Αγορά από το Book Depository
Αν μου ζητούσε κανείς να περιγράψω με λίγα λόγια αυτό το υποψήφιο για το βραβείο Μπούκερ βιβλίο θα έλεγα ότι είναι το φετινό «Δωμάτιο». Κι αυτό επειδή και εδώ ο αφηγητής είναι ένα παιδί, όχι ένα παιδί φυλακισμένο όπως στο τελευταίο, αλλά ένα παιδί πρόσφυγας που καταφθάνει στο Λονδίνο με τη μητέρα και την αδελφή του και μένοντας σ’ ένα οικισμό-γκέτο, προσπαθεί να προσαρμοστεί σε μια νέα ζωή.
Ο Χάρισον Οπούκου είναι ένα παιδί προικισμένο με πολλή φαντασία και με περίσσευμα αγάπης. Ένα παιδί, όπως ήταν κάποτε τα παιδιά: σκληρό και τρυφερό, φτωχό αλλά ικανοποιημένο από τη ζωή, που κάνει μεγάλα όνειρα, αλλά και το οποίο πάνω απ’ όλα νοιάζεται για τους άλλους. Τα γεγονότα της ζωής ίσως να τον έχουν κάνει λίγο πιο ώριμο σε σχέση με τους φίλους του, αλλά δεν αφαίρεσαν τίποτα από την καλοσύνη του. Όταν γίνεται σκληρός το κάνει μόνο και μόνο επειδή θέλει να επιβιώσει, αλλά ποτέ του δεν θα προσπαθούσε να βλάψει σκόπιμα κάποιον. Και αγαπά, πολύ. Αγαπά τη μάνα του, που προσπαθεί μάταια να του επιβάλει περισσότερη πειθαρχία. Αγαπά την αδελφή του, τη Λύδια, που κάπου μοιάζει να «ξεφεύγει», αλλά πιο πολύ αγαπά την άλλη του αδελφή, τη μικρή Άγκνες που έχει παραμείνει στη Γκάνα, και περνά μια σοβαρή ασθένεια. Και του λείπει ο μπαμπάς του, που είναι επίσης εκεί πέρα μακριά και του οποίου: «Όταν η φωνή (του) χαμογελά, σημαίνει ότι τα πήγες μια χαρά».
Ο Χάρισον ή Χάρι, ωστόσο, δεν ενδιαφέρεται μόνο για το παιχνίδι και την οικογένειά του, τον νοιάζουν και οι άλλοι, ειδικά όταν τους έχει συμβεί κάτι κακό. Κι ένα τέτοιο κακό, ή μάλλον μεγαλύτερο, έχει συμβεί σ’ ένα συνομήλικό του αγόρι, το οποίο έχει δολοφονηθεί, όπως δείχνουν όλα, ώστε να του κλέψουν το γεύμα. Ο Χάρι, παρέα με το φίλο του Ντιν, είναι αποφασισμένοι ν’ ανακαλύψουν το δολοφόνο, αφού η αστυνομία δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται και πολύ για την υπόθεση. Έτσι, έχοντας σαν εξοπλισμό ένα ζευγάρι κιάλια και ξεσηκώνοντας διάφορα κόλπα από το CSI ξεκινούν την επιχείρησή τους – μια επιχείρηση που θα κρατήσει αρκετό καιρό. Στη διάρκειά της ο Χάρι θα μάθει πολλά νέα πράγματα για τον τόπο που τον φιλοξενεί, θα αρχίσει να φτιάχνει λέξεις και αφορισμούς («Γνωρίζω το σχήμα της λύπης μιας μάνας», «Στους μεγάλους αρέσουν τα άσχημα νέα, αφού τους δίνουν κάτι εξαιρετικό για το οποίο να προσεύχονται», «Το γέλιο είναι ο καλύτερος τρόπος για να κάνεις τους άλλους να σε θαυμάζουν», «Οι άνθρωποι χαιρετάνε ο ένας τον άλλο, επειδή αυτό τους δίνει την αίσθηση ότι ανήκουν κάπου») και θα ανακαλύψει ότι είναι με διαφορά ο καλύτερος δρομέας του σχολείου του.
Η αφήγηση ωστόσο, όσο κι αν έχει στο επίκεντρό της τα έργα και τις ημέρες του Χάρι, λειτουργεί άμεσα και σαν μια κριτική της σύγχρονης αγγλικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας όπου το έγκλημα αποτελεί τρόπο ζωής πια και για τα μικρά παιδιά, όπου οι αποκλεισμοί από τις ίσες ευκαιρίες σε ορισμένες περιοχές αποτελούν τον κανόνα, και όπου οι αρχές πράγματα τα οποία οι υποκριτές δυτικοί θεωρούν απαράδεκτα να συμβαίνουν στις χώρες του τρίτου κόσμου, δεν κάνουν τίποτα για να τα εμποδίσουν από το να συμβούν στις επικράτειές τους.
Ο Κέλμαν μοιάζει να έχει κάνει κατάληψη στο μυαλό του αφηγητή του και γι’ αυτό η φωνή του ακούγεται πέρα για πέρα πειστική. Ο Χάρι είναι ένα εντεκάχρονο παιδί και μιλά ακριβώς σαν τέτοιο. Οι εμπειρίες του ίσως να είναι ήδη πολλές, αλλά η ψυχή του παραμένει παιδική, πονηρεμένη, απροκάλυπτα περίεργη και αθώα την ίδια ώρα.
Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα για την παιδική ηλικία και όχι μόνο, το οποίο συστήνω σε κάθε φίλο της καλής λογοτεχνίας.
Ο Χάρισον Οπούκου είναι ένα παιδί προικισμένο με πολλή φαντασία και με περίσσευμα αγάπης. Ένα παιδί, όπως ήταν κάποτε τα παιδιά: σκληρό και τρυφερό, φτωχό αλλά ικανοποιημένο από τη ζωή, που κάνει μεγάλα όνειρα, αλλά και το οποίο πάνω απ’ όλα νοιάζεται για τους άλλους. Τα γεγονότα της ζωής ίσως να τον έχουν κάνει λίγο πιο ώριμο σε σχέση με τους φίλους του, αλλά δεν αφαίρεσαν τίποτα από την καλοσύνη του. Όταν γίνεται σκληρός το κάνει μόνο και μόνο επειδή θέλει να επιβιώσει, αλλά ποτέ του δεν θα προσπαθούσε να βλάψει σκόπιμα κάποιον. Και αγαπά, πολύ. Αγαπά τη μάνα του, που προσπαθεί μάταια να του επιβάλει περισσότερη πειθαρχία. Αγαπά την αδελφή του, τη Λύδια, που κάπου μοιάζει να «ξεφεύγει», αλλά πιο πολύ αγαπά την άλλη του αδελφή, τη μικρή Άγκνες που έχει παραμείνει στη Γκάνα, και περνά μια σοβαρή ασθένεια. Και του λείπει ο μπαμπάς του, που είναι επίσης εκεί πέρα μακριά και του οποίου: «Όταν η φωνή (του) χαμογελά, σημαίνει ότι τα πήγες μια χαρά».
Ο Χάρισον ή Χάρι, ωστόσο, δεν ενδιαφέρεται μόνο για το παιχνίδι και την οικογένειά του, τον νοιάζουν και οι άλλοι, ειδικά όταν τους έχει συμβεί κάτι κακό. Κι ένα τέτοιο κακό, ή μάλλον μεγαλύτερο, έχει συμβεί σ’ ένα συνομήλικό του αγόρι, το οποίο έχει δολοφονηθεί, όπως δείχνουν όλα, ώστε να του κλέψουν το γεύμα. Ο Χάρι, παρέα με το φίλο του Ντιν, είναι αποφασισμένοι ν’ ανακαλύψουν το δολοφόνο, αφού η αστυνομία δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται και πολύ για την υπόθεση. Έτσι, έχοντας σαν εξοπλισμό ένα ζευγάρι κιάλια και ξεσηκώνοντας διάφορα κόλπα από το CSI ξεκινούν την επιχείρησή τους – μια επιχείρηση που θα κρατήσει αρκετό καιρό. Στη διάρκειά της ο Χάρι θα μάθει πολλά νέα πράγματα για τον τόπο που τον φιλοξενεί, θα αρχίσει να φτιάχνει λέξεις και αφορισμούς («Γνωρίζω το σχήμα της λύπης μιας μάνας», «Στους μεγάλους αρέσουν τα άσχημα νέα, αφού τους δίνουν κάτι εξαιρετικό για το οποίο να προσεύχονται», «Το γέλιο είναι ο καλύτερος τρόπος για να κάνεις τους άλλους να σε θαυμάζουν», «Οι άνθρωποι χαιρετάνε ο ένας τον άλλο, επειδή αυτό τους δίνει την αίσθηση ότι ανήκουν κάπου») και θα ανακαλύψει ότι είναι με διαφορά ο καλύτερος δρομέας του σχολείου του.
Η αφήγηση ωστόσο, όσο κι αν έχει στο επίκεντρό της τα έργα και τις ημέρες του Χάρι, λειτουργεί άμεσα και σαν μια κριτική της σύγχρονης αγγλικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας όπου το έγκλημα αποτελεί τρόπο ζωής πια και για τα μικρά παιδιά, όπου οι αποκλεισμοί από τις ίσες ευκαιρίες σε ορισμένες περιοχές αποτελούν τον κανόνα, και όπου οι αρχές πράγματα τα οποία οι υποκριτές δυτικοί θεωρούν απαράδεκτα να συμβαίνουν στις χώρες του τρίτου κόσμου, δεν κάνουν τίποτα για να τα εμποδίσουν από το να συμβούν στις επικράτειές τους.
Ο Κέλμαν μοιάζει να έχει κάνει κατάληψη στο μυαλό του αφηγητή του και γι’ αυτό η φωνή του ακούγεται πέρα για πέρα πειστική. Ο Χάρι είναι ένα εντεκάχρονο παιδί και μιλά ακριβώς σαν τέτοιο. Οι εμπειρίες του ίσως να είναι ήδη πολλές, αλλά η ψυχή του παραμένει παιδική, πονηρεμένη, απροκάλυπτα περίεργη και αθώα την ίδια ώρα.
Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα για την παιδική ηλικία και όχι μόνο, το οποίο συστήνω σε κάθε φίλο της καλής λογοτεχνίας.
No comments:
Post a Comment