Thursday, January 1, 2009

Σώτη Τριανταφύλλου - Άλφαμπετ Σίτυ


Ο Νίκυ και η Μπίμπι του «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης», η Μάργκο και ο Σήζαρ της «Φτωχής Μάργκο», ο Ντιουντς του «Υπόγειου ουρανού», και άλλοι, πολλοί παρελαύνουν μέσα από το «Άλφαμπετ Σίτυ».

«Να πως έχουν τα γεγονότα: έφυγα μ’ ένα τουρμποτρένο, πέρασα τις ζώνες του σκοταδιού, τις μαυρόασπρες βιομηχανικές ζώνες, τα κυμαινόμενα σύνορα. Έπειτα, κοιτώντας πίσω μου είδα τους ψυχεδελικούς χορούς στο Φίλμορ και στο Άβαλον και πιο πίσω τα χούλα-χουπ και τα φουρώ και τον Έλβις Πρίσλεϋ να τραγουδά το Lawdy Miss Clawdy. Και λίγο πιο μπροστά το Άλφαμπετ Σίτυ, το βασίλειο των βανδάλων. Κι εγώ στεκόμουν στη μέση, πάνω στα συντρίμμια κι ο ήλιος με διαπερνούσε κι έπειτα με διαπερνούσε η νύχτα…».

Το βιβλίο αυτό είναι ένας μονόλογος, ένας μονόλογος σε ριπές, που μιλά για το πώς είναι να είναι κανείς νέος και στην καρδιά της Αμερικής, για τα ταξίδια, τα ατέλειωτα ταξίδια και τις μουσικές, για την ποίηση της ζωής και τη ζωή του έρωτα: «Εσένα, σε γνώρισα την κατάλληλη εποχή, όταν ακόμα ζούσαμε, ξενυχτούσαμε, καιγόμαστε σαν τους ρομαντικούς ποιητές, ποιητές μιας παρακμής και απώλειας.»

Με χιούμορ και κοφτή κινηματογραφική γραφή η συγγραφέας προσπαθήσει να περιγράψει εκείνα τα χρόνια, χρόνια όμορφα, χρόνια περασμένα, τότε που: «… Ξυπνούσαμε σε άγνωστες συνοικίες, δίπλα σε σώματα που ’μοιαζαν ψάρια περιπατητικά: ποτέ δε γνώρισα τον κατάλληλο άντρα, σκεφτόμουν –ευτυχώς για κείνον.» Τότε που: «Η μαμά μου με κοιτούσε με φρίκη – ο μπαμπάς μου δε με κοιτούσε για ν’ αποφύγει τη φρίκη.»

Ο χρόνος έτρεχε πολύ κι άφηνε πίσω τις ζωές, αλλά η αφηγήτρια ήταν: «… γεμάτη ευγνωμοσύνη: τα σύννεφα με προσπερνούν κι είμαι εδώ, πάνω στο ζωντανό, επίχρυσο χάρτη του Καίσαρα», και «Γράφω ξανά και ξανά την ίδια ιστορία, μήπως και καταφέρω να της δώσω ένα καλό τέλος.»

Τα κατάφερε; θα τα καταφέρει;

Το «Άλφαμπετ Σίτυ» διαβάζεται με μια ανάσα, σαν ένα τραγούδι, σαν ένας ύμνος στις νεανικές ψυχές. Στις ψυχές που τολμούν ακόμη να ονειρεύονται και που φοβούνται το μέλλον. Που το φοβούνται για τους σωστούς λόγους: «Φοβήθηκα μήπως γίνουμε αξιοσέβαστοι, μήπως ξεχάσουμε πως, όταν είμασταν τριάντα χρονών, παίζαμε στο Μοντερέυ στην Καλιφόρνια, σ’ ένα πάρκο που το λέγανε Ντένις ο Τρομερός

No comments: