Friday, January 2, 2009

Λιλή Ζωγράφου - Κώστας Καρυωτάκης Μαρία Πολυδούρη. Και η αρχή της αμφιβήτησης


Αυτό το βιβλίο δεν είναι μελέτη είναι ψυχογράφημα. Η Ζωγράφου κολυμπά στα βαθιά νερά των ψυχών των δύο ποιητών και προσπαθεί να τους εξηγήσει. Πολλοί θα σκεφτούν ότι το παρακάνει με τις εκτιμήσεις της, ότι φτάνει σε ακραία συμπεράσματα. Ας μην ξεχνούν, όμως, ότι το να παίρνει να πράγματα στα άκρα ήταν ένα από τα αγαπημένα παιχνίδια της συγγραφέως.

Πάθος, πολύ πάθος διακρίνει κανείς σ’ αυτή τη δουλειά. Η Ζωγράφου παθιάζεται με την ποίηση του Καρυωτάκη, με την ποιητική ζωή της Πολυδούρη. Την τελευταία μάλιστα τη θαυμάζει για τη στάση ζωής της, για το πως ξεγέλασε το θάνατο και πήγε εκείνη να τον συναντήσει, προτού καν σκεφτεί ο τελευταίος να την επισκεφτεί. Θα λέγαμε, ότι τις δύο γυναίκες έδεναν κάποιες εκλεχτικές συγγένειες. Ας μην ξεχνάμε ότι και η Ζωγράφου είχε ζητήσει από κάποια φίλη της να τη βοηθήσει ν’ αυτοχτονήσει όταν ο θάνατος θα βρίσκοταν κόντα, μια και δε θα άντεχε να ζει παρέα με ορούς και σωληνάκια (βλέπε “Το ταξίδι της Λιλής στην Κρήτη της”).

Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο κάποιοι θα σκεφτούν ότι η συγγραφέας υποτιμούσε τον Καρυωτάκη. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι τον θαύμαζε για το ταλέντο του, αλλά και ότι στεναχωριόταν για τη… δειλία του. Εξάλλου, όπως γράφει στην πρώτη σελίδα της μελέτης γι’ αυτόν: “Οι άνθρωποι πεθαίνουν αμετάκλητα. Οι ποιητές σκοτώνονται μόνο. Οι νεκροψίες δεν ωφελούν. Τα σώματα των ποιητών είναι διάτρητα από την ευαισθησία τους και από τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων. Τα σώματα των ποιητών είναι σημαίες ήττας. Όμως δεν υπάρχουν ποιητές νικημένοι, όπως δεν υπάρχουν ποιητές νικητές. Υπάρχουν ποιητές”.

Πολύς πόνος, πολύ δάκρυ πλημμυρίζει την ψυχή του ποιητή μας, που δε ζητά τίποτ’ άλλο παρά να: “…γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα/ απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.”

Τι τον ενώνει με την Πολυδούρη; Η ποίηση! Τι τον χωρίζει; “Η Μαρία γεννήθηκε και διατηρήθηκε ολοκαίνουργια, όσο ο Καρυωτάκης παλιός”. Η Πολυδούρη ξεχειλίζει από ενέργεια, ενώ εκείνος βουλιάζει στην αδράνεια. Και το πιο τραγικό: “Έχει απόλυτη επίγνωση της αδράνειας που τον κρατά καθηλωμένο, ανδρείκελο στη μοιρολατρική του παθητικότητα κι ανίκανο ν’ αντιδράσει σαν άτομο και σα λαός στην περιφρόνηση και την ταπείνωση: να νιώθουν (οι άλλοι) πως υπάρχομε, μόνο καθώς μας ποδοπατούν”.

Το τελευταίο του “γράμμα στον κόσμο” μοιάζει προφητικό: “Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται όλο και περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι…”. Όπως υποστηρίζει η Ζ. ο “…Καρυωτάκης με το θάνατο ζητά μια απελευθέρωση. Ανίκανος να παλέψει με τα δεσμά που του χάλκεψαν, με την αγάπη των δικών που τον φυλάκισε και τον εξουδετέρωσε, με τη φύση που τον αδίκησε, για να τον εξουδετερώσει και κείνη με τη σειρά της”.

Αλλά και η Πολυδούρη δε στάθηκε αρκετά δυνατή, όχι όσο θα έπρεπε: “…Η Πολυδούρη διαγράφει μια πορεία λάθος. Ένας άνθρωπος τόσο προικισμένος αρρωσταίνει αρχικά, γιατί ο άντρας που αγαπά και πιστεύει, την απογοήτεψε. Και πεθαίνει αργότερα, γιατί αυτός ο άντρας πέθανε. Αυτή η γυναίκα είναι απαράδεκτη. Αναμφισβήτητα ο έρωτας είναι ό,τι ωραιότερο μπορεί να χαρεί ο άνθρωπος, αλλά ποτέ με αντάλλαγμα τη ζωή του, που είναι ανεπανάληπτη και γι’ αυτό υπερπολύτιμη. Και δεν αξίζει κανένας τόσο, για να του τη θυσιάσουμε”.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η Ζ. αν και αγαπάει τόσο την Πολυδούρη δεν της χαρίζεται. Δεν της συγχωρεί την αδυναμία της, κι ας ήταν “…ένας ακέραιος άνθρωπος με σάρκα, οστά και πνεύμα” ή ακόμη, ένας “παναισθησιακός τύπος (που) αγαπούσε όλα τα στοιχεία, όλες τις εκδηλώσεις της ζωής”, κι έπαιζε “γροθιές με την κοινωνία”.

Τι την έκανε ν’ αγαπήσει την Πολυδούρη; Μα το γεγονός ότι: “…η Μαρία πέθανε ζώντας. Πολύ λίγοι άνθρωποι πεθαίνουν από ζωή. Συνήθως φοβούνται το θάνατο και ζούνε νεκρά…”. Η Μαρία δε φοβόταν το θάνατο, του ’βγαζε τη γλώσσα, τον προκαλούσε, και μάλλον όταν πήγε επιτέλους να τον βρει θα του χαμογέλασε τρυφερά και με λίγη ειρωνεία, αφού δεν την πρόλαβε εκείνος, του την έσκασε!

Το βιβλίο αυτό είναι ένα από τα πιο τρυφερά και ανθρώπινα, που έχει γράψει η Λ.Ζ. Οργίζεται, παθιάζεται, αναλύει, φιλοσοφεί, αλλά στο τέλος τέλος δεν ξεφεύγει απ’ την ουσία της (συν)ύπαρξης των δύο ποιητών. Τους αγαπά σαν παιδιά της, τους κατανοεί, τους μαλώνει, τους δικαιώνει, αφού: “Ήταν και οι δυο, ο καθένας με τον τρόπο του, εξόριστοι από την εποχή τους και συναντήθηκαν στο σύνορο δυο διαφορετικών κόσμων: ενός καταλυμένου κι ενός αγέννητου. Ενός νεκρού ρομαντισμού κι ενός καινούργιου, που ’θελε τους ανθρώπους με λιγότερες ψευδαισθήσεις και πιο καθαρούς και γι’ αυτό δίκαιους, πιο ελευθερωμένους και γι’ αυτό τίμιους”.

Ένας φόρος τιμής στην ποίηση, τον ανθρωπισμό, την αθωότητα και τα αιώνια νιάτα.

No comments: