Ο Χρήστος είναι όντως ένας Παλαιοπώλης Αναμνήσεων, ένας κατά τύχην κομμουνιστής που πέρασε τη μισή του ζωή σε φυλακίσεις και εξορίες, με αποτέλεσμα να έχει μόνο του εφόδιο στη ζωή τις αναμνήσεις του. Αυτές είναι που τον κρατούν ζωντανό, αυτές που του δίνουν επιπλέον ζωή, αυτές που ρίχνουν γυναίκες στα πόδια του, αφού οι νέες συντρόφισσες των θεωρούν ινδαλμά τους.
Πως θα χαρακτηρίζαμε το Χρήστο; Ένα θλιβερό άνθρωπο! Στην ουσία τίποτα δεν έκανε στη ζωή του, όλα του συνέβηκαν. Ο κομμουνισμός ήρθε και τον βρήκε, οι γυναίκες το ίδιο, η δόξα το ίδιο. Εκείνος το μόνο που είχε να κάνει ήταν να παπαγαλίζει ξανά και ξανά τα ίδια πράγματα για το ένδοξο παρελθόν, που ποτέ δεν ήταν δικό του. Όπως ομολογεί εξάλλου: “Κατάλαβες; Είχα γραπωθεί σ’ ένα όχι, που δεν ήξερα καλά καλά τι ή ποιον αρνιότανε. Σκέψου πως όταν με τα απανωτά όχι με καταδίκασαν ξανά σε θάνατο, δις εις θάνατο, όπως το λένε αυτοί, εγώ έσπαγα το κεφάλι μου να καταλάβω πως θα μ’ εκτελούσανε για δεύτερη φορά αφού θα ’μουνα κιόλας νεκρός από την πρώτη. Αυτοί πάλι επιμένανε, ‘εμείς, ρε, τα τουφεκάμε τα κομμούνια, μη θαρρείς πως θα γλυτώσεις’. Εκεί πια πάθαινα την πλάκα μου. Άρα είμαι κομμουνιστής, αφού το λένε και τούτα τα καθίκια, οι μπάτσοι, το παραδέχονται και οι σύντροφοι”.
Η Λ. Ζ. Εδώ βρίσκεται στο “στοιχείο” της. Κυνική όσο ποτέ άλλοτε δε χάνει την ευκαιρία να κατακεραυνώσει τόσο το Κόμμα όσο και τη μπατσαρία που ανακάλυπταν ήρωες και επαναστάτες μέσα στην άγνοια. Κόμμα και μπάτσοι είναι ένα φαίνεται να λέει ο Χρήστος, το μόνο που το πρώτο το φοβάται περισσότερο: “Αν ήξεραν πόσο φοβόμουν θα ’χα ζήσει πολύ χειρότερα από τα χειρότερα που πέρασα. Το ευκολότερο θα ’ταν να αυτοκτονήσω. Αλλ’ αυτό απαγορεύεται από το Κόμμα… Ο φόβος κάνει μικρό τον άνθρωπο”.
Οι αυταπάτες, οι μεγάλες επώδυνες αυταπάτες είναι το βασικό θέμα αυτού του βιβλίου. Μιλάει επίσης για τις ψευδαισθήσεις σχετικά με το απόλυτο δίκιο των καθοδηγητών της ζωής, για τη διάνοια των εγκεφάλων του Κόμματος που έπαιρναν άβουλα, αμόρφωτα άτομα και τα μεταμόρφωναν σε μια νύχτα σε κομμουνιστές, για την ελευθερία που κλείνοταν στις φυλακές, που έχτιζαν εκείνοι, που διαλαλούσαν την ανάγκη της. Ξύνει πληγές αυτό το κείμενο και δημιουργεί και πάλι εχθρούς στη συγγραφέα..
“Οι άνθρωποι δεν είναι μεγάλοι όταν πλουτίζουν ή κατακτούν αξιώματα. Οι άνθρωποι είναι μεγάλοι γιατί μπορούν να πιστεύουν και μπορούν να καταθέτουν στην πίστη τους αυτή άφοβα, ακόμα και τη ζωή τους. Κι αυτό το ξέρουνε, το ξέρανε οι μακελλάρηδες στους αιώνες και το εκμεταλλευτήκανε για πολιτικές σκοπιμότητες. Έτσι φτιάξανε ολόκληρο στρατό φυλακισμένων που αρνιόντουσαν ν’ απαρνηθούν την ιδεολογία τους με αντίτιμο ακόμη και το θάνατο. Γιατί ο φόβος του να σε δαχτυλοδειχτούν σαν προδότη ήταν μεγαλύτερος…”, αλλά “Θεέ, έπρεπε να υπάρχεις τώρα, τώρα εδώ, γαμώ την Ελλάδα μου, σε ποιον να προδώσω, τι, και για ποιον σοσιαλισμό ένανα δεκάξι χρόνια φυλακή;”.
Τώρα, τι είναι αυτό μυθιστόρημα, κείμενο καταγγελίας ή δοκίμιο; θ’ αναρωτηθεί κάποιος. Απάντηση; Όλα τα πιο πάνω, κι ακόμη ένα κειμένο με ερωτικές εξάρσεις και χιουμοριστικά ένθετα, και ένα κοινωνικό σχόλιο. Τελικά, οι αναμνήσεις πωλούνται ακριβά!
No comments:
Post a Comment