Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία των οποίων τους συγγραφείς ζηλεύω, τόσο για το ταλέντο όσο και για το κουράγιο τους. Μέσα από τις εφτακόσιες πυκνογραμμένες σελίδες αυτού του τόμου ο Μπολάνιο μας ταξιδεύει στο χώρο και στο χρόνο, στην ποίηση και την ιστορία – επινοημένη ή μη. Μοιάζει να κλείνει το μάτι στον προπάτορα Μπόρχες, αλλά και να τον προκαλεί, αφού ότι εκείνος έκανε στη μικρή φόρμα, αυτός το κάνει σε μεγάλη. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο νιώθει κανείς ότι πρόκειται για ένα διήγημα του Μπόρχες σε γιγαντογραφία. Και δεν είναι καν το μεγαλύτερό του σε έκταση. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, το 2666, αριθμεί ούτε λίγο ούτε πολύ εννιακόσιες σελίδες στην αγγλική, τυπωμένη με μικρούς χαρακτήρες, έκδοση. Σ’ αυτό καταπιάνεται με το ίδιο θέμα: τους επινοημένους δημιουργούς και το έργο τους και πιο συγκεκριμένα με ένα εξαφανισμένο από προσώπου γης συγγραφέα, τον Αρτσιμπόλντι.
Στο παρόν όμως. Σ’ αυτό το πολυφωνικό μυθιστόρημα μαθαίνουμε για τα έργα και τις ημέρες κάποιων ενστικτορεαλιστών ποιητών, των Αρτούρο Μπελάνο και Ουλίσες Λίμα, που αρχικά έχουν τη βάση τους στην Πόλη του Μεξικού, όπου κόντρα στο ιερό τέρας της μεξικάνικης δημιουργίας τον Οκτάβιο Πας, προσπαθούν να καθιερώσουν το δικό τους κίνημα. Γύρω από αυτούς βλέπουμε να περιφέρονται κάποιοι κάθε άλλο παρά συνηθισμένοι χαρακτήρες: δύο πλούσιες αδελφές, ποιήτριες κι αυτές και κόρες ενός στα μυαλά φευγάτου πατέρα, ένας φιλόδοξος νεαρός, που αφηγείται μεγάλο μέρος της ιστορίας, και ο οποίος προσδεμένος στο άρμα του ενστικτορεαλισμού προσδοκεί τη φήμη, κάποιες πόρνες, ιδιόρρυθμοι εκδότες, γυναίκες των μπαρ, στυγνοί εγκληματίες. Ο Μπολάνιο κτίζει σιγά σιγά ένα μικρόκοσμο, τον οποίο στη συνέχεια αποφασίζει να επεκτείνει, και να επεκτείνει, και να επεκτείνει. Έτσι, σε κάποιο σημείο βλέπουμε την παρέα να χωρίζεται. Κάποιοι παραμένουν εκεί, στην Πόλη του Μεξικού, ενώ κάποιοι άλλοι αναπόφευκτα οδηγούνται σε μια εθελοντική εξορία, που θα τους οδηγήσει αρχικά στις ερημιές τη Σονόρα σε αναζήτηση μιας μυθικής ποιήτριας, αλλά και για να ξεφύγουν από κάποιους που τους κυνηγούν, και στη συνέχεια σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης, το Ισραήλ, αλλά και την εν μέσω εμφυλίων συγκρούσεων Αφρική. Τα έργα και τις ημέρες τους τα μαθαίνουμε από διάφορους γνωστούς και φίλους, λιγότερο ή περισσότερο αξιόπιστους αφηγητές. Τη μερίδα του λέοντος του παρόντος μύθου φυσικά μοιράζονται οι Μπελάνο και Λίμα, αλλά κανένας ήρωας δεν περισσεύει σ’ αυτή την ιστορία. Φύλακες σε πάρκα, μπάτσοι, χορεύτριες, καλές γριούλες, ένας μεθύστακας χαμένος ποιητής, μια μπόντι μπίλντερ, όλοι έχουν κάποιο ρόλο για να παίξουν.
Μ’ ένα χιούμορ πικρό, που διατρέχει ολόκληρο το κείμενο ο συγγραφέας μας μιλά για τα μεγάλα όνειρα και τις διαψευσμένες προσδοκίες, αλλά βάζει στα χείλη των ηρώων του και κάποιες αλήθειες σκληρές που μιλούν για την αμείλικτη πραγματικότητα: «Τελείωσα το βιβλίο Αφροδίτη, του Πιέρ Λουί, και τώρα διαβάζω τους πεθαμένους Μεξικανούς ποιητές, τους μελλοντικούς συναδέλφους μου». Οι ποιητές είναι οι «διπλωματούχοι της θλίψης». «Μπορείς να κατακτήσεις ένα κορίτσι με ένα ποίημα, αλλά δεν μπορείς να το κρατήσεις με ένα ποίημα. Ούτε καν με ένα ποιητικό κίνημα». Και όσο κι αν αγαπά τους ήρωές του τόσο μοιάζει να τους περιγελά: «Δυο μέρες μετά εμφανίστηκε στον εκδοτικό οίκο ο Αρτούρο Μπελάνο. Φορούσε σακάκι και παντελόνι τζιν. Το σακάκι του είχε στα μπράτσα και στην αριστερή πλευρά κάτι σκισίματα που δεν είχαν επιδιορθωθεί, λες και κάποιος έπαιζε ρίχνοντάς του βέλη ή καρφώνοντάς τον με μια λόγχη. Το παντελόνι, τι να πω, αν το έβγαζε θα στεκόταν όρθιο από μόνο του. Φορούσε κάτι αθλητικά παπούτσια που σε τρομοκρατούσαν μόνο που τα έβλεπες…». Αυτός ο τύπος ακόμη «σωματοποιούσε το μεθύσι των υπολοίπων».
Οι «Άγριοι Ντετέκτιβ» είναι ένα αριστούργημα, ένα βιβλίο που διαβάζεται σα μια περιπέτεια, σα μια τεράστια βιβλιοφιλική ιστορία, αλλά και σα φάρσα. Ο Μπολάνιο ήταν ένας μεγάλος μάστορας του λόγου, ο οποίος δυστυχώς δεν έζησε αρκετά για να δει το τελευταίο του βιβλίο να εκδίδεται. Αν ζούσε λίγα ακόμη χρόνια θα αναδεικνυόταν στα σίγουρα νομπελίστας. Χωρίς κι αυτή την τιμή όμως το έργο του όχι μόνο επιβιώνει αλλά αποκτά όλο και περισσότερους θαυμαστές.
Γνωρίστε τον, δοκιμάστε τις αναγνωστικές σας αντοχές και στο τέλος σίγουρα θα βγείτε κερδισμένοι.
Σε ό,τι αφορά τη μετάφραση του Κώστα Αθανασίου από τα ισπανικά, και έχοντας υπόψη αυτή στα αγγλικά του 2666, θα έλεγα ότι συλλαμβάνει απόλυτα το πνεύμα του συγγραφέα. Ακολουθεί τις ανάσες, τους καταιγιστικούς ρυθμούς και τις σιωπές του πιστά, επιτυχαίνοντας ένα μεταφραστικό άθλο.
No comments:
Post a Comment