Αν το μυθιστορηματικό αυτό χρονικό της Ρέας Γαλανάκη γραφόταν στην αγγλική γλώσσα οι κριτικοί, δίχως άλλο, θα το κατέτασσαν στο λεγόμενο κανόνα της «νέας δημοσιογραφίας». Μελετώντας πηγές, παίρνοντας συνεντεύξεις, επισκεπτόμενη τοποθεσίες, ταξιδεύοντας στο χθες και το σήμερα η συγγραφέας καταφέρνει να αναπλάσει με ενάργεια τις ημέρες και τις πράξεις κάποιων ανθρώπων, την κοινωνία μιας αλλοτινής εποχής, τότε που: «Πόλεμος ήταν συχνά κι ο έρωτας στην Κρήτη».
Η ιστορία της Τασούλας και του Κουντόκωστα έχει όλα εκείνα τα στοιχεία από τα οποία φτιάχνονται οι θρύλοι: έρωτες, πόλεμους, βεντέτες, ήρωες που τραβάνε το σκοινί κι όσο πάει, που φτάνουν στα άκρα και ρίχνουν μια ματιά να δουν τι υπάρχει πάρα κάτω. Ωστόσο δεν είναι μόνο ο μύθος, τα πρόσωπα και τα γεγονότα που τραβούν την προσοχή μας σ’ αυτό το βιβλίο, αλλά και η γλώσσα. Μια γλώσσα ρευστή, σχεδόν προφορική, που κάθε τόσο απευθύνεται στον αναγνώστη κλείνοντάς του το μάτι, κάνοντάς τον συνένοχο και συμμέτοχο στα γεγονότα.
Ας ρίξουμε όμως μια ματιά στην ιστορία. Βρισκόμαστε στο Ηράκλειο αμέσως μετά τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Οι άνθρωποι αρχίζουν σιγά-σιγά να συνέρχονται από την καταστροφή, τα παλληκάρια κατεβαίνουν απ’ τα βουνά, ο τόπος προσπαθεί, να ξαναπάρει τα πάνω του. Στη διάρκεια αυτής της μεταιχμιακής λοιπόν εποχή, ο Κουντόκωστας -που πολέμησε θαρραλέα τον εχθρό- «γνωρίζει» και ερωτεύεται την Τασούλα, κόρη του άρχοντα Πετρακογιώργη. Το «γνωρίζει» το βάζουμε σε εισαγωγικά, αφού περισσότερο με τα μάτια μίλησαν παρά με τα χείλη. Η κοπέλα μοιάζει να είναι αυτό ακριβώς που ψάχνει σε μια γυναίκα: όμορφη, ξύπνια, καπάτσα, ωστόσο το ξέρει ότι είναι πολύ δύσκολο να την αποκτήσει, αφού με την οικογένειά της τον χωρίζουν τόσο ταξικές όσο και ιδεολογικές διαφορές. Παρ’ όλ’ αυτά σκέφτεσαι να πάει να τη ζητήσει από τον πατέρα της κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Καθώς όμως αργεί να πάρει την απόφασή του, ο καιρός περνάει και κάποτε μαθαίνει ότι πάρθηκε η απόφαση να την παντρέψουν με κάποιον άλλο. Θέλοντας να προλάβει τα γεγονότα αποφασίζει να την απαγάγει, κάτι το οποίο επιτυγχάνει με τη βοήθεια κάποιων φίλων του. Ο πατέρας της Τασούλας, και κάποιοι -γνωστοί και άγνωστοι- εξαπολύουν εναντίον του Κουντόκωστα ένα λυσσαλέο ανθρωποκυνηγητό, αλλά και μια εκστρατεία δυσφήμησης, που μοιράζει τον τόπο στα δύο. Από τη μια πλευρά είναι η οικογένεια της κοπέλας και οι «βασιλικότεροι του βασιλέως» υποστηρικτές της, κι από την άλλη οι ανωγειανοί συντοπίτες του άντρα, και κάποιοι άλλοι συμπαθούντες. Καθώς ο έρωτας προσπαθεί να ανθίσει στα άγρια βουνά της Κρήτης, όπου καταφεύγει το ζευγάρι, ολόκληρο το νησί μοιάζει να βρίσκεται στα πρόθυρα μιας εμφύλιας σύρραξης. Αυτή η απλή απαγωγή στέκεται η αφορμή να κινηθεί αστυνομία και στρατός και να επιβληθεί κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ενώ χρειάζεται ακόμη και η μεσολάβηση πρωθυπουργού και αρχιεπισκόπου, ώστε να εκτονωθεί η κρίση προτού χυθεί αίμα.
Η συγγραφέας, ποιητική αδεία, μας μιλά για τα συναισθήματα και τις σκέψεις των ηρώων και κάποιων κοντινών τους ανθρώπων, ενώ μέσω εγγράφων και παραπομπών στήνει μαστορικά το μυθιστορηματικό σκηνικό. Η αφήγησή της ρέουσα, πειστική, παρασύρει τον αναγνώστη, αλλά του δημιουργεί και απορίες, αφού οι μαρτυρίες πολλές φορές αντικρούουν η μια την άλλη, ενώ η Τασούλα στο τέλος, μάλλον φοβισμένη, «προδίδει» τον Κουντόκωστα, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές και κατ’ επανάληψη δήλωσε ότι τον αγαπούσε.
«Η νοσταλγία του Παράδεισου είναι πραγματικό αίσθημα ακόμη κι αν δεν υπάρχει Παράδεισος» λέει κάπου η Γαλανάκη, κι αυτός θα μπορούσε να είναι ο υπότιτλος του βιβλίου, αφού τουλάχιστον για το ένα από τα δύο άμεσα εμπλεκόμενα μέρη σ’ αυτή την ιστορία, η αναζήτηση ενός Παραδείσου του έρωτα υπήρξε ο πρωταρχικός σκοπός.
Όπως θα ήταν φυσικό το χρονικό αυτό, όταν κυκλοφόρησε, προκάλεσε αντιδράσεις, η πιο σημαντική από τις οποίες προήλθε φυσικά από την ίδια την Τασούλα που κατηγορεί για πολλά και διάφορα τη συγγραφέα. Ωστόσο, αυτά δε μας απασχολούν. Εκείνο που μας απασχολεί είναι η αξία του βιβλίου, κι αυτή είναι αναμφισβήτητη.
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
No comments:
Post a Comment