Friday, January 2, 2009

Γαλάτεια Καζαντζάκη - Άνθρωποι και υπεράνθρωποι


Ένα απόσπασμα από το βιβλίο


…Για να γιορτάσουνε το γεγονός αποφάσισαν να πάνε και τη μέρα κείνη με τα πόδια στο γαλατάδικο και να γυρίσουν ξανά όλοι μαζί. Τη λιακάδα της μέρας ακολουθούσε μια φεγγαρολουσμένη νύχτα χωρίς καθόλου κρύο. Με τις κουβέντες και τα γέλια πληροφορήθηκε η Δανάη και τούτο δω: Πως το βραβείο ήτανε και χρηματικό. Νάτον πάλι ατόφιος ο Αλέξανδρος.

-Η ιδέα σου να υποβάλεις έργο ήτανε ξέρεις πρώτης τάξεως, είπε σε μια στιγμή ο Γιαννέλλης… Κατά έναν τρόπο δοκιμάζει κανείς τη δύναμή του χωρίς βέβαια σε περίπτωση αποτυχίας ν’ απογοητευθεί και να χάσει το κουράγιο του.

-Πολύ σωστά, πετάχτηκε ο Ζέρβας, χωρίς όμως να παραγνωρίζουμε τη σημασία ενός βραβείου. Είμαι σίγουρος πως ο Αλέξανδρος θα δουλεύει από δω και μπρος με περισσότερη αυτοπεποίθηση. Δεν είναι έτσι, Αλέξανδρε;

-Δεν ξέρω… μπορεί.

-Εγώ πάλι πιστεύω, κ. Γιαννέλλη, ανακατεύτηκε η Δανάη, πως όσο περισσότερο είναι κανείς φιλόδοξος τόσο λιγότερο διακινδυνεύει μια αποχτημένη φήμη. Λέω λοιπόν πως ο Αλέξανδρος δε θα λάβαινε ποτέ μέρος σ’ έναν ανοιχτό διαγωνισμό, ξέροντας πως μια αποτυχία θα επηρέαζε τη γνώμη που έχουν όλοι σήμερα γι’ αυτόν. Και θάκανε πολύ φρόνιμα. Τη γνώμη αυτή τίποτα δεν πρέπει να κλονίσει από δω κι’ εμπρός. Ούτε θα την κλονίσει, είμαι βέβαιη.

-Τι ωραίο πράγμα νάχει κανείς πλάι του μια γυναίκα με τόση πίστη, είπε ο Ζέρβας.

-Ό,τι λέω δεν αφορά διόλου την πίστη μου στο έργο του Αλέξανδρου, αλλά το πόσο είναι αναγκασμένος όποιος έβαλε σκοπό της ζωής του να φτάσει κάπου, να σπουδάζει διαρκώς τους τρόπους που θα τον οδηγήσουν ασφαλέστερα, όπως, π.χ., η δημιουργία κάποιου μύθου γύρω από το άτομό του… και προ πάντων να ξέρει πως αν έχει δέκα και κάνει θόρυβο σα νάχει εκατό πετυχαίνει, ενώ το ενάντιον αν έχει αξία εκατό και σωπαίνει πεθαίνει και ξεχνιέται σα να μην έζησε ποτέ. Αυτό λέω.

-Ώστε όλοι όσοι ξέφυγαν τη λησμονιά το πέτυχαν όχι γιατί ήταν μεγάλοι δημιουργοί, αλλά γιατί κάνανε θόρυβο; ρώτησε ο Ζέρβας.

-Εκείνοι που λέτε είναι οι μεγαλοφυΐες. Τα φωτεινά μετέωρα που μετριούνται εύκολα και τους ξέρουν οι αιώνες. Αυτοί σίγουρα δεν χρειάστηκαν κανένα θόρυβο… εδώ όμως δεν μιλάμε γι’ αυτούς.

Ο μόνος που δεν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση ήτανε ο Αλέξανδρος. Προχωρούσε με το κεφάλι ψηλά όπως συνήθιζε, κοιτάζοντας μακρυά το βάθος του ατέλειωτου δρόμου.

Η παρέα διαλύθηκε πολύ γρήγορα εκείνο το βράδυ. Ο Αλέξανδρος ρώτησε σε μια στιγμή τη Δανάη αν κρυώνει και κείνη είπε «ναι, λιγάκι». Δεν εκρύωνε, αλλά κατάλαβε πως ήθελε να φύγουν. Η συζήτηση της βραδυάς με το δρόμο που πήρε τον δυσαρέστησε. Ήτανε φοβερό να πει η Δανάη πως δε θα υπόβαλλε ποτέ έργο σε ανοιχτό διαγωνισμό μια και δε θάτανε σίγουρος εκατό τα εκατό. Και πότε τόπε; Όταν εκείνος δικαιολογήθηκε πως τάχα της έκρυψε τη συμμετοχή του για να μη στενοχωρηθεί αν αποτύχαινε. Όλα όσα ειπώθηκαν από μέρος της έδειχναν ολοφάνερα πως δεν το πίστευε, όπως ενόμιζε ο Ζέρβας, σαν σίγουρο κεφάλαιο της πνευματικής Ελλάδας, αλλά σαν ένα φιλόδοξο που θέλει να φτάσει ψηλά, αδιαφορώντας με ποια μέσα.

Ακολούθησαν μέρες σιωπηλής ψυχρότητας. Ο Αλέξανδρος έμοιαζε με σκαντζόχοιρο. Μόλις μυριζόταν στον αέρα κάτι δυσάρεστο, ευτύς μαζευόταν κι όρθωνε τ’ αγκάθια του. Η Δανάη τόξερε. Δεν άντεχε στην κριτική, όταν δεν τόνε λιβάνιζε. Το ξεσπάθωμα της Δανάης τον αναστάτωσε.

-Τι είμαι εγώ, στο κάτω-κάτω, για να με λογαριάζεις τόσο; του είπε μια βδομάδα υστερότερα, όταν πια παρατραβούσαν οι μούσκλες. Αν ήμουνα στη θέση σου θάξερα θαρρώ τι αξίζει η δουλειά μου, ώστε να μην επηρεάζομαι από την οποιαδήποτε κριτική. Προ πάντων θάξερα πως η Τέχνη είναι ένα είδος Ιμαλάια και πως βρίσκομαι στα ριζά. Το λοιπόν, τι σημασία θάχαν οι κριτικές του ενός ή του άλλου, καλές ή κακές; Έγραψες κάτι και σου το βράβεψαν. Αυτό όμως δε θα πει πως δε θα γράψεις έργα πολύ σπουδαιότερα που ίσως να μην αναγνωριστεί η αξία τους. Εκτός πια αν νομίζεις πως επειδή σε βραβέψανε είσαι κιόλας Σαιξπήρος, πράμα που δεν το πιστεύω.

Ο Αλέξανδρος, αυτά λέγουνταν στην ανατολική βεράντα, κοίταζε το γιομάτο φεγγάρι μέσα από τα δέντρα κ’ ήτανε σα να μην την άκουε. Όχι, δεν ήτανε εκείνη που του ταίριαζε. Στον Αλέξανδρο θα ταίριαζε μια γυναίκα ή απλοϊκή κι αγαθή, ή πονηρή. Η Δανάη δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πολλές φορές ωστόσο κάθιζε στο σκαμνί τον εαυτό της. Γιατί μπέρδευε ολοένα τον άνθρωπο με το συγγραφέα; Ο άνθρωπος της είχε φταίξει, όχι ο συγγραφέας. Κι αυτή είχε αγαπήσει τον συγγραφέα. Μόνο αυτόν. Την ιδιότητα που τον ξεχώριζε απ’ όλους τους νέους του τόπου, αυτήν είχε αγαπήσει. Αυτή την ξετρέλλανε. Αν δεν έγραφε, σίγουρα δεν θα τον πρόσεχε. Γιατί λοιπόν δεν της έφτανε η πραγματοποίηση του ονείρου να ζει πλάι του, κάτω από την ίδια στέγη και νάναι οι δυο τους το εξωτικό ζευγάρι που οι νέοι τους φίλοι τόσο αγαπούσαν και το χαίρουνταν; Γιατί; Γιατί όσα της είχε αρνηθεί ο άνθρωπος, της τ’ αρνιόταν κι ο δημιουργός. Να γιατί.

Όμως η Δανάη έκανε όρκο να μην του φερθεί ποτέ έτσι σαν εκείνο το βράδυ… Θα περιμένει… Ποιος ξέρει… Μπορεί νάτανε ακόμα νωρίς. Κι άλλοι μεγάλοι τεχνίτες είχανε τα κουσούρια τους. Ο Βερλαίν ήτανε αρσενοκοίτης και έφτασε να γενεί φονηάς, πήγε φυλακή. Ο Πόου πέθανε στο δρόμο αλκοολικός. Ο Ντοστογιέβσκη έχανε στη ρουλέττα ακόμα και τα καθημερινά έξοδα του σπιτιού του… Με τη διαφορά, συλλογιόταν πάλι, πως αυτωνών τα κουσούρια ήτανε τα πάθη τους, ενώ τα κουσούρια του Αλέξανδρου φανέρωναν ίσα-ίσα πως ήτανε στερημένος κι’ από τα πιο κοινά ανθρώπινα αισθήματα. Κι όταν αυτά λείπουν, ό,τι κι αν πούμε στην τέχνη δε θάναι «χαλκός ήχων και κύμβαλον αλαλάζον;»…


Κριτικό σχόλιο από τον Τάκη Αδάμου


«…(Το βιβλίο αυτό) πρωτοκυκλοφόρησε το Δεκέμβρη του 1957 και προκάλεσε πολύ θόρυβο και πολλές συζητήσεις στους λογοτεχνικούς και γενικότερα στους πνευματικούς κύκλους της χώρας μας.

Πικρόχολος ήταν ο τόνος της κριτικής από τα «δεξιά». Τυπικός και συγκρατημένος – στα πλαίσια της «ευγένειας» - ο τόνος της κριτικής από τ’ «αριστερά». Κι αυτό γιατί έθιξε πολλά «οικεία κακά», καθώς ανατέμνει βαθιά και φωτίζει πολύπλευρα πτυχές ζωής του ανθρώπου-λογοτέχνη.

Κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα είναι ο Αλέξανδρος Αρτάκης, ένας ανερμάτιστος μικροαστός διανοούμενος. Και δίνεται τόσο ζωντανά κι αληθινά, προβάλλεται τόσο χειροπιαστά κι ανάγλυφα ο ψυχικός του κόσμος, ώστε ν’ απεικονίζονται στην εντέλεια τα τυπικά γνωρίσματα ολάκερης κατηγορίας ανθρώπων. Κι αυτό είναι που ενόχλησε. Απ’ όλες τις κατηγορίες ανθρώπων εκείνη που κλωτσάει περισσότερο και δεν ανέχεται να της λένε τα «κουσούρια» της, είναι η κατηγορία των μικροαστών διανοουμένων.

Σκάλωσε, λοιπόν, η κριτική στο γεγονός ότι το μυθιστόρημα αναφέρεται σε «συγκεκριμένες πράξεις και καταστάσεις» και αντλεί το υλικό του από στοιχεία βιογραφικά. Αλλά μήπως κάθε έργο τέχνης, ζωντανό κι αληθινό, δεν είναι λίγο πολύ και κάτι σαν αυτοβιογραφία; Μήπως για να δημιουργήσει ο λογοτέχνης τους ήρωές του δεν τους αναζητά ανάμεσα σε ανθρώπους που ξέρει καλύτερα, γιατί αυτών των ανθρώπων καταλαβαίνει τις σκέψεις και τα αισθήματα;

Η ουσία, λοιπόν, βρίσκεται αλλού, κι εκεί έπρεπε να στραφεί η κριτική. Δεν είναι η περίπτωση, αλλά η γενίκευσή της. Αν, δηλαδή, η Γαλάτεια σ’ αυτό το μυθιστόρημα απεικονίζει καλλιτεχνικά ένα κομμάτι από τη ζωντανή πραγματικότητα. Αν βοηθάει τον αναγνώστη να γίνει πιο καλός. Αν δείχνει στους διανοούμενους το δρόμο να εκπληρώσουν με τιμή το χρέος τους στη ζωή.

Νομίζουμε ότι η Γαλάτεια έχει πετύχει το σκοπό της. Το περιεχόμενο του βιβλίου φλογίζεται από το πάθος για τον άνθρωπο, που είναι το ανώτατο, το μοναδικό μέτρο σύγκρισης κάθε αξίας. Κι αυτό το περιεχόμενο δίνεται με βαθύ ρεαλισμό, με λιτά μέσα και μαστοριά μεγάλου τεχνίτη, με γλώσσα σπαρταριστή, πολύχυμη. Υπάρχουν στο μυθιστόρημα σελίδες, ιδιαίτερα μερικά ιντερμέτζα, που είναι πραγματικά λογοτεχνικά διαμάντια. Το συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα είναι ολοκάθαρο: Αν ο λογοτέχνης δεν πιστεύει σε ιδανικά. Αν η καρδιά του δεν φλογίζεται από την αγάπη για τον άνθρωπο. Αν δεν έχει τάξει για σκοπό του να υπηρετήσει τη ζωή, την πρόοδο της κοινωνίας, τότε δεν μπορεί να δώσει έργο αληθινό, έργο ζωής.

Μα ας μπούμε στην ατμόσφαιρα του έργου κι ας παρακολουθήσουμε συνοπτικά τη δράση του ήρωά του, που είναι και η πιο πειστική απόδειξη της αξίας του:

Ο Αλέξανδρος Αρτάκης - ο ήρωας της Γαλάτειας – γεννιέται και μεγαλώνει μέσα στη σκυθρωπή ατμόσφαιρα ενός μικροαστικού σπιτιού. Ο πατέρας του, ο εμπορομανάβης Μιχάηλος Αρτάκης «…είναι από κείνους που αν το πρωί, καθώς ανοίγεις την πόρτα σου να πας στη δουλειά σου, τον αντικρύσεις, πάει, γουρσουζεύτηκε η μέρα σου. Βαρίσκιωτος. Ανθρωποδιώχτης. Σκουντούφλης. Δε μιλά, δε γελά, δεν σμίγει με κανένα. Κάτι λίγες κουβέντες όσες χρειάζονται στα πάρε-δώσε του με τους χωριάτες. Ο ίδιος και στο σπίτι του…».

Δεν είχε κλείσει χρόνο παντρεμένος κι η γυναίκα του θέλει να τον χωρίσει. Μα ο αδερφός της την αποπαίρνει και κείνη δέχεται την καταδίκη να ’χει άντρα το Μιχάηλο, όπως δέχεται ο άρρωστος την αγιάτρευτη αρρώστεια του ή ο ισοβίτης κατάδικος τη φυλακή του. Απόχτησε με τον άντρα της τρία παιδιά, τον Αλέξανδρο και δύο κόρες. Μα η Αρτάκαινα «…δεν είναι από τις μάνες που μεγαλώνουνε τα παιδιά τους με κανάκια και γλυκόλογα. Έτσι, να τα πάρει στην αγκαλιά της, να τα φιλήσει μ’ εκείνη τη λαχτάρα που ’χουν οι μάνες, όχι. Χωρίς να ’ναι κακή, είναι στεγνή. Χωρίς δροσεράδα στα φυλλοκάρδια της. Αναθρέφει τα παιδιά της σαν που γνοιάζεται το νοικοκυριό της, τις όρνιθες, το γατί, το σκύλο, τίποτα παραπάνω».

Πιο απάνθρωπος όμως είναι ο Μιχάηλος Αρτάκης. Για το γιο του τον Αλέξανδρο γνοιάζεται. Τις κοπέλες του ούτε στη φάτσα τις ξέρει. Γι’ αυτό και κάποια μέρα που γυρίζει ξαφνικά στο σπίτι και τις βλέπει στην πόρτα, ρωτάει την Αρτάκαινα:

«Και δε μου λες, ποιες ήτανε οι κοπελιές που στέκανε στην πόρτα μας; Γειτόνισσες είναι;…»

Έτσι τα μέλη της οικογένειας Αρτάκη «δεν νοιώθουνε μεταξύ τους κανένα δεσμό. Αγάπη, τρυφερότητα, στοργή, που αντάμα με τα λόγια και τις πράξεις της κάθε στιγμής γλυκαίνουνε τη ζωή μας, τους είναι ολότελα αδοκίμαστα…».

Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα μεγαλώνει ο Αλέξανδρος. Μα κι ο ίδιος δεν είναι σαν τ’ άλλα παιδιά. Μήτε παίζει, μήτε τρέχει, μήτε γελά. Μόνο στα μαθήματα είναι πρώτος και παίρνει όλο άριστα. Γι’ αυτό όταν πηγαίνει αργότερα στη σχολή των καθολικών στη Νάξο κάνει εντύπωση κι οι φραγκοπαπάδες του προτείνουν να μείνει μαζί τους, να τον στείλουν για σπουδές στη Ρώμη και ποιος ξέρει αν κάποια μέρα δε θα γινότανε και Πάπας;

Η σκέψη αυτή συναρπάζει τον Αλέξανδρο. Είναι ο μοναδικός σκοπός της ζωής του. Να γίνει αρχηγός. Ηγέτης. Θρησκευτικός, πολιτικός, πνευματικός, δεν έχει σημασία. Ο άναρχος ηγετισμός του, η ικανοποίηση της άμετρης φιλοδοξίας του, ο τερατώδικος εγωκεντρισμός του οδηγούν τη ζωή και τη δράση του. Να γίνει κάτι που ένας μέσα σε εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια γίνεται. Είναι ο άνθρωπος που υποκλίνεται σε όλους τους Θεούς χωρίς να πιστεύει σε κανέναν. Μηδενιστής, περιφρονεί όλες τις αξίες της ζωής. Σιχαίνεται τους ανθρώπους και θαυμάζει μόνον τον έναν «Άνθρωπο», τον υπεράνθρωπο! Τον ίδιο τον εαυτό του που, με τη νοσηρή φαντασία του, του δίνει τερατώδικες διαστάσεις κι ανύπαρκτες ιδιότητες.

Μα αυτός ο υποψήφιος «ηγέτης», ο «υπεράνθρωπος», που περιφρονεί και σιχαίνεται τη μάζα, που θέλει να γίνει αναμορφωτής της ζωής, που θέλει να φέρει τον εαυτό του αντιμέτωπο με τις συνήθειες και τις καθημερινές συμβατικότητες δεν τολμάει «…να πάει ενάντια στη θέληση του αγράμματου, ασήμαντου, λιγόμυαλου και χοντροκομμένου χωριάτη, όπως ήταν ο πατέρας του…»

Ο «υπεράνθρωπος» είναι στο βάθος ένα δειλό ανθρωπάκι, ένα χαμαντράκι. Αυτό είναι συνήθως και το κοινό χαρακτηριστικό όλων των «υπεράνθρωπων». Κι ευτυχώς! Διαφορετικά η γη θα γέμιζε με «Χίτλερ» ή τα φρενοκομεία με παλαβούς!

Ο ήρωάς μας, όμως, πιστεύει στη μεγαλοφυία του και με απύθμενο θράσος περνάει τις κακοτοπιές. Από τα βιβλία που διαβάζει μαθαίνει ότι όλοι οι μεγάλοι ποιητές και συγγραφείς είχαν και κάποιον μεγάλο έρωτα. Προετοιμάζοντας ανάλογα και τη δική του ανάδειξη διαλέγει τη Δανάη για το «μεγάλο» του αίσθημα. Μα δεν έχει καρδιά για να νοιώσει τον έρωτα, μήτε φιλότιμο κι ανδρισμό να τον υπερασπιστεί. Έτσι όταν ο πατέρας της Δανάης τον βρίσκει μέσα στο σπίτι με την κόρη του και τον ρωτάει αν τον δένει αίσθημα μαζί της, ο Αλέξανδρος απαντάει με θυμό και αηδία:

«Τι φριχτός κόσμος! Απελπισία… Όχι, κύριε Φραντζή… τίποτα απολύτως δε συμβαίνει. Να μείνετε ήσυχος, σας παρακαλώ… απόλυτα ήσυχος. Ακούτε πράματα… φοβερή κατάσταση… φοβερή…»

Και στη Δανάη, που σε λίγο τον ρωτάει πως μπόρεσε να κοροϊδέψει έτσι τον πατέρα της, ο Αλέξανδρος, απαντάει με κυνισμό:

«Μου κάνει εντύπωση ένα τόσο λαμπρό μυαλό να χάνεται έτσι στις λεπτομέρειες. Βέβαια και θα ζήσουμε μαζί. Και ξέρεις γιατί; Γιατί μου χρειάζεσαι. Κατάλαβες Δανάη; Μου χρειάζεσαι…»

Κι επειδή του χρειάζεται, μα και για να ’ναι σύμφωνος με τις «αρχές» του ενάντια στα καθιερωμένα, ζητάει από τη Δανάη να πάει στην Αθήνα να τον βρει και να ζούνε μαζί δίχως να νομιμοποιήσουν τις σχέσεις τους.

Η κοινή ζωή αποκαλύπτει καθημερινά στη Δανάη την κενότητα του Αλέξανδρου. Έτσι ύστερα από τη συμβίωση των πρώτων ημερών γίνονται απλοί «συγκάτοικοι». Ο Αλέξανδρος ασχολείται μόνο με τα έργα του. Σε κάποια συζήτηση όμως η Δανάη ξεσκεπάζει μπροστά στους φίλους τους τον Αλέξανδρο σαν άνθρωπο φιλόδοξο που θέλει να φτάσει στο σκοπό του, αδιαφορώντας με ποια μέσα. Κι εκείνος, που αγαπούσε μόνο το λιβάνισμα κι όχι τη σωστή κριτική, αναστατώνεται:

«…Ακολούθησαν μέρες σιωπηλής ψυχρότητας. Ο Αλέξανδρος έμοιαζε με σκαντζόχοιρο. Μόλις μυριζόταν κάτι δυσάρεστο στον αέρα, ευτύς μαζευόταν και όρθωνε τ’ αγκάθια του…»

Ήταν φανερό πια πως η Δανάη δεν ταίριαζε για γυναίκα του.

«…Στον Αλέξανδρο θα ταίριαζε μια γυναίκα ή απλοϊκή κι αγαθή, ή πονηρή. Η Δανάη δεν ήταν ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Πολλές φορές ωστόσο κάθιζε στο σκαμνί τον εαυτό της. Γιατί μπέρδευε ολοένα τον άνθρωπο με τον συγγραφέα; Ο άνθρωπος της είχε φταίξει, όχι ο συγγραφέας. Κι αυτή είχε αγαπήσει το συγγραφέα. Μόνο αυτόν. Την ιδιότητα που τον ξεχώριζε απ’ όλους τους νέους του τόπου, αυτήν είχε αγαπήσει. Αυτή την ξετρέλανε. Αν δεν έγραφε, σίγουρα δε θα τον πρόσεχε. Γιατί λοιπόν δεν της έφτανε η πραγματοποίηση του ονείρου να ζει πλάι του, κάτω από την ίδια στέγη και να ’ναι οι δυο τους το εξωτικό ζευγάρι που οι νέοι τους φίλοι τόσο αγαπούσαν και το χαίρονταν; Γιατί; Γιατί όσα της είχε αρνηθεί ο άνθρωπος, της τ’ αρνιόταν κι ο δημιουργός…»

Έτσι η ίδια η ζωή οδηγεί τη Δανάη ν’ ανακαλύψει το μεγάλο μυστικό: πως δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον άνθρωπο από το λογοτέχνη. Το δημιουργό από το έργο του. Άμα ο συγγραφέας δεν παλεύει να καλυτερέψει τον ίδιο τον εαυτό του, πως θα καλυτερέψει τον αναγνώστη του;

Τα έργα του Αλέξανδρου εμπνέονται από περασμένες εποχές, χαμένες στα βάθη της ιστορίας. Βέβαια, ο λογοτέχνης μπορεί να πάρει το μύθο του απ’ όπου θέλει. Μα για να εκφράσει μ’ αυτόν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Στη λογοτεχνία μας έχουμε πολλά παραδείγματα. Ο Βάρναλης, λόγου χάρη, στη «Αληθινή απολογία του Σωκράτη», στο αριστούργημα αυτό της νεοελληνικής πεζογραφίας, πήρε τον παλιό μύθο για να ζωντανέψει τωρινές καταστάσεις. Σατίρισε καταλυτικά τη σαπίλα και την ψευτιά της αστικής δημοκρατίας.

Ο Αλέξανδρος, όμως, πάει να ζωντανέψει πεθαμένους κόσμους, να νεκραναστήσει μια ζωή μακρινή κι αγύριστη. Η Δανάη ωστόσο κάνει όνειρα. Ελπίζει «…να τραβήξει τον Αλέξανδρο από το λαθεμένο δρόμο και να τον μπάσει στην πλατιά λεωφόρο την ατέλειωτη και χιλιοπατημένη, να σμίξει με τα μιλιούνια το ανθρωπομάνι, να γενεί ένα μαζί του. Μονάχα έτσι, να του πει, φτάνει κανείς όπου λαχταρά να φτάσει. Να του πει κι αυτό:

-Το ανθρωπομάνι τούτο δε σταμάτησε ποτέ το προχώρημά του, από καταβολής κόσμου, ούτε και ποτέ θα σταματήσει. Και ξέρεις γιατί; Γιατί δεν είπε ποτέ πως όλα είναι μάταια, όπως κάνεις εσύ…»

Μια εξαιρετική ευκαιρία της παρουσιάζεται. Στο χωριό που πήγανε να περάσουν το καλοκαίρι τους είναι ένας περίφημος αυτοδίδαχτος ξυλοσκαλιστής, ο Μαστρομανώλης. Ο Αλέξανδρος με τη Δανάη επισκέπτονται το εργαστήρι του. Η Δανάη ελπίζει ότι το αλάθευτο καλλιτεχνικό ένστικτο του αγράμματου καλλιτέχνη μπορεί να κάνει τον Αλέξανδρο να δει πόσο νεκρά είναι τα δικά του έργα και πόση ζωντάνια και ζεστασιά αναδίνουν τα γλυπτά του Μαστρομανώλη.

«…Ο Μαστρομανώλης δεν ήτανε μόνο καλός τεχνίτης. Είχε και δημιουργικό τάλαντο σπουδαίο. Σαν τους ανώνυμους τεχνίτες που σκάλιζαν τους καθεδρικούς ναούς στη Δύση και δεν άφηναν τίποτα απ’ όσα έβλεπαν να μην το ξεσηκώσουν, από τα πιο ωραία ίσαμε τα πιο τερατώδικα, το ίδιο έκανε κι ο Μαστρομανώλης με το τέμπλο της Αγίας Παρασκευής, το φτωχικό ρημοκκλησάκι που καταπιάστηκε να στολίσει. Πουλιά, λουλούδια, καρπούς, ζωντανά: μουσκαράκια, γαϊδουράκια, κοκόρια, όρνιθες, παιδάκια. Όχι αγγελούδια και ξαφτέρουγα. Τα χωριατάκια. Τ’ αχτένιστα, τα ξυπόλυτα, τα μισόγδυμνα με τους κωλαράκους τους όξω. Κι έλεγε στη Δανάη:

-Μόνο όσα θωρώ μ’ αρέσει να σκαλίζω. Επαέ στην άκρα του κόσμου, μιας και δεν έχω απάνω απού την κεφαλή μου κουμανταδόρους, βγάνω το άχτι μου. Σκαλίζω όλα όσα μου μιλούνε. Όσα χαίρουνται τα μάθια μου κι η καρδιά μου. Στάσου να σου φέρω ό,τι έχω ξετελεμένο.

Η Δανάη απόμεινε. Όλη η ζωή του χωριού με τους κατοίκους του ήτανε μεταφερμένη στο ξύλο. Ο Ιωσήφ, οι λογής αγίοι, οι απόστολοι, όλοι χωριανοί του Μαστρομανώλη, με τις βράκες, τα στιβάνια, τα στραβοράβδια τους. Αλλά το πιο συγκινητικό ήτανε μια Παναγιά. Χωριάτισσα, με το τσεμπέρι, την ποδιά της, ήκλωθε μαλλί με τη ρόκα περασμένη στη ζώνη και χάμω στο σκαφίδι του ζυμωτού, το μικρό να κοιμάται.

-Η Παναγιά, είπε ο Μαστρομανώλης καθώς παρακολουθούσε τη Δανάη να κοιτάζει προσεχτικά τις σκαλισμένες φιγούρες. Ίδια, ετσά την ήθελα.

-Τι ωραία, έκαμε με θαυμασμό η Δανάη. Μ’ αυτό είναι αριστούργημα.

-Λέω πως τέτοια, σαν όλες τις γυναίκες θα ν’ ήτανε η χάρη τζης, είπε ο Μαστρομανώλης…»

Ο Αλέξανδρος περιεργαζόταν το κάθε τι, έσμιγε τα φρύδια, χαμογελούσε, έκανε: τσο, αλλά στο τέλος δεν βγήκε τίποτα. Γιατί ο Αλέξανδρος δεν αγαπούσε τους ανθρώπους. «…Το ενάντιον, τους περιφρονούσε. Τον κοινό, τον καθημερινό άνθρωπο, το συνηθισμένο, το ζεμένο στο μαγκανοπήγαδο της ζωής, τον παράμερο. Μόνο τις κορφές ξεχώριζε κι αυτές λογάριαζε. Όλους τους άλλους τους αγνοούσε. Ήτανε η κοπριά που έβγαζε τους εκλεχτούς. Οι χωριάτες κι οι χωριάτισσες του άρεσαν, μα όχι για την αγαθότητά τους ή τη φυσική τους ευγένεια, αλλά γιατί τον διασκέδαζαν με τις έξυπνες κουβέντες τους. Γι’ αυτό ακριβώς, όπως αδιαφορούσε για τα φυσικά τους χαρίσματα, το ίδιο δεν ένοιωθε καμιά συμπόνια για τη στερεμένη ζωή τους, το μόχτο τους, τα μισόγδυτα και ξυπόλητα πόδια τους».

Ο Αλέξανδρος το ρίχνει στα ταξίδια και κυνηγάει να πιάσει τ’ άπιαστο και θολό όνειρό του. Μήτε ξέρει τι ζητάει. Μόνο να φτάσει στην κορυφή. Να είναι ο ένας. Ο μοναδικός. Σ’ ένα γράμμα του από το εξωτερικό γράφει στη Δανάη:

«…Σιχαίνουμαι τους ανθρώπους, δεν τους θέλω, με κόπο μιλώ μαζί τους, δεν ανέχουμαι το νωθρό, άναντρο ρυθμό τους, όμως σέβομαι κι αγαπώ τον Άνθρωπο…».

Σιχαίνεται, δηλαδή, τους υπαρχτούς ανθρώπους, τους πραγματικούς, κι αγαπάει τον Ένα, τον ανύπαρχτο. Σ’ άλλο γράμμα του λέει πως βρήκε το δρόμο του και θέλει να πάει στη Ρουσία. Και τον πιάνει «αγωνιστικό» μένος!

«…Σκέπτομαι να διατυπώσω μια σειρά βιβλία επαναστατικά, γραμμένα αποκλειστικά για σένα. Ένα άλλο τέτοιο βιβλίο, φαντάζομαι πως θα σου γράψω από την Ελλάδα. Ένα άλλο, ίσως καμιά μέρα από τη φυλακή…».

Μα η Δανάη ξέρει πως όλα αυτά δεν είναι παρά μια αμφίβολη φιλολογία και δεν τη συγκινεί. «…Κανένα πράγμα απ’ όσα επιθυμούσε να καταπιαστεί ο Αλέξανδρος δε θα το εκτελούσε, γιατί δεν ανάβρυζε «έσωθεν». Όλα ήτανε φτασμένα απόξω και κείνος, «διαλέγετε και παίρνετε», ξεχώριζε κάτι φανταχτερό απ’ όλα όσα διάβασε και με κείνο καταγινόταν κάμποσον καιρό, ώσπου να το εγκαταλείψει».

Άλλωστε κι ο ίδιος, σ’ επόμενο γράμμα του, σε μια στιγμή ειλικρίνειας παραδέχεται:

«…Μάχομαι, κοιτάζω μπροστά μου σαν τον Οδυσσέα, μα χωρίς εγώ να ξέρω αν υπάρχει Ιθάκη ν’ αράξω».

Ο ανερμάτιστος μικροαστός έχει τυφλωθεί τόσο από το πάθος της φιλοδοξίας, που δεν βλέπει γύρω του την Ιθάκη – το λαό – το μοναδικό υπαρκτό λιμάνι, όπου μπορεί ν’ αράξει και να μεγαλουργήσει ο κάθε αληθινός διανοούμενος.

Περνούν τα χρόνια. Ο Αλέξανδρος χτίζει μια βιλλίτσα στην ακρογιαλιά γειτονικού νησιού και ζει εκεί με την καινούργια γυναίκα του, τη Νέλλη, που τον θαυμάζει. Τον ονομάζουν «Ο Ερημίτης των βράχων» και του αρέσει εξαιρετικά ο χαρακτηρισμός.

Στα μαύρα χρόνια της χιτλερικής κατοχής, όταν ο λαός αγωνίζεται, ματώνει και πεθαίνει για τα ιδανικά του, ο Αλέξανδρος δεν ξεμακραίνει από τη βίλλα του. Μόνο με το διώξιμο του καταχτητή ο «Ερημίτης των βράχων» έρχεται στην Αθήνα, ιδρύει ένα «σοσιαλιστικό κόμμα» με αρχηγό τον εαυτό του κι οπαδούς μερικούς φίλους του και πετυχαίνει να γίνει υπουργός στην ψευτοφιλελεύθερη αντιδραστική μεταπολεμική κυβέρνηση. Όχι για πολύ. Μόνο όσο να πάρει τον τίτλο του υπουργού για να μπορέσει, πηγαίνοντας στην Ευρώπη, ν’ αναδειχτεί.

Ο Αλέξανδρος, ταυτόχρονα, καταλαβαίνει από την πείρα του πως αν δεν βρει θέμα των βιβλίων του από τη σύγχρονη πραγματικότητα, δεν θα μπορέσει να βγει σαν συγγραφέας από την αφάνεια και θα ζει μέσα στη σιωπή. Καταπιάνεται, λοιπόν, να γράφει μυθιστορήματα, που να εκφράζουν τη ζωή. Μα πάλι δεν καταφέρνει να βγει από τα πλαστά σχήματα. Γιατί δεν ξέρει, δεν θέλησε ποτέ να δει την πραγματικότητα. Έτσι και στα νέα έργα του υπάρχει ο ένας, ο «υπεράνθρωπος» κι όλοι οι άλλοι είναι «ανθρωπάκια, τζουτζέδες, μια κοπριά που απάνω της ανθίζουν οι λαμπρές φιγούρες των υπεράνθρωπων, των σκληρών και σκοτεινών αριστοκρατικών ψυχών».

Ένα τυχαίο γεγονός, ωστόσο, βγάζει τον Αλέξανδρο στην επιφάνεια. Μια αντιδραστική εφημερίδα χαρακτηρίζει τα έργα του αισχρά και βέβηλα αφού ο συγγραφέας τους είναι… κομμουνιστής! Κι αυτό έφτασε ν’ ανάψει ο καυγάς. Δεν έχει σημασία που στα έργα του δεν υπάρχει καμιά συμπάθεια για την αριστερή ιδεολογία. Στις οξυμένες μεταπολεμικές συνθήκες δεν πολυλογαριάζονται αυτά. Αρκεί που βρέθηκε ένα πρόσχημα για φτηνή πολιτική εκμετάλλευση. Κι έτσι ο Αλέξανδρος, ο ανερμάτιστος μικροαστός, με τον παθολογικό εγωισμό και την άμετρη φιλοδοξία, ξημέρωσε συγγραφέας «προοδευτικός»!

Μα η ζωή έχει τους δικούς της νόμους και πορεύεται. Γιατί τη ζωή, όπως λέει και στην τελευταία παράγραφο του έργου της η Γαλάτεια, την αλλάζουν αδιάκοπα οι απλοί άνθρωποι, «…την χτίζουν λιθάρι το λιθάρι, την ώρα που οι υπεράνθρωποι, μακρυά από τις κοινές έγνοιες, συνεχίζουν το μάταιο και αδειανό διάλογό τους με τους Θεούς που οι ίδιοι φτιάνουν και οι ίδιοι καταλύουνε σαν τα παιδιά τους πύργους τους με χαρτονάκια»…


Παρουσίαση

Το πιο πάνω σχόλιο του Τάκη Αδάμου τα λέει σχεδόν όλα. Η Γαλάτεια με το βιβλίο αυτό υπέγραψε την καταδίκη της, αφού τόλμησε να θίξει το ιερό τέρας της ελληνικής λογοτεχνίας, το Νίκο Καζαντζάκη. Το αν έχει δίκιο ή άδικο σ’ αυτά που γράφει δε νομίζω να έχει σημασία. Ο Καζαντζάκης φαίνεται να βρίσκεται στο απυρόβλητο, ενώ η Γαλάτεια είναι ό,τι πρέπει για σάκος του μποξ. Έτσι, χτυπήθηκε και χτυπιέται από πολλούς, αλύπητα, για το βιογραφικό της αυτό μυθιστόρημα. Προφανώς δεν ξέρει η ίδια τι έζησε με τον Καζαντζάκη και ξέρουν οι άλλοι. Τραγελαφικό!

Πολλοί λένε ότι αδικεί παράφορα το συγγραφέα μ’ αυτά που του καταλογίζει, αλλά κανείς απ’ αυτούς δε σκέφτεται πόσο ο ίδιος ο συγγραφέας αδίκησε τόσο τον εαυτό του όσο και κείνην. Η Γαλάτεια γράφει για τον άνθρωπο, κι ο Νίκος για τον υπεράνθρωπο. Η Γαλάτεια ζει στην εποχή της, ο Νίκος θέλει να αναβιώσει κάποιες άλλες. Η Γαλάτεια συμμερίζεται τον πόνο του λαού, τον αγαπά, αγωνίζεται για το καλό του, κι ο Νίκος δεν μπορεί καν να τον καταλάβει. Ο Νίκος πετά στα σύννεφα, ενώ η Γαλάτεια πατάει γερά στη γη. Οι διαφορές τους είναι μεγάλες κι αγεφύρωτες, κι αυτές ακριβώς τονίζει – με έντονο ίσως τρόπο -, η τελευταία. Το ότι είναι διαφορετική από τον Καζαντζάκη φυσικά και δεν την κάνει καλύτερή του συγγραφέα, αλλά σίγουρα την κάνει καλύτερο άνθρωπο.

Ο μυθιστορηματικός Αλέξανδρος (Καζαντζάκης) κυνηγάει τις χίμαιρες και τα μεγαλεία. Για να πετύχει τους στόχους του στηρίζεται σ’ ένα μεγαλειώδες εγώ, αλλά και σε μια δυνατή ψυχή, πλην όμως φτωχή σε συναισθήματα. Τη γυναίκα του - Δανάη στο μυθιστόρημα-, τη βλέπει απλά σαν ένα χρήσιμο εργαλείο. Η τελευταία σιγά-σιγά καταλαβαίνει ότι έπεσε θύμα μιας πλάνης. Αντιλαμβάνεται ότι ουσιαστικά ερωτεύτηκε μια εικόνα, εικόνα αυτάρεσκη, δίχως ευγένεια ψυχής, και επαναστατεί. Ο Αλέξανδρος, μετατρέπεται τελικά σε ό,τι εκείνη περισσότερο απεχθάνεται. Κι αποφασίζει να τον εγκαταλείψει. Κι ας ξέρει ότι όλοι θα στραφούν εναντίον της, ότι θα στηρίξουν το διανοούμενο και όχι τη γυναίκα που είχε την τόλμη να κάνει το αυτονόητο: ν’ αφήσει τη φυλακή της.

Το «Άνθρωποι και υπεράνθρωποι» είναι ένα από τα λίγα βιβλία που δικαιώνουν το τίτλο τους. Πρόκειται στην ουσία για ένα καλογραμμένο ψυχολογικό μυθιστόρημα που μελετά σε βάθος τον κόσμο του άνθρωπου/συγγραφέα, Νίκου Καζαντζάκη (Όπως και το αντίστοιχο βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου). Ίσως με τον τρόπο που είναι γραμμένο και με τις απόψεις που εκφράζει να φαντάζει προκλητικό στα μάτια των φίλων του δημοφιλούς συγγραφέα, αλλά θα λέγαμε πως θα έπρεπε να διαβαστεί κι από αυτούς. Μάλλον ειδικά από αυτούς. Επειδή για να κατανοήσει κάποιος πλήρως ένα συγγραφέα πρέπει να ακούσει όλες τις απόψεις για το πρόσωπό του.

No comments: