μοιάζει να χρειάζεται τίποτ’ άλλο πέρα από τον έρωτά της. Η σύγκρουση αναπόφευκτη και η κατάληξη τραγική.
11 π.μ. -1 μ.μ: Στον κόσμο που ζούμε η προστυχιά είναι ο κανόνας, λέει ο κύριος διευθυντής του υπουργείου στη Νίνα, μια νέα κοπέλα που διορίζεται σε μια θέση, και δέχεται σεξουαλική παρενόχληση από τον πρώτο. Τα χρόνια πέρασαν, οι καιροί άλλαξαν, αλλά ο κανόνας παραμένει ο ίδιος.
«Βίλα Βικτωρία»: «Η Βικτωρία ήταν οπισθοδρομική από ιδιοσυγκρασία. Ανήκε στον κόσμο που πεθαίνει». Βασανισμένη ψυχή η Βικτωρία. Παντρεμένη μ’ ένα μονόχνοτο άντρα, πάντα κλεισμένο στον εαυτό του, δεν περιμένει να δει χαρά στον κόσμο ετούτο. Και δε βλέπει. Χαρά βλέπει ο κ. Αριστείδης, ο άντρας της, που μοιάζει ξαφνικά να βγαίνει στο φως του κόσμου, όταν η νέα τους γειτόνισσα, η Μουζάκαινα με το όνομα, του δίνει να βαφτίσει την κόρη της. Μια κόρη που ουσιαστικά θα μεγαλώσει ο ίδιος κι απ’ την οποία θα πάρει της ζωής του τις μεγαλύτερες χαρές. Ωστόσο, όπως λέει και το άσμα, ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο…
Ο γάμος της Αργυρούλας: Το πιο σκληρό διήγημα της συλλογής. Η Αργυρούλα παντρεύεται από ανάγκη ένα γέρο δικαστικό, που έχει μόνο ένα χέρι, για να σώσει την οικογένειά της από τη φτώχεια. Ωστόσο εκείνος δεν κρατάει το λόγο του και δε βοηθά τους δικούς της, με αποτέλεσμα η καημένη η κοπέλα να γίνει πιο δυστυχισμένη από ποτέ. Όταν μένει έγκυος αποφασίζει να πάρει την εκδίκησή της, αλλά…
Το κρίμα της Φωτεινής: Το κρίμα της Φωτεινής ήταν η αυταρέσκειά της. Ήταν τόσο όμορφη που κανείς νέος στο χωριό δεν έκανε για την αρχοντιά της. Όλους τους έβλεπε αφ’ υψηλού, όλους τους απέρριπτε, μέχρι που ο… διάβολος έριξε στην στράτα της ένα ξάδελφο ομορφάντρα που είχε χρόνια να δει, τον οποίο και ερωτεύτηκε, οδηγώντας έτσι τον εαυτό της στα μονοπάτια της καταστροφής.
Ναυάγια: Η Νίνα είναι μια καλοσπουδαγμένη αλλά φτωχή νέα, που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα στη ζωή κάνοντας μεταφράσεις. Ωστόσο δυσκολεύεται να τα φέρει βόλτα κι έτσι αναγκάζεται να βάλει μέσο με ένα γνωστό της βουλευτή για να διοριστεί στην τράπεζα. Η θέση που παίρνει τελικά δεν είναι αυτή που θέλει, ενώ και τα λεφτά είναι λίγα. Κινείται από αδιέξοδο σε αδιέξοδο.
«Κοινωνική πρόνοια»: Μια από τις καλύτερες και τις πιο λυπημένες ιστορίες. Κάποιες μεγαλοκυρίες επισκέπτονται ένα οίκο ανοχής για να πάρουν το μωρό μιας πόρνης, αφού το θεωρούν αδιανόητο να μεγαλώνει σε τέτοιο περιβάλλον. Εκείνη το σκάει και μερικές ημέρες αργότερα τη βρίσκουν πνιγμένη, μαζί με το παιδί της, στην ακροθαλασσιά.
Τι μου ανιστόρησε η γριά-Γιαννού: Η τραγική ιστορία μιας νέας γυναίκας που έπεσε θύμα της λαγνείας της γιαγιάς της. Η γριά, για να μην ανακαλύψει κανείς τα κατορθώματά της, ξαπόστειλε τη μικρή στην πόλη, αφού της έδωσε να ξεφορτωθεί στο ποτάμι ένα παιδί που έριξε. Κι ύστερα είπε ότι το μωρό ήταν της εγγονής της. Η τελευταία, δουλεύοντας σαν υπηρέτρια για χρόνια και χρόνια, κατάφερε να προκόψει, γνώρισε και κάποιο νέο για να παντρευτεί, και τώρα θέλει να επιστρέψει στο χωριό της για να φέρει τα χαρμόσυνα νέα, αλλά και πολλά λεφτά για να ξαλαφρώσει την οικογένειά της. Ωστόσο, η κακιά η μοίρα δεν έχει φαίνεται ξοφλήσει ακόμη τους λογαριασμούς της μαζί της.
Ο Γιαννάκος ο Καγιαμπής: Γραμμένη στην κρητική διάλεκτο, η ιστορία μας μιλάει για τα έργα και τις ημέρες ενός ξακουστού ζωοκλέφτη, που μόλις βγαίνει από τη φυλακή και προσπαθεί να πάρει πια τον καλό δρόμο. Κάτι ωστόσο κατατρώει το μέσα του, το παλιό πάθος φουντώνει, και δεν μπορεί παρά να στραφεί και πάλι προς εκείνα τα πράγματα που του δίνουν τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση.
Καθημερινές Ιστορίες: Μια γυναίκα είναι πολύ άρρωστη. Αργοπεθαίνει. Η κόρη της, μη έχοντας άλλη επιλογή, αναγκάζεται να την πάρει σ’ ένα ακριβό γιατρό, που αναλαμβάνει να τη φροντίζει στο νοσοκομείο δωρεάν, με αντάλλαγμα βέβαια αγκαλιές και φιλιά. Εκείνη, με μισή ψυχή, δέχεται αλλά όταν ο γιατρός της ζητά να πάει στο κρεβάτι μαζί του, παίρνει τη μάνα της απ’ το νοσοκομείο και φεύγει. Ωστόσο η κατάσταση της υγείας της τελευταίας αρχίζει αμέσως να επιδεινώνεται και την καημένη την κοπέλα αρχίζουν να κατατρέχουν οι τύψεις.
Ξόδι στο χωριό: Ένας γέρος πεθαίνει και πηγαίνουν όλοι να τον αποχαιρετήσουν. Πάνω από το νεκροκρέβατό του μιλάνε για τις δουλειές τους και σκέφτονται το γλέντι που θα οργανώσουν την επόμενη μέρα για τη φύτεμα ενός νέου αμπελιού.
Ο φυγόδικος: Οι χωροφύλακες πάνε να συλλάβουν ένα φυγόδικο απ’ το σπίτι του. Επειδή δεν τον αφήνουν να φάει τους σκοτώνει όλους και το σκάει, αφού κατεβάζει πρώτα ένα ποτηράκι κρασί.
Ο κύριος ανακριτής: Ήθελε να γίνει συγγραφέας, αλλά έγινε δικαστικός. Κάποια μέρα τον επισκέπτεται ένας συνηθισμένος ανθρωπάκος, ο οποίος του λέει μια ιστορία που τον συνταράζει. Ήθελε λέει να παντρευτεί ξανά τη γυναίκα με την οποία χώρισε. «Όλα αυτά που έπρεπε να γράφω εγώ τα ζει αυτό το ασήμαντο ανθρωπάκι», σκέφτεται με πικρία και αντιλαμβάνεται ότι: «Χρειάζεται ηρωισμός να ζει κανείς άθλια, όχι να πεθαίνει».
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη
No comments:
Post a Comment