Αυτή είναι ίσως μία απ’ τις ελάχιστες φορές που ο τίτλος ενός βιβλίου είναι απόλυτα εύστοχος. Ο Ταχάρ Μπεν Τζελούν, ένας μαροκινός που ζει και εργάζεται στη Γαλλία, παρουσιάζει εδώ ένα εξαιρετικού ενδιαφέροντος κείμενο, που μιλά για το χρονικό ενός εγκλεισμού. Τα γεγονότα του βιβλίου διαδραματίζονται σε μια υπόγεια φυλακή, όπου δεν υπάρχει πιθανότητα να εισβάλει το φως, και όπου ζουν - ή μάλλον επιβιώνουν - κάποιοι άνθρωποι που χρόνια πριν είχαν κάνει ένα έγκλημα: απόπειρα ανατροπής του βασιλιά.
Ο Τζελούν χρησιμοποιώντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση μάς μεταφέρει μπρος πίσω στην ιστορία μιλώντας για το παρελθόν και το παρόν του ήρωα, για τα λάθη και τα μυστικά του. Όσο κι αν φαίνεται “βαρετή” μια ιστορία που διαδραματίζεται σ’ ένα σκοτεινό μπουντρούμι, ο συγγραφέας καταφέρνει χωρίς δυσκολία να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη, τόσο με τα διάφορα ευρήματα όσο και με τη γραφή του. Στο τέλος τέλος το κείμενο διαβάζεται σα μια ιστορία, αλλά και σαν ένα σχόλιο για τη ζωή.
“Η πίστη δεν είναι φόβος. Η αυτοκτονία δεν είναι λύση. Η δοκιμασία είναι πρόκληση. Η αντίσταση είναι καθήκον, όχι υποχρέωση. Η διαφύλαξη της αξιοπρέπειας είναι επιτακτική ανάγκη. Αυτό είναι: η αξιοπρέπεια, ό,τι μου έχει απομείνει, ό,τι μας έχει απομείνει. Καθένας κάνει ό,τι μπορεί για να μη θιχτεί η αξιοπρέπειά του. Αυτή είναι η αποστολή μου. Να μείνω όρθιος, να παραμείνω άνθρωπος, ούτε για μια στιγμή ράκος, πατσαβούρα, λάθος…”. Αυτά έλεγε στον εαυτό του ο ήρωας/αφηγητής, κι αυτά στο τέλος τον κράτησαν ζωντανό. Αν και πέρασε πολλές στιγμές αδυναμίες, αν και πόνεσε άθελά του κάποιους ανθρώπους, η πίστη του ότι ενάντια σε όλες τις προβλέψεις θα παλέψει και θα βγει απ’ τη φυλακή-τάφο ζωντανός, τελικά τον έσωσε.
Ο συγγραφέας δε φαίνεται να ξεχνά και να αγαπά τη χώρα του, κι ας βρίσκεται μακριά της, αλλά με μια νοσταλγία πικρή. Αναπολεί τις γειτονιές και τους απλούς ανθρώπους, τα έθιμα και την ανεμελιά της. Μας μιλάει για διάφορες παραδόσεις, για τον κοσμοπολιτισμό και τον επαρχιωτισμό της, για όλα εκείνα που την κάνουν αξιαγάπητη και τ’ άλλα που τη ματώνουν. Ο κλεισμένος μες στο μπουντρούμι αφηγητής φαίνεται να εκφράζει τη συνείδησή του μαροκινού λαού και να ειρωνεύεται τους άρχοντές του: “Σε χτυπάω, σε κάνω σκόνη, σε πετάω σ’ ένα λάκκο, σ’ αφήνω να αργοσβήσεις, δίχως ζωή, και μετά αρνιέμαι τα πάντα. Δεν υπήρξε ποτέ. Τι; Ένα μπουντρούμι στο Ταζμαμάρτ; Ποιος είναι τόσο αναιδής ώστε να σκεφτεί ότι η χώρα μας θα έκανε τέτοιο έγκλημα, τέτοια ακατανόμαστη φρικαλεότητα; Έξω αναιδέστατε! Α, είναι μια γυναίκα, καλά, δεν είναι διαφορετική, έξω, δε θα ξαναπατήσει ποτέ το πόδι της σε μαροκινό έδαφος! Αχάριστη! Ανάγωγη! Διεφθαρμένη! Τολμάει να μας υποπτεύεται ότι μεθοδεύσαμε τον αργό θάνατο σε πλήρη απομόνωση! Τι αναίδεια! Την έχουν βάλει οι εχθροί της χώρας μας, αυτοί που ζηλεύουν τη σταθερότητα και την ευημερία μας…”.
“Αυτό που είναι χειρότερο από το φόβο είναι η άρνησή του”, λέει ο Τζελούν, κι ο ήρωάς του, έχοντας αποδεκτεί αυτή την αλήθεια, θα κερδίσει το παιχνίδι της ζωής.
Από τις εκδόσεις Λιβάνη.
No comments:
Post a Comment