Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που πραγματικά απολαμβάνω να διαβάζω. Είναι ολιγοσέλιδο, διαθέτει χιούμορ, εμφανές και υπόγειο, και λέει όλα όσα έχει να πει χωρίς να γίνεται ούτε μια στιγμή φλύαρο. Και φυσικά ο τίτλος του δεν αφήνει καμία αμφιβολία στον αναγνώστη σχετικά με το τι καταπιάνεται.
Όλα αρχίζουν όταν πεθαίνει η Αικατερίνα, μια μεγαλοκυρά και νονά του αφηγητή. Στην κηδεία της μαζεύονται πολλοί και διάφοροι για να της πουν το στερνό αντίο. Ανάμεσά τους είναι και η μητέρα του αφηγητή, που είναι νεκρή εδώ και είκοσι χρόνια. Στην αρχή όταν την βλέπει αυτός μένει με το στόμα ανοικτό, όχι τόσο από την τρομάρα, όσο από την έκπληξη, αλλά όταν εκείνη του εξηγεί ότι απλά πήγε εκεί για να οδηγήσει τη νονά του στον κόσμο των νεκρών, όπου γίνεται η ανακύκλωση των ψυχών, εκείνος μοιάζει να την καταλαβαίνει. Τι πιο φυσικό άλλωστε;
Τις σαράντα μέρες που θα ακολουθήσουν οι δυο τους, αλλά και άλλοι πολλοί, θα τις ξοδέψουν στο κτήμα, σ’ ένα τόπο όπου οι νεκροί κι οι ζωντανοί θα συναντηθούν ξανά μετά από χρόνια πολλά και θα τα πούνε, θα θυμηθούνε τα παλιά και θα ρίξουν και τις μπηχτές τους για την Αικατερίνα, η οποία κάθε άλλο παρά συμπαθής ήταν. Διαβάζουμε: «Εκεί που ζούσε δεν υπήρχε κόσμος. Υπήρχε ένας κώδικας ελεγχόμενων αναπνοών», «Η νονά ζούσε στον κόσμο της κυρίας, που δεν ανεχόταν να ξέρουν οι άλλοι περισσότερα από αυτή», «Μα μητέρα, πόνεσε ποτέ η Αικατερίνα για να πονέσει και τώρα;» - «Πόνεσε, παιδί μου, στην τελευταία αναλαμπή, λίγο πριν σβήσει… Έπρεπε επιτέλους να ζήσει και κάτι. Μέχρι τότε δεν ζούσε. Έβλεπε μόνο, άκουγε και σχολίαζε. Είναι τραγικό να πιστεύεις πως ζεις, όταν περνάς τη ζωή σου όπως εκείνη…»
Η Αικατερίνα φυσικά δεν είναι, έστω και διά της απουσίας της, η μοναδική πρωταγωνίστρια σ’ αυτή την ιστορία. Από τις σελίδες της κάνουν βιαστικά το πέρασμά τους διάφοροι, εκκεντρικοί ή μη χαρακτήρες, οι περισσότεροι συγγενείς, έστω και μέσα από τις αναφορές των άλλων. Όπως η Κλέα, η οποία «Μας επισκεπτόταν μόνο να-σας-φιλήσω-και-να-φύγω», ή ο Γιάννης, που ήταν «ο συνειρμός τριών προηγούμενων αδελφών», και ο Τεύκρος «που προτιμούσε να ζει ανώνυμα και λυρικά». Διάφοροι άλλοι θείοι επίσης, ο καθείς με τα κουσούρια του.
Ο συγγραφέας έχει γράψει ένα κείμενο με κέφι πολύ, αλλά και με έντονη ποιητική διάθεση, αφού εκτός από να μας χαρίζει χαμόγελα με τις εμπνεύσεις του, μας προσφέρει και μερικές εκπληκτικές περιγραφές του τοπίου, του εντός και του εκτός. Ενός κτήματος του οποίου οι γωνίες ήταν επιτάφιοι, των ψυχών, νεκρών ή ζωντανών, που όλες έχουν κάτι να πουν, όσο ασήμαντο κι αν είναι αυτό, όσο ασήμαντοι κι αν υπήρξαν κι οι ίδιοι. Κι ας μην έχουν σημασία «τα ονόματα εκείνων που δεν μπορούν να σφραγίσουν τη μεγάλη ιστορία».
Ένα εξαιρετικό βιβλίο, το οποίο μοιάζει να θέλει να μας πει ότι τα λίγα λόγια είναι πλούτος. Και γίνεται πιστευτό. Διαβάστε το.
No comments:
Post a Comment