«Γιατί κάτι πρέπει να πηγαίνει στραβά, να ξεφεύγει από τη νόρμα. Αλλιώς η ζωή είναι ανυπόφορη».
Μια νύχτα που όλα ή σχεδόν όλα πάνε στραβά περιγράφει σ’ αυτή την καλογραμμένη νουβέλα η Έρση Σωτηροπούλου.
Η Εύα, η πρωταγωνίστριά της, είναι μια γυναίκα που βλέπει τον κόσμο γύρω της να γκρεμίζεται από τη μια στιγμή στην άλλη, τις βεβαιότητές της να γίνονται συντρίμμια. Και τότε αρχίζει να περιπλανιέται ψάχνοντας ταξί ή και θέλοντας να χαθεί, σε μια πόλη γνωστή και ξένη, την πόλη της, την Αθήνα, μια παραμονή Χριστουγέννων. Καθώς τριγυρνά σε δρόμους σκοτεινούς και μονοπάτια φοβισμένα, αναλογίζεται τη ζωή της, τα όνειρά της που πήγαν χαμένα, τις γιορτές που μάλλον θρήνο θυμίζουν τώρα σ’ αυτήν. Όλα στη ζωή της, το νιώθει, καταρρέουν κι εκείνη συνεχίζει να περπατά. Να περπατά και να σκέφτεται: το πάρτι απ’ το οποίο μόλις έφυγε και το οποίο επιβεβαίωσε το τέλος κάθε προσδοκίας για μια ευτυχισμένη συζυγική ζωή, τα λόγια του αέρα, τις ευχές και τις ψεύτικες αγάπες που αντάλλαζαν όλοι εκεί, τον πατέρα της που κείτεται άρρωστος στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, το παθιασμένο φιλί που μοιράστηκε μ’ ένα νεαρό συγγραφέα, τις φιλίες της.
Το μακρύ αυτό οδοιπορικό θα την οδηγήσει σε γειτονιές της νύχτας απάτητες, σε γνωριμίες πρωτόγνωρες. Θα συναντήσει πόρνες και προαγωγούς, θα μιλήσει με άγνωστους ανθρώπους για όλα όσα την απασχολούν, θα ζεσταθεί μπροστά από μια φωτιά στο δρόμο, θα μοιραστεί για λίγο ένα δωμάτιο με κάποιους πολύχρωμους χαρακτήρες βγαλμένους από την άγνωστη μυθολογία της πόλης, θα ανακαλύψει πράγματα που είχε βαθιά κρυμμένα μέσα της και θα τα βγάλει στο φως. «Παίζω στο φιλμ μου και το φιλμ μου είναι ηλίθιο», σκέφτεται αρχικά, αλλά αργότερα, σε μια εσωτερική έκρηξη θα απευθυνθεί νοητικά στο σύντροφό της για να του πει: «Ποτέ δεν θα γίνω φρέσκια κι επιτυχημένη σαν κι εσένα. Ποτέ δεν θα χαίρομαι με μαλακίες όπως εσύ».
Η Εύα είναι μια γυναίκα που νιώθει ξένη και μόνη, που όσο και να το προσπαθεί δεν μπορεί να μοιάσει στους άλλους, και η οποία στο τέλος φτάνει να μην έχει καμία απολύτως αυταπάτη: «Πολλοί παίρνουν αποφάσεις για τον καινούριο χρόνο. Αυτή πάντα το κορόιδευε. Θα έκοβε το κάπνισμα. Θα έπαιρνε τον πατέρα της στο σπίτι και θα τον φρόντιζε. Θα μάθαινε ισπανικά, πάντα ήθελε να μάθει. Τι νούμερο που είμαι, σκέφτηκε, αφού δεν πρόκειται να κάνω τίποτα».
Ωστόσο δε θα μείνει άπρακτη, θα πάρει κι αυτή μια απόφαση, μια απόφαση καθοριστική. Αφού δεν μπορεί να γίνει σαν τους άλλους, θα γίνει απλά αυτή.
Η «Εύα» είναι μια ιστορία που θα μπορούσε να μιλάει για τον καθένα. Όλοι λίγο πολύ ζούμε αδιέξοδες ζωές, περιπλανιόμαστε στους ίδιους ή σε παρόμοιους λαβύρινθους. Η γυναίκα της ιστορίας αυτής μοιάζει να έχει βρει, μέσα από αταξίδευτους δρόμους, τον τρόπο να χαράξει τη δική της πορεία. Αν μπορεί να το κάνει αυτή, γιατί όχι κι εμείς;
Γραμμένο με πικρό χιούμορ, αυτό το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, κι ακολουθεί τον αναγνώστη για πολύ μετά που θα το κλείσει: τον προσεκτικό αναγνώστη. Αυτόν που σε ένα ανάγνωσμα αναζητεί κάτι περισσότερο από το να ξεχαστεί.
No comments:
Post a Comment