Μου αρέσει πολύ να διαβάζω αστυνομική λογοτεχνία: σύγχρονη αμερικάνικη, αγγλική και τώρα τελευταία γιαπωνέζικη. Θεωρώ ότι οι συγγραφείς αυτού του συγκεκριμένου είδους είναι πραγματικοί ανατόμοι της κοινωνίας, όχι βέβαια τόσο οι αμερικανοί, όσο οι άγγλοι και οι γιαπωνέζοι. Τώρα, που το σκέφτομαι, κι από τους άγγλους ένας μόνος ξεχωρίζει, ο... σκοτσέζος Ίαν Ράνκιν, που γράφει για την πόλη του το Εδιμβούργο, όπως γράφει κι η Νάτσουο Κιρίνο για τη δική της, το Τόκιο. Η διαφορά της τελευταίας με όλους: δεν φαίνεται να την ενδιαφέρει το ίδιο το έγκλημα, αλλά το τι οδηγεί σ’ αυτό. Γράφει ξανά και ξανά για το σκοτάδι που φωλιάζει στις καρδιές των ανθρώπων και που από στιγμή σε στιγμή μπορεί να βγει με το έτσι θέλω, βίαια, στο φως.
Στο ανά χείρας βιβλίο, το πρώτο της συγγραφέως νομίζω που μεταφράστηκε στα αγγλικά (ακολούθησαν τα Grotesque και Real World, τα οποία θα παρουσιάσω εδώ τις επόμενες βδομάδες), το έγκλημα κι ο εγκληματίας μας αποκαλύπτονται απ’ το οπισθόφυλλο, τα κίνητρα του φόνου απ’ τις πρώτες σελίδες και η ιστορία ενός εγκληματία που θέλει να πάρει εκδίκηση πριν το ένα τέταρτο του βιβλίου. Τι μας μένει να μάθουμε, λοιπόν; Την κατάληξη μονάχα. Κι εδώ ακριβώς αναδεικνύεται η μαεστρία της Κιρίνο, καθώς παίρνει μια συνηθισμένη εγκληματική ιστορία και την τοποθετεί μέσα στα χρονικά της όρια, μιλά για την οικονομική κρίση, για τα προβλήματα των σύγχρονων οικογενειών, για την αποξένωση, για την απίστευτη καταπίεση στην οποία υποβάλλονται οι απλοί άνθρωποι για να τα βγάλουν πέρα. Σ’ όλα αυτά προσθέστε τη Γιακούζα, τους τοκογλύφους, τα παιδιά που μισούν ακόμη και τη θέα των γονιών τους, τη φιλία που μοιάζει να στηρίζεται σε πήλινα πόδια, και την κοινωνία που απαιτεί απ’ τους ανθρώπους να είναι πάντα χρήσιμοι, δηλαδή καταναλωτές, και ιδού: ένα αριστούργημα!
Όλα αρχίζουν όταν μια συνηθισμένη νοικοκυρά, που ακούει στο όνομα Γιαγιόι, σε μια στιγμή δικαιολογημένης τρέλας, σκοτώνει τον άντρα της με τα ίδια της τα χέρια. Ευρισκόμενη σε απόγνωση και μη ξέροντας τι να κάνει στρέφεται σε μια φίλη της απ’ τον εργοστάσιο όπου δουλεύει τις νύχτες για να ζητήσει βοήθεια, τη Μασάκο. Αφού σκέφτονται κι αποφασίζουν ότι δεν μπορούν να πάνε στην αστυνομία, δεν τους μένει παρά μία και μόνο λύση: να ξεφορτωθούν το πτώμα. Ναι, αλλά πώς; Κάνοντας εκείνο που ξέρουν καλύτερα, δουλεύοντας τα μαχαίρια. Τον κομματιάζουν, λοιπόν, με τη βοήθεια άλλων δύο γυναικών και τον παραχώνουν σε σακούλες με σκουπίδια, τις οποίες σκοπεύουν να ξεφορτωθούν σε διάφορα σημεία της πόλης. Η μια απ’ αυτές όμως είναι κάπως επιπόλαια και πολύ δειλή με αποτέλεσμα να αφήσει όλες τις δικές της στους κάλαθους ενός πάρκου, με αποτέλεσμα να τις ανακαλύψει η αστυνομία. Τότε αρχίζει ένας κύκλος ερευνών, ο οποίος οδηγεί στη σύλληψη ενός ιδιοκτήτη χώρων αναψυχής, με εγκληματικό παρελθόν, ενώ εκείνες μοιάζουν να τη βγάζουν καθαρή. Έλα, όμως, που πίσω έχει η γάτα την ουρά, αφού καθώς δεν προκύπτουν στοιχεία που να συνδέουν τον άντρα με το έγκλημα, τελικά, τον αφήνουν ελεύθερο. Στο μεταξύ, όμως, εκείνος έχει χάσει τα πάντα, κι έτσι τώρα ζητάει να πάρει την εκδίκησή του. Είναι σίγουρος ότι πίσω από το φόνο κρύβεται η γυναίκα του θύματος, αλλά δεν του φαίνεται πιθανόν να το έκανε δίχως συνεργό. Και τότε όλα αρχίζουν.
Η Κιρίνο δεν διστάζει να περιγράψει με λόγια σκληρά και γλώσσα ατίθαση αυτά που συμβαίνουν, να αναδείξει το ανθρώπινο χτήνος και όλα τα κακά που προκύπτουν απ’ την αποθέωση του χρήματος. Μας δείχνει με δυο λόγια τι μπορεί να μετατρέψει, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, κάποιες συνηθισμένες νοικοκυρές σε στυγνές δολοφόνους. Η αγάπη δεν έχει κανένα ρόλο σ’ αυτή την ιστορία, καλοί και κακοί δεν υπάρχουν. Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουν. Όσο για τον έρωτα, αυτός ξεψύχησε στις βιομηχανικές ζώνες. Η Μασάκο, αυτή που καταλαμβάνει τελικά τον κεντρικό ρόλο στον κορμό της αφήγησης, είναι ένας από τους πιο αξέχαστους χαρακτήρες, που δημιουργήθηκαν από πένα σύγχρονου συγγραφέα.
Οι αγγλοσάξονες επεφύλαξαν διθυραμβικές κριτικές γι’ αυτό το βιβλίο και δικαιολογημένα, αφού είναι ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα. Το μόνο που ξέχασαν να αναφέρουν αυτό που γράφω στην αρχή: κανένας απ’ τους δικούς τους συγγραφείς, δεν θα μπορούσε ποτέ να το γράψει. Μία ακόμη από τις «χρυσές σελίδες» της γιαπωνέζικης λογοτεχνίας.
No comments:
Post a Comment