Το βιβλίο αυτό εξέπληξε πολλούς, αφού ξεφεύγει κατά πολύ από τα μυθιστορήματα με τα οποία μας είχε «συνηθίσει» η Σώτη. Τώρα, αυτό το «συνηθίσει» είναι πολύ σχετικό. Όπως και νάχει, η συγγραφέας μας μιλά για μια ακόμη φορά για την πόλη που ξέρει όσο λίγες στον κόσμο, τη Νέα Υόρκη. Ακολουθώντας τα βήματα του Ιδιωτικού Ντετέκτιβ Στούαρτ Μαλόουν, μας βγάζει βόλτα στις γειτονιές της πόλης, μας συστήνει τους κατοίκους της, κρίνει και επικρίνει τον τρόπο ζωής τους, με πικρό χιούμορ μιλά για τις πραγματικότητές τους: «Στις παρυφές της γειτονιάς βρισκόταν το αναμορφωτήριο Σπόφφορντ ή ‘Γέφυρες’. εκεί όπου έμπαινες ανήλικος παραβάτης και έβγαινες ενήλικος σήριαλ κίλερ», «Φεύγοντας από το Τμήμα, κρεμασμένος σχεδόν απ’ τη χειρολαβή του υπόγειου τρένου, σκεφτόταν με κατήφεια: ‘Δεν κερδίζουμε επειδή αξίζουμε, αξίζουμε επειδή κερδίζουμε’. αναρωτιόταν αν αυτό συνέβαινε σ’ όλη την οικουμένη ή ήταν ακόμα μια αμερικανική σπεσιαλιτέ».
Κάποιοι κριτικοί βιάστηκαν να «βαφτίσουν» αυτό το μυθιστόρημα Αστυνομικό. Καμία σχέση. Απλά οι φόνοι που γίνονται και τους οποίους προσπαθεί, όχι ιδιαίτερα είν’ η αλήθεια, να εξιχνιάσει ο Μαλόουν, δεν αποτελούν παρά την αφορμή για την περιπλάνηση του ήρωα σε τόπους και σε ανθρώπους, σε μια πόλη γεμάτη ζωή, πόνο, θάνατο, όπου όλοι είναι τόσο διαφορετικοί, αλλά οδυνηρά ίδιοι. Εξάλλου όπως λέει και ο κινέζος φιλόσοφος της γειτονιάς, ο Κι Γιανγκ: «Όταν βρέχει, όλοι βρέχονται».
Ο Μαλόουν, θα μπορούσε κι αυτός να είναι κάποιου είδους φιλόσοφος, φιλόσοφος του δρόμου, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να ρίξει μια ατάκα και να καθαρίσει, ή ίσως έναν αφορισμό. Οι αφορισμοί εξάλλου είναι η ειδικότητά του: «Ο χρόνος τα γιατρεύει όλα, κι έπειτα σε σκοτώνει», «Αστυνομικός δεν γίνεσαι, αστυνομικός καταντάς. Όπως ο κλέφτης, ο ληστής, ο φονιάς και η πουτάνα», «Δεν είμαι πια τόσο νέος για να υποφέρω…»
Ο ιδιόρρυθμος αυτός ντετέκτιβ είναι ένας από τους πιο συμπαθείς ήρωες που δημιούργησε με τη φαντασία και τη γραφίδα της η Σώτη. Ένας ήρωας γήινος, ανθρώπινος, με πολλά ελαττώματα, νοσταλγός ενός έρωτα που έσβησε στο χθες, αρωγός μιας αγάπης τρυφερής για τον κόσμο, που αυτόν τον ίδιο φαίνεται να τον έχει προσπεράσει. Όσο για το όνομά του, κάπου διάβασα ότι μάλλον αποτελεί λογοπαίγνιο –M-alone– αλλά προσωπικά θα διαφωνήσω, χωρίς βέβαια να μπορώ να μπω και στο μυαλό της συγγραφέως. Κατά τη δική μου ταπεινή άποψη, πρόκειται απλά για ένα συνηθισμένο ιρλανδικό όνομα.
Όπως και νάχει, τα «Κινέζικα κουτιά» είναι ένα πλούσιο σε εικόνες μυθιστόρημα που σηκώνει περισσότερες από μία αναγνώσεις.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
No comments:
Post a Comment