Μια ιστορία που αναδίδει μυστήριο και τρομερά μυστικά και επιφυλάσσει φοβερές ανατροπές είναι αυτό το (παλιό) μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη. Και αν και ο τίτλος αναφέρεται στη μητέρα, ο πατέρας είναι αυτός που κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ. Η πρώτη δίνει το στίγμα της με την απουσία της, ο δεύτερος με την έντονη, καταλυτική του παρουσία. Από την πρώτη στιγμή που συναντάμε αυτούς τους τόσο αντίθετους χαρακτήρες αναρωτιόμαστε πώς κατάφεραν να ξοδέψουν μαζί μια ολόκληρη ζωή (38 χρονιά), να κάνουν παιδιά και να τα μεγαλώσουν, να συνυπάρξουν σε ένα σπίτι αλλά ζώντας δυο διαφορετικές ζωές, που δε συμπλήρωναν καν η μια την άλλη, αλλά μάλλον αποτελούσαν γι’ αυτή κάποτε ένα ανυπέρβλητο, αόρατο και ορατό εμπόδιο.
Με δεδομένα τα πιο πάνω δεν εκπλήσσει καθόλου τον αναγνώστη το γεγονός ότι όλα τα παιδιά τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, απομακρύνθηκαν απ’ αυτούς. Δεν μπορούσαν να αντέξουν την τυραννία του πατέρα, τα λυπούσε η παθητικότητα της μάνας. Μετά από ένα μεγάλο καυγά με τον πρώτο ήταν αποφασισμένα να μη γυρίσουν ξανά στο νησί, τη Σαντορίνη, αλλά να που ξαφνικά καταφθάνει στα χέρια τους μια πρόσκληση απ’ τον πατέρα για να πάνε εκεί για τις γιορτές του Πάσχα. Για το δικό του λόγο ο καθένας δέχονται. Ο πρωτότοκος, ο εστιάτορας Μηνάς, για να ζητήσει απ’ το γέρο άρχοντα την περιουσία που του έχει υποσχεθεί, η Ρηνιώ, που εδώ και χρόνια έκανε καριέρα σα φωτογράφος στη Γερμανία, για κάποιο προσωπικό της λόγο, κι ο μικρότερος ο Άλκης, που έγινε γιατρός, απλά και μόνο επειδή δεν μπορούσε να αρνηθεί το κάλεσμα του γεννήτορά του.
Από την πρώτη στιγμή που καταφθάνουν εκεί αρχίζουν να μαζεύονται τα πρώτα σκοτεινά νεφικά πάνω από το πατρικό τους σπίτι. Ο πατέρας τους μοιάζει το ίδιο πεισματάρης όπως πάντα, η μάνα τους φαίνεται κλεισμένη μέσα σ’ ένα ολόδικό της κόσμο, κι εκείνοι νιώθουν συνεχώς αμήχανοι και εν αναμονή μιας καταιγίδας που, δεν μπορεί, σύντομα σίγουρα θα ξεσπάσει. Ο Ηλίας, ο πατέρας, που όπως ο ίδιος ομολογεί: «Μια κουράδα είμαι, η κουράδα που τρέφει το δέντρο» (και που μ’ αυτό μάλλον εννοεί το δέντρο της δικής τους ζωής) και ο οποίος είναι απόλυτος όταν λέει ότι: «Εδώ κάτω είναι το παιχνίδι, όχι στα σύννεφα», δε φαίνεται να έχει μετανιώσει για τίποτα απ’ όσα έχει κάνει στο παρελθόν, ενώ μοιάζει έτοιμος να κάνει και άλλα τόσα. Έτσι η σύγκρουση, την οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να προλάβει ο Άλκης, δε θα αργήσει να επέλθει, με τραγικές συνέπειες για όλους.
Ο Σταμάτης, ταξιδεύοντάς μας μπρος-πίσω στο χρόνο και σκιαγραφώντας αδρά τους χαρακτήρες του, μας παραδίδει μια ιστορία για τα ακραία ανθρώπινα πάθη και τις βασανισμένες ψυχές, ενώ ένα σημαντικό ρόλο επιφυλάσσει και για τον τόπο, το νησί που μοιάζει να συμπάσχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τους ήρωες, χαρίζοντάς τους ομορφιά και γαλήνη τη μια και σκοτεινά και τρόμο την επόμενη.
Το τέλος του βιβλίου, εκεί όπου βγαίνουν στη φορά όλα τα σκοτεινά μυστικά, είναι λίγο προβλέψιμο, αλλά καθηλωτικό. Εξάλλου σ’ αυτή την ιστορία εκείνο που μετρά περισσότερο είναι το ταξίδι και το καταβύθισμα στις ψυχές των ηρώων μας. Με τα φλάσμπακ, τα διάφορα επίπεδα αφήγησης και τη συνεχή σχεδόν δράση η «Μητέρα Στάχτη» στα χέρια ενός καλού μάστορα της έβδομης τέχνης, θα μπορούσε να γίνει μια εξαιρετική κινηματογραφική ταινία. Αξίζει να διαβαστεί.
No comments:
Post a Comment