Αγορά από το Book Depository
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Lee Child που διαβάζω, αλλά δεν θα έλεγα παραδόξως μια και υπάρχουν τόσα καλά θρίλερ εκεί έξω που όσο και να το θέλει κανείς αποκλείεται να τα διαβάσει όλα.
Όπως και νάχει, ο συγγραφέας, του οποίου το μυθιστόρημα 61 Hours βραβεύτηκε πρόσφατα σαν το καλύτερο αστυνομικό της χρονιάς, σ’ αυτό τον τόμο μας χαρίζει μία ακόμη περιπέτεια του βασικού του ήρωα, του Τζακ Ρίτσερ. Τα γεγονότα που περιγράφονται εδώ διαδραματίζονται, στη διάρκεια δύο μόλις ημερών, κάποιο χειμώνα σε μια απροσδιόριστη πόλη της Νεμπράσκα. Εκεί καταφθάνει κάνοντας ωτοστόπ ο Ρίτσερ ένα βράδυ και σχεδόν αμέσως, λες από συνήθεια, χώνει τη μύτη του σε κάποιο θέμα που δεν τον αφορά. Καθώς κάθεται λοιπόν στο μπαρ του πανδοχείου, του μοναδικού της περιοχής, ο διπλανός του, ένας μεθύστακας που όπως θα μάθει είναι ο γιατρός της περιοχής, δέχεται ένα τηλεφώνημα από την Έλενορ Ντάνκαν, η οποία όπως λέει η μύτη της έχει σπάσει. Εκείνος αρνείται να την επισκεφθεί, τόσο επειδή βαριέται όσο κι επειδή γνωρίζει πολύ καλά ότι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο στην Έλενορ ποτέ δεν είναι τυχαίο, αφού ο άντρας της Σεθ συχνά πυκνά την κακοποιεί. Ο Ρίτσερ ωστόσο, που δεν έχει ιδέα γι’ αυτό τον πείθει με το έτσι θέλω να πάει στο σπίτι της, κι ας είναι και μεθυσμένος. Προσφέρεται μάλιστα να τον οδηγήσει εκεί. Κι έτσι, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει βρίσκει τον εαυτό του στο μέσο ενός κυκεώνα, καθώς όπως σύντομα θα μάθει οι Ντάνκαν, τρία αδέλφια και ο υιοθετημένος Σεθ, είναι οι ιδιότυποι δικτάτορες της περιοχής. Όλοι τους φοβούνται, όλοι τους απεχθάνονται, αλλά κανείς δεν τολμά να τους αντισταθεί. Κανείς, εκτός από κείνον φυσικά, που σχεδόν για πλάκα θα σπάσει τη μύτη του Σεθ, για να βρεθεί έτσι στο στόχαστρο της οικογένειας.
Καθώς οι Ντάνκαν θα προσπαθούν να τον εκδικηθούν γι’ αυτό που έκανε και για πρώτη φορά θ’ αρχίσουν να μετρούν απώλειές, ο Ρίτσερ θ’ αρχίσει να μαθαίνει μέσα από τα μισόλογα και τις σιωπές, όλη την αλήθεια για τα έργα και τις ημέρες της οικογένειας. Και βάζοντας μαζί της θα φέρει για πρώτη φορά την ελπίδα στους κάτοικους της πόλης. Οι Ντάνκαν, που εκτός των άλλων ασχολούνται και με το λαθρεμπόριο, έχουν τόσο λερωμένη τη φωλιά τους που είναι να απορεί κανείς πώς καταφέρνουν και τη βγάζουν πάντα καθαρή. Τα πράγματα ωστόσο αυτή τη φορά δεν θα είναι και τόσο εύκολα γι’ αυτούς αφού ο Ρίτσερ δεν μοιάζει να φοβάται τίποτα και στιγμές στιγμές φτάνει στο σημείο να σκέφτεται κανείς ότι θέλει να πεθάνει. Αλλά δεν. Το μόνο που θέλει να κάνει είναι να βάλει τα καθάρματα στη θέση τους και να συνεχίσει το ταξίδι του. Και σ’ αυτή την προσπάθεια δεν θα είναι μόνος καθώς θα σταθούν, τρέμοντας έστω, στο πλευρό του, τόσο ο γιατρός και η γυναίκα του, όσο και μια ηλικιωμένη καμαριέρα της οποίας η κόρη είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης πολλά χρόνια πριν.
Στην όλη υπόθεση θα αναμιχθούν, θέλοντας και μη, και μερικοί μαφιόζοι, ιταλοί, λιβανέζοι και ιρανοί, που αν μη τι άλλο θα προσθέσουν κάποιους αλλιώτικους χρωματισμούς στην ιστορία.
Αν μας θυμίζει κάτι ο Ρίτσερ είναι κάποιον από τους ήρωες των αμερικανικών ταινιών δράσης. Σκεφτείτε τον Μπρους Γουίλις στο «Πολύ σκληρός για να πεθάνει» και θα καταλάβετε τι εννοώ. Ο Ρίτσερ ωστόσο είναι ένας ήρωας απόλυτα μοναχικός, που δεν μοιάζει διατεθειμένος να δημιουργήσει στενές σχέσεις με τους ανθρώπους, όσο κι αν νοιάζεται γι’ αυτούς. Το μόνο που τον ενδιαφέρει πραγματικά είναι ο δρόμος. Ο δρόμος είναι ο προορισμός, μοιάζει να θέλει να μας πει, κι ας υπάρχει μία διαφορετική εικόνα στο μυαλό του.
Ένα θρίλερ γραμμένο με κινηματογραφικούς ρυθμούς, που σίγουρα θα ικανοποιήσει τους φίλους του αμερικανικού αστυνομικού βιβλίου.
Όπως και νάχει, ο συγγραφέας, του οποίου το μυθιστόρημα 61 Hours βραβεύτηκε πρόσφατα σαν το καλύτερο αστυνομικό της χρονιάς, σ’ αυτό τον τόμο μας χαρίζει μία ακόμη περιπέτεια του βασικού του ήρωα, του Τζακ Ρίτσερ. Τα γεγονότα που περιγράφονται εδώ διαδραματίζονται, στη διάρκεια δύο μόλις ημερών, κάποιο χειμώνα σε μια απροσδιόριστη πόλη της Νεμπράσκα. Εκεί καταφθάνει κάνοντας ωτοστόπ ο Ρίτσερ ένα βράδυ και σχεδόν αμέσως, λες από συνήθεια, χώνει τη μύτη του σε κάποιο θέμα που δεν τον αφορά. Καθώς κάθεται λοιπόν στο μπαρ του πανδοχείου, του μοναδικού της περιοχής, ο διπλανός του, ένας μεθύστακας που όπως θα μάθει είναι ο γιατρός της περιοχής, δέχεται ένα τηλεφώνημα από την Έλενορ Ντάνκαν, η οποία όπως λέει η μύτη της έχει σπάσει. Εκείνος αρνείται να την επισκεφθεί, τόσο επειδή βαριέται όσο κι επειδή γνωρίζει πολύ καλά ότι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο στην Έλενορ ποτέ δεν είναι τυχαίο, αφού ο άντρας της Σεθ συχνά πυκνά την κακοποιεί. Ο Ρίτσερ ωστόσο, που δεν έχει ιδέα γι’ αυτό τον πείθει με το έτσι θέλω να πάει στο σπίτι της, κι ας είναι και μεθυσμένος. Προσφέρεται μάλιστα να τον οδηγήσει εκεί. Κι έτσι, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει βρίσκει τον εαυτό του στο μέσο ενός κυκεώνα, καθώς όπως σύντομα θα μάθει οι Ντάνκαν, τρία αδέλφια και ο υιοθετημένος Σεθ, είναι οι ιδιότυποι δικτάτορες της περιοχής. Όλοι τους φοβούνται, όλοι τους απεχθάνονται, αλλά κανείς δεν τολμά να τους αντισταθεί. Κανείς, εκτός από κείνον φυσικά, που σχεδόν για πλάκα θα σπάσει τη μύτη του Σεθ, για να βρεθεί έτσι στο στόχαστρο της οικογένειας.
Καθώς οι Ντάνκαν θα προσπαθούν να τον εκδικηθούν γι’ αυτό που έκανε και για πρώτη φορά θ’ αρχίσουν να μετρούν απώλειές, ο Ρίτσερ θ’ αρχίσει να μαθαίνει μέσα από τα μισόλογα και τις σιωπές, όλη την αλήθεια για τα έργα και τις ημέρες της οικογένειας. Και βάζοντας μαζί της θα φέρει για πρώτη φορά την ελπίδα στους κάτοικους της πόλης. Οι Ντάνκαν, που εκτός των άλλων ασχολούνται και με το λαθρεμπόριο, έχουν τόσο λερωμένη τη φωλιά τους που είναι να απορεί κανείς πώς καταφέρνουν και τη βγάζουν πάντα καθαρή. Τα πράγματα ωστόσο αυτή τη φορά δεν θα είναι και τόσο εύκολα γι’ αυτούς αφού ο Ρίτσερ δεν μοιάζει να φοβάται τίποτα και στιγμές στιγμές φτάνει στο σημείο να σκέφτεται κανείς ότι θέλει να πεθάνει. Αλλά δεν. Το μόνο που θέλει να κάνει είναι να βάλει τα καθάρματα στη θέση τους και να συνεχίσει το ταξίδι του. Και σ’ αυτή την προσπάθεια δεν θα είναι μόνος καθώς θα σταθούν, τρέμοντας έστω, στο πλευρό του, τόσο ο γιατρός και η γυναίκα του, όσο και μια ηλικιωμένη καμαριέρα της οποίας η κόρη είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης πολλά χρόνια πριν.
Στην όλη υπόθεση θα αναμιχθούν, θέλοντας και μη, και μερικοί μαφιόζοι, ιταλοί, λιβανέζοι και ιρανοί, που αν μη τι άλλο θα προσθέσουν κάποιους αλλιώτικους χρωματισμούς στην ιστορία.
Αν μας θυμίζει κάτι ο Ρίτσερ είναι κάποιον από τους ήρωες των αμερικανικών ταινιών δράσης. Σκεφτείτε τον Μπρους Γουίλις στο «Πολύ σκληρός για να πεθάνει» και θα καταλάβετε τι εννοώ. Ο Ρίτσερ ωστόσο είναι ένας ήρωας απόλυτα μοναχικός, που δεν μοιάζει διατεθειμένος να δημιουργήσει στενές σχέσεις με τους ανθρώπους, όσο κι αν νοιάζεται γι’ αυτούς. Το μόνο που τον ενδιαφέρει πραγματικά είναι ο δρόμος. Ο δρόμος είναι ο προορισμός, μοιάζει να θέλει να μας πει, κι ας υπάρχει μία διαφορετική εικόνα στο μυαλό του.
Ένα θρίλερ γραμμένο με κινηματογραφικούς ρυθμούς, που σίγουρα θα ικανοποιήσει τους φίλους του αμερικανικού αστυνομικού βιβλίου.
No comments:
Post a Comment