Friday, December 31, 2010

Ο απολογισμός μιας βιβλιοφαγικής χρονιάς

Το 2010 ήταν μια απολαυστική χρονιά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ανάγνωση. Διαβάσαμε πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα, αρκετούς γιαπωνέζους συγγραφείς, μερικές συλλογές διηγημάτων και ουκ ολίγους έλληνες συγγραφείς. Ακολουθεί ο κατάλογος των βιβλίων που παρουσιάσαμε σ' αυτό το μπλογκ. Απουσιάζουν κάποιοι τίτλοι που δεν πρόλαβαν να βρουν τη θέση τους εδώ στη διάρκεια του χρόνου που φεύγει, καθώς και μερικά βιβλία που προλάβαμε να παρουσιάσουμε μόνο στη Γιαπωνέζικη Λογοτεχνία.

1. Ryunosuke Akutagawa - Rashomon and other stories
2. Chinua Achebe - Anthills of the Savannah
3. Ryu Murakami - In the Miso Soup
4. Chimamanda Ngozi Adichie - The Thing Around Your Neck
5. Αλέξης Σταμάτης - Βίλα Κομπρέ
6. Σώτη Τριανταφύλλου - Ο χρόνος πάλι
7. Terry Goodkind - Wizard's First Rule
8. Ρέα Γαλανάκη - Αμίλητα, βαθιά νερά
9. Δημήτρης Μαμαλούκας - Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημήτριου Μόστρα
10. Παύλος Μάτεσις - Αλδεβαράν
11. Γαλάτεια Καζαντζάκη - Ο κόσμος που πεθαίνει και ο κόσμος που έρχεται
12. Neil Gaiman - M Is for Magic
13. Αντώνης Σουρούνης - Το μονοπάτι στη θάλασσα
14. Waris Dirie - Desert Children
15. Νίκος Βλαντής - Λήθη
16. Jeffery Deaver - Roadside Crosses
17. Μαρία Φακίνου - Το καπρίτσιο της κυρίας Ν.
18. Haruki Murakami - Blind Willow, Sleeping Woman
19. Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης - Η εφεύρεση της σκιάς
20. Ian McEwan - On Chesil Beach
21. Julia Navarro - The Brotherhood of the Holy Shroud
22. Stephen Fry - Making History
23. Michel Huellebecq - Lanzarote
24. Anita Brookner - Falling Slowly
25. Ian Rankin - The Hanging Garden
26. Stephenie Meyer - The Short Second Life of Bree Tanner
27. Kathy Reichs - devil bones
28. Haruki Murakami - Dance Dance Dance
29. Dennis Lehane - Prayers for Rain
30. Jessica Hagedorn - Dogeaters
31. Ruth Rendell - Piranha to Scurfy
32. Jeffery Deaver - The Burning Wire
33. David Baldacci - True Blue
34. Michael Connelly - 9 Dragons
35. Stieg Larsson - The Girl Who Kicked the Hornets' Nest
36. Carlos Ruiz Zafon - The Shadow of the Wind
37. Yukio Mishima - The Sailor who Fell from Grace With the Sea
38. Haruki Murakami - Norwegian Wood
39. Saiichi Maruya - Rain in the Wind
40. Αλέξης Σταμάτης - Μητέρα Στάχτη
41. Yukio Mishima - The Temple of the Golden Pavilion
42. Ρέιμοντ Τσάντλερ - Ο κίνδυνος είναι η δουλειά μου
43. Natsuo Kirino - Real World
44. Shusaku Endo - Wonderful Fool
45. Simenon - Maigret and the Young Girl & Danger Ahead
46. Yoko Ogawa - Άρωμα Πάγου
47. Yukio Mishima - Confessions of a Mask
48. Soseki Natsume - Botchan
49. Fumio Niwa - The Buddha Tree
50. Σέσαρ Άιρα - Βαράμο
51. Τζουνίτσιρο Τανιζάκι - Σβάστικα
52. Μάριο Βάργκας Λιόσα - Η γιορτή του τράγου
53. Γιασούσι Ινόουε - Έρωτας και εκδίκηση
54. Τομ Ρόμπινς - Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν
55. Akira Yoshimura - One Man's Justice
56. Πέτρος Μάρκαρης - Ο Τσε αυτοκτόνησε
57. Yoko Ogawa - Ξενοδοχείο Ίρις
58. Αλέξης Σταμάτης - Οδός Θησέως
59. Κενζαμπούρο Όε - Η σιωπηλή κραυγή
60. Κωστής Γκιμοσούλης - το φάντασμά της
61. Σιουσακού Έντο - Σιωπή
62. Κάλλια Παπαδάκη - Ο ήχος του ακάλυπτου
63. Ρομπέρτο Μπολάνιο - Οι άγριοι ντετέκτιβ
64. Ευγενία Φακίνου - Για να δει τη θάλασσα
65. Αλέξης Σταμάτης - Σκότωσε ό,τι αγαπάς
66. Dashiell Hammett - The Maltese Falcon
67. Έρση Σωτηροπούλου - Εύα
68. Seishi Yokomizo - Το τσεκούρι, το κότο και το χρυσάνθεμο
69. Seicho Matsumoto - Τόκιο Εξπρές

Thursday, December 30, 2010

Seicho Matsumoto – Τόκιο Εξπρές

Κάπως παλιομοδίτικο μοιάζει και είναι αυτό το αστυνομικό μυθιστόρημα. Γραμμένο το 1957 με απλή στρωτή γραφή, χωρίς πολλές ανατροπές και μεγάλες συγκινήσεις, είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που μάλλον δε θα αρέσει και πολύ στους σύγχρονους αναγνώστες της αστυνομικής λογοτεχνίας, αφού εκπαιδευμένοι καθώς είναι στα μοντέρνα θρίλερ, δε θα νιώσουν διαβάζοντάς το κάποια έκπληξη.
Ωστόσο διαθέτει κι αυτό τα χαρίσματά του. Ένα μυστήριο η λύση του οποίου κρύβεται στα δρομολόγια των τρένων, ένα πεισματάρη επιθεωρητή που ταξιδεύει από τη μια άκρη της Ιαπωνίας στην άλλη ακολουθώντας τα στοιχεία και το ένστικτό του, και δύο όχι και τόσο μοιραίες γυναίκες. Επίσης αποτελεί κι ένα εκτενές σχόλιο γύρω από τη διαφθορά που επικρατεί στις δημόσιες υπηρεσίες, θέμα παντοτινό και παγκόσμιο.
Όλα αρχίζουν με τη διπλή αυτοκτονία ενός ζευγαριού σε μια παραλιακή πόλη. Τα πτώματα ενός υποδιευθυντή κάποιου υπουργείου και μιας γκαρσόνας σ’ ένα εστιατόριο στο Τόκιο, ανακαλύπτονται ξαπλωμένα δίπλα δίπλα στην ακροθαλασσιά κάποια αυγή. Εκ πρώτης όψεως όλα δείχνουν ότι όντως πρόκειται για τη διπλή αυτοκτονία κάποιων εραστών, αλλά ένας γηραιός επιθεωρητής έχει τις αμφιβολίες του, καθώς σύμφωνα με μια απόδειξη από το εστιατόριο του τρένου που έφερε τον άντρα στην πόλη, αυτός έφτασε εκεί μάλλον μόνος. Κάνει, με τα λιτά μέσα και στο λιγοστό χρόνο που διαθέτει, μια έρευνα που όμως ουσιαστικά δεν τον οδηγεί πουθενά. Κάτι ωστόσο, μια ιστορία από το παρελθόν, δεν τον αφήνει να ησυχάσει και να βάλει την υπόθεση στο αρχείο. Εκεί που νομίζει ότι έχει φτάσει σε αδιέξοδο και πώς δεν μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο καταφθάνει απ’ το Τόκιο ο νεαρός επιθεωρητής Μιχάρα, ο οποίος συμμερίζεται την άποψή του ότι κάποιο λάκκο έχει η φάβα, κι ας μην υπάρχουν στοιχεία για να το αποδείξουν. Οι δύο άντρες επισκέπτονται μαζί τον τόπο που ανακαλύφθηκαν τα πτώματα, μοιράζονται τις σκέψεις τους και τα στοιχεία που διαθέτουν και τότε ακριβώς αρχίζει η κούρσα με το χρόνο του νεώτερου άντρα. Πεπεισμένος απόλυτα πια ότι η υπόθεση αξίζει περαιτέρω διερεύνησης αρχίζει να περιπλανιέται απ’ τη μια γωνιά του Τόκιο μέχρι την άλλη, αλλά και σε κάποιες άλλες πόλεις της χώρας, να κάνει ανακρίσεις, να μαζεύει στοιχεία για τα θύματά του και να στήνει έτσι, κομμάτι το κομμάτι, να δίνει μορφή στο πρωτότυπο πάζλ.
Το βιβλίο αυτό μοιάζει σαν ένα ασταμάτητο ταξίδι, στο χώρο και στο χρόνο, αλλά και στις ψυχές των ηρώων του. Κάποιοι από τους χαρακτήρες που περιγράφει μοιάζουν να έχουν όλα τα προτερήματα και τα ψεγάδια μαζί. Αθεράπευτη κακία, απέραντη αγάπη, προθυμία για θυσία, αδίστακτη σκληρότητα. Μοιάζουν να παίζουν με τη φωτιά, όχι γιατί το θέλουν, αλλά απλά επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Και τον περισσότερο καιρό συμπεριφέρονται με απίστευτη αλαζονεία, σα να λένε: Πιάσε με, αν μπορείς!
Η λύση του γρίφου, για τον υπογράφοντα τουλάχιστον, ήταν προβλέψιμη. Ο τρόπος που τελειώνει το βιβλίο όχι και τόσο, αφού δεν μου έτυχε να διαβάσω ποτέ ξανά κάποιο αστυνομικό που να δίνει όλες σχεδόν τις λύσεις μέσα από μια μακροσκελή επιστολή. Αν ζητάτε να διαβάσετε ένα θρίλερ γεμάτο αγωνία και δράση μάλλον θα σας απογοητεύσει. Αν θέλετε όμως να έρθετε σε επαφή με ένα από τα βιβλία που άνοιξαν το δρόμο για την κοινωνικό-αστυνομική λογοτεχνία στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, αυτό θα αποτελούσε μια καλή αρχή.

Wednesday, December 29, 2010

Seishi Yokomizo – Το τσεκούρι, το κότο και το χρυσάνθεμο

Θα συμφωνήσω με τους… άλλους, εκείνους που υποστηρίζουν ότι ο Γιοκομίζο είναι ο γιαπωνέζος Σιμενόν. Διαβάζοντας αυτό, το πρώτο δικό του βιβλίο, που έπεσε στα χέρια μου, προσπαθούσα να κάνω συγκρίσεις με το δυτικό αστυνομικό μυθιστόρημα και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι σα γραφή μοιάζει μόνο με τον Σιμενόν. Οι αμερικανοί χαρντ μπόιλντ συγγραφείς ή και οι παλιοί βρετανοί δε μοιάζουν να τον έχουν επηρεάσει καθόλου, με εξαίρεση ίσως την Άγκαθα Κρίστι.
Σ’ αυτή την ιστορία παρακολουθούμε τις προσπάθειες του διάσημου ντετέκτιβ Κιντάιτσι Κόσουκε να προλάβει κάποιες δολοφονίες, που σύμφωνα με μια επιστολή που έχει λάβει, θα αρχίσουν να λαμβάνουν χώρα από στιγμή σε στιγμή. Φτάνει λοιπόν εσπευσμένα από το Τόκιο στη μικρή πόλη Νασού και εγκαθίσταται σ’ ένα πανδοχείο που βρίσκεται απέναντι ακριβώς από το μεγαλοπρεπές μέγαρο όπου ζουν οι υποψήφιοι θήτες, αλλά και τα ίδια τα θύματά τους. Την αφορμή για τα εγκλήματα που θα ακολουθήσουν θα τη δώσει η ανάγνωση της διαθήκης ενός μεγιστάνα, του πλουσιότερου άντρα της περιοχής, που οι τελευταίες του επιθυμίες αποτελούν ουσιαστικά παγίδα για τους κληρονόμους του. Πεθαίνοντας ο Ινουγκάμι Σαχέε μοιάζει να χαμογελά χαιρέκακα και να βάζει φωτιές στο σπιτικό, που με τόσο κόπο έκτισε.
Ωστόσο τα φονικά θ’ αρχίσουν προτού καν γίνει η ανάγνωση της διαθήκης και πρώτο θύμα θα είναι εκείνος που γνώριζε τα πάντα για το περιεχόμενό της, ο δικηγόρος που τη συνέταξε και εργοδότης του Κοσούκε. Ποιος τον σκότωσε και γιατί; Πώς τον σκότωσε; Αποτελούσε απειλή για κάποιον ή μήπως ήταν απλά μια παράπλευρη απώλεια σ’ ένα σατανικό σχέδιο που είχε αρχίσει ήδη να εξυφαίνεται;
Ο συγγραφέας, αν και περιγράφει κάποια αιματοβαμμένα γεγονότα, δε μοιάζει να προσπαθεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον ή μάλλον να προκαλέσει τη φρίκη του αναγνώστη μ’ αυτά, αλλά φαίνεται να ρίχνει περισσότερο βάρος στο μυστήριο. Αν και η μια δολοφονία ακολουθεί την άλλη, πιο πολύ καταπιάνεται με την ιστορία των πρωταγωνιστών του, εκείνων που κινούν τα νήματα και των άλλων που εν γνώσει ή εν αγνοία τους γίνονται τα υποχείριά τους, παρακολουθεί τις ψυχολογικές τους μεταπτώσεις, προσπαθεί όχι τόσο ερευνώντας τα γεγονότα όσο ερμηνεύοντάς τα, να βρει τη λύση.
Το σπίτι στο οποίο διαδραματίζεται κατά κύριο λόγο αυτή η ιστορία είναι ένας μικρόκοσμος από μόνος του. Μέσα στα δωμάτιά του ζουν ή απλά από αυτά παρελαύνουν μια σειρά από ανθρώπους βουτηγμένους βαθιά στα νερά του μίσους και της μνησικακίας, ανίκανους να δουν πέρα από τη μύτη τους. Καθώς ανταγωνίζονται με φανατισμό ο ένας τον άλλο -για το ποιος θα κατορθώσει να κληρονομήσει τη μυθική περιουσία- δεν αντιλαμβάνονται ότι στο τέλος μάλλον νικητής θ’ αναδειχθεί εκείνος που δεν προσπαθεί καθόλου. Ένας, κατά κάποιον τρόπο, ξένος.
Ο Κοσούκε, ο ντετέκτιβ που θα δώσει τελικά τη λύση, αποτελεί ένα ήρωα-καρικατούρα. Ο δημιουργός του τον έχει φτιάξει γεμάτο ελαττώματα -πού και πού μοιάζει να τα έχει εντελώς χαμένα- και λίγο ιδιόρρυθμο, καθώς κάθε φορά που προκύπτει κάποιο νέο στοιχείο ή κατεβάζει καμιά ιδέα του αρέσει να ξύνει ξανά και ξανά το… κακάσχημό του κεφάλι, σε σημείο που καταντάει βαρετός.
Το βιβλίο αυτό σίγουρα θα ικανοποιήσει τους φίλους της νουάρ λογοτεχνίας- έστω και αν εδώ έχουμε την ιαπωνική εκδοχή της- αφού συμπεριλαμβάνει όλα τα κλασικά στοιχεία: μυστήριο, οικογενειακά μυστικά, έγκλημα, μοιραίες γυναίκες. Και αν και δεν ξεχειλίζει από χιούμορ διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα.

Tuesday, December 28, 2010

Έρση Σωτηροπούλου – Εύα

«Γιατί κάτι πρέπει να πηγαίνει στραβά, να ξεφεύγει από τη νόρμα. Αλλιώς η ζωή είναι ανυπόφορη».
Μια νύχτα που όλα ή σχεδόν όλα πάνε στραβά περιγράφει σ’ αυτή την καλογραμμένη νουβέλα η Έρση Σωτηροπούλου.
Η Εύα, η πρωταγωνίστριά της, είναι μια γυναίκα που βλέπει τον κόσμο γύρω της να γκρεμίζεται από τη μια στιγμή στην άλλη, τις βεβαιότητές της να γίνονται συντρίμμια. Και τότε αρχίζει να περιπλανιέται ψάχνοντας ταξί ή και θέλοντας να χαθεί, σε μια πόλη γνωστή και ξένη, την πόλη της, την Αθήνα, μια παραμονή Χριστουγέννων. Καθώς τριγυρνά σε δρόμους σκοτεινούς και μονοπάτια φοβισμένα, αναλογίζεται τη ζωή της, τα όνειρά της που πήγαν χαμένα, τις γιορτές που μάλλον θρήνο θυμίζουν τώρα σ’ αυτήν. Όλα στη ζωή της, το νιώθει, καταρρέουν κι εκείνη συνεχίζει να περπατά. Να περπατά και να σκέφτεται: το πάρτι απ’ το οποίο μόλις έφυγε και το οποίο επιβεβαίωσε το τέλος κάθε προσδοκίας για μια ευτυχισμένη συζυγική ζωή, τα λόγια του αέρα, τις ευχές και τις ψεύτικες αγάπες που αντάλλαζαν όλοι εκεί, τον πατέρα της που κείτεται άρρωστος στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, το παθιασμένο φιλί που μοιράστηκε μ’ ένα νεαρό συγγραφέα, τις φιλίες της.
Το μακρύ αυτό οδοιπορικό θα την οδηγήσει σε γειτονιές της νύχτας απάτητες, σε γνωριμίες πρωτόγνωρες. Θα συναντήσει πόρνες και προαγωγούς, θα μιλήσει με άγνωστους ανθρώπους για όλα όσα την απασχολούν, θα ζεσταθεί μπροστά από μια φωτιά στο δρόμο, θα μοιραστεί για λίγο ένα δωμάτιο με κάποιους πολύχρωμους χαρακτήρες βγαλμένους από την άγνωστη μυθολογία της πόλης, θα ανακαλύψει πράγματα που είχε βαθιά κρυμμένα μέσα της και θα τα βγάλει στο φως. «Παίζω στο φιλμ μου και το φιλμ μου είναι ηλίθιο», σκέφτεται αρχικά, αλλά αργότερα, σε μια εσωτερική έκρηξη θα απευθυνθεί νοητικά στο σύντροφό της για να του πει: «Ποτέ δεν θα γίνω φρέσκια κι επιτυχημένη σαν κι εσένα. Ποτέ δεν θα χαίρομαι με μαλακίες όπως εσύ».
Η Εύα είναι μια γυναίκα που νιώθει ξένη και μόνη, που όσο και να το προσπαθεί δεν μπορεί να μοιάσει στους άλλους, και η οποία στο τέλος φτάνει να μην έχει καμία απολύτως αυταπάτη: «Πολλοί παίρνουν αποφάσεις για τον καινούριο χρόνο. Αυτή πάντα το κορόιδευε. Θα έκοβε το κάπνισμα. Θα έπαιρνε τον πατέρα της στο σπίτι και θα τον φρόντιζε. Θα μάθαινε ισπανικά, πάντα ήθελε να μάθει. Τι νούμερο που είμαι, σκέφτηκε, αφού δεν πρόκειται να κάνω τίποτα».
Ωστόσο δε θα μείνει άπρακτη, θα πάρει κι αυτή μια απόφαση, μια απόφαση καθοριστική. Αφού δεν μπορεί να γίνει σαν τους άλλους, θα γίνει απλά αυτή.
Η «Εύα» είναι μια ιστορία που θα μπορούσε να μιλάει για τον καθένα. Όλοι λίγο πολύ ζούμε αδιέξοδες ζωές, περιπλανιόμαστε στους ίδιους ή σε παρόμοιους λαβύρινθους. Η γυναίκα της ιστορίας αυτής μοιάζει να έχει βρει, μέσα από αταξίδευτους δρόμους, τον τρόπο να χαράξει τη δική της πορεία. Αν μπορεί να το κάνει αυτή, γιατί όχι κι εμείς;
Γραμμένο με πικρό χιούμορ, αυτό το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, κι ακολουθεί τον αναγνώστη για πολύ μετά που θα το κλείσει: τον προσεκτικό αναγνώστη. Αυτόν που σε ένα ανάγνωσμα αναζητεί κάτι περισσότερο από το να ξεχαστεί.

Thursday, December 23, 2010

Dashiell Hammett – The Maltese Falcon

 
Αγορόα από το Book Depository

«Το γεράκι της Μάλτας» είναι το πιο γνωστό έργο του Ντάσιελ Χάμετ. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό οφείλεται στην επιτυχημένη μεταφορά του στον κινηματογράφο ή αν απλά άρεσε περισσότερο στους αναγνώστες από τα άλλα βιβλία του. Πάντως δεν το θεωρώ και πολύ καλύτερο από τα “Red Harvest” και “The Dain Curse”, που διάβασα προηγουμένως.
Το μυθιστόρημα, στο οποίο πρωταγωνιστεί, ο -τρόπος του λέγειν καλός- ντετέκτιβ Σπέιντ, περιστρέφεται γύρω από την ανακάλυψη ενός πολύτιμου αγάλματος, που αποκαλείται «Το γεράκι της Μάλτας», αυτού δηλαδή που δίνει τον τίτλο του και στο βιβλίο. Όλοι όσοι έχουν μαζευτεί γύρω από τον Σπέιντ μοιάζουν να θέλουν να το αποκτήσουν: μια μοιραία γυναίκα, ένας αριστοκράτης εγκληματίας, και κάποιος αρχικά άγνωστος άντρας που πολύ σύντομα εγκαταλείπει τα εγκόσμια συντροφιά με το συνέταιρο του ντετέκτιβ.
Ο Σπέιντ σε ολόκληρη τη διάρκεια της αφήγησης μοιάζει να επιδίδεται σε ασκήσεις ακροβασίας. Περπατά συνεχώς πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί, πού και πού ταλαντεύεται, αλλά δεν πέφτει. Συμπεριφέρεται σαν ένας άνθρωπος που δεν έχει τίποτα να χάσει, έτσι δε διστάζει να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα, βάζοντάς τα με όλους και με όλα. Η παροιμιώδης ψυχραιμία του, αλλά και το δίκτυο των χαφιέδων που διαθέτει, είναι οι βασικοί του σύμμαχοι. Θα έλεγε κανείς ότι αν δεν ήταν τόσο «αναίσθητος» όσο φαίνεται, ποτέ δε θα τα έβγαζε πέρα.
Οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές σ’ αυτό το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, είναι εξίσου ιδιόρρυθμοι. Η γυναίκα, που του συστήνεται με ένα όνομα, μα ακούει σε ένα άλλο. Το παιδαρέλι δολοφόνος. Το υψηλής κοινωνίας αφεντικό του τελευταίου, που απολαμβάνει πολύ το ουίσκι και τα πούρα του. Ο καλός κι ο ηλίθιος μπάτσος. Η γυναίκα του μακαρίτη του συνέταιρου του Σπέιντ, που μάλλον κρύβει σκοτεινά μυστικά. Όλοι αυτοί στήνουν ένα ευτράπελο πλην τραγικό σκηνικό.
Ο Χάμετ δε χαρίζεται σε κανένα απ’ τους πιο πάνω. Όλοι είναι κακοί, μοιάζει να μας λέει. Απλά ο ήρωάς του είναι ο πιο έξυπνος απ’ αυτούς.
Το μυθιστόρημα δε στηρίζεται τόσο στη δράση όσο στο μυστήριο, τα μικρά μυστικά και τα μεγάλα ψέματα, και τις συνεχείς μετακινήσεις των πρωταγωνιστών: από σπίτι σε σπίτι, από γραφείο σε γραφείο, από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο. Η γλώσσα του είναι κοφτή, σπιντάτη, ενώ οι περιγραφές του σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα κάποιες φορές γίνονται ξεκαρδιστικές, αφού αυτός σημειώνει το κάθε τικ, την κάθε γκριμάτσα τους. Μιλά για κάποιο έγκλημα και σε κάνει να χαμογελάς.
Αν κυκλοφορούσε στις μέρες μας αυτό το βιβλίο ίσως να περνούσε κι απαρατήρητο, αφού το επίπεδο έχει ανέβει πολύ και συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας υπάρχουν πια πολλοί και καλοί. Για τη δική του ωστόσο εποχή υπήρξε πρωτοποριακό, αν και σε ορισμένα σημεία ο τρόπος σκέψης, και όχι δράσης, του Σπέιντ, θυμίζει τον προπάτορα Σέρλοκ Χολμς.
Αυστηρά για τους φίλους του hardboiled αστυνομικού μυθιστορήματος.

Monday, December 20, 2010

Αλέξης Σταμάτης – Σκότωσε ό,τι αγαπάς

Το «Σκότωσε ό,τι αγαπάς» είναι κάπως διαφορετικό από τα προηγούμενα βιβλία του Αλέξη Σταμάτη. Η θεματολογία του δεν αλλάζει -κι εδώ κάποιος ψάχνει ν’ ανακαλύψει κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό του- αλλάζει όμως η γραφή, γίνεται λίγο περισσότερο πειραματική, σχεδόν παιχνιδιάρικη, ενώ και οι σελίδες μειώνονται.
Ο ήρωας του Σταμάτη, ο Άρης Μανιάτης, ένας κινηματογραφιστής που ήρθε σ’ αυτόν τον κόσμο απλά για «να καταλάβει», είναι μια δυστυχισμένη ψυχή, που επιλέγει να ζει μέσα σε μια απομόνωση που σιγά σιγά τον σκοτώνει, που του κλέβει κάθε χαρά και τον καθιστά ανήμπορο ν’ αναζητήσει την ευτυχία. «Έχω κόρη που δεν βλέπω, έχω ζωή που δεν ζω. Μερικές φορές νομίζω ότι είμαι φάντασμα», μονολογεί ή μάλλον σκέφτεται.
Πώς να ανακτήσει λοιπόν την απολεσθείσα ζωή; Θα αποτελέσει η νέα ταινία, το σενάριο της οποίας έχει μόλις τελειώσει, την αφετηρία για κάτι καινούριο ξεκίνημα. Θα σταθεί αυτή ικανή να τον βγάλει από τα αδιέξοδά του; Θα τον βοηθήσει να κερδίσει τη μονομαχία με το χρόνο; Πρέπει. Πρέπει να γίνει αυτό, αφού ο Άρης ξέρει μοναχά να λέει, «ιστορίες με εικόνες». Και: «Μια ιστορία είναι η μεταφορά μιας ζωής και η ζωή βιώνεται με το χρόνο».
Όσο κι αν ελπίζει όμως δε νιώθει καθόλου σίγουρος ότι θα μπορέσει να ξεφύγει από τους προσωπικούς του δαίμονες, να βγει απ’ τα αδιέξοδά του. Οι μοίρες ωστόσο θα θελήσουν να παίξουν εις βάρος του ή ίσως και υπέρ του ένα παράξενο παιχνίδι. Μετά από ένα καθόλα απρόσμενο αυτοκινητικό δυστύχημα -που θα ξυπνήσει μέσα του κάποιους εφιάλτες του χθες- θα τον οδηγήσουν σ’ ένα αγρόκτημα όπου θ’ αναζητήσει βοήθεια. Εκεί θα γνωρίσει μια πανέμορφη και ολίγον φευγάτη γυναίκα, τη Δάφνη, που κάτι του θυμίζει αλλά δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι, αλλά κι ένα γέροντα, το Γιατρό, που καταφέρνουν αναβιώνοντάς του τις κακές συνήθειες, τις οποίες είχε κόψει, να τον κάνουν να ρίξει μια βαθιά ματιά στο μέσα του για να φέρει στο φως όλα εκείνα που του σημάδεψαν τη ζωή κι εξακολουθούν ακόμη να τον τυραννάνε.
Κάνοντας λοιπόν ένα ακόμη μακροβούτι στο χθες, πιο μεγάλο και πιο αληθινό από εκείνο που τον οδήγησε στη συγγραφή του αυτοβιογραφικού του σεναρίου θ’ αρχίσει σιγά σιγά να τα βρίσκει με τον εαυτό και τα φαντάσματά του, να φτάνει σε κάποια αβίαστα συμπεράσματα για της ζωής τις μεγάλες αλήθειες. «Αν δεν εξαντλήσεις αυτό που είσαι, δεν έχει νόημα», του λέει ο Γιατρός, κι αυτός, σχεδόν άθελά του μοιάζει να συμφωνεί μαζί του. Γι’ αυτό και παίρνει να γράφει ξανά το σενάριο και να το εμπλουτίζει με τις πραγματικές αλήθειες και όχι μ’ εκείνες που τα θέλω του επέβαλαν. Στο κάτω κάτω της γραφής: «Καλλιτέχνης, είναι ο ανταποκριτής του πάθους και της αλήθειας. Όχι ο παθών…» Ενώ: «Απελπισμένος είναι εκείνος που κρύβει τα πραγματικά του συναισθήματα στο υπόγειο της ψυχής του…» «Ένας άνθρωπος που αποζητά να φύγει από παντού (όπως ο Άρης), όσο κι αν το κρύβει, είναι ένας απελπισμένος…»
Η Δάφνη και ο Γιατρός γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη οι καλύτεροι -μα και πολύ σκληροί- φίλοι, καθοδηγητές και εξομολογητές του Άρη. Τον βοηθούν να αδειάσει το μέσα του, να παραδεχτεί τα κρίματά του, τον οδηγούν στην κάθαρση και του δείχνουν το μονοπάτι για τη νέα ζωή.
Το βιβλίο αυτό, γραμμένο ως συνήθως με μικρές κοφτές προτάσεις, θυμίζει σενάριο κινηματογραφικής ταινίας αλλά και κάποιο έργο θεατρικό. Οι διάλογοι, τα βλέμματα και οι σιωπές μοιάζουν να σηκώνουν το ίδιο βάρος στην εξέλιξη της ιστορίας. Όλα τα λεφτά όμως είναι η ανατροπή που μας επιφυλάσσει στο τέλος. Μια ανατροπή, για την οποία ο συγγραφέας αφήνει κάποιες μικρές υπόνοιες, αλλά που όταν έρχεται καταφέρνει να μας εκπλήξει ευχάριστα.
Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα και το οποίο όλο και κάτι έχει να μας πει για την ανθρώπινη κατάσταση.

Thursday, December 16, 2010

Ευγενία Φακίνου – Για να δει τη θάλασσα

Αυτή είναι η ιστορία μιας γυναίκας που έχει χάσει τη μνήμη της, την οποία, ακολουθώντας σχεδόν άθελά της τις οδηγίες του γιατρού, προσπαθεί να ανακτήσει μέσα από τη γεύση. Έτσι τη βλέπουμε από τη μια στιγμή στην άλλη, να εγκαταλείπει, έστω προσωρινά, τον άντρα της τον οποίο δε θυμάται, και το σπίτι της, που φαινομενικά πια δεν της ανήκει, και να πιάνει δουλειά σε μια μικρή ταβέρνα. Η επαφή της με τους ανθρώπους εκεί, η συνομιλία της με ένα φάντασμα, οι σκέψεις της που την πληγώνουν, αλλά και που την κρατούν σε εγρήγορση, μα πάνω απ’ όλα η σχέση της με τη μαγειρική θα τη βγάλουν σιγά σιγά στο φως, θα της θυμίσουν ποια είναι, αλλά και θα την αλλάξουν, θα δέσουν μέσα της το μαγικό γαϊτανάκι των ατόμων και των ιστοριών που την αποτελούν.
Το «Για να δει τη θάλασσα» είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που απλά απολαμβάνει να διαβάζει κανείς τόσο για το θέμα όσο και για τη γραφή τους. Η Φακίνου, με αφορμή μια προσωπική ιστορία, καταβυθίζεται στις ψυχές κάποιων ανθρώπων, για να αναδυθεί ξανά βγάζοντας στο φως τις αλήθειες τους. Αλήθειες γλυκές και πικρές, σκληρές και ανώδυνες, της αληθινής ζωής. Η Ελένη, όπως βαφτίζει την πρωταγωνίστρια ο υπεύθυνος της ταβέρνας, ο Ρούλα, είναι μια γυναίκα σε αναζήτηση της ταυτότητάς της, μια ψυχή μοναχική που σε κάποιο σημείο φτάνει να παρακαλεί «να είχε κι αυτή μια πινακοθήκη με εικόνες γευμάτων, ένα φανταστικό μουσείο γεύσεων», κάποια που τώρα πια δεν έχει τίποτα να χάσει. Γι’ αυτό και αγωνίζεται. Για να φτιάξει το φανταστικό της μουσείο, την προσωπική της πινακοθήκη. Αυτός ο αγώνας, αυτή η αγωνία, θ’ αρχίσουν βήμα το βήμα να μετατρέπονται σε χαρά, ν’ αποδίδουν καρπούς. Καθώς θα αρχίσει να χαρίζει στους άλλους τις νοστιμιές της, θα βαλθούν κι εκείνοι με τη σειρά τους να τη βοηθούν για να ανασύρει απ’ τα βάθη του μυαλού τις αναμνήσεις της. Γιατί όσοι δίνουν παίρνουν. Επειδή «τα μοναδικά πράγματα που μας ακολουθούν στην άλλη ζωή είναι όσα χαρίσαμε στην επίγεια». Γιατί «έτσι πρέπει να πηγαίνει η αγάπη, από χέρι σε χέρι».
Η Φακίνου φτιάχνει με υλικά αγνά μια συναρπαστική τοιχογραφία χαρακτήρων, μια αγιογραφία της καθημερινής ζωής. Μέσα από τις σκέψεις, τα λόγια και τις αναμνήσεις των ηρώων της, του μοναδικού Ρούλα, του αόρατου ευεργέτη των φτωχών Μιχαήλ, του ιδιόρρυθμου ζωγράφου και των μαστόρων της γειτονιάς, των οποίων οι γεύσεις αλλάζουν τη ζωή, αλλά και της ίδιας της Ελένης, μοιάζει να θέλει να μας φανερώσει ποια είναι τα πράγματα που αξίζουν στη ζωή, να αναδείξει όλες εκείνες τις μικρές στιγμές που της δίνουν αξία. Σα μια μπαλάντα και σαν ένας ύμνος διαβάζεται αυτή η καλογραμμένη ιστορία – σαν ένας ύμνος στο θαύμα της κάθε μέρας.
Μια από τις πιο όμορφες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Monday, December 13, 2010

Ρομπέρτο Μπολάνιο – Οι άγριοι ντετέκτιβ

Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία των οποίων τους συγγραφείς ζηλεύω, τόσο για το ταλέντο όσο και για το κουράγιο τους. Μέσα από τις εφτακόσιες πυκνογραμμένες σελίδες αυτού του τόμου ο Μπολάνιο μας ταξιδεύει στο χώρο και στο χρόνο, στην ποίηση και την ιστορία – επινοημένη ή μη. Μοιάζει να κλείνει το μάτι στον προπάτορα Μπόρχες, αλλά και να τον προκαλεί, αφού ότι εκείνος έκανε στη μικρή φόρμα, αυτός το κάνει σε μεγάλη. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο νιώθει κανείς ότι πρόκειται για ένα διήγημα του Μπόρχες σε γιγαντογραφία. Και δεν είναι καν το μεγαλύτερό του σε έκταση. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, το 2666, αριθμεί ούτε λίγο ούτε πολύ εννιακόσιες σελίδες στην αγγλική, τυπωμένη με μικρούς χαρακτήρες, έκδοση. Σ’ αυτό καταπιάνεται με το ίδιο θέμα: τους επινοημένους δημιουργούς και το έργο τους και πιο συγκεκριμένα με ένα εξαφανισμένο από προσώπου γης συγγραφέα, τον Αρτσιμπόλντι.
Στο παρόν όμως. Σ’ αυτό το πολυφωνικό μυθιστόρημα μαθαίνουμε για τα έργα και τις ημέρες κάποιων ενστικτορεαλιστών ποιητών, των Αρτούρο Μπελάνο και Ουλίσες Λίμα, που αρχικά έχουν τη βάση τους στην Πόλη του Μεξικού, όπου κόντρα στο ιερό τέρας της μεξικάνικης δημιουργίας τον Οκτάβιο Πας, προσπαθούν να καθιερώσουν το δικό τους κίνημα. Γύρω από αυτούς βλέπουμε να περιφέρονται κάποιοι κάθε άλλο παρά συνηθισμένοι χαρακτήρες: δύο πλούσιες αδελφές, ποιήτριες κι αυτές και κόρες ενός στα μυαλά φευγάτου πατέρα, ένας φιλόδοξος νεαρός, που αφηγείται μεγάλο μέρος της ιστορίας, και ο οποίος προσδεμένος στο άρμα του ενστικτορεαλισμού προσδοκεί τη φήμη, κάποιες πόρνες, ιδιόρρυθμοι εκδότες, γυναίκες των μπαρ, στυγνοί εγκληματίες. Ο Μπολάνιο κτίζει σιγά σιγά ένα μικρόκοσμο, τον οποίο στη συνέχεια αποφασίζει να επεκτείνει, και να επεκτείνει, και να επεκτείνει. Έτσι, σε κάποιο σημείο βλέπουμε την παρέα να χωρίζεται. Κάποιοι παραμένουν εκεί, στην Πόλη του Μεξικού, ενώ κάποιοι άλλοι αναπόφευκτα οδηγούνται σε μια εθελοντική εξορία, που θα τους οδηγήσει αρχικά στις ερημιές τη Σονόρα σε αναζήτηση μιας μυθικής ποιήτριας, αλλά και για να ξεφύγουν από κάποιους που τους κυνηγούν, και στη συνέχεια σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης, το Ισραήλ, αλλά και την εν μέσω εμφυλίων συγκρούσεων Αφρική. Τα έργα και τις ημέρες τους τα μαθαίνουμε από διάφορους γνωστούς και φίλους, λιγότερο ή περισσότερο αξιόπιστους αφηγητές. Τη μερίδα του λέοντος του παρόντος μύθου φυσικά μοιράζονται οι Μπελάνο και Λίμα, αλλά κανένας ήρωας δεν περισσεύει σ’ αυτή την ιστορία. Φύλακες σε πάρκα, μπάτσοι, χορεύτριες, καλές γριούλες, ένας μεθύστακας χαμένος ποιητής, μια μπόντι μπίλντερ, όλοι έχουν κάποιο ρόλο για να παίξουν.
Μ’ ένα χιούμορ πικρό, που διατρέχει ολόκληρο το κείμενο ο συγγραφέας μας μιλά για τα μεγάλα όνειρα και τις διαψευσμένες προσδοκίες, αλλά βάζει στα χείλη των ηρώων του και κάποιες αλήθειες σκληρές που μιλούν για την αμείλικτη πραγματικότητα: «Τελείωσα το βιβλίο Αφροδίτη, του Πιέρ Λουί, και τώρα διαβάζω τους πεθαμένους Μεξικανούς ποιητές, τους μελλοντικούς συναδέλφους μου». Οι ποιητές είναι οι «διπλωματούχοι της θλίψης». «Μπορείς να κατακτήσεις ένα κορίτσι με ένα ποίημα, αλλά δεν μπορείς να το κρατήσεις με ένα ποίημα. Ούτε καν με ένα ποιητικό κίνημα». Και όσο κι αν αγαπά τους ήρωές του τόσο μοιάζει να τους περιγελά: «Δυο μέρες μετά εμφανίστηκε στον εκδοτικό οίκο ο Αρτούρο Μπελάνο. Φορούσε σακάκι και παντελόνι τζιν. Το σακάκι του είχε στα μπράτσα και στην αριστερή πλευρά κάτι σκισίματα που δεν είχαν επιδιορθωθεί, λες και κάποιος έπαιζε ρίχνοντάς του βέλη ή καρφώνοντάς τον με μια λόγχη. Το παντελόνι, τι να πω, αν το έβγαζε θα στεκόταν όρθιο από μόνο του. Φορούσε κάτι αθλητικά παπούτσια που σε τρομοκρατούσαν μόνο που τα έβλεπες…». Αυτός ο τύπος ακόμη «σωματοποιούσε το μεθύσι των υπολοίπων».
Οι «Άγριοι Ντετέκτιβ» είναι ένα αριστούργημα, ένα βιβλίο που διαβάζεται σα μια περιπέτεια, σα μια τεράστια βιβλιοφιλική ιστορία, αλλά και σα φάρσα. Ο Μπολάνιο ήταν ένας μεγάλος μάστορας του λόγου, ο οποίος δυστυχώς δεν έζησε αρκετά για να δει το τελευταίο του βιβλίο να εκδίδεται. Αν ζούσε λίγα ακόμη χρόνια θα αναδεικνυόταν στα σίγουρα νομπελίστας. Χωρίς κι αυτή την τιμή όμως το έργο του όχι μόνο επιβιώνει αλλά αποκτά όλο και περισσότερους θαυμαστές.
Γνωρίστε τον, δοκιμάστε τις αναγνωστικές σας αντοχές και στο τέλος σίγουρα θα βγείτε κερδισμένοι.
Σε ό,τι αφορά τη μετάφραση του Κώστα Αθανασίου από τα ισπανικά, και έχοντας υπόψη αυτή στα αγγλικά του 2666, θα έλεγα ότι συλλαμβάνει απόλυτα το πνεύμα του συγγραφέα. Ακολουθεί τις ανάσες, τους καταιγιστικούς ρυθμούς και τις σιωπές του πιστά, επιτυχαίνοντας ένα μεταφραστικό άθλο.