Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Σέσαρ Άιρα που διαβάζω. Τον ανακάλυψα πριν μερικούς μήνες μέσα από την εκπομπή «Κεραίες της εποχής μας» και μου φάνηκε «ωραίος τύπος». Και όντως είναι. Όπως αντιλαμβανόμαστε από τα κείμενά του, αλλά και από το επίμετρο, είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς που απλά παίζουν, αστειεύονται: με τον εαυτό τους, με τους αναγνώστες, με τους κριτικούς, με όλους. Λες και θέλει να προκαλέσει, απλά με το να είναι ο εαυτός του. Αλλά, αυτό δεν το πιστεύω. Όλα με πρόγραμμα τα κάνει. Στις δύο νουβέλες που φιλοξενεί αυτός ο τόμος κυριαρχεί μια οργανωμένη… αναρχία, που θυμίζει σε ύφος τον δάσκαλο Μπόρχες. Οι ιστορίες του είναι τραβηγμένες μέχρι τα άκρα, αν και δεν είναι απόλυτα ιστορίες. Κάπου-κάπου και εντελώς στα ξαφνικά μετατρέπονται σε δοκίμια, κάνουν ιστορικές αναφορές, και συχνά πυκνά παραπαίουν ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία. Το πιο σημαντικό για μένα ωστόσο είναι ότι είναι στο σωστό μέγεθος, αυτό της νουβέλας. Πιστεύω ότι οι περισσότερες ιστορίες μπορούν να ειπωθούν σε λιγότερες από 30 χιλιάδες λέξεις και ο Άιρα το αποδεικνύει αυτό.
Η πρώτη νουβέλα, το «Βαράμο» είναι η ιστορία του… Βαράμο. Διαδραματίζεται στην πόλη Κολόν του Παναμά και περιγράφει μια μέρα στη ζωή του ομώνυμου ήρωα, στη διάρκεια της οποίας θα συμβούν πολλά και κωμικοτραγικά. Καταρχήν θα πληρωθεί από το κράτος, μια και τυγχάνει δημόσιος υπάλληλος, με πλαστά χαρτονομίσματα, κάτι το οποίο αντιλαμβάνεται αμέσως, αλλά για κάποιο λόγο δεν αποκαλύπτει σε κανένα. Μετά θα συναντήσει τον οδηγό ενός υπουργού, που τυγχάνει και τζογαδόρος, ο οποίος θα του δώσει κάποια λεφτά που κέρδισε η μητέρα του και που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην ιστορία. Η μητέρα που λέγαμε έχει κάποια ψυχολογικά προβλήματα και θα δώσει τη δική της παράσταση στο δρόμο, προτού την περιμαζέψει ο Βαράμο, λίγο προτού φύγει για το καφενείο. Καθοδόν προς τα εκεί θα γίνει μάρτυρας σ’ ένα ατύχημα, θ’ ανακαλύψει μερικά φοβερά μυστικά, θα ψιλοερωτευτεί και άλλα… ευτράπελα. Σα να διαβάζουμε τη λατινοαμερικάνικη εκδοχή του «Οδυσσέα» του Τζόις σε μικρογραφία ή ίσως και μια παρωδία της: «…Το μυστικό της προηγούμενης πρόθεσής του μόλυνε αναγκαστικά κι αυτή, και επομένως έπρεπε να κρύψει ότι αυτοσχεδίαζε, πράγμα που, δεδομένης της έλλειψης χρόνου, ισοδυναμούσε με το να αυτοσχεδιάσει ότι το έκρυβε. Πόσο δύσκολο!»
Στο «Ένα επεισόδιο από τη ζωή του ταξιδευτή ζωγράφου» μαθαίνουμε για… πολλά επεισόδια. Εδώ ουσιαστικά παρακολουθούμε τα έργα και τις ημέρες ενός πολύ ταλαντούχου καλλιτέχνη, που ακούει στο επίθετο Ρουγκέντας. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ζωγράφους της γενιάς του, κάποιος που του αρέσει να μαθαίνει συνέχεια, να δουλεύει ακατάπαυστα και να πειραματίζεται, και χάρη σε μια γενναία χορηγία από κάποιον πλούσιο συλλέκτη, τον ακολουθούμε στο ταξίδι που πραγματοποιεί, συντροφιά μ’ ένα μαθητή-ακόλουθό του στη Λατινική Αμερική. Σκοπός του είναι να ζωγραφίσει τα άγρια αργεντίνικα τοπία, αλλά και σκηνές από τη ζωή των ντόπιων, κάτι που θα τον βάλει σε πολλούς κινδύνους. Η ιερή του τρέλα ωστόσο θα συνεχίσει να τον καθοδηγεί και αυτή ακριβώς είναι που θα τον βοηθήσει να ζωγραφίσει κάποια αριστουργήματα, ακόμη και όταν μείνει… τυφλός. Ο Άιρα κάνει και εδώ, αυτό που λέγαμε προηγουμένως: παίζει. Μας σερβίρει στο πιάτο ένα σωρό εξωφρενικά γεγονότα και μοιάζει να θέλει να μας πει, ποιητική αδεία φυσικά, ότι απλά έτσι έχουν τα πράγματα. Ωστόσο, σε αντίθεση με το Βαράμο, η γραφή του εδώ γίνεται πού και πού ποιητική: «Τα σύννεφα κατέβαιναν μέχρι σχεδόν να κουρνιάσουν στο έδαφος, αλλά το παραμικρό αεράκι έφτανε για να τα πάρει… και να φέρει άλλα, από διαδρόμους ακατάληπτους, που έμοιαζαν να συνδέουν τον ουρανό με το κέντρο της Γης. Σε αυτές τις μαγικές εναλλαγές, οι καλλιτέχνες ξανάβρισκαν οράματα ονειρεμένα, κάθε φορά και πιο ευρύχωρα».
Αν είστε φίλοι της… κουφής δουλειάς του Μπόρχες, αλλά και του είδους της νουβέλας, θα απολαύσετε πολύ αυτό το βιβλίο. Αν όχι, εσείς θα χάσετε.
No comments:
Post a Comment