Thursday, January 1, 2009

Σώτη Τριανταφύλλου - Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ


Αυτό είναι το δεύτερο λογοτεχνικό έργο της Σώτης Τριανταφύλλου. Το πρώτο ήταν το «Οι μέρες που έμοιαζαν με μανταρίνι», το οποίο απόσυρε από την κυκλοφορία η ίδια η συγγραφέας, μετά από το θάνατο κάποιου φίλου της.

Κάπου διάβασα ότι αυτό το βιβλίο είναι μια συλλογή διηγημάτων, αλλά μάλλον διαφωνώ μ’ αυτή την άποψη. Μάλλον εδώ έχουμε μια, χαλαρής μορφής, νουβέλα, αφού τις διάφορες ιστορίες φαίνεται να ενώνει ένα υπόγειο νήμα.

Μ’ αυτό το πρώιμο δείγμα γραφής η Σώτη προετοιμάζει τον αναγνώστη για τους δρόμους στους οποίους θα τον οδηγήσει στο μέλλον. Για διαδρομές στο νεανικό ψυχισμό, στη ροκ μουσική, ή μάλλον στη μουσική γενικά, και στους δρόμους των αμερικανικών μεγαλουπόλεων.

Βέβαια, συγκρίνοντας κάποιος αυτό το βιβλίο με τα επόμενά της, θα το βρει κάπως λειψό, φτωχικό, αλλά μέσα εδώ θα εντοπίσει και όλα εκείνα τα στοιχεία που στη συνέχεια θα έκαναν τη Σώτη μια από τις πιο επιτυχημένες συγγραφείς.

Μιλά, λοιπόν, για τα νιάτα και την ελευθερία, για τη φυγή που είναι μια μεγάλη ανάγκη: «Η λιποταξία μου φαινόταν η γενναιότερη πράξη –γιατί, οι άνθρωποι μένουν εκεί που υποφέρουν.», «Ήμουν πάντα έτοιμη να φύγω. Είχα σπουδάσει τη φυγή, όπως είχα σπουδάσει τη χυδαιότητα…». Φεύγουν, όλο φεύγουν οι ήρωες της Τριανταφύλλου, ρουφάνε άπληστα κι επικίνδυνα τους χυμούς της ζωής, πάνε κόντρα στα ψυχοφθόρα πρέπει: «Ζούσα γιατί διαφωνούσα. Δε μιλούσα, αλλά διαμαρτυρόμουν. Όλοι την άκουγαν τη σιωπή…». Και, όπως πάντα, επικρίνουν την κοινωνία, την υποκρισία των ανθρώπων: «Οι ντόπιοι μας κοιτούσαν με το ίδιο βλέμμα. Διαφθείραμε τα ήθη. Πλην όμως, ολόκληρο το νησί ήταν σερβιτόροι.», «Εγώ, να τον βράσω τον κύκλο μας, σκεφτόμουν. Εγώ, θέλω να ζήσω. Κι αν χρειαστεί να χάσω την αξιοπρέπειά μου –που δεν ξέρω άλλωστε που είναι- θα τη χάσω.»

Ένα τραγούδι, ένα μεγάλο τραγούδι ζωής, χαράς, και θλίψης, και θανάτου θυμίζει αυτό το βιβλίο… «Too old to rock n’ roll, too young to die»… «Πέρασα τη μισή ζωή μου περιμένοντας να ζήσω, την άλλη μισή περιμένοντας να πεθάνω.», «Ο μπαμπάς περίμενε να πεθάνει ο καπιταλισμός, εγώ, περίμενα να πεθάνω εγώ.» «Σκεφτόμουν τη μάνα μου: εκεί που πας, πεινάς και ταλαιπωρείσαι. Ξοδεύεις λεφτά ενώ θα μπορούσες ν’ αγοράσεις πλυντήριο, να ντυθείς σαν άνθρωπος, να πληρώνεις μια γυναίκα να σου φτιάχνει το σπίτι. Αλλά εγώ ήμουνα κάτω από μια διάφανη βροχή, να κοιτάζω τον όρμο και να βάζω στοιχήματα με τον εαυτό μου.»

Τι κρίμα που δεν κυκλοφορεί πια αυτό το βιβλίο. Τι κρίμα! Εδώ, η Σώτη μοιάζει να αδειάζει την ψυχή της στο πιάτο του αναγνώστη. Λέει τα πάντα και στρώνει το δρόμο για το λαμπερό της αύριο, που ήδη έχει φθάσει. Ένα αύριο το οποίο γνώριζε από τότε αφού: «Δεν είμαι τελειωμένη, έλεγα –είμαι ένα work in progress. Παίρνω τους λιγότερο ταξιδεμένους δρόμους και διασχίζω χωριά δίχως όνομα, χωριά με αιώρες και κερασιές…».

No comments: