«Λήθη δεν είναι να μη σε θυμούνται οι άλλοι αλλά να ξεχνάς τον εαυτό σου», λέει ένας από τους ήρωές του βιβλίου και μάλλον έχει δίκιο, αφού αυτός ακριβώς ο κίνδυνος παραμονεύει για τον βασικό πρωταγωνιστή της πρωτότυπης αυτής ιστορίας.
Η «Λήθη» είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που είτε αρέσουν σε κάποιον πολύ είτε τα απεχθάνεται. Η «Λήθη» είναι ένα παιχνίδι: με το χώρο, με το χρόνο, με την ψυχική κατάσταση του ήρωά του. Η «Λήθη» είναι μια ιστορία φαντασίας και έρωτα, αλλά και ένα ψυχολογικό θρίλερ με μικρότερες ή μεγαλύτερες δόσεις μακάβριου και μη χιούμορ. Και ναι, θυμίζει Κάφκα, περισσότερο τον «Πύργο» του, αν και ο ήρωας που δίνει το παρόν του εδώ είναι ο Γκρέγκορ Σάμσα της «Μεταμόρφωσης».
Ο Βλαντής δανείζεται υλικό, πρωταγωνιστές και ιδέες, από μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και κατασκευάζει ένα ξεχωριστό δικό του κόσμο, όπου όλα μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή και συμβαίνουν, όπου όλες οι βεβαιότητες ανατρέπονται και επιβεβαιώνονται, και τέλος, όπου πού και πού δεν μπορεί πια κανείς να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τη φαντασία.
Όλα αρχίζουν όταν ένας συγγραφέας, που μάλλον δεν τα πάει και πολύ καλά με τους συνάδελφούς του, λαμβάνει ένα περίεργο τηλεφώνημα πολύ αργά τη νύχτα. Στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο μοναδικός γραφιάς με τον οποίο κάπου τα βρίσκει, ο οποίος του λέει ότι είναι επείγον να τον συναντήσει. Στην αρχή σκέφτεται να του αρνηθεί, αλλά από την άλλη γεννιέται μέσα του η περιέργεια για το τι θέλει άραγε να του πει. Έτσι ντύνεται και βγαίνει έξω, στους δρόμους της νυχτερινής Θεσσαλονίκης, τους οποίους άξαφνα μοιάζει να τυλίγει μια μαγική και παράταιρη ομίχλη. Τότε ακριβώς σταματά μπροστά του ένα λεωφορείο, που μοιάζει βγαλμένο από αμερικανική ταινία, και του οποίου ο οδηγός τον καλεί να μπει μέσα για να τον πάει στον προορισμό του. Εκείνος, διστακτικά, δέχεται. Στο λεωφορείο υπάρχουν και κάποιοι άλλοι επιβάτες οι οποίοι όμως μοιάζουν να κοιμούνται. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει μια μεγάλη και φαινομενικά ατελείωτη διαδρομή, που θα τον οδηγήσει σε μια πολιτεία μαγική και την καταδίκη του, αφού από τη στιγμή που θα φτάσει εκεί θα γίνει ο με το ζόρι κατ’ οίκον συγγραφέας του πατέρα Καραμαζόφ. Όπως θα μάθει με σκληρό τρόπο θα μείνει για πάντα αιχμάλωτος εκεί και το καταναγκαστικό του έργο θα είναι να γράφει. Να γράφει κάθε μέρα χρησιμοποιώντας σαν ήρωες τους κατοίκους της αποικίας, τους ήρωες δηλαδή των μεγάλων μυθιστορημάτων αλλά και τους συγγραφείς τους, που αν δεν συνεχίσει κάποιος να αφηγείται τις ιστορίες τους θα ξεχαστούν και θα πεθάνουν. Στην αρχή αρνείται, αλλά δε θα του πάρει και πολύ να καταλάβει ότι δεν έχει άλλη επιλογή από το να υπακούσει, αν θέλει να επιβιώσει, αφού να αποδράσει δεν μπορεί. Το μοναδικό άτομο που του προσφέρει κάποιου είδους παρηγοριά στη ζοφερή αυτή πραγματικότητα που ζει είναι η μυστηριώδης Άλια, που γίνεται η ερωμένη του, ενώ κάπου εκεί κόβει βόλτες και ο καλός υιός Καραμαζόφ, ο Αλιόσα, που μοιάζει να του προσφέρει μια κάποια ψευδαίσθηση ελπίδας.
Εδώ έχουμε ένα καλογραμμένο βιβλιοφιλικό και κλειστοφοβικό βιβλίο, που χαρίζει μερικές στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης στους φίλους της καλής, κλασικής και μη, παγκόσμιας και μη λογοτεχνίας.
No comments:
Post a Comment