«Όσο πιο άσχημη είναι η σάρκα που υπηρετώ τόσο το καλύτερο. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορώ να νιώθω εντελώς αξιοθρήνητη. Όταν βιαιοπραγούν επάνω μου, όταν καταλήγω να γίνω ένα κομμάτι ωμό κρέας, τότε επιτέλους από τα βάθη μου αναβλύζει η ηδονή καθαρή».
Τα πιο πάνω τα λέει η πρωταγωνίστρια σ’ αυτή την ιστορία, η έφηβη Μάρι. Και είναι μια πρωταγωνίστρια ασυνήθιστη, μια και δε μοιάζει σε τίποτα με τις άλλες γυναίκες που «γνώρισα» στα υπόλοιπα βιβλία της Ογκάουα. Στο μόνο που τις θυμίζει είναι το ότι είναι κι αυτή λυπημένη, ή ίσως και παρατημένη. Εδώ συναντάμε μια νέα γυναίκα, απογοητευμένη από τη ζωή της, που κυλά ακύμαντη, σε μια τρομακτική επανάληψη. Μια νέα που θέλει να νιώσει γυναίκα και ν’ ανακαλύψει τον κόσμο εκεί έξω. Μια νέα που είναι αιχμάλωτη στον κόσμο της μάνας της – τον κόσμο του ξενοδοχείου Ίρις.
Η συγγραφέας μας περιγράφει τη σταδιακή μεταμόρφωση ενός αθώου κοριτσιού σ’ ένα ατίθασο και άγριο νέο πλάσμα, ένα πλάσμα που επιθυμεί την ελευθερία από τα κοινωνικά δεσμά, αλλά και τη σκλαβιά ενός άντρα αφέντη, που θα την κάνει το ερωτικό του παιχνιδάκι – που θα την αναγκάσει, με τον τρόπο του, να μάθει να αναζητά την ευχαρίστηση στο σαδομαζοχιστικό σεξ, την ικανοποίηση στον πόνο.
Η Μάρι θα βρει στο πρόσωπο του ηλικιωμένου εραστή της και βασανιστή, τη λύτρωση από τη ρουτίνα, και μέσα από τη σχέση της μ’ αυτόν θα πάρει και την εκδίκησή της από τη μητέρα της, αυτήν που πέρα από τη φροντίδα των μαλλιών της δεν μοιάζει να την νοιάζεται καθόλου. Μέσα από τον σωματικό πόνο θα γνωρίσει την ηδονή, μέσα από τη μικρή της επανάσταση θα αποκτήσει τη δική της φωνή: «Η χαριτωμένη σου Μάρι ξεθώριασε κι έγινε το πιο άσχημο πλάσμα της γης, ψιθύρισα στα βάθη της ψυχής μου».
Στο Ξενοδοχείο Ίρις η Ογκάουα μοιάζει να θέλει να μας μιλήσει για τα σκοτάδια της ψυχής, φαίνεται να θέλει να μας πει ότι ο καθένας μας είναι, είτε το καταλαβαίνει είτε όχι, έτοιμος για όλα. Για όλα τα χειρότερα. Κάποιοι τα τολμούν και βρίσκουν έστω και στην οδύνη τη χαρά, κάποιοι άλλοι συνεχίζουν επ’ αόριστον ν’ ανακυκλώνουν τα αδιέξοδά τους. Η Μάρι είναι ένας ακραίος χαρακτήρας, αλλά ούτε και για μία στιγμή δε γίνεται αντιπαθητική στον αναγνώστη. Ο γηραλέος εραστής της αντίθετα, ο μεταφραστής, είναι κάποιος για τον οποίο πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να νιώσει συμπάθεια. Είναι ωστόσο και οι δύο καλά σκιαγραφημένοι χαρακτήρες, που μοιάζουν αμετάκλητα μεταξύ τους ενωμένοι από τη ζωή. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλο, ο ένας σκοτώνει τον άλλο. Ο πόνος είναι το σημείο επαφής τους, και είναι τόσο αμείλικτα στέρεο, που η Μάρι φτάνει μέχρι και το σημείο να κάνει κάποια πράγματα, επιζητώντας απλά και μόνο την τιμωρία. Όσο πιο σκληρή, τόσο το καλύτερο.
Το βιβλίο αυτό διαβάζεται σαν την ωμή περιγραφή μιας πραγματικότητας που κρύβεται στις σκιές, που είναι πολύ τρομακτική για να δει το φως της μέρας.
Η πλοκή και η αφήγηση εδώ θυμίζει Μουρακάμι, όχι τον Χαρούκι, αλλά τον Ρίου, αφού και αυτός ο τελευταίος, καταπιάνεται στα γραπτά του με τις σεξουαλικές ορμές και τα σκοτάδια που κρύβονται βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων.
Η μετάφραση από τα ιαπωνικά του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, απλά εξαιρετική.
No comments:
Post a Comment