Wednesday, August 25, 2010
Stieg Larsson – The Girl Who Kicked the Hornets’ Nest
Το «Κορίτσι στη φωλιά της σφήγκας» είναι πολύ καλύτερο από το δεύτερο τόμο της τριλογίας «Μιλλένιουμ» του Στιγκ Λάρσον, δηλαδή του «Το κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά». Η δράση εδώ κυλά ασταμάτητη, η μια μικρή ανατροπή οδηγεί στην επόμενη, και ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία ν’ απολαύσει ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας.
Οι 746 σελίδες της μικρής αγγλόφωνης έκδοσης διαβάζονται απνευστί, κι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μαεστρία του συγγραφέα. Ο Λάρσον επιλέγει να κλείσει τους ανοικτούς λογαριασμούς που άφησαν οι προηγούμενοι δύο τόμοι, κινούμενος με ταχύτητα από χώρο σε χώρο κι από χρόνο σε χρόνο, απλώνοντας στις σελίδες παράλληλες ιστορίες που κάποτε θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε παράλληλες λύσεις. Το μοναδικό σημείο στο οποίο χωλαίνει λίγο το βιβλίο είναι εκείνο που αναφέρεται εκτενώς στο παρελθόν, τα έργα και τις ημέρες των μυστικών υπηρεσιών της Σουηδίας, αλλά και στην πολιτική κατάσταση στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό ωστόσο δε μας στερεί κάτι από τη δράση, την καθυστερεί μόνο λίγο.
Ο τόμος ανοίγει με την εσπευσμένη μεταφορά στο νοσοκομείο της περιβόητης πια Λίσμπεθ Σαλάντερ, η οποία χαροπαλεύει μετά την αιματοβαμμένη συνάντησή της με τον πατέρα και μισητό αντίπαλό της, τον κατάσκοπο Ζαλασένκο. Εκτός από τα διάφορα τραύματα που φέρει, η Λίσμπεθ έχει και μια σφαίρα καρφωμένη στο κεφάλι -ενθύμιο της εν λόγω συνάντησης- που απειλεί άμεσα τη ζωή της. Ο εφημερεύων γιατρός, με τη βοήθεια ενός αμερικανού συναδέλφου του, θα αφαιρέσει τη σφαίρα, θα περιποιηθεί τα άλλα τραύματά της και στις ημέρες που θ’ ακολουθήσουν, θα προσπαθήσει να κάνει ό,τι περνά από το χέρι του ώστε η κοπέλα να διαφύγει τον κίνδυνο. Στο μεταξύ, δύο δωμάτια πιο κάτω, νοσηλεύεται και ο πατέρας της, ο οποίος φέρει τραύματα στο κεφάλι, που του έχει καταφέρει η ίδια μ’ ένα τσεκούρι.
Τα γεγονότα που οδήγησαν πατέρα και κόρη στο νοσοκομείο ανησυχούν συγκεκριμένους κύκλους των μυστικών υπηρεσιών της χώρας, που σπεύδουν να κλείσουν στόματα, αλλά και να εξαφανίσουν φακέλους που τους εμφανίζουν σαν ένοχους για παράνομες ενέργειες. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο πιστεύουν οι τελευταίοι, αφού τα πιθανά νέα θύματά τους κάποια στιγμή αρχίζουν να παίζουν μαζί τους το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Με μισές αλήθειες και μεγάλα ψέματα, με πονηριά και συμμαχίες με το διάβολο (όποια μορφή κι αν έχει αυτός), η Σαλάντερ και ο καλύτερός της φίλος και μεγάλος (για τον ψυχισμό της) εχθρός, Μίκαελ Μπλόμκβιστ, θα οδηγήσουν την υπόθεση εκεί που ακριβώς θέλουν, φέρνοντας τους διώκτες τους αντιμέτωπους με τα προσωπικά τους φαντάσματα.
Σ’ αυτό τον τόμο ωστόσο παρατηρούμε και μια συνταρακτική, για τα δικά της δεδομένα, αλλαγή στη συμπεριφορά της Σαλάντερ. Για πρώτη φορά τη βλέπουμε να συμβιβάζεται με τους άλλους, να δέχεται τη βοήθειά τους και ν’ αντιλαμβάνεται ότι τελικά δεν είναι όλοι εχθροί της. Με μια μεγάλη καθυστέρηση, θα λέγαμε, μοιάζει να ξεπερνά τη δικαιολογημένα οργισμένη εφηβεία της και να κάνει τα πρώτα βήματα στον κόσμο των ενηλίκων. Σ’ ένα κόσμο που μάλλον είναι πιο ακίνδυνος από εκείνον στον οποίο ζούσε μέχρι τώρα. Στο τέλος όμως μοιάζει να τίθεται το ερώτημα: και μετά τι; Κι αυτό γιατί κάτι μας λέει ότι όντως ο συγγραφέας είχε την πρόθεση να γράψει ένα ακόμη τόμο με τις περιπέτειες της ιδιόρρυθμης ηρωίδας του, αφού κάποια από τα θέματα που τέθηκαν στο δεύτερο βιβλίο (κάνοντάς το μάλιστα κάπως βαρετό στις πρώτες εκατό σελίδες) δεν επιλύθηκαν σ’ αυτό, ενώ κι εδώ αναδύονται κάποια νέα ερωτήματα.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, στα χέρια μας κρατάμε ένα εξαιρετικό θρίλερ, που έρχεται για να καθιερώσει τη Σαλάντερ, σαν έναν από τους πιο αξιομνημόνευτους χαρακτήρες της παγκόσμιας, αστυνομικής και μη, λογοτεχνίας.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment