Το “Παραλήρημα σε Ντο Μείζονα” είναι ένας σπαραχτικός μονόλογος. Μια γυναίκα εξομολογείται στη νεκρή καλύτερή της φίλη, κλαίει, οδύρεται, χαμογελά και θριαμβεύει, αναγνωρίζει τα λάθη της, μιλά για τα πάθη της, απολογείται, οργίζεται και με τις τύψεις της παλεύει.
“Ποιος θάνατος/ ποιος σκαρφίστηκε τούτο το έγκλημα;/ να βουβαθείς εσύ/ με τη ζωντάνια του άγριου ανέμου-/ της καταιγίδας το φλύαρο κροτάλισμα/ εσύ σώπασες;”.
Σώπασε! Μια νέα γυναίκα που ξεχείλιζε από ζωή, που ζούσε ένα παράνομο έρωτα για να αντέχει την αθλιότητα του νόμιμου, που προδόθηκε απ’ την καλύτερή της φίλη, χωρίς να μπορέσει ποτέ να καταλάβει το γιατί. Τη φίλη που τώρα της μιλά για τα περασμένα, λες και είναι ζωντανή, λες και δεν έχει φύγει για την άλλη όχθη, κι ας έχει πλήρη απόγνωση της απωλειας: “Και τι θα γίνω εγώ που ζω ζω και θυμάμαι/ Δε θα ξομολογηθώ πια τη σκυλίσια μου/ συμπεριφορά πασπαλισμένη με στάχτες”.
Η φίλη της τής λείπει τόσο πολύ που οργίζεται, ματώνει. Φτάνει να φαντάζει στο μέσα της βλέμμα σα μια θεϊκή ύπαρξη: “…Νεκρή αγαπητερή μου/ μητρότητα απέραντη ως γαία/ γαλανή μου θεά…”. Κι όσο προχωρά με την εξομολόγησή της τόσο περισσότερο πείθεται ότι αυτή είναι μάταιη: “…Ποιον ν’ ανακουφίσω με την αλήθεια/ αφού εσύ/ δεν είσαι πουθενά/ ούτε πάνω ούτε κάτω από τη γη/ θεέ πως νιώθω την ανυπαρξία σου.”
Ο σπαραγμός δεν έχει τελειωμό, νιώθει την αδικία να της σκίζει την καρδιά, να της χαράζει την ψυχή και κραυγάζει: “Θεέ που είσαι/ ποιοι σκατάδες σε εφεύραν”.
“Πως είναι δυνατόν να πεθαίνει μια γυναίκα που αγαπιέται;” αναρωτήθηκε κάποτε ο Κώστας Καρυωτάκης. Το πιο πάνω θα μπορούσε να είναι το μότο ή το επιμύθιο του όμορφου αυτού μονολόγου.
No comments:
Post a Comment