Αγορά από το Book Depository
Όσο πιο πολύ διαβάζω τον Αντρέα Καμιλλέρι τόσο πιο πολύ τον απολαμβάνω. Ο τρόπος που γράφει, η δράση των ιστοριών και το απαράμιλλο χιούμορ του καθηλώνουν τον αναγνώστη κάθε φορά που πιάνει ένα μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο στα χέρια του.
Εδώ όλα αρχίζουν όταν ο καλός επιθεωρητής ανακαλύπτει ένα άλογο νεκρό στην παραλία μπροστά από το σπίτι του. Όπως υποδηλώνουν τ’ αχνάρια στην άμμο, μάλλον το σκότωσαν τέσσερα άτομα χρησιμοποιώντας σιδηρολοστούς, ενώ άλλα δύο στέκονταν λίγο πιο πέρα και κοιτούσαν. Τον ξενίζει ο τρόπος του εγκλήματος, αυτή η εν ψυχρώ εκτέλεση, και έτσι αποφασίζει αμέσως ν’ αρχίσει να διερευνά την υπόθεση. Έτσι επιστρέφει στο σπίτι και καλεί ενισχύσεις. Μέχρι να φτάσουν όμως, το κουφάρι εξαφανίζεται και τα ερωτήματα πληθαίνουν: τώρα πια δεν τον απασχολεί μόνο το ποιοι το σκότωσαν, αλλά και το ποιοι έκλεψαν το πτώμα. Μήπως το έκαναν οι μετανάστες που μένουν σ’ ένα οικισμό λίγο πιο κάτω ή οι ίδιοι οι δολοφόνοι; Και τι κρύβεται πίσω από το έγκλημα; Έχει άραγε το χεράκι της στην υπόθεση η μαφία, η οποία τώρα τελευταία έχει αρχίσει να διοργανώνει παράνομες ιπποδρομίες;
Η λύση του μυστηρίου δεν θα αποδειχτεί και τόσο εύκολη υπόθεση καθώς όλοι ή σχεδόν όλοι όσοι εμπλέκονται σ’ αυτό κρύβουν πολλά μυστικά και δεν κάνουν άλλο τίποτα από το να λένε το ένα ψέμα μετά από το άλλο. Μοναδική εξαίρεση μοιάζει ν’ αποτελεί η πανέμορφη Ρακέλ, ιδιοκτήτρια του αλόγου, που εν αγνοία αρχικά του Μονταλμπάνο φιλοξενείται στο σπίτι της φίλης του Ινγκρίτ. Οι δυο τους αναπτύσσουν από την πρώτη στιγμή μια σχέση εμπιστοσύνης και ο επιθεωρητής συλλαμβάνει πολλές φορές τον εαυτό του να την σκέφτεται. Έτσι προτού περάσει και πολύς καιρός θ’ αρχίσει να αναπτύσσει ένα υγιές και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για… τα άλογα.
Όσο διαρκεί η έρευνα όμως συμβαίνουν και άλλα παράξενα πράγματα. Όχι στον ίδιο, αλλά στο σπίτι του, που από τη μια στιγμή στην άλλη μοιάζει να έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα χώρο διερχομένων. Εν τη απουσία του φυσικά. Έτσι κάποιοι κάνουν διάρρηξη και κλέβουν το πολύτιμο ρολόι του πατέρα του -αλλά αφήνουν απείρακτα τα λεφτά που είναι δίπλα του- αλλά σύντομα γυρνούν και του το επιστρέφουν, ενώ όχι και πολύ μετά ανταλλάζουν πυροβολισμούς με κάποιο συνεργάτη του, που έχει στήσει καρτέρι έξω από αυτό. Παράξενη υπόθεση! Έχει μήπως κάτι να κάνει με το άλογο ή κάποιος από τους πολλούς εγκληματίες που έχει μπαγλαρώσει τον έχει βάλει στο στόχαστρό του;
Α, είναι και η Λιβία, η αιώνια Λιβία, η γυναίκα που μαζί του δεν μπορεί και μακριά του δεν αντέχει. Η σχέση τους σ’ αυτό το βιβλίο είναι εξ’ αποστάσεως και απολύτως τηλεφωνική. Εξάλλου ο Μονταλμπάνο έχει άλλες έγνοιες τώρα. Το μόνο που κάποιες απ’ αυτές φορούν φουστάνι κι αυτό κάνει τη Λιβία να ζηλεύει. Μα τι να κάνει κι αυτός ο κακομοίρης; Τα χρόνια περνούν, η μπογιά του ξεφτίζει, κι έτσι θέλει να ζήσει όσο καλύτερα και όσο περισσότερα γίνεται όσο ακόμη το μπορεί. Όσο να ’ναι περνά και μια κρίση ηλικίας. Μια κρίση ωστόσο που δεν τον εμποδίζει να τρώει καλά και να πίνει πολύ. Εξάλλου μια ζωή την έχουμε.
Ο Καμιλλέρι έχει τη μοναδική ικανότητα να γράφει αστυνομικά μυθιστόρημα που και άφθονο μυστήριο έχουν, αλλά και που βγάζουν πολλή γέλιο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που διαβάζοντας αυτό το βιβλίο έσκασα στα γέλια, ειδικά στις σκηνές όπου περιγράφει τις ενδυμασίες των γυναικών σ’ ένα επίσημο δείπνο, αλλά και όταν ο Μονταλμπάνο έχει κέφια και τα βάζει με τον καημένο τον Καταρέλλα, τον τηλεφωνητή ή μάλλον το παιδί για όλα τα θελήματα στο τμήμα.
Συστήνεται ανεπιφύλακτα.
Εδώ όλα αρχίζουν όταν ο καλός επιθεωρητής ανακαλύπτει ένα άλογο νεκρό στην παραλία μπροστά από το σπίτι του. Όπως υποδηλώνουν τ’ αχνάρια στην άμμο, μάλλον το σκότωσαν τέσσερα άτομα χρησιμοποιώντας σιδηρολοστούς, ενώ άλλα δύο στέκονταν λίγο πιο πέρα και κοιτούσαν. Τον ξενίζει ο τρόπος του εγκλήματος, αυτή η εν ψυχρώ εκτέλεση, και έτσι αποφασίζει αμέσως ν’ αρχίσει να διερευνά την υπόθεση. Έτσι επιστρέφει στο σπίτι και καλεί ενισχύσεις. Μέχρι να φτάσουν όμως, το κουφάρι εξαφανίζεται και τα ερωτήματα πληθαίνουν: τώρα πια δεν τον απασχολεί μόνο το ποιοι το σκότωσαν, αλλά και το ποιοι έκλεψαν το πτώμα. Μήπως το έκαναν οι μετανάστες που μένουν σ’ ένα οικισμό λίγο πιο κάτω ή οι ίδιοι οι δολοφόνοι; Και τι κρύβεται πίσω από το έγκλημα; Έχει άραγε το χεράκι της στην υπόθεση η μαφία, η οποία τώρα τελευταία έχει αρχίσει να διοργανώνει παράνομες ιπποδρομίες;
Η λύση του μυστηρίου δεν θα αποδειχτεί και τόσο εύκολη υπόθεση καθώς όλοι ή σχεδόν όλοι όσοι εμπλέκονται σ’ αυτό κρύβουν πολλά μυστικά και δεν κάνουν άλλο τίποτα από το να λένε το ένα ψέμα μετά από το άλλο. Μοναδική εξαίρεση μοιάζει ν’ αποτελεί η πανέμορφη Ρακέλ, ιδιοκτήτρια του αλόγου, που εν αγνοία αρχικά του Μονταλμπάνο φιλοξενείται στο σπίτι της φίλης του Ινγκρίτ. Οι δυο τους αναπτύσσουν από την πρώτη στιγμή μια σχέση εμπιστοσύνης και ο επιθεωρητής συλλαμβάνει πολλές φορές τον εαυτό του να την σκέφτεται. Έτσι προτού περάσει και πολύς καιρός θ’ αρχίσει να αναπτύσσει ένα υγιές και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για… τα άλογα.
Όσο διαρκεί η έρευνα όμως συμβαίνουν και άλλα παράξενα πράγματα. Όχι στον ίδιο, αλλά στο σπίτι του, που από τη μια στιγμή στην άλλη μοιάζει να έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα χώρο διερχομένων. Εν τη απουσία του φυσικά. Έτσι κάποιοι κάνουν διάρρηξη και κλέβουν το πολύτιμο ρολόι του πατέρα του -αλλά αφήνουν απείρακτα τα λεφτά που είναι δίπλα του- αλλά σύντομα γυρνούν και του το επιστρέφουν, ενώ όχι και πολύ μετά ανταλλάζουν πυροβολισμούς με κάποιο συνεργάτη του, που έχει στήσει καρτέρι έξω από αυτό. Παράξενη υπόθεση! Έχει μήπως κάτι να κάνει με το άλογο ή κάποιος από τους πολλούς εγκληματίες που έχει μπαγλαρώσει τον έχει βάλει στο στόχαστρό του;
Α, είναι και η Λιβία, η αιώνια Λιβία, η γυναίκα που μαζί του δεν μπορεί και μακριά του δεν αντέχει. Η σχέση τους σ’ αυτό το βιβλίο είναι εξ’ αποστάσεως και απολύτως τηλεφωνική. Εξάλλου ο Μονταλμπάνο έχει άλλες έγνοιες τώρα. Το μόνο που κάποιες απ’ αυτές φορούν φουστάνι κι αυτό κάνει τη Λιβία να ζηλεύει. Μα τι να κάνει κι αυτός ο κακομοίρης; Τα χρόνια περνούν, η μπογιά του ξεφτίζει, κι έτσι θέλει να ζήσει όσο καλύτερα και όσο περισσότερα γίνεται όσο ακόμη το μπορεί. Όσο να ’ναι περνά και μια κρίση ηλικίας. Μια κρίση ωστόσο που δεν τον εμποδίζει να τρώει καλά και να πίνει πολύ. Εξάλλου μια ζωή την έχουμε.
Ο Καμιλλέρι έχει τη μοναδική ικανότητα να γράφει αστυνομικά μυθιστόρημα που και άφθονο μυστήριο έχουν, αλλά και που βγάζουν πολλή γέλιο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που διαβάζοντας αυτό το βιβλίο έσκασα στα γέλια, ειδικά στις σκηνές όπου περιγράφει τις ενδυμασίες των γυναικών σ’ ένα επίσημο δείπνο, αλλά και όταν ο Μονταλμπάνο έχει κέφια και τα βάζει με τον καημένο τον Καταρέλλα, τον τηλεφωνητή ή μάλλον το παιδί για όλα τα θελήματα στο τμήμα.
Συστήνεται ανεπιφύλακτα.
No comments:
Post a Comment