Κάποια πράγματα δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ. Και κάποιες πράξεις δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ. Με μια απ’ αυτές τις πράξεις από το παρελθόν τους έρχονται αντιμέτωποι σ’ αυτό το μυθιστόρημα οι ιδιωτικοί ντετέκτιβ Πάτρικ Κέντζι και Άντζι Τζεννάρο.
Δώδεκα χρόνια πριν τους είχε προσλάβει η Μπεατρίς ΜακΚρίτι για να βρουν την τετράχρονη ανιψιά της Αμάντα, που είχε απαχθεί από κάποιους άγνωστους. Οι δυο τους έφεραν εις πέρας την αποστολή τους με επιτυχία, κι έτσι η Αμάντα αναγκάστηκε να επιστρέψει στο σπίτι της για να μεγαλώσει κάτω από ακατάλληλες συνθήκες, υπό την εποπτεία ή μη μιας εντελώς φευγάτης μητέρας, που είχε μόνιμα τα μυαλά στα κάγκελα. Αντίθετα η οικογένεια στην οποία είχε παραδοθεί το παιδί από τους απαγωγείς το αγαπούσαν στ’ αλήθεια, το φρόντιζαν, του εξασφάλιζαν μια καλή ζωή. Δεν είχαν ιδέα για το έγκλημα που προηγήθηκε της υιοθεσίας, κι όμως τιμωρήθηκαν σκληρά γι’ αυτό. Όπως τιμωρήθηκε και η ίδια η μικρή, αφού έζησε για λίγο μέσα στην ευδαιμονία προτού τη γυρίσουν με το έτσι θέλω πίσω στην ιδιωτική της κόλαση.
Οι Πάτρικ και Άντζι, που είναι πια παντρεμένοι και έχουν και οι ίδιοι παιδί, νιώθουν ακόμη, τόσα χρόνια μετά, ένοχοι για το κακό που έκαναν στην Αμάντα – ειδικά ο πρώτος. Πιστεύει ότι της κατέστρεψε τη ζωή, κι ας προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι δεν είχε επιλογή: Το καθήκον του ήταν να την επιστρέψει στη μητέρα της. Για τα χάλια της όμως, εκείνος δεν έφερε καμία ευθύνη(;).
Τώρα, καθώς προσπαθεί να τα φέρει βόλτα σε μια οικονομία που καταρρέει και να πιάσει μόνιμα δουλειά σε μια ασφαλιστική εταιρεία, θυμάται και πάλι τα παλιά. Το παρελθόν εξακολουθεί να τον κυνηγάει. Και το μυαλό του επιστρέφει ξανά και ξανά σε μια πολύ διαφορετική, αλλά κάπου παρόμοια υπόθεση, αφού οδήγησε στην καταστροφή κάποια γυναίκα που τον εμπιστεύτηκε όσο κανέναν, που πίστεψε ότι βρήκε σ’ αυτόν τον άνθρωπό της.
Ο Πάτρικ είναι ευτυχισμένος και δυστυχισμένος την ίδια ώρα -ευτυχισμένος για την οικογένειά του, δυστυχισμένος για όλα τ’ άλλα- και σκέφτεται ότι όλοι έχουν τα ελαττώματά τους. Ακόμη κι ο καλύτερός του φίλος, ο Μπούμπα, ή μάλλον ειδικά αυτός: ένας ψυχάκιας που του αρέσει πρώτα να πυροβολεί και μετά να ρωτά, που έχει περισσότερες αμαρτίες από πολλές συμμορίες και κυβερνήσεις. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι αυτά που του προκαλούν χαρά, είναι πιότερα από εκείνα για τα οποία μετανιώνει.
Μέχρι που επιστρέφει στη ζωή του η Αμάντα. Ή μάλλον η απουσία της. Η μικρή που γνώρισε όσο γνώρισε χρόνια πριν, εξαφανίζεται και πάλι απ’ το σπίτι και η αγαπημένη της θεία, εμφανίζεται από το πουθενά για να ζητήσει για μία ακόμη φορά τη βοήθειά του. Στην αρχή της αρνείται. Ύστερα όμως αλλάζει γνώμη. Μάλλον νιώθει την ανάγκη να εξιλεωθεί. Ίσως μάλιστα αυτή τη φορά καταφέρει να σώσει στ’ αλήθεια την Αμάντα, που στο πέρασμα του χρόνου έχει αλλάξει πολύ. Έχει μεταμορφωθεί πια σε μια εντυπωσιακή νέα γυναίκα, υψηλής νοημοσύνης, που μορφώνεται, δουλεύει, κάνει σχέδια για το μέλλον – κάποια την οποία όλοι σέβονται, μα κάπου φοβούνται κιόλας, αφού κανείς δεν μπορεί να την καταλάβει.
Οι Πάτρικ και Άντζι, ενώνουν για μία ακόμη φορά τις δυνάμεις τους, κι ακολουθούν μ’ επιμονή τα δυσδιάκριτα αχνάρια της, τα οποία θα τους οδηγήσουν σ’ επικίνδυνα μονοπάτια, όπου θα αντιληφθούν ότι τίποτα δεν είναι όπως ακριβώς φαίνεται. Θα γίνουν άθελά τους μαριονέτες σ’ ένα έργο που ακροβατεί ανάμεσα στη λογική και το παράλογο, στο οποίο οι βασικοί πρωταγωνιστές αλλάζουν αδιόρατα ρόλους, και όπου κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, ποιο το ψεύτικο και πιο το αληθινό.
Ο Λεχέιν, τον οποίο είδαμε πρόσφατα να παίζει πόκερ στην τηλεοπτική σειρά Castle, φτιάχνει εδώ ένα θρίλερ χαρακτήρων, αν υπάρχει τέτοιος όρος. Οι άνθρωποι και τα ελαττώματά τους, οι δυνάμεις και οι αδυναμίες τους, η πονηριά και τα μυστικά τους, αυτά είναι που δίνουν πνοή στο λόγο. Η δράση δεν είναι και τόσο καταιγιστική, το αίμα δεν ρέει ασταμάτητα, εκτός από μια σκηνή κοντά στο τέλος, κι οι ανατροπές είναι λίγες. Κι όμως, το βιβλίο αυτό διαβάζεται γρήγορα, με κινηματογραφικούς ρυθμούς. Ο συγγραφέας μας παρασύρει αβίαστα στον κόσμο των ηρώων του και τα πολλά τους πάθη. Η τελική λύση, για τον φανατικό αναγνώστη της αστυνομικής λογοτεχνίας, δεν είναι και τόσο συνταρακτική, αλλά το γεγονός αυτό δεν στερεί κάτι απ’ το ταξίδι.
Δώδεκα χρόνια πριν τους είχε προσλάβει η Μπεατρίς ΜακΚρίτι για να βρουν την τετράχρονη ανιψιά της Αμάντα, που είχε απαχθεί από κάποιους άγνωστους. Οι δυο τους έφεραν εις πέρας την αποστολή τους με επιτυχία, κι έτσι η Αμάντα αναγκάστηκε να επιστρέψει στο σπίτι της για να μεγαλώσει κάτω από ακατάλληλες συνθήκες, υπό την εποπτεία ή μη μιας εντελώς φευγάτης μητέρας, που είχε μόνιμα τα μυαλά στα κάγκελα. Αντίθετα η οικογένεια στην οποία είχε παραδοθεί το παιδί από τους απαγωγείς το αγαπούσαν στ’ αλήθεια, το φρόντιζαν, του εξασφάλιζαν μια καλή ζωή. Δεν είχαν ιδέα για το έγκλημα που προηγήθηκε της υιοθεσίας, κι όμως τιμωρήθηκαν σκληρά γι’ αυτό. Όπως τιμωρήθηκε και η ίδια η μικρή, αφού έζησε για λίγο μέσα στην ευδαιμονία προτού τη γυρίσουν με το έτσι θέλω πίσω στην ιδιωτική της κόλαση.
Οι Πάτρικ και Άντζι, που είναι πια παντρεμένοι και έχουν και οι ίδιοι παιδί, νιώθουν ακόμη, τόσα χρόνια μετά, ένοχοι για το κακό που έκαναν στην Αμάντα – ειδικά ο πρώτος. Πιστεύει ότι της κατέστρεψε τη ζωή, κι ας προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι δεν είχε επιλογή: Το καθήκον του ήταν να την επιστρέψει στη μητέρα της. Για τα χάλια της όμως, εκείνος δεν έφερε καμία ευθύνη(;).
Τώρα, καθώς προσπαθεί να τα φέρει βόλτα σε μια οικονομία που καταρρέει και να πιάσει μόνιμα δουλειά σε μια ασφαλιστική εταιρεία, θυμάται και πάλι τα παλιά. Το παρελθόν εξακολουθεί να τον κυνηγάει. Και το μυαλό του επιστρέφει ξανά και ξανά σε μια πολύ διαφορετική, αλλά κάπου παρόμοια υπόθεση, αφού οδήγησε στην καταστροφή κάποια γυναίκα που τον εμπιστεύτηκε όσο κανέναν, που πίστεψε ότι βρήκε σ’ αυτόν τον άνθρωπό της.
Ο Πάτρικ είναι ευτυχισμένος και δυστυχισμένος την ίδια ώρα -ευτυχισμένος για την οικογένειά του, δυστυχισμένος για όλα τ’ άλλα- και σκέφτεται ότι όλοι έχουν τα ελαττώματά τους. Ακόμη κι ο καλύτερός του φίλος, ο Μπούμπα, ή μάλλον ειδικά αυτός: ένας ψυχάκιας που του αρέσει πρώτα να πυροβολεί και μετά να ρωτά, που έχει περισσότερες αμαρτίες από πολλές συμμορίες και κυβερνήσεις. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι αυτά που του προκαλούν χαρά, είναι πιότερα από εκείνα για τα οποία μετανιώνει.
Μέχρι που επιστρέφει στη ζωή του η Αμάντα. Ή μάλλον η απουσία της. Η μικρή που γνώρισε όσο γνώρισε χρόνια πριν, εξαφανίζεται και πάλι απ’ το σπίτι και η αγαπημένη της θεία, εμφανίζεται από το πουθενά για να ζητήσει για μία ακόμη φορά τη βοήθειά του. Στην αρχή της αρνείται. Ύστερα όμως αλλάζει γνώμη. Μάλλον νιώθει την ανάγκη να εξιλεωθεί. Ίσως μάλιστα αυτή τη φορά καταφέρει να σώσει στ’ αλήθεια την Αμάντα, που στο πέρασμα του χρόνου έχει αλλάξει πολύ. Έχει μεταμορφωθεί πια σε μια εντυπωσιακή νέα γυναίκα, υψηλής νοημοσύνης, που μορφώνεται, δουλεύει, κάνει σχέδια για το μέλλον – κάποια την οποία όλοι σέβονται, μα κάπου φοβούνται κιόλας, αφού κανείς δεν μπορεί να την καταλάβει.
Οι Πάτρικ και Άντζι, ενώνουν για μία ακόμη φορά τις δυνάμεις τους, κι ακολουθούν μ’ επιμονή τα δυσδιάκριτα αχνάρια της, τα οποία θα τους οδηγήσουν σ’ επικίνδυνα μονοπάτια, όπου θα αντιληφθούν ότι τίποτα δεν είναι όπως ακριβώς φαίνεται. Θα γίνουν άθελά τους μαριονέτες σ’ ένα έργο που ακροβατεί ανάμεσα στη λογική και το παράλογο, στο οποίο οι βασικοί πρωταγωνιστές αλλάζουν αδιόρατα ρόλους, και όπου κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, ποιο το ψεύτικο και πιο το αληθινό.
Ο Λεχέιν, τον οποίο είδαμε πρόσφατα να παίζει πόκερ στην τηλεοπτική σειρά Castle, φτιάχνει εδώ ένα θρίλερ χαρακτήρων, αν υπάρχει τέτοιος όρος. Οι άνθρωποι και τα ελαττώματά τους, οι δυνάμεις και οι αδυναμίες τους, η πονηριά και τα μυστικά τους, αυτά είναι που δίνουν πνοή στο λόγο. Η δράση δεν είναι και τόσο καταιγιστική, το αίμα δεν ρέει ασταμάτητα, εκτός από μια σκηνή κοντά στο τέλος, κι οι ανατροπές είναι λίγες. Κι όμως, το βιβλίο αυτό διαβάζεται γρήγορα, με κινηματογραφικούς ρυθμούς. Ο συγγραφέας μας παρασύρει αβίαστα στον κόσμο των ηρώων του και τα πολλά τους πάθη. Η τελική λύση, για τον φανατικό αναγνώστη της αστυνομικής λογοτεχνίας, δεν είναι και τόσο συνταρακτική, αλλά το γεγονός αυτό δεν στερεί κάτι απ’ το ταξίδι.
Από τον ίδιο συγγραφέα:
No comments:
Post a Comment