Όπως συνηθίζει η Γ. Κ. μας δίνει και εδώ μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία. Μια ιστορία για των ανθρώπων τα πάθη.
Όλα αρχίζουν όταν μια νέα γυναίκα φτάνει στην «αποικία των λεπρών». Η ίδια παρατημένη απ’ τη ζωή αλλά κρύβοντας μέσα της μια θεία φλόγα, δε θα αργήσει να πιάσει φιλίες με πολλούς απ’ τους εποίκους αυτής της ιδιόρρυθμης κοινωνίας, ερχόμενη καθημερινά αντιμέτωπη με διάφορες εκπλήξεις. Προσπαθεί να καταλάβει όσο καλύτερα μπορεί αυτούς τους ανθρώπους που ενώ το τέλος τους πλησιάζει συνεχίζουν να περνούν τη ζωή τους σα να μη συμβαίνει τίποτα. Παντρεύονται, γεννοβολούν, σπέρνουν το σπόρο για την επόμενη μέρα που ίσως να μην ξημερώσει ποτέ για τους ίδιους. Εκείνη, μια μορφωμένη μικροαστή δεν αργεί να καταλάβει ότι όλα όσα έμαθε δεν αξίζουν μία μπροστά στην καθημερινή σοφία αυτών των απλών ανθρώπων. Ανθρώπων που πονούν και δεν απογοητεύονται, που πεθαίνουν και χαμογελούν. Κι έτσι, ενώ αρχικά πήγε εκεί αποφασισμένη να τους βοηθήσει ν’ αλλάξουν μυαλά, να δουν τον κόσμο διαφορετικά: «Ας μπορούσα να τους μιλήσω. Να τους συγκινήσω. Να τους δώσω ένα σκοπό...», στο τέλος τέλος αρχίζει να βλέπει τα πράγματα με το δικό τους μάτι.
Οι απλοί ανθρώποι είναι το αγαπημένο θέμα της Γαλάτειας, αυτό αναδεικνύει και σε τούτο το βιβλίο, και τα βάζει και με τους παπάδες: «Το νταβραμπά! Ήρθε να μας βάλει στη θεογνωσία. Δεν κοιτάζει τις δικές τους παραλυσίες που δεν αφήνουν μήτε δαμάλα αβάτευτη, μόνο έρχεται να μας ανοίξει τάχα το δρόμο που πάει στον παράδεισο...».
Αλήθεια, πόσο ζηλεύει η γραμματιζούμενη γυναίκα τα σταράτα λόγια και την αποστομωτική σοφία του λαούτζικου που κάθε τόσο την ταράζει: «-Μα γιατί, της λέω γίνεται αυτό το πράμα; Γιατί βάζετε τα παιδιά και φιλούν τον πεθαμένο; Δεν φοβάστε το θεό; -Ο πεθαμένος δεν κολλά την αρρώστια. Δεν το ξέρεις που ’σαι και γραμματισμένη;» διαβάζουμε στη σελ. 49, ενώ στην αμέσως προηγούμενη: «Σαν έπαθα βρήκα πως ο κόσμος είναι η κοιλάδα του κλαυθμώνος. Βάλετε τη ζωή σας μέσα στις ζωές των άλλων και θα δείτε πως δεν είναι η αθλιότερη».
Δεν είναι παράξενη η ζωή; Δεν είναι υπέροχη; Δεν είναι φοβερός ο τρόπος που γυρίζει ο τροχός της φέρνοντας τα πάνω κάτω καταπώς της αρέσει; Και δεν είναι φανταστική η δύναμη του έρωτα που μπορεί να ανθίσει οπουδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή, και κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις; Μια γυναίκα πάει στο νησί των αρρώστων έχοντας πίστη στις ιδέες της και αποφασιστικότητα για την υλοποίησή τους. Μια γυναίκα γίνεται ένα με τους ανθρώπους που πήγε ν’ αλλάξει, αποδεχόμενη το βασικό τους κανόνα: Σε μια τέτοια κοινωνία δεν υπάρχουν κανόνες, ούτε καν κανόνες ηθικής. Στο δρόμο προς το θάνατο ανακαλύπτει και πάλι τον έρωτα και τη ζωή.
Εκπληκτικό δεν είναι το πόση σοφία μπορεί να βρει κανείς μαζεμένη σ’ ένα βιβλίο εβδομήντα μόλις σελίδων;
No comments:
Post a Comment