Το «Φίλησα μια φορά την Ευδοξία» είναι ένα νοσταλγικό βιβλίο. Μιλά για την Πόλη του χθες, για τις γειτονιές της, για τούρκους και ρωμιούς που ζούσαν δίπλα δίπλα, αγαπούσαν οι μεν τους δε, γιόρταζαν μαζί, παντρεύονταν, μοιράζονταν τις χαρές και τους καημούς τους.
Ο Αγάρ, μέσα από ένα ταξίδι του σήμερα στο χθες, μας ξεναγεί σε κάποιες άλλες εποχές, σ’ ένα κόσμο που ξεχείλιζε από αγάπη κι αθωότητα, μίσος και αίμα. Αυτή η ιστορία δεν είναι η ιστορία της Ευδοξίας, αλλά της τρομερής κυρά Ευφροσύνης και του Χασάνι της, αλλά και όλων εκείνων, ρωμιών και τούρκων που κινήθηκαν και υπήρξαν στο περιβάλλον τους. Είναι μια ψηφίδα στην ιστορία της Πόλης, πριν τον τελικό αφανισμό του εκεί ελληνισμού. Ο συγγραφέας αγαπά τους ρωμιούς και το δείχνει. Θυμάται, χαμογελά και δακρύζει. Η πόλη του, η Πόλη, τώρα πια είναι παρελθόν. Τη διασχίζει και δεν τη βλέπει. Οι εικόνες μέσα στις οποίες μεγάλωσε χάθηκαν. Νιώθει μόνος, φτωχός, κι ας έχει δίπλα του μια όμορφη γυναίκα, συνοδοιπόρο στο ταξίδι της νοσταλγίας.
Εδώ έχουμε μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία. Απ’ αυτές που σε κάνουν να κλείνεις τα μάτια και ν’ αναρωτιέσαι γιατί: Γιατί έγιναν αυτά που έγιναν; Γιατί χάθηκε όλη εκείνη η ομορφιά; Γιατί πάντα να επιβάλλει τους κανόνες του το κακό;
«Παρ’ όλο που δεν καταγράφεται στα κατάστιχα της επίσημης ιστορίας, η ζωή των απλών ανθρώπων είναι η ίδια η ιστορία», υποστηρίζει ο συγγραφέας. Κι έχει απόλυτο δίκιο. Η ιστορία που δικαιώνει και η ιστορία που εκδικείται, η ιστορία που ματώνει και η ιστορία που γιατρεύει.
Ο ήρωας/ αφηγητής μοιάζει να είναι ένα άτομο γεμάτο ανασφάλειες, ωστόσο κρύβει μεγάλη δύναμη μέσα του. Μοιάζει να φοβάται να ερωτευτεί, να ζήσει. δείχνει να είναι εγκλωβισμένος στα δεσμά ενός χθες το οποίο έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Τι θα κάνει; Θα βρει το δρόμο του; Θα μπορέσει να αγαπήσει στ’ αλήθεια αυτή την όμορφη γυναίκα που συνάντησε στο μεταίχμιο της μοναξιάς; «… Η Αϊσεγκιούλ θα ήταν η πρόκληση στη σχέση μας που ο χαρακτήρας της δεν είχε ακόμα οριστεί, θα μπορούσε όμως να οριστεί οποιαδήποτε στιγμή. Κάποιος θα μας τον ψιθύριζε στ’ αυτί τρεις φορές, στη γωνιά ενός δρόμου, μελετώντας τα ονόματά μας. Κι έπειτα κάθε βράδυ θα ποτίζαμε τη γη όπου θα ευδοκιμούσαν τα αισθήματά μας. Οι καρδιές μας θα δένονταν και δεν θα βλέπαμε τίποτε άλλο εκτός από εμάς. Ίσως να μην έμοιαζε με τον πρώτο μας έρωτα η ιστορία αυτή, αλλά κάτι θα έφερνε στο νου από τις μέρες εκείνες…».
Διαβάζουμε για το περίφημο Πάσχα Ελλήνων στην Πόλη: «Όταν απόλυσε η εκκλησία… ένα μεγάλο πλήθος από το Ταξίμ ως το Τουνέλ, με τις αναμμένες λαμπάδες στο χέρι, κυλούσε σαν πλημμύρα από φως. Όχι μόνο ρωμιοί, αλλά και τούρκοι και εβραίοι, άνθρωποι ανακατεμένοι ο ένας με τον άλλο, προσπαθούσαν να πάνε το κερί που κρατούσαν στο χέρι τους αναμμένο ως το σπίτι…».
Το «Φίλησα μια φορά την Ευδοξία» είναι ένα όμορφο, καλογραμμένο βιβλίο για ένα χθες μακρινό, αλλά ζωντανό. Για ένα τότε που ρωμιοί και τούρκοι «είχαν φοβηθεί, γελάσει και κλάψει μαζί!». Όσο για το συγγραφέα του αποδεικνύεται ένας εξαιρετικός παραμυθάς, που -χάρη και στην εξαιρετική, ρέουσα μετάφραση της Φραγκώ Καραογλάν-, καταφέρνει να κατακτήσει τον αναγνώστη.
Από τις εκδόσεις Ωκεανίδα.
No comments:
Post a Comment