Αυτή είναι η ιστορία μιας γυναίκας που έχει χάσει τη μνήμη της, την οποία, ακολουθώντας σχεδόν άθελά της τις οδηγίες του γιατρού, προσπαθεί να ανακτήσει μέσα από τη γεύση. Έτσι τη βλέπουμε από τη μια στιγμή στην άλλη, να εγκαταλείπει, έστω προσωρινά, τον άντρα της τον οποίο δε θυμάται, και το σπίτι της, που φαινομενικά πια δεν της ανήκει, και να πιάνει δουλειά σε μια μικρή ταβέρνα. Η επαφή της με τους ανθρώπους εκεί, η συνομιλία της με ένα φάντασμα, οι σκέψεις της που την πληγώνουν, αλλά και που την κρατούν σε εγρήγορση, μα πάνω απ’ όλα η σχέση της με τη μαγειρική θα τη βγάλουν σιγά σιγά στο φως, θα της θυμίσουν ποια είναι, αλλά και θα την αλλάξουν, θα δέσουν μέσα της το μαγικό γαϊτανάκι των ατόμων και των ιστοριών που την αποτελούν.
Το «Για να δει τη θάλασσα» είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που απλά απολαμβάνει να διαβάζει κανείς τόσο για το θέμα όσο και για τη γραφή τους. Η Φακίνου, με αφορμή μια προσωπική ιστορία, καταβυθίζεται στις ψυχές κάποιων ανθρώπων, για να αναδυθεί ξανά βγάζοντας στο φως τις αλήθειες τους. Αλήθειες γλυκές και πικρές, σκληρές και ανώδυνες, της αληθινής ζωής. Η Ελένη, όπως βαφτίζει την πρωταγωνίστρια ο υπεύθυνος της ταβέρνας, ο Ρούλα, είναι μια γυναίκα σε αναζήτηση της ταυτότητάς της, μια ψυχή μοναχική που σε κάποιο σημείο φτάνει να παρακαλεί «να είχε κι αυτή μια πινακοθήκη με εικόνες γευμάτων, ένα φανταστικό μουσείο γεύσεων», κάποια που τώρα πια δεν έχει τίποτα να χάσει. Γι’ αυτό και αγωνίζεται. Για να φτιάξει το φανταστικό της μουσείο, την προσωπική της πινακοθήκη. Αυτός ο αγώνας, αυτή η αγωνία, θ’ αρχίσουν βήμα το βήμα να μετατρέπονται σε χαρά, ν’ αποδίδουν καρπούς. Καθώς θα αρχίσει να χαρίζει στους άλλους τις νοστιμιές της, θα βαλθούν κι εκείνοι με τη σειρά τους να τη βοηθούν για να ανασύρει απ’ τα βάθη του μυαλού τις αναμνήσεις της. Γιατί όσοι δίνουν παίρνουν. Επειδή «τα μοναδικά πράγματα που μας ακολουθούν στην άλλη ζωή είναι όσα χαρίσαμε στην επίγεια». Γιατί «έτσι πρέπει να πηγαίνει η αγάπη, από χέρι σε χέρι».
Η Φακίνου φτιάχνει με υλικά αγνά μια συναρπαστική τοιχογραφία χαρακτήρων, μια αγιογραφία της καθημερινής ζωής. Μέσα από τις σκέψεις, τα λόγια και τις αναμνήσεις των ηρώων της, του μοναδικού Ρούλα, του αόρατου ευεργέτη των φτωχών Μιχαήλ, του ιδιόρρυθμου ζωγράφου και των μαστόρων της γειτονιάς, των οποίων οι γεύσεις αλλάζουν τη ζωή, αλλά και της ίδιας της Ελένης, μοιάζει να θέλει να μας φανερώσει ποια είναι τα πράγματα που αξίζουν στη ζωή, να αναδείξει όλες εκείνες τις μικρές στιγμές που της δίνουν αξία. Σα μια μπαλάντα και σαν ένας ύμνος διαβάζεται αυτή η καλογραμμένη ιστορία – σαν ένας ύμνος στο θαύμα της κάθε μέρας.
Μια από τις πιο όμορφες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
No comments:
Post a Comment