Η συγγραφέας παίρνει ένα θέμα καταθλιπτικό και φτιάχνει μια ιστορία που χαρίζει στον αναγνώστη αμέτρητα χαμόγελα. Αφηγητής της είναι ο Τζακ, ένα παιδί πέντε χρονών, που ποτέ του δεν έζησε στον έξω κόσμο. Κι αυτό αφού τόσο ο ίδιος όσο και η μητέρα του, ζούνε φυλακισμένοι σ’ ένα δωμάτιο, στο οποίο τους έχει κλείσει ο γέρο-Νικ, όπως αποκαλούνε τον άντρα που απήγαγε χρόνια πριν τη γυναίκα και πατέρα του παιδιού.
Ο Τζακ μεγαλώνει μέσα σ’ ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, ζει ένα παραμύθι. Ένα παραμύθι, το οποίο ουσιαστικά δημιούργησε η μάνα του, ώστε να τον προστατεύσει απ’ την τρομακτική ιδέα της ανεκπλήρωτης ελευθερίας. Μοναδική του επαφή με τον έξω κόσμο είναι η τηλεόραση. Νομίζει πώς ό,τι βλέπει εκεί δεν είναι αληθινό, εκτός από την Ντόρα φυσικά, την καλή του φίλη. Και πιστεύει ότι με εξαίρεση τον ίδιο, την Ντόρα, τη μάμα του και τον γέρο-Νικ, δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι στον κόσμο. Εξάλλου δεν ξέρει στ’ αλήθεια ότι υπάρχει άλλος κόσμος εκεί έξω, κι ας αντικρίζει το φως της μέρας και τ’ αστέρια και το φεγγάρι της νύχτας απ’ τον φωταγωγό εκεί ψηλά.
Ο Τζακ είναι ευτυχισμένος επειδή έχει εκεί δίπλα του, πάντα μαζί του, τη μαμά του, κάποιαν «που τα ξέρει όλα, εκτός απ’ αυτά τα πράγματα που δε θυμάται», αλλά εκείνη δεν είναι το ίδιο ευτυχισμένη. Όσο περνά ο καιρός μάλιστα αρχίζει να μισεί τον εαυτό της, επειδή δεν είπε απ’ την αρχή στον μικρό την αλήθεια, και έτσι κάποτε φτάνει στην απόφαση πως έφτασε πια ο καιρός να δραπετεύσουν. Το είχε επιχειρήσει ανεπιτυχώς μία ακόμη φορά στο παρελθόν όταν ήταν ακόμη μόνη, αλλά αυτή τη φορά πρέπει οπωσδήποτε να τα καταφέρει. Και για την ίδια, αλλά και για το παιδί της. Αρχίζει λοιπόν σιγά σιγά να μιλά στον μικρό για τον έξω κόσμο και να προετοιμάζει το σχέδιο για τη μεγάλη απόδραση. Ο Τζακ, την ακούει προσεκτικά καθώς του μιλά για το πώς θα είναι η ζωή τους «μέσω στο Έξω» και χαμογελά. Και τρομάζει. Αν και έχει πια μεγαλώσει: «Όταν ήμουνα μικρό παιδί, σκεφτόμουνα σαν μικρό παιδί, αλλά τώρα είμαι πέντε χρονών και τα ξέρω όλα», λέει.
Καθώς οι δυο τους δίνουν τη μάχη με το χρόνο και βάζουν μπρος με τα σχέδιά τους, ο Τζακ μοιάζει όλο και πιο πολύ να τα έχει χαμένα. Δε θέλει ν’ αφήσει το δωμάτιό του, κι ας τις περισσότερες φορές κοιμάται στη ντουλάπα. Αυτόν τον κόσμο ξέρει, σ’ αυτόν τον κόσμο θέλει να ζήσει. Για να τον πείσει η μάνα του να κάνει τελικά αυτό που του ζητά, θα αναγκαστεί να γίνει για πρώτη φορά μαζί του σκληρή. Θα τον βγάλει απ’ το προστατευτικό κουκούλι και θα του ζητήσει να κάνει κάτι για να σωθούνε. Ο Τζακ, τρομαγμένος και γενναίος την ίδια ώρα (τρομο-γενναίος, σε ελεύθερη μετάφραση η λέξη σάντουιτς που χρησιμοποιεί) τελικά θα την υπακούσει. Και τότε ακριβώς θ’ αρχίσει η μεγάλη τους περιπέτεια.
Αυτό είναι ένα από τα μυθιστορήματα που σε αρπάζουν από το λαιμό και δε σ’ αφήνουν να πάρεις ανάσα προτού να τα διαβάσεις απ’ την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Εξαιρετικά γραμμένο, με δυνατό θέμα και πολλή χιούμορ, καταφέρνει να μιλήσει με άμεσο τρόπο για κάποιες τραγικές καταστάσεις, για την παιδική αθωότητα, για τις ψυχικές δυνάμεις που συχνά πυκνά μας εγκαταλείπουν, για το πραγματικό παιχνίδι στις αλάνες, που μας κάνει πιο δυνατούς. Όπως είπα και στην αρχή, απλά καταπληκτικό. Η Έμμα Ντόναχιου, ιρλανδή που ζει στον Καναδά, βαδίζει άνετα στ’ αχνάρια των καλών παραμυθάδων που βγάζει η χώρα της και μ’ αυτό το βιβλίο, θα λέγαμε ότι χαράζει τα δικά της μονοπάτια.
Δεν διάβασα την ελληνική μετάφραση, αλλά έχω την περιέργεια να δω πώς μετέφερε στη γλώσσα μας η μεταφράστρια τις λέξεις-σάντουιτς του Τζακ, αλλά και τα διάφορα λογοπαίγνια.
No comments:
Post a Comment