Tuesday, November 2, 2010

Τομ Ρόμπινς – Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν

Αυτό είναι ένα από εκείνα τα μαγικά, θα λέγαμε, βιβλία τα οποία διαβάζει κανείς με μόνιμα ζωγραφισμένο το χαμόγελο στα χείλη. Ο Ρόμπινς μας δίνει ένα μυθιστόρημα-αχταρμά που βγάζει πολλή νόημα – αν βγάζετε κι εσείς νόημα απ’ αυτά που γράφω τόσο το καλύτερο.
Το «Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν» είναι η ιστορία της Σίσσυ, ή μάλλον των αντιχείρων της. Η κακόμοιρη η κοπέλα γεννήθηκε με μια μικρή δυσμορφία: δύο αντίχειρες τόσο μεγάλους, που της κάνουν αρχικά τη ζωή δύσκολη, αλλά οι οποίοι στην πορεία αναδεικνύονται σαν ένα… τεράστιο πλεονέκτημα. Πότε συμβαίνει αυτό; Μα όταν μαθαίνει να τους χρησιμοποιεί για να κάνει ωτοστόπ. Οι αντίχειρές της θα γίνουν το διαβατήριο για μια νέα ζωή, στη διάρκεια της οποίας θα γυρίσει όλες τις αμερικανικές πολιτείες και τη μισή υφήλιο, θα μοιραστεί μια ρομαντική στιγμή με τον Τζακ Κέρουακ, που μάλλον σε ό,τι αφορά την περιπλάνηση νιώθει ένα δέος απέναντί της, και θα εργαστεί περιστασιακά σα μοντέλο – αυτό φυσικά όχι σηκώνοντας τους αντίχειρές της στον αέρα, αλλά κρύβοντάς τους διακριτικά.
Τα ταξίδια της κρατάνε αρκετά χρόνια, αλλά φυσικά δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει για πάντα στους δρόμους, οπότε όταν της συστήνει ο… προστάτης της, η… Δούκισσα, έναν νεαρό ινδιάνο καλλιτέχνη, αυτή κάνει μία προσπάθεια να… αφυπηρετήσει. Ωστόσο, όπως κάποτε στο μέλλον θα αντιληφθεί, όσο κι αν αγαπά (όχι και πολύ) τον ινδιάνο της, αυτή η ζωή, η καθιστική, δεν της πάει. Οι αντίχειρές της επαναστατούν κι αρχίζουν να κάνουν ωτοστόπ στις σκιές στους τοίχους, στον άνεμο, στις κουρτίνες και νιώθει να πνίγεται. Ο/Η Δούκισσα αποφασίζει τότε να της αναθέσει μία ακόμη δουλειά σαν μοντέλο. Την ξαποστέλνει στο ράντσο της στη Ντακότα, εκεί που οι καουμπόισσες μελαγχολούν, για να συμμετάσχει σε μια διαφήμιση με φόντο κάποια αποδημητικά πουλιά, τους γερανούς. Εκεί η Σίσσυ ανακαλύπτει ένα καινούριο, θαυμαστό και απόλυτα γυναικείο κόσμο και οι αντίχειρές της γίνονται ευτυχισμένοι. Οι γυναίκες που ζουν γύρω της, η μια πιο ιδιόρρυθμη από την άλλη, την εντυπωσιάζουν. Ειδικά η Τζέλυ-μπην που φορούσε «μια φούστα τόσο κοντή που αν τα μπούτια της ήταν ρολόι η φούστα θα ήταν στο δώδεκα παρά πέντε».
Όμως δεν είναι μόνο οι γυναίκες που την ελκύουν εκεί, είναι και ο Τσινγκ: ένας κινέζος γέρο-σοφός από την Ιαπωνία, που είναι κάτι σα σαμάνος ινδιάνος. Τι; Χαθήκατε; Κι όμως, όλα έχουν την εξήγησή τους. Το μόνο που βαριόμαστε να τη γράψουμε.
Όπως και νάχει, το «Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν» είναι το πιο ανάλαφρα σοβαρό βιβλίο που διάβασα τα τελευταία χρόνια. Μιλά για τον πόλεμο και την ειρήνη, για τις διαφορετικές μορφές του έρωτα, για την ακατανίκητη αίσθηση της ελευθερίας, για τον καταναλωτισμό και το περιβάλλον, για τα αγύριστα κεφάλια, για εκείνους που προσπαθούν ν’ ανακαλύψουν ποιοι είναι και γι’ αυτούς που αγωνίζονται να το ξεχάσουν.
Ο Ρόμπινς μοιάζει να μας λέει ότι μπορούμε να γελάσουμε με το καθετί, η σκέψη δεν προϋποθέτει τη θλίψη, η σοφία μπορεί να είναι ανάλαφρη. Όπως ο Τσινγκ, ο βαφτισμένος από τους άλλους γκουρού, θύμα των δικών τους πεποιθήσεων, φαίνεται να μας κλείνει συνωμοτικά και το μάτι και να μας ψιθυρίζει: μην τα πολυσκέφτεστε τα πράγματα, μην τα αναλύετε, ζήστε το τώρα. Και μην αναζητάτε τους σωτήρες, εσείς είστε οι σωτήρες του εαυτού σας.
Η μετάφραση του 1985, σπιρτόζικη, μοιάζει να συλλαμβάνει και να μας μεταφέρει εξαιρετικά το πνεύμα του βιβλίου, ωστόσο δεν αποφεύγει τις αστοχίες. Σημειώνουμε χαρακτηριστικά: το όνομα μιας κοπέλας αναφέρεται σαν Χήθερ αντί Χέδερ, κάπου μιλά για τη Μπούρμα αντί για τη Βιρμανία, ενώ τα κουτάκια της μπίρας γίνονται… κονσέρβες.

2 comments:

Snowball said...

Μου έχουν κάνει δώρο το "Άρωμα του Ονείρου" του Ρόμπινς εδώ και λίγο καιρό κι έχει πάρει σειρά για ανάγνωση, μόλις τελειώσω αυτό που διαβάζω τώρα...

Ακούω πολλά καλά λόγια τελευταία που μου έχουν εξάψει την φαντασία, δεν έχω ξαναδιαβάσει Ρόμπινς...

Το «Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν» δεν το έχω διαβάσει αλλά έχω δει την ταινία που γυρίστηκε πριν μερικά χρόνια με την Ούμα Θέρμαν, ήταν συμπαθητική...

lakis said...

Δεν είδα την ταινία, αλλά το βιβλίο μου άρεσε πολύ. Ειδικά το χιούμορ του. Καλά... διαβάσματα!