Στη “Συβαρίτισσα” η Λιλή Ζωγράφου βγάζει τον καλύτερό της εαυτό. Χωρίς να ξεφεύγει από την προσφιλή της θεματολογία, εδώ κατορθώνει να μας χαρίσει ένα πραγματικά μεγάλο έργο. Για μας ένα από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα.
Πρόκειται για ένα πλήρες μυθιστόρημα. Διαβάζοντάς το κάποιος, θα αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να προσθέσει ή να αφαιρέσει λέξη από αυτό. Και διαθέτει τα πάντα: τραγικότητα, κοινωνικό σχόλιο, χιούμορ, ιστορικές αναφορές και ολίγον έρωτα.
Ως συνήθως η συγγραφέας δε χαρίζεται στους ήρωές της. Τους βάζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να υποφέρουν: άλλος από πάθος, άλλος από έρωτα, άλλος από μοναξιά, άλλος απ’ τη ζωή, κι άλλος απ’ τους εσωτερικούς του δαίμονες. Είναι άνθρωποι απλοί, που δε ζητούν παρά μόνο να υπάρχουν. άλλοι υποταγμένοι στη μοίρα τους κι άλλοι αποφασισμένοι να την αλλάξουν.
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Ελένη Κούρκαπα, κόρη του τρομερού Μιχαήλ, τουλάχιστον όπως θέλει να τον παρουσιάζει η μάνα της, η Ισμήνη, μια γυναίκα που κάνει τον όρο μέγαιρα να φαντάζει μικρός, ασήμαντος. Η Ελένη, λοιπόν, είναι το δέκα το καλό. Ένας από τους πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες που δημιούργησε - ή μήπως απλά περίεγραψε; - ποτέ η Λ. Ζ. Τη βλέπουμε να γεννιέται, να μεγαλώνει, να ζει τον πόνο, να επαναστατεί, να ακουμπά το θάνατο και να βρίσκει τη ζωή. Η ζωή της ένα μικρό έπος, με τα τραγικά και τα ωραία της, με τον πόνο και τις χαρές της, παρασύρει τον αναγνώστη. Άλλοτε έχοντας το ρόλο της αφηγήτριας κι άλλοτε της πρωταγωνίστριας κινεί με μαεστρία τα νήματα, δίνοντας αέρα στα πανιά του μύθου. Κι η συγγραφέας, νιώθοντας πολύ αγάπη γι’ αυτή την ηρωίδα της, της χαρίζει χωρίς φειδώ τις σκέψεις της, καθώς και μερικές ατάκες πρώτης τάξης.
Ν’ αρχίσουμε ν’ αντιγράφουμε; - Ν’ αρχίσουμε. “Ως πότε ο κόσμος θα είναι μόνο ήχος ή μόνο σιωπή, χωρίς πρόσωπα και σώματα”, “Κουβαλώ μέσα μου ένα Μουσείο φωνές, ήχους, ωραίες γυναίκες, παιδικά σκοτάδια και αρώματα, ελπίδες, πόσες ελπίδες, μουσικά αποσπάσματα, όλα σπάνια διατηρημένα”, “Όχι όχι, εγώ δεν θέλω ν’ αλλάξει ο κόσμος αυτός. Να χαλάσει θέλω, να τον χαλάσω, να τον γκρεμίσω, αυτό θέλω, να τον δω σωριασμένο, να δρασκελίσω τα χαλάσματα τρέχοντας με τα χέρια ανοιχτά στον άνεμο, στη λευτεριά, ν’ αγκαλιάσω τους ανθρώπους, πόσοι ωραίοι άνθρωποι θα υπάρχουν στον κόσμο, όλοι θα ’ναι ωραίοι και αληθινοί, και θα γελούν, θα μιλούν καλοσυνάτα χωρίς να ταπεινώνουν ο ένας τον άλλον…”, “Τίποτα πια δεν μπορεί να με φοβίσει. Ό,τι είναι λευτεριά είναι και ζωή… τίποτα, όχι, θέλω να τα γευτώ όλα, να επιβεβαιωθώ ότι υπάρχω”, “Δημιουργός είναι όποιος γεννά ανθρώπους, ποίηση, μουσική. Όλοι από τα σπλάχνα μου πρέπει να βγουν, για να γράψουν, να συνθέσουν, να ζωγραφίσουν. Μάθε ν’ ακούς. Το τραγούδι του ανθρώπου ακούεται χιλιάδες, χιλιάδες χρόνους πίσω μας, μα πρέπει πρώτα ν’ ακούσεις το κλάμα του παιδιού. Μάθε ν’ ακούς τα μηνύματα, όλα από μέσα σου έρχονται”, “Έτσι κι αλλιώς, η Εκκλησία ‘παίζει’ σε όλα τα έργα του μεταπολέμου τον Δράκουλα ρουφώντας το αίμα της πολιτείας και την ανεξαρτησία των κυβερνήσεων”, “Όλοι οι Έλληνες σώζετε την Ελλάδα μ’ έναν φαλλό στο χέρι”, “Γιατί πρέπει να ζω σύμφωνα με τους μύθους που φτιάξατε; Έναν μύθο πανομοιότυπο, σαν κατάδικος στη στολή του, τον ονομάσατε γάμο και τέρμα”, “Ό,τι δεν είσαι, δε θα μπορέσω ποτέ να σ’ το χαρίσω. Είμαι άφθονη λες! Γιατί σπαταλιέμαι. Είναι ο νόμος της γης. Δώσ’ τα όλα για να ξαναγίνεις”, “…Όποιος ψάχνει για θεούς ψοφάει για αφεντικά”, “Ο κάθε λεύτερος είναι μόνος. Όσο περισσότερο μεθάς από τη δύναμή σου και προεκτείνεις την ελευθερία σου, τόσο μεγαλώνεις και την έκταση της μοναξιάς σου”, “Κάθε μέρα γίνεται ο άνθρωπος, κάθε καινούρια μέρα μας γκρεμίζει, μας ανοικοδομεί, μας ισοπεδώνει… Μόνο η βλακεία μένει αμετακίνητη -αν δεν πρόκειται για σταθερότητα σκοπιμότητας-, μόνο η βλακεία κρατά τους ανθρώπους αμετάλλαγους σαν αμεταχείριστα τσουκάλια, που δε χρησιμοποιήθηκαν ούτε γι’ αυτό που φτιάχτηκαν, που δεν κάθισαν τον πήλινο πισινό τους στη φωτιά να εκτελέσουν τον προορισμό τους, γιατί τρέμουνε μην καούν και καμαρώνουν πως διαφύλαξαν την ακεραιότητά τους και δε βλέπουν πως ξεφλουδάνε και μαδούν όσο γερνούνε και πως φυτρώνουν τσουκνίδες στην αμεταχείριστη τρύπα τους”.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε για πολύ μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά δε θα ήταν σωστό, αφού όλη η χαρά στην ανάγνωση ενός μυθιστορήματος κρύβεται στην ανακάλυψη των κρυφών του χάρων. Δεν αντέχουμε όμως στον πειρασμό να σας μεταφέρουμε ένα από τα “τοπία” του βιβλίου:
“Οι στενοί δρόμοι άδειοι από γυναίκες και οι αυλές γεμάτες παρθένες που κεντούσαν την προσδοκία ναρκωμένες από το νοτιά να μοσκοβολά ολοχρονίς νεραντζάνθους και λεμονιάς λουλούδια ολόγυρα στο λιβάδι με τις ασβεστωμένες πεζούλες
Οι θηλυκές περιποιούνται με πάθος όλο το χρόνο τις βιόλες και τα κρίνα στους κήπους ή σε ντενεκέδες που τους εξασφάλιζαν το νόμιμο πρόσχημα να βγουν στους δρόμους τη Μεγάλη Πέμπτη φορτωμένες τ’ άνθη τους για να στολίσουν τους επιτάφιους
Και ξαναγυρίζαν στα κεντήματα και τη βελόνα που τρυπούσε κοντά κοντά το ατλάζι ή το βελούδο σκορπώντας σε κάθε της βουτιά μια ανεπαίσθητη ανατριχίλα στο δέρμα
Οι κεντητές προσδοκίες χώριζαν πάντα μ’ ένα θαλασσί ποτάμι κάποιον ροδομάγουλο νεαρό από μια χλωμή κοπέλα
Το κεντητό ποτάμι μόνο ένα περιστέρι χωρούσε να το διασχίσει, κρατώντας στο ράμφος του ένα άσπρο ραβασάκι, συνήθως πιο μεγάλο απ’ το κορμάκι του, να χωράει την κεντητή επίκληση, “Σε αναμένω”
Όσο περνούν τα χρόνια, οι μπάντες γίνονται μεγαλύτερες, πολύπλοκες και μακροπρόθεσμες σε προσδοκίες, με φράσεις πεισματικής αισιοδοξίας, “Έχει ο θεός”, στη διάψευση κάποιας χαμένης ελπίδας, ή “Κι αυτό θα περάσει”
Αλλά μόνο τα χρόνια περνούσαν
Οι κοπέλες μεστώνανε με αρρωστημένα όνειρα που τυραννούσαν τον ύπνο τους ανάκατα με μυρωδιές βασιλικού και την μπόχα των βρακιών τους
Βρακιά πάνινα δεμένα ψηλά στους γοφούς ανέβαζαν τις αναθυμιάσεις τους στους σπασμούς των ονειρώξεων και σκλήραιναν οι τρυφερές γραμμές των νεανικών προσώπων
Οι νέες ωρίμαζαν γρήγορα και τα χαρακτηριστικά τους αγρίευαν όμοια με των μανάδων τους, καθώς άκουαν απελπισμένες τη ζωή να παρελαύνει χωρίς να τη βιώνουν.
Ααχ, τα παλιά καλά χρόνια!”
Είπατε τίποτα; Όχι, ε; Πάντως, αν το πάρετε απόφαση να ασχοληθείτε κάπως με τη Λ. Ζ., η “Συβαρίτισσα” είναι το βιβλίο της που πρέπει ν’ αφήσετε για το τέλος. Αν θέλετε απλά να τη γνωρίσετε, τότε, διαβάστε την όταν σας “καπνίσει”. Εμείς, απλά, επιμένουμε ότι είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστόρηματα…
No comments:
Post a Comment