Διαβάζοντας για πρώτη φορά Πέτρο Μάρκαρη αντιλήφθηκα ότι δεν είναι τυχαία η επιτυχία που σημειώνουν τα βιβλία του στο εξωτερικό. Πρόκειται για ένα συγγραφέα που ακολουθεί τα σύγχρονα μονοπάτια της αστυνομικής λογοτεχνίας, μιλώντας για τους ανθρώπους και τις πόλεις. Οι ξένοι συνάδελφοί του, τους οποίους κάπως μου θυμίζει, είναι οι Ίαν Ράνκιν και Μάικλ Κόνελι, αφού όπως αυτός περιγράφει την Αθήνα και τους κάτοικούς της, έτσι κι εκείνοι καταπιάνονται λεπτομερώς με το Εδιμβούργο και το Λος Άντζελες και τις δικές τους ανθρωπογεωγραφίες αντίστοιχα.
Πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία είναι ο αγαπημένος ντετέκτιβ-δημιούργημα του συγγραφέα, Κώστας Χαρίτος, ο οποίος αναρρώνει μετά από μία αιματηρή υπόθεση που λίγο έλειψε να του κοστίσει τη ζωή. Μένοντας αναγκαστικά για αρκετό καιρό στο σπίτι και υποχρεωμένος να υπομείνει τις φροντίδες και τη μουρμούρα της γυναίκας του Αδριανής νιώθει να πνίγεται, κι ανυπομονεί όσο οτιδήποτε άλλο να επιστρέψει πίσω στη δουλειά και τη ρουτίνα του. Δεν ξέρει όμως ότι στη διάρκεια της απουσίας του από την αστυνομική διεύθυνση, πολλά έχουν αλλάξει. Κάποιος εποφθαλμιά τη θέση του, οι μετοχές του στο τμήμα έχουν πιάσει πάτο, και, όταν κάποτε αποφασίσει να περάσει από εκεί, φτάνει να νιώθει σαν ξένο σώμα. Ωστόσο εκεί που νομίζει ότι έχει πια πιάσει πάτο, κάποια γεγονότα έρχονται για ν’ ανατρέψουν και πάλι τις ισορροπίες: μια δημόσια αυτοκτονία και η εν ψυχρώ εκτέλεση δύο μεταναστών εργατών. Η αστυνομία προσπαθεί, μετά από άνωθεν εντολές, να κλείσει όπως-όπως αυτές τις υποθέσεις, κάτι που δεν είναι και τόσο εύκολο όμως, καθώς ο διάβολος, όπως λένε, έχει πολλά ποδάρια. Στο τέλος, και μη έχοντας άλλη επιλογή, θα στραφούν όλοι στον Χαρίτο, ζητώντας από αυτόν να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Κι αυτός θα δεχθεί, αφού ευρισκόμενος άτυπα υπό την προστασία και έχοντας τη συμπαράσταση του προϊσταμένους, διερευνά ήδη τις μυστηριώδεις αυτές υποθέσεις. Υποθέσεις που έχουν να κάνουν με τη χούντα και τον αντιδικτατορικό αγώνα, με οικονομικά σκάνδαλα και διαφθορά, με ανθρώπους που ξεκίνησαν σαν επαναστάτες και κατέληξαν στυλοβάτες του συστήματος που έλεγαν ότι ήθελαν να γκρεμίσουν. Όπως λέει κι ένας από τους φίλους του Χαρίτου: «Η επανάσταση κατάντησε μπλουζάκι».
Ακολουθώντας το μίτο που θα τον οδηγήσει έξω από το λαβύρινθο των μυστικών και των ψεμάτων που αποτελούν τον πυρήνα αυτής της ιστορίας ο συγγραφέας δε χάνει την ευκαιρία να ρίξει και τις μπηχτές του, άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με μια δόση πίκρας, για την κατάσταση, που επικρατεί στη σύγχρονη ελληνική τηλεορασιόπληκτη κοινωνία: «Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, τραγουδούσε σαράντα ατέλειωτα χρόνια η Σωτηρία Μπέλλου και στο τέλος νίκησαν τα παράθυρα». Μας παρουσιάζει επίσης την προ-ολυμπιακή Αθήνα σα μια πόλη στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού και καταπιάνεται με τα θέματα των μεταναστών, των βρώμικων πολιτικών, του ρατσισμού και της πάντοτε επίκαιρης φοροδιαφυγής. Κάποιοι απ’ τους πρωταγωνιστές μας θυμίζουν αναπόφευκτα μερικά πρόσωπα που δε λείπουν ποτέ από τα παράθυρα της τηλεπικαιρότητας, τους γνωστούς φωνακλάδες. Ωστόσο δεν είναι αυτοί που κλέβουν την παράσταση, αλλά οι γυναίκες. Οι γυναίκες-επιχειρηματίες κι οι γυναίκες-αστυνομικοί, μα πάνω απ’ όλες η γυναίκα-ένα σε όλα, η Αδριανή. Αυτή, με τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα της, με τις εμμονές και τα τερτίπιά της, αναβλύζει στο μέσα μας βλέμμα πολύχρωμη, φωνακλού, γεμάτη ζωή – μια σύγχρονη θυμόσοφη, την οποία δύσκολα δε θα μπορούσε να συμπαθήσει κανείς.
Το «Ο Τσε αυτοκτόνησε» είναι ένα εξαιρετικό αστυνομικό-κοινωνικό μυθιστόρημα, που αξίζει να διαβαστεί απ’ τον καθένα.
No comments:
Post a Comment