Thursday, June 30, 2011

Haruki Murakami – South of the Border, West of the Sun

Αγορά από το Book Depository

Αυτό είναι ένα από τα πιο τρυφερά μυθιστορήματα του Χαρούκι Μουρακάμι.
     Ήρωάς του είναι ο Χατζίμε, ένας σχετικά επιτυχημένος επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης δύο τζαζ μπαρ, και σχετικά ευτυχισμένος οικογενειάρχης, παντρεμένος με δύο παιδιά. Για να ακριβολογούμε στη ζωή του όλα μοιάζουν σχετικά αφού νιώθει πάντα ότι κάτι του λείπει, κι ας μην ξέρει ακριβώς τι είναι αυτό. Όπως λέει κι ο ίδιος: «Ζούσα τη ζωή κάποιου άλλου και όχι τη δική μου». Έτσι ακριβώς, και μοιάζει να περιφέρεται μόνιμα σε ένα κενό, ενώ: «Ο πραγματικός μου εαυτός είναι μακριά. Δεν φαίνεται στην εικόνα».
     Όλα αυτά ωστόσο θα αλλάξουν όταν θα επισκεφθεί ένα από τα μπαρ του η Σιμαμότο, ο παιδικός του έρωτας. Τη θυμάται ακόμη όπως ήταν τότε: ένα μάλλον άχαρο, υπέρβαρο κορίτσι, που λόγω κάποιου προβλήματος συνήθιζε να σέρνει το ένα της πόδι. Α, ήταν και μοναχοπαίδι, όπως κι ο ίδιος, κι αυτό ήταν ακριβώς που έφερε τον ένα κοντά στον άλλο. Ένα τυχαίο άγγιγμα των χεριών τους, είκοσι χρόνια μετά, στοιχειώνει ακόμα τη μνήμη και τις αισθήσεις του. Η Σιμαμότο ωστόσο σήμερα είναι μια εντυπωσιακή γυναίκα, που σε τίποτα δεν θυμίζει τον παλιό της εαυτό. Οι δυο τους συναντιούνται τώρα κάθε τόσο, θυμούνται τα παλιά και μιλούν για το σήμερα – το δικό του σήμερα. Για κάποιο λόγο η γυναίκα δεν θέλει να του πει τίποτα για τη ζωή της, περά από εκείνα τα οποία ήδη γνωρίζει.
     Ο Χατζίμε νιώθει ότι μπορεί να μοιραστεί τα πάντα μαζί της, κι ας μην ανταποδίδει την εμπιστοσύνη του με τον ίδιο τρόπο. Μέσα από τις συναντήσεις και τις συζητήσεις τους, μέσα από σκέψεις και παραδοχές, ο άντρας αναπλάθει ένα παρελθόν που περισσότερες πίκρες παρά χαρές κρύβει μέσα του, όπως και το παρόν του άλλωστε, κι ο έρωτάς του γι’ αυτή φουντώνει και πάλι. Οι ενοχές από τα λάθη του χθες τον στοιχειώνουν, απ’ αυτά του σήμερα του κλέβουν ζωή. Μοιάζει να είναι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα καταφέρουν να γίνουν ποτέ ευτυχισμένοι. Όμως γιατί; Γιατί είναι έτσι; Γιατί έκανε αυτά που έκανε; Και γιατί αυτός, από όλους τους ανθρώπους, είναι καταδικασμένος να πληγώνει ανεπανόρθωτα τους άλλους, απλά και μόνο με το να υπάρχει;
     Η μουσική δίνει δυναμικά το παρόν της, όπως θα ανέμενε κανείς, και σ’ αυτό το βιβλίο. Το πρώτο μέρος του τίτλου μάλιστα είναι παρμένο από ένα παλιό τραγούδι, ενώ το δεύτερο από ένα μύθο για τους αγρότες της Σιβηρίας. Η μουσική ήταν που έφερε κάποτε λίγο πιο κοντά τους δυο τους, αυτή τον βοήθησε να τα βγάλει πέρα στα χαμένα χρόνια της νιότης του (μεταξύ 18 και 30, τα χρόνια της παγωνιάς, της μοναξιάς και της απογοήτευσης), αυτή είναι που του χαρίζει και σήμερα μια πιο άνετη ζωή. Η μουσική, που τον ταξιδεύει και τον πληγώνει, που τον λυτρώνει και δίνει φωνή στα συναισθήματά του.
     Πίσω από τη σκιά του καταλυτικού έρωτά του για τη Σιμαμότο, κρύβονται άλλες δύο μορφές: αυτή της γυναίκας του, που έχει ένα φοβερό μυστικό, και της Ιζούμι, με την οποία έκανε τις πρώτες σεξουαλικές ανακαλύψεις και την οποία μαχαίρωσε πισώπλατα όταν δεν του έδωσε ακριβώς αυτό που ζητούσε. Το παρελθόν που σέρνει πίσω του είναι βαρύ και μόνο «αν γίνει ένας νέος άνθρωπος θα μπορέσει να διορθώσει τα λάθη του χθες του». Θα τα καταφέρει όμως;
     Ένα καλογραμμένο, πλην μελαγχολικό βιβλίο, που σίγουρα θα ικανοποιήσει τους πολυάριθμους φίλους του συγγραφέα.

Tuesday, June 28, 2011

David Baldacci – One Summer

Αγορά από το Book Depository

Αυτό δεν είναι το πρώτο οικογενειακό δράμα που μας χαρίζει ο καλός συγγραφέας θρίλερ (προηγήθηκε το καταπληκτικό Wish You Well) και σίγουρα ελπίζουμε ότι δεν θα είναι το τελευταίο.
     Είναι εκπληκτική, θα λέγαμε, η ευκολία που ο Μπαλτάτσι μεταπηδά από το ένα είδος στο άλλο. Από τη μια έχουμε εκπαιδευμένους δολοφόνους, θεωρίες συνομωσίας, δράση πολλών οκτανίων, κι από την άλλη αφηγήσεις τρυφερές, λίγο ή και πολύ μελαγχολικές, που όμως και πάλι διαβάζονται με κομμένη την ανάσα. Περιττό να σας πω ότι και αυτό το βιβλίο το διάβασα, παρά το θέμα του, σε μια καθισιά, αφού ο συγγραφέας κατόρθωσε να κρατήσει το ενδιαφέρον ζωντανό από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.
     Η ιστορία αρχίζει με τον Τζακ Άρμστρονγκ, ένα βετεράνο των πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, καθηλωμένο στο κρεβάτι του πόνου, να αργοπεθαίνει στο σπίτι του στο Κλήβελαντ. Ό,τι δεν κατόρθωσαν να κάνουν οι σφαίρες των εχθρών και οι βόμβες, το κάνει μια μυστηριώδης αρρώστια, από την οποία οι ελπίδες να επιβιώσει είναι ανύπαρκτες. Στο πλάι του, η αγαπημένη του γυναίκα Λίζι, την οποία παντρεύτηκε πολύ νέος, και οι δύο του γιοι Τζάκι, δύο χρόνων και Κόρι, δώδεκα χρόνων, που μοιάζουν λίγο πολύ συμβιβασμένοι με την ιδέα του θανάτου του. Απουσιάζει όμως ουσιαστικά η κόρη του Μισέλ, ή Μίκι, όπως χαϊδευτικά την αποκαλούν, που καθώς φαίνεται δεν ξέρει πώς να χειριστεί την κατάσταση, γι’ αυτό και αποφασίζει να απομακρυνθεί από κοντά του. Εγκλωβισμένος νύχτα μέρα στο κρεβάτι ο Τζακ, αναλογίζεται τη μέχρι τότε ζωή του και ξοδεύει τις τελευταίες μέρες πριν τα Χριστούγεννα μιλώντας με και ακούγοντας τα αγαπημένα του πρόσωπα, αλλά και γράφοντας γράμματα στη Λίζι. Εκεί μέσα της εξηγεί κάποια πράγματα, της λέει κάποια άλλα, την παροτρύνει να συνεχίσει με τη ζωή της όταν εκείνος θα έχει αφήσει πια αυτόν τον κόσμο. Η μέρα των Χριστουγέννων θα είναι η τελευταία του. Ή τουλάχιστον αυτό σχεδιάζει. Το μόνο που η μοίρα έχει, ως συνήθως, τα δικά της σχέδια. Έτσι, μία μόλις πριν τη μεγάλη γιορτή, θα πάρει τη ζωή της Λίζι σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Και τότε όλα θα αλλάξουν. Ο Τζακ θα χάσει πρώτα την αγαπημένη του και μετά τα παιδιά του -που θα πάνε να ζήσουν με τη γιαγιά και τις θείες τους το καθένα ξεχωριστά, αφού κανένας δεν μπορεί να τα αναλάβει και τα τρία- ενώ εκείνος θα παραμείνει σε ένα νοσηλευτικό ίδρυμα μοναχός, περιμένοντας το θάνατο να έρθει να τον βρει. Μπορεί να πεθάνει όποτε θέλει. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να πατήσει ένα κουμπί και να ζητήσει από τους γιατρούς να τον βγάλουν από τον πόνο του. Κάτι όμως τον εμποδίζει να το κάνει, κι ας μερικές φορές «είναι πολύ πιο δύσκολο να ζει παρά να πεθαίνει κανείς». Πάνω που φτάνει στα όριά του και είναι πια αποφασισμένος να βάλει αμέσως τέλος στη ζωή του, το θαύμα γίνεται. Η αρρώστια του αρχίζει να υποχωρεί κι εκείνος σιγά-σιγά, με τη βοήθεια του φίλου του Τσάρλι, ξαναπαίρνει τα πάνω του. Τώρα είναι αποφασισμένος να φτιάξει τη ζωή του από την αρχή, να σβήσει τα παλιά λάθη, να χαράξει νέα πορεία μαζί με τα παιδιά. Για να το κάνει αυτό όμως πρέπει πρώτα να ξεφύγει από τη βαριά σκιά του παρελθόντος: «Πρέπει να σέβεσαι το παρελθόν. Δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ το παρελθόν. Αλλά δεν μπορείς να ζεις εκεί». Ο αγώνας που έχει να δώσει είναι δύσκολος και κάλλιο αργά παρά ποτέ κάποτε θα καταλάβει ότι χρειάζεται βοήθεια για να τα καταφέρει.
     Μια καλογραμμένη ιστορία για τον έρωτα και το θάνατο, για τα μεγάλα πάθη, για το σκοτάδι που κρύβουν πολλές φορές στις ψυχές τους οι έφηβοι, αλλά και για τις τραγικές αλήθειες που βρίσκονται συχνά μπροστά τα μάτια μας, και τις οποίες εμείς, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, δεν μπορούμε να διακρίνουμε. Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα από ένα μεγάλο μάστορα της γραφής.

Διαβάστε επίσης από τον ίδιο:

Monday, June 27, 2011

Charlaine Harris – Dead Reckoning

Αγορά από το Book Depository

Το βιβλίο το διάβασα περισσότερο από περιέργεια παρά από ενδιαφέρον, μια και πρωταγωνίστριά του είναι η Sookie Stackhouse, γνωστή από την πλέον επιτυχημένη και ήδη καλτ σειρά για βρικόλακες, True Blood, τα νέα επεισόδια της οποίας άρχισαν να προβάλλονται από χθες στις ΗΠΑ. Λέω από περιέργεια, αφού -με εξαίρεση τον Κόμη Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ- δεν θα έλεγα ότι είμαι οπαδός του συγκεκριμένου είδους λογοτεχνίας.
     Όπως και νάχει, σ’ αυτό το βιβλίο συναντάμε τη Σούκι, που έχει πια ανακαλύψει ότι είναι κατά το 1/8 νεράιδα, να ζει με τον αδελφό του παππού της, που μοιάζει πολύ με τον δικό της αδελφό Τζέισον, και τον ξάδελφο Κλοντ, που είναι πολύ περισσότερο… νεράιδοι από την ίδια. Η συμβίωσή τους δεν είναι και τόσο αρμονική. Ο Κλοντ της τη σπάει συχνά πυκνά, ενώ και ο θείος Ντέρμοντ δεν κάνει και πολλά για να διορθώσει την κατάσταση. Ωστόσο τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο σπίτι δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτά που την περιμένουν στη δουλειά, καθώς κάποιοι προσπαθούν δυο φορές να τη σκοτώσουν, ενώ και ο καλός φίλος και αφεντικό της, Σαμ, που είναι shape shifter (κάποιος δηλαδή που μπορεί και αλλάζει μορφές) αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα στη δουλειά. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, διορίζεται αντιβασιλέας των βρικολάκων στην περιοχή όπου ζει, ο Βίκτορ, θανάσιμος εχθρός του νέου της φίλου, του Έρικ. Ο Βίκτορ μοιάζει αποφασισμένος να κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να προκαλέσει τον τελευταίο, ώστε να ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ τους, τον οποίο είναι σίγουρος ότι θα κερδίσει. Ο Έρικ, αυτό το γνωρίζει πολύ καλά, οπότε θ’ αναγκαστεί με τη βοήθεια της Σούκι, ν’ αναζητήσει σύμμαχους ώστε να καταφέρει αυτός το πρώτο χτύπημα. Ανάμεσα σ’ αυτούς θα είναι και ο πρώην φίλος της, Μπιλ.
     Στο μεταξύ στην πόλη του Μπον Τεμπ πολλά πράγματα θα αρχίζουν να αλλάζουν καθώς θα κάνουν την εμφάνισή τους νέες ποικιλίες πλασμάτων. Νέες για τη Σούκι δηλαδή: καλικάντζαροι, ξωτικά και διάφορα άλλα και… αμετάφραστα.
     Κάθε μέρα επιφυλάσσει και μια νέα έκπληξη για την κοπέλα, που μετά από τα όσα έχει τραβήξει μοιάζει να μη φοβάται πλέον τίποτα. Με το καθιερωμένο πια, από την τηλεοπτική σειρά, κουλ και εξοργισμένο ύφος της, ταξιδεύει από το ένα μέρος στο άλλο, προσπαθεί να κάνει το καλό, βάζει σε τάξη τους φίλους της όταν παρεκτρέπονται και είναι φοβερά ερωτευμένη με τον Έρικ, που εκτός για εκείνη δεν φαίνεται να δίνει δεκάρα για άλλον κανένα.
     Μερικά στιγμιότυπα είναι ξεκαρδιστικά, κάποια δραματικά, αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλα είναι διασκεδαστικά. Η συγγραφέας θέλει να προσφέρει ψυχαγωγία και τίποτα περισσότερο και το καταφέρνει μια χαρά. Τώρα, αν μας ρωτούσατε κατά πόσο προτιμούμε την τηλεοπτική σειρά ή το βιβλίο, θα σας απαντούσαμε δίχως δισταγμό την πρώτη. Ας μην ξεχνάμε ότι πίσω απ’ αυτή βρίσκεται ο δημιουργός του Six Feet Under, μιας από τις καλύτερες σειρές όλων των εποχών. Ας μην ξεχνάμε όμως επίσης ότι χωρίς τα βιβλία δεν θα υπήρχε η Σούκι, και χωρίς τη Σούκι δεν θα υπήρχε σειρά, οπότε σε τελική ανάλυση το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο.
     Αυτό είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα και το οποίο μάλλον θα ικανοποιήσει τους φαν του είδους. Οι υπόλοιποι ας διαβάσουν κάτι που βρίσκεται πιο κοντά στη δική τους ιδιοσυγκρασία.

Friday, June 24, 2011

Téa Obreht – The Tiger’s Wife

Αγορά από το Book Depository

Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που απλά σε παρασύρουν με το μύθο τους. Μια ιστορία όπου δεν είναι και τόσο εύκολο να ξεχωρίσει κανείς το πραγματικό από το φανταστικό, όπου παραδόσεις και απτή πραγματικότητα πολλές φορές συγκρούονται ή και συνδέονται με μαγικό τρόπο. Η νεαρή του συγγραφέας κέρδισε γι’ αυτό το βραβείο Orange και προτού το διαβάσουμε απορούσαμε πως και συνέβηκε αυτό. Τώρα πια όχι. Σαν κάποιοι που ζούμε κοντά ή μέσα στο χώρο των Βαλκανίων, μπορούμε να νιώσουμε καλύτερα απ’ τον καθένα τις αλήθειες των ηρώων του, να απολαύσουμε τους μύθους του, να αναλογιστούμε την πρόσφατη ιστορία της περιοχής.
     Ας ρίξουμε όμως τώρα μια ματιά στην πλοκή. Η Ναταλία όταν ήταν μικρή, συνήθιζε να πηγαίνει συχνά στο ζωολογικό κήπο με τον παππού της, να κάθονται μπροστά από το κλουβί με τις τίγρεις και να διαβάζουν «Το βιβλίο της ζούγκλας». Ο αγαπημένος ήρωας και των δυο ήταν, όπως θα περίμενε κανείς, ένας τίγρης, που έπαιρνε ζωή στη φαντασία της Ναταλίας. Αλλά αυτός δεν ήταν ο μοναδικός για τον οποίο της μιλούσε ο αγαπημένος της παππούς. Συχνά-πυκνά της έλεγε και την ιστορία ενός άλλου τίγρεως, που εμφανίστηκε δεκαετίες πριν στο χωριό Γκαλίνα, όπου μεγάλωσε. Το ζώο, με την ιδέα της ύπαρξής του και μόνο τρομοκρατούσε τους χωρικούς, κι ας οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν κατόρθωσαν να το δουν ποτέ. Οι μοναδικοί που δεν τον φοβούνταν ήταν μια νεαρή κωφάλαλη κοπέλα, που την πάντρεψε ο πατέρας της με το έτσι θέλω με τον βάρβαρο κρεοπώλη του χωριού και εκείνος ο ίδιος. Οι δυο τους θα συνάψουν, αμίλητα φυσικά, μια μυστική συμφωνία ώστε να προστατέψουν τον τίγρη από την κακία των ανθρώπων και η κοπέλα, αργά ή γρήγορα, και όχι τυχαία, θα πάρει το παρατσούκλι «Η γυναίκα του τίγρη».
     Τα παράδοξα ωστόσο δεν σταματούν εδώ καθώς ο παππούς της έλεγε και για τις συναντήσεις του μ’ ένα απέθαντο άντρα, κάποιου είδους μάγο, ή ίσως και όχι. Ο Γκάβο είχε για ένα παράξενο λόγο τη δυνατότητα να διαβάζει στο κατακάθι του καφέ πότε θα πεθάνει κάποιος. Τριγυρνούσε λοιπόν από δω κι από κει, απαράλλακτος στο πέρασμα των χρόνων, προμηνύοντας για διάφορους ανθρώπους τη συνάντηση με τον μαύρο άρχοντα. Ο παππούς παρά τα όσα θ’ ακούσει απ’ αυτόν, ποτέ δε θα πιστέψει στις μαντικές του ικανότητες. Πολλές φορές όμως η πραγματικότητα ξεπερνά και την πλούσια φαντασία. Αν τον ρωτούσε κανείς τι κράτησε από τις συναντήσεις με τον Γκάβο θα του έλεγε ίσως αυτό τον αφορισμό: «Ο μεγαλύτερος φόβος είναι αυτός της αβεβαιότητας», αυτόν που φρόντιζε ο ίδιος να διαλύσει.
     Η αφήγηση καλύπτει πολλές δεκαετίες και δύο πολέμους, και επικεντρώνεται κυρίως στο χθες, αλλά χωρίς να παραλείπει να αναφερθεί και στο σήμερα, και τα σύγχρονα παράδοξά του, καθώς συναντάμε τη Ναταλία, που είναι γιατρός πια, να ταξιδεύει με τη φίλη της Ζόρα στην ανύπαρκτη πόλη Μπρεγεβίνα, όπου θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σ’ ένα ορφανοτροφείο, τα χωράφια του οποίου σκάβουν πεισματικά τα μέλη μιας οικογένειας για να ανασύρουν ένα πτώμα, το οποίο όπως πιστεύουν τους έχουν καταραστεί όλους. Είναι καθοδόν προς το μέρος αυτό η Ναταλία, όταν πληροφορείται το θάνατο του παππού της. Ο γέρος έφυγε ξαφνικά για ένα ταξίδι για να καταλήξει σ’ ένα μέρος όχι και πολύ μακριά από όπου είναι εκείνη, όπου και πέθανε.
     Μ’ αυτή την αφορμή η κοπέλα θυμάται τα παλιά, το χθες και το σήμερα συναντώνται και συγκρούονται, οι προκαταλήψεις βγαίνουν και πάλι στην επιφάνεια και η ιστορία μπλέκεται αναπόφευκτα μες τα πλοκάμια του μύθου.
     Ένα καλογραμμένο βιβλίο, με ρέουσα αφήγηση, που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα. Αν κρίνουμε από το ντεμπούτο της θα λέγαμε ότι αυτή η συγγραφέας έχει πολλά να μας δώσει ακόμη. Το μέλλον θα δείξει κατά πόσο θα δικαιώσει τις προσδοκίες μας.

Thursday, June 23, 2011

Banana Yoshimoto – The Lake

 Αγορά από το Book Depository

«Πες το απλά, βλάκα», θα μπορούσε να είναι το μήνυμα που προσπαθεί να περάσει υπόγεια στον αναγνώστη το νέο βιβλίο της Μπανάνα Γιοσιμότο – όπως και τα προηγούμενα άλλωστε. Η απλότητα είναι ο κανόνας για τη συγγραφέα. Με εξαίρεση το Amrita τα κείμενά της είναι ολιγοσέλιδα, λένε απλά την ιστορία τους και τη λένε όσο πιο λιτά γίνεται, δίχως λόγια περιττά, αναλύσεις, φτηνούς εντυπωσιασμούς. Και τα θέματα και οι ήρωές της δεν μοιάζουν να αλλάζουν ποτέ, αλλά αυτό δεν σου δίνει την εντύπωση ότι διαβάζεις ξανά και ξανά το ίδιο βιβλίο.
     Η ιστορία αυτή καταπιάνεται με ένα έρωτα σχεδόν δυσδιάκριτο, αυτόν της αφηγήτριας Chichiro με τον Nakajima. Πρόκειται για δύο μοναχικούς νέους, που αρχικά συναντιόνται εξ αποστάσεως, παρατηρώντας ο ένας τον άλλο από το παράθυρό του, με ενδιάμεσο έναν ακάλυπτο. Η γυναίκα προσπαθεί να ξεφύγει από τη σκιά της νεκρής της μητέρας, ν’ αποκτήσει δική της ζωή, ενώ ο άντρας απλά προσπαθεί να συνεχίσει να ζει. Κι ο καθένας απ’ αυτούς κουβαλά τα προσωπικά του βάρη. Κι ο καθένας έχει το δικό του ταλέντο. Εκείνη, ζωγραφίζει κατά παραγγελία μεγάλες τοιχογραφίες χαρίζοντας χρώματα σε μια γκρίζα πόλη. Εκείνος, διαθέτει ένα υψηλό δείκτη νοημοσύνης, τον οποίο σκοπεύει να αξιοποιήσει στον τομέα της νανοτεχνολογίας. Οι ματιές που ανταλλάζουν στην αρχή και οι άτυπες χαιρετούρες θα τους οδηγήσουν στη συνέχεια σε μια συνάντηση, που θα αποδειχτεί καθοριστική και για τους δυο καθώς θα βρουν ο ένας στον άλλο τον, κατά κάποιο τρόπο, ιδανικό σύντροφο. Μέσα από τις πράξεις και τις συζητήσεις τους θ’ ανακαλύψουμε κάποιες κρυφές πλευρές των έσω κόσμων τους, αλλά θα ρίξουμε και μια ματιά στη σύγχρονη ιαπωνική κοινωνία: αυτήν της (προ της κρίσης) ευμάρειας, του απολεσθέντος χρόνου, της εμπορευματοποίησης των πάντων.
     Καθώς ο άντρας θα βάζει μπρος με τα σχέδιά του, η γυναίκα θα προσπαθεί να ξεκαθαρίσει το μέσα της. Η σκέψη της θα επιστρέφει ξανά και ξανά στη χαμένη μάνα και στον αποξενωμένο πατέρα: «Υποθέτω ότι η μαμά ήταν στ’ αλήθεια τα πάντα για κείνον – ένα λουλούδι που μύριζε ελευθερία», «Η μαμά έμοιαζε με ένα άνθος, που άνοιγε απαλά τα πέταλά του σ’ ένα λόφο, κάπου εκεί έξω».
     Οι δύο νέοι, παρά το γεγονός ότι έχουν πια ο ένας τον άλλο, εξακολουθούν να νιώθουν λίγο πολύ μόνοι και απόλυτα εξαρτημένοι από το χθες. Πρέπει να κάνουν κάτι για να ξεφύγουν από τους δαίμονές τους. Αλλά τι; Εκείνος ξέρει πώς να ξορκίσει τους δικούς του, αλλά χρειάζεται τη βοήθειά της για να το κάνει, αφού στο βάθος είναι ένα πολύ φοβισμένο άτομο. Κι εκείνη του τη δίνει. Επισκέπτεται μαζί του δυο αδέλφια, τον Mino και την Chii, που ζουν στις όχθες μιας λίμνης, και όπου βιώνουν μια ανεξήγητη εμπειρία. Η κοπέλα έρχεται για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με το παρελθόν του αγαπημένου της, ενώ εκείνος μοιάζει να συμφιλιώνεται επιτέλους μ’ αυτό. Στην κοινή τους ζωή αρχίζει σιγά-σιγά να επικρατεί μια παράδοξη γαλήνη, πολύ διαφορετική από την προηγούμενη, που τους κάνει ν’ ανοιχτούν ακόμη περισσότερο ο ένας στον άλλο, ν’ αρχίσουν να μοιράζονται περισσότερες μικρές ή μεγάλες αλήθειες, να εντοπίσουν τα ελαττώματά τους, να αρχίσουν ν’ αγαπιούνται, κάπως παράδοξα αλλά, αληθινά: «Αυτό ακριβώς σημαίνει το να σε αγαπάει κανείς… το να θέλει να σε αγγίξει, να είναι τρυφερός», αν και, «Αυτό που ένιωθα για κείνον δεν ήταν ακριβώς αγάπη, αλλά περισσότερο κάτι σαν έκπληξη, σοκ ακόμη», αφού «ανέδιδε την ένταση ενός ατόμου, που δεν φοβόταν το θάνατο, στην άκρη του νήματος», που τον κρατούσε ζωντανό.
     Το βιβλίο αυτό μιλά, σε τελική ανάλυση, για την ανάγκη του ανθρώπου για αγάπη και συντροφικότητα, αλλά και για τη μοναξιά, που αν δεν την πολεμήσει κανείς μπορεί να γίνει θηλιά και να τον πνίξει. Και, όπως και τα άλλα της συγγραφέως διαβάζεται σαν μια μελαγχολική μπαλάντα, η οποία απευθύνεται σε όλους μαζί και στον καθένα ξεχωριστά, αφού μέσα εδώ μπορεί ν’ ανακαλύψει ο καθείς τη δική του αλήθεια. Απλά, εξαιρετικό!

Διαβάστε επίσης από την ίδια:

Kitchen
Amrita
Asleep
Hardboiled & Hard Luck
N.P.
Goodbye Tsugumi
Lizard

Tuesday, June 21, 2011

Ernesto Sabato – Πριν το τέλος

Το πρώτο βιβλίο αυτού του συγγραφέα που διαβάζω είναι το τελευταίο του. Και τώρα είμαι αποφασισμένος ν’ αναζητήσω τα υπόλοιπα, αφού μ’ αυτή του τη διαθήκη με εξέπληξε ευχάριστα, αλλά και μου έδωσε δυο τρεις γροθιές στο μυαλό. Μια διαθήκη, ακριβώς αυτό είναι το «Πριν το τέλος», αφού μέσα από τις σελίδες ταξιδεύουμε στο παρελθόν του Σάμπατο, μαθαίνουμε τις σκέψεις και τις πράξεις του, παίρνουμε απ’ αυτόν κάποια μαθήματα ζωής.
     Γραμμένο το 1998, δεκατρία δηλαδή χρόνια προτού πεθάνει, το κείμενο μοιάζει πού και πού να υιοθετεί ένα ελεγειακό τόνο. Το μόνο που ο συγγραφέας δεν μας μιλά και τόσο για τα παλιά καλά χρόνια όσο για τους αγώνες και τις αγωνίες μιας ζωής. Αγώνες για τη δημοκρατία, για την ελευθερία, για την απελευθέρωση από τους δαίμονες του χθες, που μέχρι πρόσφατα κρατούσαν ολόκληρο το λαό της ταλαίπωρής του χώρας, της Αργεντινής, υπόδουλο. Αγωνίες για το αβέβαιο μέλλον.
     Αν και οι λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές αναφορές δεν λείπουν από εδώ, ο Σάμπατο μοιάζει να δίνει περισσότερο βάρος στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, στους νέους, στην οικογένεια και στην κοινωνία. Σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της αφήγησης φαίνεται να τον διακατέχει ένα άγχος, μια ανυπομονησία – θέλει οπωσδήποτε να μιλήσει για όλα αυτά που απασχολούν το σύγχρονο κόσμο: τη φτώχεια, τον αναλφαβητισμό, το περιβάλλον, τον πόλεμο και τον θάνατο, αλλά και για τη ζωή «που συχνά αποδεικνύεται μια διαρκής ασυνεννοησία». Τη ζωή που, «αν το καλοσκεφτείς… γράφεται στο πόδι και δεν μας επιτρέπει να παρέμβουμε στο κείμενό της».
     Η τέχνη τον ενδιαφέρει πολύ, είτε πρόκειται για την τέχνη του λόγου είτε την εικαστική -κάνει αρκετές αναφορές στους Γκογκέν, Βαν Γκόγκ και σε άλλους- αλλά δεν περιμένει απ’ τους καλλιτέχνες τη λύτρωση. «Εκείνα τα ταπεινά πλάσματα, αυτοί οι αγράμματοι και γεμάτοι καλοσύνη, και οι νέοι με τις αθώες τους ελπίδες, είναι αυτοί που θα με σώσουν».
     Τα λόγια του σήμερα ακούγονται πιο επίκαιρα παρά ποτέ καθώς μέσω τους τα βάζει με τα μεγάλα κεφάλια της εξουσίας, καθώς λέει τα πράγματα με το όνομά τους: «Ενώ οι πιο άτυχοι πνίγονται στα βαθιά νερά, σε κάποια γωνιά, κάνοντας τους εντελώς ανυποψίαστους για την καταστροφή, στο κέντρο ενός χορού μεταμφιεσμένων, οι άνθρωποι της εξουσίας εξακολουθούν να χορεύουν, σκασμένοι στα γέλια από τις ίδιες τους τις χοντράδες». «Οφείλουμε ν’ αντισταθούμε στο άδειασμα της κουλτούρας μας, της ρημαγμένης από εκείνους τους οικονομολόγους που το μόνο που καταλαβαίνουν είναι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν». «Η εκπαίδευση είναι ό,τι λιγότερο υλικό υπάρχει, αλλά και η πλέον καθοριστική για το μέλλον ενός λαού, δεδομένου ότι αποτελεί το πνευματικό του προπύργιο». «Για τους απόκληρους δεν υπάρχει δικαιοσύνη να τους υπερασπιστεί». «Και τότε αναρωτήθηκα τι είδους κοινωνία είναι αυτή, τι δημοκρατία έχουμε όταν οι διεφθαρμένοι ζούνε μέσα στην ατιμωρησία, ενώ η πείνα του λαού θεωρείται υπονομευτική». «Η σοβαρότητα της κρίσης μας επηρεάζει κοινωνικά και οικονομικά. Και ακόμα χειρότερα: ο ουρανός και η γη έχουν αρρωστήσει. Η φύση, αυτό το αρχέτυπο κάθε ομορφιάς, διαταράχτηκε». «Οι νέοι υποφέρουν: δεν θέλουν πλέον ν’ αποκτήσουν παιδιά. Δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερος σκεπτικισμός».
     Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να παραθέτουμε τη μια ατάκα πίσω από την άλλη για πολύ, μα δεν θα το κάνουμε. Αντί αυτού θα σας προτείνουμε, χωρίς καμία απολύτως επιφύλαξη, να πάρετε όλοι στα χέρια σας και να διαβάσετε αυτό το βιβλίο, που έγραψε ένας καλός συγγραφέας, το οποίο μας χάρισε ένας μεγάλος άνθρωπος. Ένας ύμνος στις ψυχές και στο ανθρώπινο πνεύμα.

Monday, June 20, 2011

Jeffery Deaver – Carte Blanche

Αγορά από το Book Depository


Το όνομά του είναι Μποντ. Τζέφρι Μποντ. Ξεκινάμε το κείμενο με μια μικρή υπερβολή, αφού ο καλός συγγραφέας μ’ αυτό το βιβλίο μοιάζει να ξαναφτιάχνει τον γνωστό πράκτορα από την αρχή, να του δίνει ζωή στη νέα εποχή. Σε μια εποχή όπου τα σύνορα είναι αόρατα, η τεχνολογία αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού, και οι διαφορές ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς είναι πια δυσδιάκριτες.
     Όταν έγινε γνωστό ότι οι απόγονοι του Φλέμινγκ ανέθεσαν στον Ντίβερ να γράψει τη νέα περιπέτεια του Τζέιμς Μποντ, εκφράστηκαν αρκετές επιφυλάξεις. Ο συγγραφέας όμως όχι μόνο δεν τους απογοήτευσε, αλλά ίσως και να τους χάρισε το καλύτερο βιβλίο της σειράς, όπως ομολογούν οι ίδιοι οι βρετανοί: «Κανείς δεν έκανε καλύτερη δουλειά απ’ αυτόν», γράφει η Evening Standard, ενώ η Τέλεγκραφ επισημαίνει ότι ο «Ντίβερ είναι καλύτερος στην πλοκή από τον Φλέμινγκ» και «μας αποκαλύπτει έναν Μποντ με περισσότερη Σερλοκική νοημοσύνη από τον πρωτότυπο». Η Sunday Express αρκείται στο να αναφέρει ότι «το πάντρεμα» των δυο τους «μοιάζει να είναι φτιαγμένο στον ουρανό», και να προβλέψει ότι «απ’ αυτό το βιβλίο θα προκύψει μια εξαιρετική ταινία».
     Η περιπέτεια αρχίζει όταν ο Μποντ εμποδίζει την ανατίναξη ενός τρένου με τοξικά κατάλοιπα, το οποίο ταξιδεύει με προορισμό το Νόβι Σαντ στη Σερβία. Πίσω από την ματαιωμένη επίθεση κρύβεται, σύμφωνα με όλα τα στοιχεία, ένας ιρλανδός κακοποιός ονόματι Νίαλ Νταν, ο οποίος διακρίνεται τόσο για το λαμπρό του μυαλό, όσο και για το γεγονός ότι είναι αδίστακτος, αιμοσταγής. Αυτός λοιπόν, προτού αφήσει τον τόπο του εγκλήματος και ξεφύγει μέσα από τα δάχτυλα του Μποντ, θα σπείρει μερικά πτώματα. Ανάμεσά τους θα είναι και αυτό ενός νεαρού αστυνομικού, αδελφού μέλους των μυστικών υπηρεσιών της Σερβίας, κάτι που θα βάλει τον 007 σε μεγάλους μπελάδες, τόσο στην αρχή, αφού αναγκάζεται ν’ αναχωρήσει εσπευσμένα από τη χώρα, όσο και στο μέλλον.
     Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, ο έμπειρος πράκτορας, συνεχίζει να ασχολείται με την υπόθεση, η οποία όπως θα ανακαλύψει κρύβει τρομακτικές διαστάσεις καθώς, πίσω από τον Νταν, μοιάζει να κρύβεται ένας μεγαλοεπιχειρηματίας, ονόματι Χάιντ, με σκοτεινά συμφέροντα. Ωστόσο ο Μποντ, σαν πράκτορας της ΜΙ6, δεν έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει με την ίδια ελευθερία που διαθέτει στο εξωτερικό, κι έτσι αναγκάζεται να συνεργαστεί με ένα πράκτορα από την ΜΙ5, ο οποίος διακρίνεται περισσότερο για τον αυτοθαυμασμό παρά για τις επιδόσεις του. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται από την πρώτη στιγμή μια αμοιβαία αντιπάθεια, που δεν έχει τόσο να κάνει με τον ανταγωνισμό των υπηρεσιών στις οποίες εργάζονται, όσο με την αντίληψή τους για τη δουλειά. Αρχίζουν λοιπόν να βάζουν ο ένας τρικλοποδιές στον άλλο, κάτι και που δε βοηθά και πολύ στην υπόθεση, που τώρα μοιάζει να κολυμπά στα βαθιά νερά της τρομοκρατίας. Σύντομα ωστόσο ο Μποντ θ’ αναχωρήσει από το Λονδίνο, ακολουθώντας τον Νταν και το αφεντικό του, με προορισμό αρχικά το Ντουμπάι και μετά τη Νότιο Αφρική, όπου θα παιχτεί και η τελευταία πράξη του δράματος. Μέχρι να γίνει φυσικά αυτό, θα πέσουν πολλοί πυροβολισμοί, θα ακουστούν αρκετές εκρήξεις και οι βότκες-μαρτίνι και οι μοιραίες γυναίκες θα έχουν την τιμητική τους, όπως και οι συζητήσεις για τη γεωπολιτική κατάσταση στο σύγχρονο κόσμο. Κάπου μάλιστα, σε μια επίδειξη ίσως γνώσεων, ο συγγραφέας θα κάνει και μια αναφορά στην κλοπή του πτώματος του πρώην κύπριου προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου από τον τάφο του.
     Ο Τζέφρι Ντίβερ παραδίδει για μια ακόμη φορά στους αναγνώστες ένα συναρπαστικό θρίλερ με αρκετές ανατροπές, αλλά με κάπως περιορισμένη, σε σχέση με τα άλλα του βιβλία, δράση. Υιοθετώντας με ιδιαίτερη ευχέρεια το βρετανικό ύφος γραφής, ασχολείται ιδιαίτερα με τους εσωτερικούς κόσμους των ηρώων του, και ο Μποντ που μας αποκαλύπτει θυμίζει λιγότερο αυτόν των ταινιών και περισσότερο τον Τζέισον Μπορν, κάποιον δηλαδή που δεν πατάει τη σκανδάλη δίχως δεύτερη σκέψη. Δίνει επίσης πιο πολύ βάρος στις διανοητικές παρά στις σωματικές ικανότητες του ήρωά του, καθώς η μάχη που αυτός δίνει με τον Νταν μοιάζει μ’ ένα παιχνίδι σκάκι, όπου ο κάθε παίκτης προσπαθεί να προβλέψει ανά πάσα στιγμή την επόμενη κίνηση του αντιπάλου του.
     Το ερώτημα που θέτουν τώρα οι οπαδοί του Φλέμινγκ, αλλά και του 007, είναι: ποιος θα αναλάβει να γράψει το επόμενο βιβλίο; Ο Ντίβερ έχει ξαφνικά ανεβάσει τον πήχη πολύ ψηλά και θα είναι πολύ δύσκολο για κάποιον να τον ξεπεράσει. Πάντως αν η επιλογή ήταν δική μου θα παρέδιδα τη σκυτάλη, δίχως δεύτερη σκέψη, στον Ντέιβιντ Μπαλτάτσι, που και πείρα από Ευρώπη έχει, αλλά και που ξέρει πολύ καλά πως να φτιάχνει μεγάλες περιπέτειες και να σκιαγραφεί βαθιά διαταραγμένους ή μη χαρακτήρες.
     Όπως και να ’χει, αυτή ίσως να είναι η πρώτη φορά που ανυπομονώ να δω τη νέα ταινία του Μποντ. Του Τζέφρι Μποντ…

Saturday, June 18, 2011

Miyuki Miyabe – Crossfire

Αγορά από το Book Depository

 Η Μιγιούκι Μιγιάμπε είναι η μεγάλη κυρία της σύγχρονης ιαπωνικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Τα βιβλία της πουλάνε χιλιάδες αντίτυπα, ενώ μεταφράζονται το ένα μετά το άλλο στα αγγλικά και σε άλλες γλώσσες. Αν δεν κάνω λάθος στα ελληνικά κυκλοφορεί μοναχά το All She Was Worth με τον τίτλο «Η πύρινη άμαξα». Την παρουσίασή του μπορείτε να τη βρείτε στη διπλανή στήλη.
     Στο ανά χείρας τώρα. Η νεαρή και όμορφη Τζάνκο Αόκι γεννήθηκε με το δώρο ή την κατάρα της πυροκίνησης. Μπορεί, δηλαδή, απλά με τη δύναμη της θέλησής της ν’ ανάβει φωτιές. Εξαιτίας του χαρίσματός της ζει μια μοναχική ζωή, αφού δεν τολμά να αποκαλύψει σε κανέναν το μυστικό της, μια και πολύ πιθανόν να έθετε σε κίνδυνο όποιον τον πλησίαζε. Ωστόσο όσο περνά ο καιρός, τόσο αυξάνεται και η δύναμή της με αποτέλεσμα να νιώθει την ανάγκη να την εκτονώνει όλο και πιο συχνά. Ρίχνει μερικές εκκενώσεις στη μπανιέρα της, ανάβει κερά και τσιγάρα με τη σκέψη της, αλλά αυτά δεν είναι αρκετά. Έτσι, κάθε τόσο, επισκέπτεται ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, όπου υπάρχει μια μεγάλη δεξαμενή, και εκτονώνει εκεί την ενέργειά της. Στην τελευταία της ωστόσο επίσκεψη τα πράγματα δε θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, αφού καθώς είναι έτοιμη να βάλει φωτιά στα νερά, ακούει κάποιους να μπαίνουν στο κτήριο. Κρύβεται και τους παρακολουθεί, αλλά όχι για πολύ αφού, όπως σύντομα θ’ αντιληφθεί, σκοπός τους είναι να σκοτώσουν έναν νεαρό και να θάψουν το πτώμα του εκεί. Λίγο προτού αρχίσει να τους πλησιάζει, με σκοπό να εμποδίσει τα σχέδιά τους, ένας απ’ αυτούς την εντοπίζει, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει μια σκηνή πανικού: ρίχνει τις φωτιές της και καίει τρεις απ’ αυτούς, αλλά ο τέταρτος προλαβαίνει να πυροβολήσει τόσο αυτήν όσο και τον άντρα που έσυραν εκεί μέσα, και να διαφύγει. Η Τζάνκο, φτάνει έρποντας κοντά του, κι εκείνος με την τελευταία του ανάσα της λέει ότι έχουν απαγάγει και την κοπέλα του. Οργισμένη όσο ποτέ άλλοτε, αποχωρεί όπως όπως από τη σκηνή του εγκλήματος, αποφασισμένη να βρει τον τέταρτο άντρα και να τον σκοτώσει, σώζοντας την ίδια ώρα τη ζωή της άγνωστης γυναίκας. Όχι, οι δολοφονίες που ήδη διέπραξε κι αυτή που σχεδιάζει δεν την ενοχλούν καθόλου, αφού δεν τις θεωρεί εκδίκηση, αλλά απονομή δικαιοσύνης. Δεν είναι εξάλλου η πρώτη φορά που παίρνει το νόμο στα χέρια της. «Όποιος προσκολλάται στο κακό με δική του ελεύθερη επιλογή είναι κακός κι ο ίδιος», σκέφτεται. Η ίδια δεν είναι, αφού χρησιμοποιεί τις δυνάμεις της για το καλό, για να ξαλαφρώσει την κοινωνία από τα διάφορα αποβράσματά της.
     Καθώς συμβαίνουν όλ’ αυτά μια ντετέκτιβ της πυροσβεστικής, που είχε διερευνήσει στο παρελθόν ένα παρόμοιο περιστατικό αρχίζει, με τη βοήθεια ενός ιδιόρρυθμου συναδέλφου της, μια έρευνα για ν’ ανακαλύψει ποιος ή ποιοι κρύβονται πίσω απ’ αυτές τις απανθρακώσεις. Ο άντρας της μιλάει για την πυροκίνηση, αλλά δεν μπορεί να χωρέσει στο μυαλό της η ιδέα, τη θεωρεί ένα κακόγουστο αστείο. Κι ας όλα δείχνουν ότι αυτή αποτελεί απτή πραγματικότητα, κι όχι μια απλή θεωρία.
     Η Τζάνκο είναι μία από τις καλά «δουλεμένες» ηρωίδες της αστυνομικής λογοτεχνίας. Καθώς παρακολουθούμε τον αγώνα της να επιβιώσει σ’ ένα κόσμο σκληρό, μεταμορφώνοντας το κακό σε καλό, τις μεγάλες πτώσεις και απογοητεύσεις της, τις προδοσίες που υπέστηκε και τις τύψεις που κουβαλά από ένα μακρινό παρελθόν, δεν μπορούμε παρά να τη συμπαθήσουμε. Αν μας θυμίζει κάποια ηρωίδα της δυτικής λογοτεχνίας αυτή είναι η Λισμπέθ Σαλάντερ του Στιγκ Λάρσον. Το μόνο που η Μιγιάμπε είναι πολύ καλύτερη συγγραφέας απ’ τον τελευταίο, και έτσι τα ψυχολογικά της πορτραίτα ξεπερνούν σε επιδεξιότητα τα δικά του.
     Ανυπομονώ να πάρω στα χέρια μου και τα άλλα βιβλία της.

Friday, June 17, 2011

Ray Bradbury – Fahrenheit 451

Αγορά από το Book Depository

Δεν μπορώ να πω ότι είμαι οπαδός της επιστημονικής φαντασίας, αν και καταβροχθίζω άνετα τα βιβλία που έχουν να κάνουν με κόσμους δημιουργημένους από τη λογοτεχνία του φανταστικού. Η Ε.Φ. με δυσκολεύει κάπως μια και είναι ένα κάπως δύστροπο είδος, το οποίο απαιτεί υπερβολική προσοχή, προσοχή που προς το παρόν δεν διαθέτω. Ή ίσως απλά να φταίει το γεγονός ότι είμαι τεμπέλης.
     Ωστόσο, κάποια βιβλία από το παρελθόν, που δεν έχουν να κάνουν με πλανήτες έξω από το ηλιακό μας σύστημα, παράξενα όντα, διαστημόπλοια κτλ, μπορώ και τα διαβάζω με ευχαρίστηση. Ένα απ’ αυτά τα βιβλία είναι και το κλασικό πια Φάρεναϊτ 451 του Ρέι Μπράντμπερι.
     Τα γεγονότα που περιγράφονται εδώ διαδραματίζονται μάλλον στο δικό μας χθες (τη δεκαετία του ΄90), σε μια δυστοπική και ηδονιστική κοινωνία, όπου η κριτική σκέψη και τα βιβλία είναι απαγορευμένα. Ο πρωταγωνιστής της, ο Γκι Μοντάγκ, είναι πυροσβέστης, κάτι που σημαίνει ότι δουλειά του είναι να καίει βιβλία, αφού λόγω της τεχνολογίας δεν υπάρχουν πλέον εύφλεκτα υλικά και οι μόνες φωτιές που απειλούν τους ανθρώπους είναι αυτές που βάζουν τα μέλη της πυροσβεστικής.
     Ο Γκι, αν και ένας πολύ πιστός στις αρχές του τόπου του άντρας, τώρα τελευταία νιώθει παράξενα, σαν να μην του αρέσει και πολύ αυτό που κάνει. Πού και πού νιώθει να ακροβατεί πάνω από μια καταστροφική, για τον ίδιο, άβυσσο. Και το κακό είναι ότι δεν μπορεί να μιλήσει σε κανένα. Η γυναίκα του είναι μια ψυχή άβουλη, που τα μόνα πράγματα που χαίρεται στη ζωή είναι οι τρεις τοίχοι του σπιτιού της, που είναι ολόκληροι τηλεοράσεις, και το να κουτσομπολεύει με τις γειτόνισσες. Όσο για φίλους, δεν έχει. Οι μοναδικές του σχέσεις είναι με τους συνάδελφούς του και φυσικά δεν θα μπορούσε ποτέ να εκφράσει σ’ αυτούς τις σκέψεις και τις απορίες του.
     Μια τυχαία συνάντηση στο δρόμο όμως θα ξυπνήσει τελικά το θηρίο. Ένα θηρίο που πάντα υπήρχε κάπου βαθιά κρυμμένο μέσα του και τώρα θα βγει στο φως, αποφασισμένο να κάνει τη δική του επανάσταση. Το όνομα της σπίθας που άναψε τη φλόγα είναι Κλαρίς. Πρόκειται μια νεαρή γειτόνισσά του, που σύμφωνα με τις κακές γλώσσες είναι τρελή. Κι αυτό αφού της αρέσει να μυρίζεται τα πράγματα, να κοιτά τα πράγματα και να περπατά όλη νύχτα, σε αντίθεση δηλαδή με τους υπόλοιπους ανθρώπους, των οποίων οι ζωές περιστρέφονται γύρω από την τηλεόραση. Η Κλαρίς λοιπόν, από την πρώτη στιγμή θ’ αρχίσει να του κάνει παράξενες ερωτήσεις, οι οποίες θα τον φέρουν σε δύσκολη θέση, αφού του είναι αδύνατο να τις απαντήσει. Οι απορίες και απόψεις της θα ταράξουν συθέμελα τον κόσμο του και από τη μια στιγμή στην άλλη θα αντιληφθεί ότι δεν είναι ευτυχισμένος. Η κοπέλα φεύγοντας πήρε μαζί της τη μάσκα του.
     Από εκείνη τη στιγμή, σιγά σιγά αλλά σταθερά, αρχίζει να γλιστράει προς την ανυπακοή και την επανάσταση. Διαβάζει βιβλία, αμφισβητεί τις αποφάσεις των ανωτέρων του, τα βάζει με τη γυναίκα του και απεγνωσμένα πια φαίνεται ν’ αναζητεί να βρει τη σωτηρία της ψυχής σ’ ένα κόσμο όπου η λέξη Διανοούμενος θεωρείται βλάσφημη.
     Η συμπεριφορά του δεν θα αργήσει να κινήσει τις υποψίες των αρχών, και σύντομα θα μεταμορφωθεί από κυνηγό σε κυνηγημένο, ένα θήραμα εν αναμονή του θανάτου. Αντί όμως να τον τυλίξει στον ιστό του ο τρόμος, για πρώτη φορά στη ζωή του θ’ αρχίσει να ονειρεύεται, κι αυτό θα τον κάνει λίγο πολύ ευτυχισμένο.
     Στη διάρκεια της μεγάλης απόδρασης θα συναντήσει και κάποιες άλλες ψυχές που σκέφτονται σαν και κείνον και διά μέσω τους θ’ ανακαλύψει ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι θα υπάρχουν και βιβλία. Ή, αν προτιμάτε, ότι οι άνθρωποι είναι τα βιβλία. Το χαρτί μπορεί να καίγεται, τα κείμενα όμως μένουν. Και μεταδίδονται από γενιά σε γενιά. Πάντα γινόταν αυτό και πάντα θα γίνεται.
     Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, την καταστροφική πολλές φορές εξάρτησή μας από την τεχνολογία και για όλα όσα έχουμε να χάσουμε αν χαθούν τα βιβλία. Αξίζει να διαβαστεί απ’ τον καθένα, είτε του αρέσει η επιστημονική φαντασία είτε όχι.


Wednesday, June 15, 2011

Harlan Coben – Live Wire

Αγορά από το Book Depository


Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που διάβασα κάποιο μυθιστόρημα του Χάρλαν Κόμπεν, αλλά ακόμη θυμάμαι τον αγαπημένο του ήρωα, τον ατζέντη Μάιρον Μπολιτάρ, που τον περισσότερό του χρόνο τον ξοδεύει υποδυόμενος τον ντετέκτιβ.
     Σ’ αυτό το μυθιστόρημα ο Μάιρον θα μπει σε μεγάλους μπελάδες, όταν θα αναλάβει να βοηθήσει μια πελάτη του, την πρώην τενίστρια και νυν ιδιοκτήτρια ακαδημίας τένις, Σουζ (Suzze) Τ. να φτιάξει τα πράγματα στη ζωή της. Η τελευταία είναι έγκυος και πατέρας του παιδιού είναι ο επίσης πελάτης του Μάιρον, μουσικός Λέξ Ράιντερ, ή τουλάχιστον έτσι λέει αυτή, αφού κάποιος έχει διαφορετική γνώμη την οποία και αναρτά στο προφίλ της στο φέισμπουκ. Ο Λεξ, που τη διαβάζει, εξαφανίζεται ξαφνικά από προσώπου γης και τώρα ο καλός ατζέντης καλείται να ανακαλύψει πού βρίσκεται, αλλά και το πρόσωπο που κρύβεται πίσω από την ανάρτηση. Με τη βοήθεια της συνέταιρού του, Εσπεράντζα, δεν θα δυσκολευτεί καθόλου να κάνει το πρώτο, κι ας χάσει τ’ αχνάρια του άντρα στη συνέχεια. Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη υπόθεση όμως, κάθε άλλο παρά απλή θα αποδειχτεί, αφού το άτομο που έκανε το κακόβουλο σχόλιο είναι η γυναίκα του αδελφού του, Κίτι, την οποία είχε να συναντήσει δεκάξι χρόνια.
     Όταν τη βλέπει, έστω κι από μακριά και για μια μόνο στιγμή, σ’ ένα κλαμπ, αναστατώνεται και μέσα του γεννιούνται πολλά ερωτήματα: Πότε επέστρεψε στην χώρα και στην πόλη; Τι έψαχνε εκεί; Και πού ήταν ο αδελφός του; Είχε μήπως κυλήσει και πάλι στα ναρκωτικά; Η τυχαία αυτή συνάντηση ξυπνά μέσα του παλιούς εφιάλτες, μνήμες πικρές, και με το πείσμα που τον διακρίνει, θέλει να μάθει από πρώτο χέρι τι ακριβώς συμβαίνει. Ωστόσο, αρχικά τουλάχιστον, δεν θα τα καταφέρει, αφού με τη βοήθεια των μπράβων του κλαμπ, η Κίτι θα καταφέρει κι αυτή, όπως κι ο Λεξ, να του ξεφύγει.
     Όσο περισσότερο ψάχνει τις δύο υποθέσεις ο Μάιρον, τόσο περισσότερο περιπλέκονται τα πράγματα. Κτυπάει πόρτες που δεν ανοίγουν, θέτει ερωτήματα που δεν παίρνουν τις απαντήσεις τους, οδηγείται από το ένα αδιέξοδο στο άλλο. Κάτι που ξεκινά σαν μια απλή έρευνα, καταλήγει σ’ ένα θρίλερ καταδίωξης, που οδηγεί σε πολλές ανατροπές και το οποίο βγάζει πολλά μυστικά και ψέματα στην επιφάνεια. Ο Μάιρον, θύμα και θύτης την ίδια ώρα, θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του, θα συγκρουστεί για μια ακόμη φορά με τη νύφη του, θα τα βάλει με όλους και με όλα ώστε η αλήθεια, η όποια αλήθεια να βγει στο φως. Στη διάρκεια της διαδρομής θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με μπράβους, μπάτσους, έμπορους ναρκωτικών και τα τσιράκια τους, και για να τα φέρει βόλτα θα επιστρατεύσει τους φίλους του: Την Εσπεράντζα, την υπερμεγέθη γραμματέα του Μπιγκ Σίντι (που με το κεφάλι κατεβασμένο και τους ώμους κυρτούς μοιάζει με Βολκσβάγκεν Μπιτλ) και τον Γουίν, έναν σωματώδη εκατομμυριούχο επιχειρηματία, που του αρέσει να μπλέκεται σε καυγάδες και να πυροβολεί, και ο οποίος αυτή την εποχή διατηρεί ερωτικές σχέσεις με δύο ασιάτισσες αεροσυνοδούς, τις Γιου και Μι!
     Αυτό το βιβλίο διαβάζεται άνετα σε μια καθισιά, αφού ο συγγραφέας κρατάει με επιδεξιότητα το ενδιαφέρον ζωντανό από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα, κάνει τον αναγνώστη πολλές φορές να ξεκαρδιστεί με τα αστεία του, ενώ σε μια ιστορία σκληρή όπως κι αυτή, κατορθώνει να ενσωματώσει και κάποια στοιχεία έρωτα, αλλά και πραγματικής ανθρωπιάς. Και δεν χαρίζεται στον ήρωά του. Τού ρίχνει όταν και όπου χρειάζεται τα χαστούκια που του αξίζουν. Η αστυνομική λογοτεχνία στα καλύτερά της.


Διαβάστε ακόμη: The Final Detail

Monday, June 13, 2011

Hunter S. Thompson – Fear and Loathing in Las Vegas


Ένα κλασικό βιβλίο της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας, το οποίο γράφτηκε, σε δύο μέρη, το 1971 για λογαριασμό του περιοδικού Rolling Stone και κυκλοφόρησε σε ένα τόμο το 1972.
     Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε αυτή την παραισθησιογόνα ιστορία από δύο ταξίδια που πραγματοποίησε στην πόλη του Λας Βέγκας, παρέα με το δικηγόρο του Όσκαρ Ζέτα Ακόστα. Αποστολή του Τόμπσον ήταν να γράψει ένα άρθρο για τον Ρούμπεν Σάλαζαρ, ένα γνωστό δημοσιογράφο, που σκοτώθηκε από την αστυνομία στη διάρκεια μιας διαδήλωσης. Δραττόμενος της ευκαιρίας, αποφάσισε να καλύψει επίσης το ετήσιο ράλι της ερήμου Μιντ 400.
     Στο βιβλίο δεν γίνεται καμία αναφορά στο πρώτο γεγονός, αλλά εκτενείς αναφορές στο δεύτερο. Ωστόσο η πλοκή του μυθιστορήματος είναι υποτυπώδης, μια και ο συγγραφέας μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο να μας μιλήσει για τα ναρκωτικά και τις επιδράσεις τους στον ανθρώπινο οργανισμό, παρά να μας πει μια ιστορία.
     Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο δημοσιογράφος Ραούλ Ντιουκ και ο δικηγόρος του Δρ. Γκόντζο, ξεκινούν από το Λος Άντζελες με μια κατακόκκινη νοικιασμένη Chevy με προορισμό το Λας Βέγκας, ώστε να καλύψει ο πρώτος για ένα περιοδικό το ράλι της ερήμου. Το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου τους είναι γεμάτο με κάθε είδους ναρκωτικά, που χρησιμοποιούν καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής και τα οποία ξεπλένουν κάθε τόσο με μπίρες. Φτάνοντας στην πόλη, συνεχίζουν να μαστουρώνουν, να πίνουν, αλλά και να δημιουργούν προβλήματα για τους εαυτούς τους και για τους άλλους. Θεωρούν την παραμονή τους εκεί μια μοναδική ευκαιρία για να πειραματιστούν με τα λεφτά των άλλων. Έτσι καταναλώνουν τόνους αλκοόλ, LSD, αιθέρα, κοκαΐνη, μεσκαλίνη και κάνναβη και επιδίδονται ξανά και ξανά σε διάφορα παραισθησιογόνα ταξίδια. Πολλές φορές ο αναγνώστης δεν μπορεί να ξεχωρίσει που σταματά η πραγματικότητα και που ξεκινά η φαντασία, καθώς κάθε παρά ευδιάκριτος είναι ο κόσμος μέσα από το βλέμμα του αφηγητή.
     Όπως και νάχει, αφού θα τα κάνουν όλα λίμπα και θα δημιουργήσουν ένα σωρό χρέη θ’ αποφασίσουν να το σκάσουν. Πρώτος την κάνει ο δικηγόρος αεροπορικώς, αλλά προτού προλάβει να τον ακολουθήσει ο φίλος του με το αυτοκίνητο, άλλη μία ευκαιρία θα έρθει να τους χτυπήσει την πόρτα: σύντομα θα ανοίξει τις εργασίες της στην πόλη μια διάσκεψη για τη δίωξη των ναρκωτικών, κι αυτοί προσλαμβάνονται για να την καλύψουν. Ο Ντιουκ, με το που το ακούει αυτό αναρωτιέται πόσα και τι είδους ναρκωτικά θα αναγκαστεί να πάρει για να αντέξει τη διάσκεψη και προτού περάσει και πολύς καιρός θα επιδοθεί και πάλι, συντροφιά με τον Δρ. Γκόντζο σε νέα πολύχρωμα ταξίδια.
     Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που δεν σηκώνουν, κατά την ταπεινή μου άποψη, κριτική. Κάποιος το διαβάζει και είτε το απολαμβάνει είτε όχι. Εγώ το απόλαυσα επειδή μού χάρισε αρκετά χαμόγελα με τα καμώματα των πρωταγωνιστών του. Αλλά αν με ρωτούσε κανείς κατά πόσο θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου, θα απαντούσα χωρίς δεύτερη σκέψη: όχι!

Saturday, June 11, 2011

Sōseki Natsume – I Am a Cat II


Ο γνωστός γάτος του Σόσεκι συνεχίζει με τις περιπέτειές του και μας χαρίζει πολλές στιγμές απολαυστικής ανάγνωσης. Σημειώνουμε ότι αυτός είναι ο δεύτερος τόμος μιας τριλογίας. Τον πρώτο και τον τρίτο δεν τους διαβάσαμε ακόμη απλά επειδή δεν έπεσαν ακόμη στα χέρια μας.
     Το βιβλίο αυτό το «καταβρόχθισα» σε μια μέρα, απλά και μόνο επειδή δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Ο καλός ιάπωνας συγγραφέας με το εύρος των γνώσεων, αλλά και με το χιούμορ του με κράτησε καθηλωμένο στη θέση μου, και με το μακρύ αόρατο χέρι του με ανάγκαζε πού και πού να κουνώ με κατανόηση το κεφάλι, και άλλοτε να ξεσπώ σε γέλια. Και άλλοι έχουν γράψει ιστορίες με πρωταγωνιστές τα ζώα, αλλά αυτός ο γάτος είναι όλα τα λεφτά.
     Καταρχήν είναι φιλόσοφος: «Η παραξενιά δεν είναι παρά μόνο κάποιου είδους οφθαλμαπάτη, δημιουργημένη από την εξαιρετικά μακράς διάρκειας προοπτική του χρόνου». «Οι άνθρωποι με τη δική τους ελεύθερη βούληση αναλαμβάνουν περισσότερες υποχρεώσεις από όσες μπορούν να αντέξουν, και μετά παραπονιούνται επειδή είναι φοβερά πολυάσχολοι». Μετά είναι είρωνας: «Φυσικά μέσα στο κρανίο του, βαθιά κάτω από την πιτυρίδα, πολύ πιθανόν να στροβιλίζονται συμπαντικές αλήθειες, μέσα σε μια καταιγίδα λυσσαλέων πυρκαγιών…». «Σε σύγκριση με κάποιον σαν και μένα, που αγχώνομαι με την παγκόσμια κατάσταση και θρηνώ για την κατάντια της εποχής μας, αυτό το κορίτσι μοιάζει πραγματικά σα νήπιο». «Πρέπει να αγαπάτε ο ένας τον άλλο για όσο καιρό εξυπηρετεί τα προσωπικά σας συμφέροντα». «Μπαίνω στον πειρασμό να εισηγηθώ ότι η ανθρώπινη ιστορία δεν είναι μια ιστορία σάρκας, κόκκαλων και αίματος, αλλά ένα απλό χρονικό ενδυμασιών» Γίνεται σαρκαστικός με τους ιάπωνες και το μιμητισμό τους, αφού δεν μπορούν να κυκλοφορούν γυμνοί στα πάρκα: «Όχι γιατί δεν μπορεί να γίνει αυτό, αλλά απλά επειδή δεν το κάνουν οι ευρωπαίοι».
     Ένας γάτος σαΐνι λοιπόν, που κρίνει αμείλικτα την ιαπωνική κοινωνία, που αρέσκεται να ακούει φιλοσοφικές συζητήσεις και να γελά με την ποίηση που γράφουν οι φίλοι του αφεντικού του, που κάνει απόπειρες να γίνει… πραγματικός γάτος, κυνηγώντας στην αρχή μάταια νυφίτσες και στη συνέχεια με επιτυχία σκαθάρια, ακρίδες και αλογάκια της Παναγίας, που ανακαλύπτει σκοτεινά μυστικά και αναλογίζεται τη βλακεία των ανθρώπων.
     Ο συγγραφέας μέσω του ιδιόρρυθμου αφηγητή του μας ταξιδεύει σε ένα μικρόκοσμο, κλεισμένο στο περίτεχνο κλουβί του, και αδύναμο να παρακολουθήσει τα γεγονότα που συμβαίνουν έξω από την πόρτα του. Οι ήρωές του, πέρα από το γάτο μας, μοιάζουν λίγο πολύ να περνούν απλά μέσα απ’ αυτό τον κόσμο, δίχως να τον αντιλαμβάνονται. Ο καθηγητής που γίνεται όλο και πιο φτωχός και που τα βάζει όλο και πιο συχνά με τη γυναίκα του και την άγνοιά της. Ο λαμπρός νέος, που ετοιμάζεται να παντρευτεί μια νέα γυναίκα, μόλις τελειώσει τη… μελέτη του, η οποία ίσως να του πάρει και είκοσι χρόνια, μα που έχει ήδη γράψει θεατρικό έργο – ένα μονόπρακτο… χαϊκού. Ένας κεφάτος τύπος που καταφθάνει πάντα στο σπίτι απρόσκλητος και φουντώνει τις συζητήσεις και που καταβροχθίζει δεκάδες πιάτα στην καθισιά του. Κάποιος άλλος που γράφει μια ποιητική συλλογή για την ίδια νέα που αναφέραμε πιο πάνω, αλλά που δεν τα πάει και πολύ καλά με τις αφιερώσεις.
     Κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου κρύβει και μια μικρή έκπληξη, κάθε έκπληξη κι ένα χαμόγελο. Συστήνεται σαν αγχολυτικό.

Friday, June 10, 2011

Hugh Laurie – The Gun Seller


Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που γέλασα τόσο διαβάζοντας ένα βιβλίο. Ίσως όταν καταβρόχθισα το Making History του Stephen Fry. Ίσως και όχι. Πάντως ο Πωλητής Όπλων του γνωστού μας Δρ Χάουζ, Χιου Λόρι, είναι ένα από εκείνα τα μυθιστορήματα που δεν παίρνουν τίποτα στα σοβαρά, ακόμη και τον εαυτό τους. Κι αυτό ακριβώς είναι που το κάνει να ξεχωρίζει.
     Όσοι παρακολουθείτε τη γνωστή τηλεοπτική σειρά θα αγαπήσετε αυτό το βιβλίο, αφού ο House είναι… ο House. Το ίδιο καταλυτικό χιούμορ, η ίδια ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός, που είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ιδιόρρυθμου γιατρού, διατρέχουν από την αρχή μέχρι το τέλος αυτό το κείμενο, κάτι που μας αναγκάζει να αναρωτηθούμε κατά πόσο οι σεναριογράφοι εφηύραν μια τηλεοπτική περσόνα από το πουθενά, ή κατά πόσο ο Χάουζ δεν αποτελεί παρά αντανάκλαση του ηθοποιού που τον υποδύεται.
     Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Κάποιος προσπαθεί να προσλάβει τον πρώην στρατιωτικό Τόμας Λανγκ για να δολοφονήσει έναν έμπορο όπλων, που ακούει στο όνομα Αλεξάντερ Γουλφ. Ο Λανγκ αρνείται τη δουλειά, παρά το ότι θα του αποφέρει αρκετά λεφτά, για λόγους αρχής. Σπεύδει μάλιστα να προειδοποιήσει τον άντρα για την απειλή. Όταν ωστόσο φτάνει στο σπίτι του, δεν τον βρίσκει εκεί. Αντί αυτού τον υποδέχεται ένας σωματώδης τύπος, ο οποίος υποθέτει ότι είναι εκείνος που προσέλαβαν στη θέση του για να σκοτώσει τον Γουλφ. Μετά από μια μεγάλης διάρκειας πάλη καταφέρνει να τον εξουδετερώσει, κι από εκείνη τη στιγμή ακριβώς αρχίζει το μαρτύριό του, αφού στην υπόθεση σύντομα μπλέκονται οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, το βρετανικό υπουργείο άμυνας και διάφοροι άλλοι, σχετικοί και άσχετοι. Ανάμεσά τους και η κόρη του Γουλφ, η ελκυστική Σάρα, την οποία ο Λανγκ ερωτεύεται.
     Όσο περνά ο καιρός τόσο περισσότερο περιπλέκονται τα πράγματα, αφού την όλη υπόθεση μοιάζει να καλύπτει ένας αόρατος ιστός από μυστικά και ψέματα. Κανείς δεν μοιάζει να είναι αυτός που φαίνεται, όλοι διαθέτουν κρυφές ατζέντες, και το χρήμα είναι αυτό που σε τελική ανάλυση ορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού. Ο Λανγκ βρίσκοντας τον εαυτό του ουσιαστικά σε αδιέξοδο αναγκάζεται να παίξει το παιχνίδι και -σε μια παρωδία των αστυνομικών μυθιστορημάτων- να αποδώσει δικαιοσύνη. Τον ακολουθούμε καθώς διαβαίνει τους δρόμους του Λονδίνου, πετάγεται για ένα φεγγάρι στην Πράγα, και πηγαίνει για σκι και για μια μικρή δολοφονία στις Άλπεις, προτού καταλήξει στο Μαρακές, όπου θα δοθεί και η τελική λύση. Τον βλέπουμε επίσης να κόβει βόλτες υψηλού κινδύνου με μια μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού, καθώς και με ένα σπορ αμάξι, που οδηγεί μια όμορφη γυναίκα, γεγονός που τον κάνει να νιώθει ότι «ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα σε μια μεταφορά», όπως λέει.
     Το κείμενο είναι διανθισμένο με δεκάδες ατάκες που βγάζουν πολύ και αυθόρμητο γέλιο, ενώ το κάθε κεφάλαιο ανοίγει με δυο-τρεις γραμμές, επί το πλείστον «κουφές», γραμμένες ή ειπωμένες από κάποιους άλλους, ακόμη κι από τον Μικ Τζάγκερ.
     Δεκαπέντε χρόνια μετά από την κυκλοφορία του, το βιβλίο αυτό μοιάζει να περιγράφει ένα κόσμο που δεν διαφέρει σε τίποτα απ’ αυτόν του σήμερα.
     Όπως διαβάσαμε κάπου, ο συγγραφέας το είχε υποβάλει στον εκδότη για ανάγνωση με ψευδώνυμο, αφού όντας ήδη διάσημος δεν ήθελε να εκμεταλλευτεί τη φήμη του, αλλά όταν εγκρίθηκε τελικά, αποφασίστηκε να χρησιμοποιήσει το κανονικό του όνομα, ώστε να βοηθήσει τις πωλήσεις. Είτε έτσι είτε αλλιώς αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που συστήνουμε ανεπιφύλακτα και με το χέρι στην καρδιά. Αν τον εκδίδαμε εμείς θα σας δίναμε και εγγύηση επιστροφής χρημάτων αν δεν σας άρεσε. Τόσο πολύ το απολαύσαμε.

Wednesday, June 8, 2011

Dennis Lehane – Moonlight Mile


Κάποια πράγματα δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ. Και κάποιες πράξεις δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ. Με μια απ’ αυτές τις πράξεις από το παρελθόν τους έρχονται αντιμέτωποι σ’ αυτό το μυθιστόρημα οι ιδιωτικοί ντετέκτιβ Πάτρικ Κέντζι και Άντζι Τζεννάρο.
     Δώδεκα χρόνια πριν τους είχε προσλάβει η Μπεατρίς ΜακΚρίτι για να βρουν την τετράχρονη ανιψιά της Αμάντα, που είχε απαχθεί από κάποιους άγνωστους. Οι δυο τους έφεραν εις πέρας την αποστολή τους με επιτυχία, κι έτσι η Αμάντα αναγκάστηκε να επιστρέψει στο σπίτι της για να μεγαλώσει κάτω από ακατάλληλες συνθήκες, υπό την εποπτεία ή μη μιας εντελώς φευγάτης μητέρας, που είχε μόνιμα τα μυαλά στα κάγκελα. Αντίθετα η οικογένεια στην οποία είχε παραδοθεί το παιδί από τους απαγωγείς το αγαπούσαν στ’ αλήθεια, το φρόντιζαν, του εξασφάλιζαν μια καλή ζωή. Δεν είχαν ιδέα για το έγκλημα που προηγήθηκε της υιοθεσίας, κι όμως τιμωρήθηκαν σκληρά γι’ αυτό. Όπως τιμωρήθηκε και η ίδια η μικρή, αφού έζησε για λίγο μέσα στην ευδαιμονία προτού τη γυρίσουν με το έτσι θέλω πίσω στην ιδιωτική της κόλαση.
     Οι Πάτρικ και Άντζι, που είναι πια παντρεμένοι και έχουν και οι ίδιοι παιδί, νιώθουν ακόμη, τόσα χρόνια μετά, ένοχοι για το κακό που έκαναν στην Αμάντα – ειδικά ο πρώτος. Πιστεύει ότι της κατέστρεψε τη ζωή, κι ας προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι δεν είχε επιλογή: Το καθήκον του ήταν να την επιστρέψει στη μητέρα της. Για τα χάλια της όμως, εκείνος δεν έφερε καμία ευθύνη(;).
     Τώρα, καθώς προσπαθεί να τα φέρει βόλτα σε μια οικονομία που καταρρέει και να πιάσει μόνιμα δουλειά σε μια ασφαλιστική εταιρεία, θυμάται και πάλι τα παλιά. Το παρελθόν εξακολουθεί να τον κυνηγάει. Και το μυαλό του επιστρέφει ξανά και ξανά σε μια πολύ διαφορετική, αλλά κάπου παρόμοια υπόθεση, αφού οδήγησε στην καταστροφή κάποια γυναίκα που τον εμπιστεύτηκε όσο κανέναν, που πίστεψε ότι βρήκε σ’ αυτόν τον άνθρωπό της.
     Ο Πάτρικ είναι ευτυχισμένος και δυστυχισμένος την ίδια ώρα -ευτυχισμένος για την οικογένειά του, δυστυχισμένος για όλα τ’ άλλα- και σκέφτεται ότι όλοι έχουν τα ελαττώματά τους. Ακόμη κι ο καλύτερός του φίλος, ο Μπούμπα, ή μάλλον ειδικά αυτός: ένας ψυχάκιας που του αρέσει πρώτα να πυροβολεί και μετά να ρωτά, που έχει περισσότερες αμαρτίες από πολλές συμμορίες και κυβερνήσεις. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι αυτά που του προκαλούν χαρά, είναι πιότερα από εκείνα για τα οποία μετανιώνει.
     Μέχρι που επιστρέφει στη ζωή του η Αμάντα. Ή μάλλον η απουσία της. Η μικρή που γνώρισε όσο γνώρισε χρόνια πριν, εξαφανίζεται και πάλι απ’ το σπίτι και η αγαπημένη της θεία, εμφανίζεται από το πουθενά για να ζητήσει για μία ακόμη φορά τη βοήθειά του. Στην αρχή της αρνείται. Ύστερα όμως αλλάζει γνώμη. Μάλλον νιώθει την ανάγκη να εξιλεωθεί. Ίσως μάλιστα αυτή τη φορά καταφέρει να σώσει στ’ αλήθεια την Αμάντα, που στο πέρασμα του χρόνου έχει αλλάξει πολύ. Έχει μεταμορφωθεί πια σε μια εντυπωσιακή νέα γυναίκα, υψηλής νοημοσύνης, που μορφώνεται, δουλεύει, κάνει σχέδια για το μέλλον – κάποια την οποία όλοι σέβονται, μα κάπου φοβούνται κιόλας, αφού κανείς δεν μπορεί να την καταλάβει.
     Οι Πάτρικ και Άντζι, ενώνουν για μία ακόμη φορά τις δυνάμεις τους, κι ακολουθούν μ’ επιμονή τα δυσδιάκριτα αχνάρια της, τα οποία θα τους οδηγήσουν σ’ επικίνδυνα μονοπάτια, όπου θα αντιληφθούν ότι τίποτα δεν είναι όπως ακριβώς φαίνεται. Θα γίνουν άθελά τους μαριονέτες σ’ ένα έργο που ακροβατεί ανάμεσα στη λογική και το παράλογο, στο οποίο οι βασικοί πρωταγωνιστές αλλάζουν αδιόρατα ρόλους, και όπου κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, ποιο το ψεύτικο και πιο το αληθινό.
     Ο Λεχέιν, τον οποίο είδαμε πρόσφατα να παίζει πόκερ στην τηλεοπτική σειρά Castle, φτιάχνει εδώ ένα θρίλερ χαρακτήρων, αν υπάρχει τέτοιος όρος. Οι άνθρωποι και τα ελαττώματά τους, οι δυνάμεις και οι αδυναμίες τους, η πονηριά και τα μυστικά τους, αυτά είναι που δίνουν πνοή στο λόγο. Η δράση δεν είναι και τόσο καταιγιστική, το αίμα δεν ρέει ασταμάτητα, εκτός από μια σκηνή κοντά στο τέλος, κι οι ανατροπές είναι λίγες. Κι όμως, το βιβλίο αυτό διαβάζεται γρήγορα, με κινηματογραφικούς ρυθμούς. Ο συγγραφέας μας παρασύρει αβίαστα στον κόσμο των ηρώων του και τα πολλά τους πάθη. Η τελική λύση, για τον φανατικό αναγνώστη της αστυνομικής λογοτεχνίας, δεν είναι και τόσο συνταρακτική, αλλά το γεγονός αυτό δεν στερεί κάτι απ’ το ταξίδι.

Από τον ίδιο συγγραφέα:


Monday, June 6, 2011

George R.R. Martin – A Game of Thrones

Άμεση αγορά από το Book Depository

Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που μπορούν να σε τρομοκρατήσουν με το μέγεθός τους και μόνο. Κι είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που όταν ξεκινήσεις να τα διαβάζεις πολύ δύσκολα τα παρατάς.
     Ο συγγραφέας δημιουργεί για τους σκοπούς της αφήγησης ένα τεράστιο μικρόκοσμο σε μια ακαθόριστη, σύμφωνα με τα δικά μας μέτρα, εποχή. Έναν κόσμο, που αν το καλοσκεφτεί κανείς δεν διαφέρει και πολύ από τον δικό μας, αφού και σε αυτόν γίνονται πόλεμοι, συνάπτονται ευκαιριακές συμμαχίες και οι προδοσίες και τα πισωμαχαιρώματα αποτελούν τον κανόνα. Όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου, που είναι το πρώτο σε μια σειρά μυθιστορημάτων, μέσα από τις σελίδες του βλέπουμε να παίζεται «Το παιχνίδι των θρόνων», ένα παιχνίδι το οποίο, όπως λέει και μία από τις βασικές πρωταγωνίστριες, είτε κερδίζεις... είτε πεθαίνεις.
     Όλα αρχίζουν όταν καταφθάνει στο Γουίντερφελ, ο βασιλιάς Ρόμπερτ Μπαράθιον. Σκοπός του ταξιδιού του, του πρώτου μετά από πολλά χρόνια, είναι να ζητήσει από τον γκαρδιακό του φίλο και παλιό συμπολεμιστή, Νεντ Σταρκ, να επιστρέψει μαζί του στην πρωτεύουσα των Εφτά Βασιλείων, το Κινγκς Λάντινγκ, και να γίνει το Δεξί του Χέρι, σε ό,τι αφορά τη διακυβέρνηση. Ο άντρας, που έκανε μέχρι τότε αυτή τη δουλειά, ο Τζον Άρρυν, πέθανε κάτω από ύποπτες συνθήκες. Σύμφωνα με την αδελφή της γυναίκας του Σταρκ, Λάισα, δολοφονήθηκε από τη βασίλισσα Σερσέι. Η τελευταία είναι μια αδίστακτη γυναίκα που ανήκει στον αριστοκρατικό οίκο των Λάννιστερ, και είναι αποφασισμένη να κάνει ό,τι περνά από το χέρι της ώστε να καθίσει κάποια μέρα στο θρόνο ο κακομαθημένος της γιος Τζόφρι. Αρωγό στις προσπάθειές της αυτές έχει ολόκληρη την οικογένειά της, την πιο πλούσια σ’ ολόκληρη τη χώρα, αλλά γνωρίζει πολύ καλά ότι για να μπορέσει κάποια μέρα ο Τζόφρι να κυβερνήσει πρέπει να συνάψει τις απαραίτητες συμμαχίες. Έτσι δίνει τη συγκατάθεσή της στον αρραβώνα του με την κόρη του Σταρκ, Σάνσα. Και τότε ακριβώς είναι που το Παιχνίδι των Θρόνων αρχίζει. Ένα παιχνίδι που αναπόφευκτα κάποια μέρα θα οδηγήσει σε αιματοχυσία.
     Αυτά όμως δεν είναι τα μόνο πράγματα που συμβαίνουν στη χώρα, αφού όπως όλα δείχνουν το μακρύ καλοκαίρι που απολάμβαναν μέχρι τώρα οι κάτοικοί της σύντομα θα φτάσει στο τέλος του, κι όλοι είναι σίγουροι ότι ο επερχόμενος -και σύμφωνα με τις προβλέψεις- μακρύς χειμώνας που θα ακολουθήσει, θα φέρει μαζί του κάποιο αδιευκρίνιστο κακό. Έχουν ήδη αρχίσει να φτάνουν στους άρχοντες του τόπου αναφορές ότι κάποιοι είδαν διάφορα παράξενα όντα να τριγυρνούν στα δάση της χώρας, ενώ στο πιο βορινό σημείο της, εκεί όπου βρίσκεται το Τείχος, το οποίο ουσιαστικά προστατεύει τον κόσμο αυτό, από κάποιους αόρατους εχθρούς, συμβαίνουν όλο και πιο παράξενα, όλο και πιο μακάβρια πράγματα. Λες και κάποιος άνοιξε τις πύλες της κόλασης και επέτρεψε στους νεκρούς να επιστρέψουν και πάλι στη γη.
     Μια μικρή αναταραχή όμως επικρατεί και στην ανατολή στα μέρη της άγριας φυλής των Ντοθράκι καθώς ο αρχηγός της παντρεύεται την Ντανέρις, που ανήκει στην οικογένεια των Δράκων, τα μέλη της οποίας έχουν συγγενική σχεδόν σχέση με τα μυθικά αυτά όντα. Την κοπέλα παρέδωσε στον Καλ Ντρόγο, ο αδελφός της, Βισέρις, ο οποίος ελπίζει ότι με τη βοήθεια αυτών των άγριων ανθρώπων θα καταφέρει ν’ αποκτήσει και το Στέμμα, το οποίο δικαιωματικά του ανήκει. Ωστόσο το όνειρό του κάθε άλλο παρά εύκολα θα γίνει πραγματικότητα.
     Ο συγγραφέας μοιάζει να ζωγραφίζει με δεξιοτεχνία ένα τεράστιο καμβά και να του δίνει ζωή. Τα περιστατικά διαδέχονται το ένα το άλλο, οι προδοσίες είναι στην ημερήσια διάταξη, οι απογοητεύσεις και τα διλήμματα αποτελούν τον κανόνα, ενώ όταν φτάνει η ώρα η δράση κορυφώνεται σχεδόν νωχελικά, αφού τελικά εκείνο που μοιάζει τελικά να έχει περισσότερη σημασία είναι το παρασκήνιο. Ένα παρασκήνιο που οδηγεί σε τετελεσμένα γεγονότα, τα οποία ανατρέπουν συχνά-πυκνά τη μια ή την άλλη βεβαιότητα.
     Το μεγάλο ατού του βιβλίου ωστόσο, θα λέγαμε ότι, είναι οι χαρακτήρες του: Η μικρή Αρία, κόρη του Σταρκ, η οποία όπως από την πρώτη στιγμή καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι προορισμένη για τα μεγάλα σαλόνια, αλλά για τα πεδία των μαχών (σε κάποιο σημείο ο πατέρας της τής περιγράφει το μελλοντικό της γάμο μ’ ένα πρίγκιπα, κι αυτή του απαντά ότι δε μιλάει για κείνην, αλλά για την αδελφή της, Σάνσα). Ο Τύριον Λάννιστερ, ο νάνος δίδυμος αδελφός του εκθαμβωτικού και ρωμαλέου Τζέιμι, το μοναδικό μέλος της οικογένειάς του, που μοιάζει να διαθέτει ένα ίχνος ανθρωπιάς μέσα του και που σίγουρα δεν του λείπει ο αυτοσαρκασμός και το χιούμορ («Οι άνθρωποι με φωνάζουν Το Διαβολάκι», λέει κάπου, σε μια πόρνη. «Οι άνθρωποι με φωνάζουν… συχνά», απαντά εκείνη). Η βασίλισσα Σερσέι, ο ορισμός της λέξης σκύλα. Η πεισματάρα και περήφανη Κέιτλιν Τάλι, γυναίκα του Νεντ. Ο ίδιος, ο τίμιος Νεντ, που υποστηρίζει ότι εκείνος που επιβάλλει την ποινή πρέπει και να την εκτελεί. Ο Γιον, ο μπάσταρδος γιος του Νεντ, που οδηγείται εθελοντικά στην άκρη του κόσμου, αφού αναγνωρίζει ότι γι’ αυτόν δεν υπάρχει στον κόσμο όπου μεγάλωσε καμία ελπίδα. Ο χοντρός βασιλιάς Ρόμπερτ, που ξέρει να γελάει δυνατά. Η Ντανέρις, την οποία βλέπουμε να μεταμορφώνεται από ένα άβουλο κορίτσι σε μια πραγματική βασίλισσα. Ο περήφανος Ντρόγο, που παραμένει πιστός στις αρχές και τις δεισιδαιμονίες του, μέχρι που ένα γεγονός φέρνει τα πάνω κάτω στη ζωή του…
     «Το παιχνίδι των θρόνων» δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο, αλλά είναι σίγουρα ένα βιβλίο απολαυστικό, μια μεγάλη περιπέτεια από την οποία δεν απουσιάζουν οι λογοτεχνικές αρετές, και που μας ταξιδεύει βήμα το βήμα σ’ ένα κόσμο αλλιώτικο, όπου ζουν αρκετά πλάσματα φτιαγμένα από τη φαντασία του δημιουργού, διαμορφωμένο από γεγονότα που αντανακλούν τη δική μας πραγματικότητα.
     Η τηλεοπτική σειρά μπορώ να πω ότι συνέλαβε απόλυτα το πνεύμα αυτού του έργου, κάτι που σπάνια συμβαίνει. Οι σεναριογράφοι παραμένοντας όσο πιο πολύ γίνονταν πιστοί στα γεγονότα που περιγράφονται, έκαναν ελάχιστες αλλαγές, οι οποίες εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τη ροή της αφήγησης.
     Διαβάστε το βιβλίο και δείτε τη σειρά. Αξίζουν και τα δύο τον κόπο.

Saturday, June 4, 2011

Edogawa Rampo – Japanese Tales of Mystery & Imagination


Αγορά από το Book Depository

Ο Ράμπο, που πέθανε το 1965, ήταν φανατικός φίλος της λογοτεχνίας του Έντγκαρ Άλαν Πόε, γι’ αυτό και όταν άρχισε να γράφει τις δικές του ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει σα λογοτεχνικό ψευδώνυμο το όνομα του τελευταίου, όπως ακριβώς προφέρεται στα γιαπωνέζικα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χιράι Ταρό και θεωρείται ο προπάτορας της λογοτεχνίας μυστηρίου στη χώρα του.
     Η παρούσα συλλογή, που περιλαμβάνει εννιά διηγήματα, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1956 και δυστυχώς οι υπεύθυνοι του εκδοτικού οίκου δε φρόντισαν να την εμπλουτίσουν μ’ ένα νέο πρόλογο ή κάποιο μικρό έστω δοκίμιο. Όχι πώς η δουλειά του μεταφραστή,  James B. Harris, κρίνεται ανεπαρκής αλλά, όπως και να το κάνουμε, οι αναγνώστες του 2011 απαιτούν κάτι καλύτερο από μια απλή ανατύπωση.
     Με διαφορετικά θέματα καταπιάνονται αυτές οι ιστορίες και έτσι δεν είναι και τόσο εύκολο να ξεχωρίσει κανείς κάποια, αφού στο τέλος είναι όλα θέμα γούστου. Εκείνες ωστόσο που μας έμειναν πιο βαθιά αποτυπωμένες στο μυαλό είναι οι: The Human Chair με την οποία ανοίγει η συλλογή και The Traveler με την οποία κλείνει. Στην πρώτη παρακολουθούμε τις περιπέτειες ενός επιπλοποιού που ειδικεύεται στο να φτιάχνει πολυθρόνες πολυτελείας. Είναι τόσο ερωτευμένος με τη δουλειά του, που κάποια στιγμή αποφασίζει να… ενσωματώσει τον εαυτό του μέσα σε μια από αυτές. Αρχικά τη και τον μεταφέρουν σ’ ένα ξενοδοχείο, όπου επιδίδεται σε κλοπές, αλλά και σε αδιακρισίες εις βάρος των ανύποπτων γυναικών και μετά στο σπίτι μιας συγγραφέως την οποία ερωτεύεται με πάθος, ένα πάθος που επιφυλάσσει μεγάλες εκπλήξεις. Στη δεύτερη έχουμε μια τυχαία συνάντηση σ’ ένα τρένο. Ένας ταξιδιώτης γνωρίζει ένα ηλικιωμένο άντρα που του αφηγείται μια απίστευτη ιστορία. Του λέει πώς ο αδελφός του εξαφανίστηκε από προσώπου γης για να ζήσει με μια γυναίκα μέσα σ’ ένα πίνακα.
     Ένας άντρας φυτοζωεί σε μια αγροικία, μετά τον τραυματισμό του στο μέτωπο της Μαντζουρίας, που του στοίχισε και τα τέσσερα άκρα του. Η γυναίκα του ζει ένα καθημερινό μαρτύριο μ’ αυτό το απομεινάρι άντρα, που πολλές φορές δε διστάζει να βασανίσει ανελέητα, και το οποίο στα μάτια της μοιάζει με μια κιτρινισμένη κάμπια. Αυτή είναι η ιστορία του The Caterpillar.
     Το The Psychological Test καταπιάνεται με τα έργα και τις ημέρες ενός φοιτητή που σχεδιάζει το τέλειο έγκλημα. Σκοτώνει μια πλούσια χήρα και σίγουρος καθώς είναι για τις πνευματικές του ικανότητες, παραδίδει στην αστυνομία τα λεφτά που της έκλεψε, αφού σε περίπτωση που δεν τα ζητήσει κανείς θα γίνουν νόμιμα δικά του. Ωστόσο τα πράγματα θα πάρουν μια διαφορετική τροπή απ’ αυτή που περιμένει.
     Ένας άντρας και μία γυναίκα κάθονται και συζητούν στην κορυφή ενός λόφου για το τέλειο έγκλημα που έχουν διαπράξει και νιώθουν πραγματικά περήφανοι για τον εαυτό τους. Κάποιος απ’ αυτούς όμως έχει μια κρυφή ατζέντα. Αυτά στο διήγημα The Cliff.
     Μια ιστορία που θυμίζει στ’ αλήθεια Πόε ή ίσως και Κάφκα είναι το The Hell of Mirrors. Σ’ αυτήν παρακολουθούμε ένα νεαρό κληρονόμο να οδηγείται σιγά σιγά προς την απόλυτη παράνοια, καθώς αποκτά μια εμμονή με τα κάτοπτρα. Μια εμμονή που θα τον φέρει μέχρι τα άκρα και στα όρια της ολοκληρωτικής καταστροφής αφού, «στην προσπάθειά του ν’ ανοίξει τις πύλες της απαγορευμένης γνώσης… προκάλεσε την οργή των θεών…»
     Ένας άντρας λίγο προτού εκτελεστεί εξομολογείται τα εγκλήματά του σ’ ένα ιερωμένο, στο διήγημα The Twins. Σ’ αυτόν αποκαλύπτει κι ένα τρομερό μυστικό που έχει σχέση με το δίδυμο αδελφό του.
     Μπόρχες θυμίζει το The Red Chamber. Εφτά άντρες συναντιούνται σ’ ένα κόκκινο δωμάτιο κι ανταλλάζουν ιστορίες τρόμου. Ο νεώτερος απ’ αυτούς τους λέει ότι σκότωσε σχεδόν εκατόν άτομα και περιγράφει μερικές απ’ αυτές τις δολοφονίες, οι περισσότερες εκ των οποίων δεν ήταν παρά έντεχνα σκηνοθετημένα δυστυχήματα. Το καλύτερο ωστόσο το κρατάει για το τέλος.
     Two Crippled Men, δύο σακάτηδες δηλαδή, γνωρίζονται σε μια επαρχιακή πόλη, όπου παραθερίζουν, και ο ένας απ’ αυτούς αφηγείται την τραγική του ιστορία: πάντοτε έκανε εγκλήματα στον ύπνο του, συνήθως κλοπές, αλλά κάποτε έφτασε στο σημείο να σκοτώσει εν τη άγνοιά του. Ή όχι;
     Το Japanese Tales of Mystery & Imagination είναι μια αξιόλογη συλλογή διηγημάτων του φανταστικού, που θα ικανοποιήσει τους φίλους του είδους – ειδικά αυτούς που εντρυφούν στους κλασικούς συγγραφείς. Ίσως για τη σημερινή εποχή, της υπερβολής, να φαίνονται λίγο παρωχημένες αυτές οι ιστορίες, αλλά είμαστε σίγουροι ότι μια σύγχρονη μετάφραση θα μπορούσε να ωφελήσει πολύ τα κείμενα και ν’ αναδείξει εκ νέου τις όποιες αρετές τους.

Friday, June 3, 2011

Michael Connelly – The Fifth Witness


Αγορά από το  Book Depository

Βασικός πρωταγωνιστής στο νέο μυθιστόρημα του Μάικλ Κόνελι είναι ο «Δικηγόρος της Λίνκολν» (μόλις κυκλοφόρησε και σε ταινία), Μίκι Χάλερ. Ο Χάλερ, ένας επιτυχημένος δικηγόρος υπεράσπισης, ο οποίος στην προηγουμένη μας συνάντηση μαζί του είχε αναλάβει το ρόλο του εισαγγελέα, ζει στο Λος Άντζελες, μια πόλη όπου το έγκλημα χτυπάει τα ρέστα του.
     Οι πελάτες του είναι ή μάλλον ήταν συνήθως καθάρματα, που η παρανομία ήταν η ζωή τους, και τα οποία κατάφερνε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να ξελασπώσει. Το μόνο που η οικονομική κρίση επηρέασε ακόμη και αυτούς, έτσι ο Χάλερ, για να τα φέρει βόλτα, αναγκάζεται να αλλάξει ειδικότητα. Τώρα το βασικό πεδίο δράσης του είναι οι κατασχέσεις σπιτιών. Αναλαμβάνει τις υποθέσεις ανθρώπων που κινδυνεύουν να χάσουν την περιουσία τους, λόγω της αδυναμίας τους να εξοφλήσουν τους λογαριασμούς τους στις τράπεζες. Οι Κατασχέσεις είναι ένας τομέας που έχει πολλή ψωμί σήμερα στις ΗΠΑ και ο καλός δικηγόρος, μέσω των αγγελιών του από δω κι από κει, καταφέρνει να μαζέψει πολλούς πελάτες. Τόσους πολλούς μάλιστα, που για πρώτη φορά θα προσλάβει και συνεργάτη: μια νεαρή δικηγόρο, που μόλις βγήκε από τη σχολή, και η οποία σύμφωνα με το ένστικτό του, έχει λαμπρό μέλλον μπροστά της.
     Η πρώτη πελάτισσά του είναι η Λίσα Τραμέλ, μια γυναίκα της οποίας η ζωή εκτροχιάστηκε ολοκληρωτικά, όταν η οικονομία κατέρρευσε. Ο άντρας της έφυγε και την άφησε στα κρύα του λουτρού, να προσπαθεί να σώσει ένα σπίτι και να μεγαλώσει ένα παιδί. Η Τραμέλ ξεκινά μια εκστρατεία διαμαρτυρίας εναντίον των τραπεζών και σιγά σιγά αρχίζει να τραβάει πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας. Το μόνο που όλη αυτή η προβολή θα της στοιχίσει ακριβά, καθώς όταν ένα στέλεχος της τράπεζας στην οποία είναι υποθηκευμένο το σπίτι της βρεθεί νεκρό, η αστυνομία θα τη συλλάβει αμέσως. Κάτι το ό,τι της είχαν απαγορεύσει την προσέλευση στο κτήριο, κάτι οι απειλές της, κάτι η επιμονή της, όλα αυτά την καθιστούν κύρια ύποπτο για τη δολοφονία. Έτσι ο Χάλερ, από τη μια στιγμή στην άλλη, θα περάσει και πάλι στον αγαπημένο του τομέα δράσης, θα αναλάβει την υπεράσπισή της. Δεν έχει ιδέα αν είναι αθώα ή ένοχη, δε θέλει να ξέρει κιόλας, αλλά θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να τη σώσει. Το θέμα όμως είναι: θέλει αυτή η ίδια να σώσει τον εαυτό της; Αυτό αναρωτιέται πού και πού ο δικηγόρος, ο οποίος όσο περνά ο καιρός τόσο λιγότερο την εμπιστεύεται, μέχρι που φτάνει στο σημείο να σκέφτεται ότι: «δουλεύω για λογαριασμό μιας πελάτισσας, που δε μου αρέσει, και την οποία άρχισα να απεχθάνομαι».
     Το βιβλίο αυτό δεν είναι τόσο ένα δικαστικό δράμα, όσο μια ιστορία φιλοδοξιών: ενός δικηγόρου να κερδίσει τη δίκη της χρονιάς, μιας εισαγγελέως που δε διστάζει να χρησιμοποιήσει βρώμικα μέσα για να προωθήσει την καριέρα και να πετύχει τους στόχους της, μιας γυναίκας που αρέσκεται να τραβά πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας, ενός άντρα που φτάνει στα άκρα ώστε να περάσει το δικό του.
     Ο Κόνελι μας χαρίζει ένα βιβλίο που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα, παρά το «δύσκολο» θέμα του. Η δράση είναι συνεχής, οι ανατροπές εντός και εκτός δικαστηρίου ακολουθούν η μια την άλλη, τα ερωτικά και υπαρξιακά αδιέξοδα των ηρώων του βγαίνουν στην επιφάνεια ανεμπόδιστα, φέρνοντας στο φως μια άλλη όψη της καθημερινότητάς τους. Ίσως αυτό να είναι το καλύτερό του μυθιστόρημα από τον καιρό του Ποιητή.
     Αν κάποιοι από εσάς παρακολουθείτε την αστυνομική σειρά Castle σίγουρα θα τον έχετε δει να παίζει πόκερ με τον πρωταγωνιστή και τον Ντένις Λεχέιν πρόσφατα, με τον Ντιν Κουντζ και τον Τζέιμς Πάτερσον παλαιότερα.
Επίσης από τον ίδιο:

Wednesday, June 1, 2011

Αλέξης Σταμάτης – Ζωή

 Αυτή είναι μια νουβέλα που υποδύεται το θεατρικό έργο ή και αντίστροφα. Ή ίσως και να είναι ένα δράμα δωματίου όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο.
     Τα γεγονότα που περιγράφονται εδώ διαδραματίζονται στη διάρκεια μίας μόλις νύχτας. Ένας φίλος από το παρελθόν επιστρέφει και οι γνωστοί του ετοιμάζονται να τον υποδεχτούν στο σπιτικό τους. Το μόνο που δεν είναι και τόσο ευπρόσδεκτος, αφού τα μέλη της οικογένειας έχουν κάποιες μεγάλες διαφορές μαζί του, οι οποίες καθιστούν τη συνάντηση γι’ αυτούς μία δοκιμασία.
     Ο Αντρέας είναι ένας αχαΐρευτος άντρας, που έχει ωστόσο τον τρόπο του με τις γυναίκες. Καταφέρνει πάντα, με κάποιο τρόπο, να τις παίρνει με το μέρος του, χωρίς να σκέφτεται ούτε στιγμή τα προβλήματα που θα μπορούσε να δημιουργήσει. Ανάμεσα στις κατακτήσεις του ήταν και η Ζωή, η οικοδέσποινά του, κάτι που γνωρίζει ο άντρας της, ο Λυκούργος, ο οποίος όμως παρόλα αυτά δεν φαίνεται να έχει κανένα πρόβλημα να υποδεχτεί τον πρώτο στο σπίτι τους. Ετοιμάζει μάλιστα προς τιμήν του ένα μεγάλο δείπνο, μια και τυγχάνει δεινός μάγειρας. Η Ζωή από την άλλη είναι, λίγο ή πολύ, στον κόσμο της: μια γυναίκα αγοραφοβική, που νοιάζεται μοναχά για τον εαυτούλη της και την εμφάνισή της και η οποία εδώ και χρόνια γράφει ένα βιβλίο, που μάλλον δεν θα τελειώσει ποτέ.
     Καθώς ετοιμάζονται λοιπόν για τη μεγάλη βραδιά καταφθάνει στο σπίτι και η κόρη τους η Μάγια, η οποία έχει τη δική της ατζέντα, καθώς και η Αιμιλία, η επίσημη αγαπημένη του Λυκούργου, και η, κατά κάποιο τρόπο, γυναίκα για όλες τις δουλειές της Ζωής.
     Μέσα από τις σκέψεις και τις αναμνήσεις των πιο πάνω, αλλά και το ολοζώντανο παρόν του Αντρέα, θα ταξιδέψουμε στο χθες των πρωταγωνιστών, το γεμάτο μυστικά, τα οποία μόνο ένας απ’ αυτούς γνωρίζει στο σύνολό τους. Με εξαίρεση τον Λυκούργο, που είναι ο μόνος που μοιάζει να ξέρει που πατά και που πηγαίνει, οι υπόλοιποι φαίνονται να παραπαίουν ανάμεσα στις φοβίες και τις αναμνήσεις τους. Την παράσταση ωστόσο δεν την κλέβει αυτός, αλλά η Ζωή. Αυτή είναι στο επίκεντρο, κι ας αδυνατεί να κινήσει τα νήματα. Είναι μια γυναίκα ερωτευμένη με το πάθος, σκόρπια, μπερδεμένη, χαοτική, την οποία ενδιαφέρουν οι άλλοι μοναχά σαν εικόνες, ώστε να μπορεί να προβάλλει πάνω τους τα φαντάσματά της. Όπως διαβάζουμε κάπου, στις πρώτες σελίδες: «Είναι κάτι σαν ηθοποιός η Ζωή. Στη ζωή, όχι στη σκηνή», η οποία αντιμετωπίζει την αγάπη σαν κατόρθωμα.
     Παρόλα τα κουσούρια της όμως διαθέτει χιούμορ που σκοτώνει («Αχ, αυτή η Αιμιλία, δεν είναι ούτε καν δήθεν, τρίθεν είναι», έλεγε) και επιμένει να λέει πάντα την αλήθεια – μια συνήθεια που θα της κοστίσει κάποτε ακριβά.
     Οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές μοιάζουν να περιστρέφονται γύρω από τον αστερισμό της. Όλοι αδύναμοι. Όλοι υποτακτικοί της. Αυτή ορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού, αλλά δεν μπορεί να καθορίσει το αποτέλεσμά του. Έτσι, όταν κάποτε έρθει το τέλος, θα τη βρει απροετοίμαστη.
     Ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα και γρήγορα, σε μια καθισιά και χαρίζει στον αναγνώστη αρκετά χαμόγελα. Πολύ διαφορετικό από τα μεγάλα μυθιστορήματα του συγγραφέα, αλλά το ίδιο καλό με αυτά.

Διαβάστε επίσης:

Σκότωσε ό,τι αγαπάς 
Οδός Θησέως
Μητέρα Στάχτη
Βίλα Κομπρέ
Μπαρ Φλωμπέρ