«Εγώ δεν θέλω πια τίποτα. Τα έχω όλα. Διότι έχω λιγότερες απαιτήσεις». Έτσι σκέφτεται η Κατίνα ή Κατερίνα, μια νεαρή ελληνοαμερικανή, που αποφασίζει κάποια στιγμή, μετά από ένα χωρισμό που της στοίχισε πολύ, να μετακομίσει στην Αθήνα.
Η Κατίνα, όπως όλοι άλλωστε, αναχωρώντας από τις ΗΠΑ μοιάζει να θέλει να ξεφύγει από τα φαντάσματά της: τη νεκρή της μητέρα, τον άγριο πατέρα («Ο θάνατος ενός πατέρα μειώνει την καταπίεση μιας νέας γυναίκας κατά 60%. Μιας νέας λεσβίας κατά 80%», της είπε μια φίλη της), τη σύντροφό της που την παράτησε, λες και δεν ξέρει ότι τα φαντάσματά μας τα κουβαλάμε μέσα μας και μας ακολουθούν παντού. Τι είναι όμως εκείνο που την κάνει στ’ αλήθεια να φύγει; Η ερωτική απογοήτευση μοιάζει να είναι ο κυριότερος λόγος, αλλά κάτι άλλο κρύβεται στο βάθος της σκέψης της. Θέλει ν’ ανακαλύψει ποια στ’ αλήθεια υπήρξε η μητέρα της και μετά να το αποκαλύψει.
Η μορφή της μητέρας συναπαντάται παντού σ’ αυτό το κείμενο, δίνει σκοπό στη ζωή της κόρης, αλλά την ίδια ώρα μοιάζει να της την κλέβει κιόλας. Η Κατίνα μοιάζει να ζει μια ξένη ζωή, σε μια ξένη χώρα. Αλλά, σιγά σιγά θα βρει τα πατήματά της, θα κάνει καινούριους φίλους, θα προσπαθήσει να συναντήσει στο πρόσωπο μιας άλλης γυναίκας τον έρωτα, και κάποια στιγμή θα αποφασίσει ότι από δω και μπρος: «Θα τα λέω όλα – αν και είμαι σίγουρη ότι θα τα λέω με επίπλαστη άνεση, την άνεση που χαρακτηρίζει όσους έχουν υποστεί ματαιώσεις και θέλουν να φανούν υπεράνω».
Αυτή έχει υποστεί πολλές ματαιώσεις, πολλές πτώσεις. Τα πράγματα που μοιάζουν να την κρατάνε ζωντανή είναι η επικοινωνία με τους φίλους που άφησε πίσω της και τον παραστρατημένο αδελφό της, και οι αναμνήσεις από μια ζωή φαινομενικά άχαρη. Φαινομενικά, επειδή είχε και τις λαμπρές της όψεις. Τότε που ξόδευε χρόνο μόνη με τη μητέρα της, το είδωλό της. Τότε που ανακάλυπτε ότι η τελευταία έκρυβε απ’ τα μάτια του κόσμου με επιμέλεια περισσή μια δεύτερη ψυχή, μιαν άλλη γυναίκα. Μια γυναίκα της οποίας η ζωή ήταν συρρικνωμένη. Είχε ατροφήσει τόσο που χωρούσε σε μορφές λόγου. Ήταν άνιση. Χωρίς να παύει να συγκινεί, γιατί έμοιαζε με τις ζωές των άλλων. Όπως η ίδια δήλωσε.
Η Κατίνα, ακολουθώντας τα βήματα της μάνας προσπαθεί να χαράξει τη δική της πορεία στη ζωή. Πρέπει να γνωρίσει όσο καλύτερα μπορεί απ’ αυτή τη γυναίκα ώστε να μπορέσει να λυτρωθεί απ’ αυτήν, να ξεφύγει απ’ τη βαριά σκιά της. Κι όντως βαριά είναι η σκιά της μάνας. Το γιατί θα το ανακαλύψουμε στην πορεία, μέσα από τα γράμματα, τα e-mail και τα ημερολόγια της κοπέλας, μέσα από μια ανακοίνωση σ’ ένα συνέδριο και τις συνεντεύξεις της μάνας.
Το «Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα» είναι ένα μυθιστόρημα καθυστερημένης ενηλικίωσης, αλλά και μια ιστορία που παρατηρεί και καταγράφει όλα όσα συμβαίνουν γύρω από τους ήρωές της: τις τεχνολογικές εξελίξεις, τη ζωή στη σύγχρονη Αθήνα, την σκληρή πραγματικότητα στην Παλαιστίνη (γίνονται αρκετές αναφορές στη Ρέιτσελ Κόρι, την οποία γνώριζε προσωπικά μια από τις φίλες της πρωταγωνίστριας), τη μοναξιά που χαράζει όλο και πιο πολύ τις ψυχές των ανθρώπων. Η Κατίνα μοιάζει σαν ένας μετεωρίτης αδύναμος, μα αποφασισμένος για όλα, που πέφτει λες από το πουθενά μέσα σε μια άγρια πόλη, σε μια παράξενη χώρα, όπου: «οι γυναίκες είναι τόσο πιο ωραίες απ’ τους άντρες που απορώ πώς δεν σαπφίζει σύσσωμος ο γυναικείος πληθυσμός» - όπως κάνει εκείνη δηλαδή.
Η Δημητρακάκη πειραματίζεται με τη γραφή. Σε πολλά σημεία το κείμενο μοιάζει μεταφρασμένο λέξη προς λέξη από τα αγγλικά, αλλά αυτό αντί να στερεί κάτι από την αξία του, του χαρίζει αντίθετα μια αμεσότητα. Διαβάζοντάς το σου δίνεται η αίσθηση ότι ακούς τις σκέψεις της Κατίνας, συμμετέχεις στις συζητήσεις της, νιώθεις τους προβληματισμούς της.
Αυτό είναι, χωρίς υπερβολή, ένα από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα που διάβασα τα τελευταία χρόνια.
No comments:
Post a Comment