Με λίγα λόγια: ένα όμορφο ποιητικό, ερωτικό πεζογράφημα. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1961 και μάλλον θα τάραξε λίγο τα νερά της ελληνικής πεζογραφίας.
Το βιβλίο αυτό είναι ένας ύμνος στον έρωτα. Ένας ύμνος τον οποίο ο αναγνώστης ρουφά άπληστα, απ’ την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Ένα ποίημα για το θάνατο των πρέπει, για την εκτέλεσή τους με τη φωτιά του έρωτα.
Η Λιλή Ζωγράφου έγραψε ένα τραγούδι για το κορμί και τις αισθήσεις, για την απογείωση στη στρατόσφαιρα του αληθινού είναι. Η ιστορία της μιλά για τρεις απλούς ανθρώπους: τον Παναγιώτη, τη Γαλανή και το Γρηγόρη. Η Γαλανή, μια απελπισμένη ύπαρξη, καταφθάνει στο μικρό τους χωριό, στις όχθες μιας λίμνης, για να ξεχαστεί και να ξεχάσει. Εκεί όμως, με τη βοήθεια του απεγνωσμένου στην προσπάθειά του για να την κατακτήσει Παναγιώτη, και του σιωπηλού Γρηγόρη, όχι μόνο θα ξανανιώσει, αλλά και θα γνωρίσει στο πρόσωπο του τελευταίου τον έρωτα όπως δεν το συνάντησε ξανά ποτέ. “Η ζωή της είχε γίνει όραση, φως, γεύση και αφή”.
Η Γαλανή ανακαλύπτει μέσα στην ταπεινή καλύβα του ψαρά Γρηγόρη, στα πρόσωπα των απλοϊκών βοηθών, στο κέφι του απογοητευμένου Παναγιώτη, την ουσία της ζωής, αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα της μέχρι τότε ύπαρξής της. Της άρεσε πάντοτε να φιλοσοφεί για τη ζωή, τώρα μαθαίνει και πως να τη ζει.
Ο Γρηγόρης θα γίνει ο φάρος που θα την οδηγήσει με ασφάλεια -όση ασφάλεια μπορεί, δηλαδή, να υπάρξει στον έρωτα- έξω από τις φουρτουνιασμένες θάλασσες της άχαρης πραγματικότητάς της, θα την οδηγήσει στη γη των ονείρων της. Κι όταν θα ενώσει το κορμί του με το δικό της, εκείνη είναι σίγουρη πως: “Τούτη η ώρα δε θα πέθαινε ποτέ στη μνήμη της γης”, κι ότι ακόμη: “Απόψε, όσοι κοιμούνται θα νειρευτούν την τέλεια ευτυχία. Οι χωρισμένοι θα συμφιλιωθούν και οι ερωτευμένοι θα πιάσουνε όμορφα σαν ήλιους παιδιά, γιατί πλαγιάσανε όλοι τους πάνω στην αγάπη μας που σκέπασε τη γη”.
Κάποτε όμως θα φθάσει αναπόφευκτα η ώρα του χωρισμού. Για ένα ζευγάρι σαν κι αυτό δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Τα δάκρυα της ερημιάς του αύριο τους φέρνουν πιο κοντά. Της ομολογεί: “Πριν έρθεις… δεν ήξερα. Νόμιζα πως όλοι οι άντρες γεννιούνται έρημοι, παντρεύονται έρημοι, κάνουνε παιδιά έρημοι, παλεύουνε μοναχοί και μοναχοί πεθαίνουνε. Κι ύστερα ήρθες… Κι ύστερα ήρθες λιγνή σαν καλαμιά. Και σαν έφυγες έχασα και την ερημιά και σένα…”.
Τρέχει το δάκρυ για να ξεπλύνει τον πόνο: “Με κοροϊδεύεις που κλαίω;” την ρώτησε. - “Μόνο οι αληθινοί άντρες έχουνε καρδιά. Κι όσοι έχουνε καρδιά κλαίνε, γιε μου… άντρα μου”.
Η συγγραφέας μας μιλά για την πεμπτουσία του έρωτα, για την κατάργηση των πρέπει, για τις χαμένες αγάπες που υπήρξαν ίσως και οι πιο αληθινές, και αναρωτιέται: “Ποιος θα μας σώσει από την έσχατη προδοσία κατά του εαυτού μας;” Την απάντηση ας την ψάξει ο καθένας μέσα του.
No comments:
Post a Comment