Συνήθως όταν διαβάζω ένα σωρό θετικές κριτικές σχεδόν ταυτόχρονα για ένα βιβλίο, δεν ξέρω γιατί, αλλά τείνω να το αντιμετωπίζω επιφυλακτικά. Ίσως να φταίει η μόνιμη καχυποψία μου απέναντι στους κριτικούς, ίσως κάτι άλλο. Όπως και νάχει, όταν διάβαζα πέρυσι τα συνεχή σχόλια στις εφημερίδες για το «Ο ήχος του ακάλυπτου» τα θεωρούσα τουλάχιστον υπερβολικά. Και χαίρομαι που έπεσα έξω. Αυτή η συλλογή που περιλαμβάνει «έξι κοινόχρηστες ιστορίες», τις οποίες συνδέει σα νήμα μαγικό ο ακάλυπτος του τίτλου αλλά και δύο ιδιόρρυθμες γειτόνισσες, είναι το καλύτερο ελληνικό βιβλίο που έχει πέσει στα χέρια μου τα τελευταία χρόνια, σε ό,τι αφορά την κατηγορία του διηγήματος. Η Παπαδάκη παρά το νεαρό της ηλικίας της γράφει σαν ένας παλιός μάστορας-παραμυθάς, πειραματίζεται με τη γλώσσα, το χρόνο και τη φόρμα και κλείνει το μάτι στις μεγάλες μαστόρισσες του είδους στη δύση, όπως την Λόρι Μουρ και την Άλις Μάνρο, των οποίων τα διηγήματα, απ’ ό,τι τουλάχιστον γνωρίζω, παραμένουν αμετάφραστα στην Ελλάδα.
Οι ιστορίες μιλούν για τα λάθη και τα πάθη των ανθρώπων, φλερτάρουν με την απώλεια, ζωντανεύουν τραγελαφικές καταστάσεις, προσεγγίζουν με χιούμορ και συμπάθεια κάποιους τραγικούς ήρωες και μερικές όχι και τόσο ευχάριστες καταστάσεις.
Η συλλογή ανοίγει μ’ ένα «Ραντεβού στα τυφλά», στη διάρκεια του οποίου κάποιοι απαγάγουν έναν άντρα στο κέντρο της Αθήνας -μιας πόλης που εγκυμονεί υπερβολή- αφού πιστεύουν ότι στάθηκε μάρτυρας σε μια εγκληματική τους ενέργεια. Το μόνο που είναι τυφλός. Και σαν τέτοιος προσπαθεί να μαντέψει τις εθνικότητες των απαγωγέων του από τις μυρωδιές που αναδίδει ο καθένας. Μυρωδιές που κάποτε θα αναγνωρίσει.
Ο εν λόγω τυφλός ζει στην ίδια πολυκατοικία με τις άσπονδες φίλες Τάδε -σύζυγο του Δείνα- και Μαριλένα, τις οποίες συναντάμε στις «Κοινόχρηστες ιστορίες». Οι δυο τους είναι η διαχειρίστρια και η ταμίας του κτηρίου αντίστοιχα και το μόνο που φαίνεται να της ενδιαφέρει είναι να χώνουν τις μύτες τους στις υποθέσεις των άλλων. Μέχρι που μπαίνει στη ζωή τους ο επιστήμονας κύριος Ποντικάκης ταράζοντας τις ισορροπίες.
Απέναντι ακριβώς από τους πιο πάνω ζει ο συγγραφέας Στράτος, τον οποίο μοιάζει μοναχά να ενδιαφέρει «Η μοναξιά του ακάλυπτου». Α, ναι, και το να παραδώσει έγκαιρα στον εκδότη το νέο του βιβλίο. Πώς να το κάνει όμως αυτό από τη στιγμή που η ζωή του είναι άνω-κάτω; Η φίλη του τον έχει εγκαταλείψει με τον καλύτερό του φίλο, κοιμάται άσκημα, πίνει πολύ, έχει και τα νεύρα του. Καθώς προσπαθεί να συγκεντρωθεί και να γράψει μέσα σε μια αυγουστιάτικη Αθήνα που μοιάζει να φλέγεται, κάνει μια αναδρομή στα παιδικά του καλοκαίρια, τότε που: «Η μαμά ήθελε θάλασσα, ο μπαμπάς βουνό, εγώ πάλι την ησυχία μου», αλλά θυμάται κι ένα παλιό του έρωτα, την Κλοντίν, που κι αυτή τον παράτησε για τον καλύτερο φίλο του εκείνης της εποχής -παρά το ότι δεν εμπιστεύεται τις αναμνήσεις αφού «βουτάνε στο συναίσθημα και θολώνουν την εικόνα»- ένα φίλο που αυτή τη στιγμή, και μετά από μια τυχαία συνάντηση στο διαδίκτυο τον επισκέπτεται. Γραμμένο με πυρετικό θα έλεγα τρόπο αυτό το διήγημα είναι το κορυφαίο της συλλογής.
Το «Με λένε Δήμητρα» είναι η ιστορία μιας νέας γυναίκας που ζει μια μονότονη συνηθισμένη ζωή. Δουλεύει σ’ ένα γραφείο και η κάθε της μέρα είναι ένα αντίγραφο της προηγούμενης και της επόμενης. Τη νηνεμία της ύπαρξής της ωστόσο θα έρθει να διαταράξει μια τυχαία συνάντηση με κάποιον άντρα από το παρελθόν, που θα ξυπνήσει μέσα της τραγικές και μη αναμνήσεις. Θα της θυμίσει ποια ήταν, πως άρχισε και τι έκανε, μέχρι να γίνει… Δήμητρα.
«Σε σαράντα μέρες» έρχονται τα πάνω κάτω στη ζωή του Κώστα. Ο αδελφός του πεθαίνει, κι αφήνει την κορούλα του από τον πρώτο του γάμο ορφανή, η μητέρα του του κάνει τη ζωή ποδήλατο, και τα λεφτά που όλο περιμένει για να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο, να αποκτήσει μια μεγάλη επίπεδη οθόνη τηλεοράσεως, δε μοιάζουν να έρχονται. Φαίνεται συνεχώς να παραπαίει ανάμεσα στη σιωπηλή οργή και την κατάθλιψη. Αλλά, πού θα πάει, αναπόφευκτα κάποτε ο τροχός θα γυρίσει και η τύχη θα του χαμογελάσει κι αυτού. Με ποιο τρόπο; Μ’ αυτόν ακριβώς που περιμένει.
Η Ζωή είναι μια γυναίκα βασανισμένη που δε θέλει να ζει «την παρωδία που της δώσανε για όνομα». Αυτό το καλοκαίρι βρίσκεται με το γιο της στη Χίο και δουλεύουν στο πανδοχείο που τους άφησε ο μακαρίτης σύζυγος και πατέρας. Ο Σωτήρης κάνει όλες σχεδόν τις δουλειές και φροντίζει και τη μητέρα του, η οποία ουσιαστικά το μόνο που επιχειρεί είναι να τα διατηρεί «Όλα σε τάξη». Κάποιες ατυχείς ή ίσως και ευτυχείς συγκυρίες όμως θα τους αναγκάσουν να πουλήσουν το πανδοχείο μισοτιμής και να φύγουν άρον-άρον απ’ το νησί, για να επιστρέψουν στον γνωστό ακάλυπτο. Εκεί που θα δοθούν λύσεις και απαντήσεις σε όλα, ή σχεδόν, τα θέματα με τα οποία καταπιάστηκαν οι πιο πάνω ιστορίες.
Αν είστε φίλοι της καλής ελληνικής λογοτεχνίας σίγουρα θα απολαύσετε αυτό το βιβλίο. Αν σας αρέσουν τα διηγήματα θα το αγαπήσετε από καρδιάς. Είναι απλά, εξαιρετικό!
No comments:
Post a Comment