Αγορά από το Book Depository
Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που απλά σε παρασύρουν με το μύθο τους. Μια ιστορία όπου δεν είναι και τόσο εύκολο να ξεχωρίσει κανείς το πραγματικό από το φανταστικό, όπου παραδόσεις και απτή πραγματικότητα πολλές φορές συγκρούονται ή και συνδέονται με μαγικό τρόπο. Η νεαρή του συγγραφέας κέρδισε γι’ αυτό το βραβείο Orange και προτού το διαβάσουμε απορούσαμε πως και συνέβηκε αυτό. Τώρα πια όχι. Σαν κάποιοι που ζούμε κοντά ή μέσα στο χώρο των Βαλκανίων, μπορούμε να νιώσουμε καλύτερα απ’ τον καθένα τις αλήθειες των ηρώων του, να απολαύσουμε τους μύθους του, να αναλογιστούμε την πρόσφατη ιστορία της περιοχής.
Ας ρίξουμε όμως τώρα μια ματιά στην πλοκή. Η Ναταλία όταν ήταν μικρή, συνήθιζε να πηγαίνει συχνά στο ζωολογικό κήπο με τον παππού της, να κάθονται μπροστά από το κλουβί με τις τίγρεις και να διαβάζουν «Το βιβλίο της ζούγκλας». Ο αγαπημένος ήρωας και των δυο ήταν, όπως θα περίμενε κανείς, ένας τίγρης, που έπαιρνε ζωή στη φαντασία της Ναταλίας. Αλλά αυτός δεν ήταν ο μοναδικός για τον οποίο της μιλούσε ο αγαπημένος της παππούς. Συχνά-πυκνά της έλεγε και την ιστορία ενός άλλου τίγρεως, που εμφανίστηκε δεκαετίες πριν στο χωριό Γκαλίνα, όπου μεγάλωσε. Το ζώο, με την ιδέα της ύπαρξής του και μόνο τρομοκρατούσε τους χωρικούς, κι ας οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν κατόρθωσαν να το δουν ποτέ. Οι μοναδικοί που δεν τον φοβούνταν ήταν μια νεαρή κωφάλαλη κοπέλα, που την πάντρεψε ο πατέρας της με το έτσι θέλω με τον βάρβαρο κρεοπώλη του χωριού και εκείνος ο ίδιος. Οι δυο τους θα συνάψουν, αμίλητα φυσικά, μια μυστική συμφωνία ώστε να προστατέψουν τον τίγρη από την κακία των ανθρώπων και η κοπέλα, αργά ή γρήγορα, και όχι τυχαία, θα πάρει το παρατσούκλι «Η γυναίκα του τίγρη».
Τα παράδοξα ωστόσο δεν σταματούν εδώ καθώς ο παππούς της έλεγε και για τις συναντήσεις του μ’ ένα απέθαντο άντρα, κάποιου είδους μάγο, ή ίσως και όχι. Ο Γκάβο είχε για ένα παράξενο λόγο τη δυνατότητα να διαβάζει στο κατακάθι του καφέ πότε θα πεθάνει κάποιος. Τριγυρνούσε λοιπόν από δω κι από κει, απαράλλακτος στο πέρασμα των χρόνων, προμηνύοντας για διάφορους ανθρώπους τη συνάντηση με τον μαύρο άρχοντα. Ο παππούς παρά τα όσα θ’ ακούσει απ’ αυτόν, ποτέ δε θα πιστέψει στις μαντικές του ικανότητες. Πολλές φορές όμως η πραγματικότητα ξεπερνά και την πλούσια φαντασία. Αν τον ρωτούσε κανείς τι κράτησε από τις συναντήσεις με τον Γκάβο θα του έλεγε ίσως αυτό τον αφορισμό: «Ο μεγαλύτερος φόβος είναι αυτός της αβεβαιότητας», αυτόν που φρόντιζε ο ίδιος να διαλύσει.
Η αφήγηση καλύπτει πολλές δεκαετίες και δύο πολέμους, και επικεντρώνεται κυρίως στο χθες, αλλά χωρίς να παραλείπει να αναφερθεί και στο σήμερα, και τα σύγχρονα παράδοξά του, καθώς συναντάμε τη Ναταλία, που είναι γιατρός πια, να ταξιδεύει με τη φίλη της Ζόρα στην ανύπαρκτη πόλη Μπρεγεβίνα, όπου θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σ’ ένα ορφανοτροφείο, τα χωράφια του οποίου σκάβουν πεισματικά τα μέλη μιας οικογένειας για να ανασύρουν ένα πτώμα, το οποίο όπως πιστεύουν τους έχουν καταραστεί όλους. Είναι καθοδόν προς το μέρος αυτό η Ναταλία, όταν πληροφορείται το θάνατο του παππού της. Ο γέρος έφυγε ξαφνικά για ένα ταξίδι για να καταλήξει σ’ ένα μέρος όχι και πολύ μακριά από όπου είναι εκείνη, όπου και πέθανε.
Μ’ αυτή την αφορμή η κοπέλα θυμάται τα παλιά, το χθες και το σήμερα συναντώνται και συγκρούονται, οι προκαταλήψεις βγαίνουν και πάλι στην επιφάνεια και η ιστορία μπλέκεται αναπόφευκτα μες τα πλοκάμια του μύθου.
Ένα καλογραμμένο βιβλίο, με ρέουσα αφήγηση, που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα. Αν κρίνουμε από το ντεμπούτο της θα λέγαμε ότι αυτή η συγγραφέας έχει πολλά να μας δώσει ακόμη. Το μέλλον θα δείξει κατά πόσο θα δικαιώσει τις προσδοκίες μας.
Ας ρίξουμε όμως τώρα μια ματιά στην πλοκή. Η Ναταλία όταν ήταν μικρή, συνήθιζε να πηγαίνει συχνά στο ζωολογικό κήπο με τον παππού της, να κάθονται μπροστά από το κλουβί με τις τίγρεις και να διαβάζουν «Το βιβλίο της ζούγκλας». Ο αγαπημένος ήρωας και των δυο ήταν, όπως θα περίμενε κανείς, ένας τίγρης, που έπαιρνε ζωή στη φαντασία της Ναταλίας. Αλλά αυτός δεν ήταν ο μοναδικός για τον οποίο της μιλούσε ο αγαπημένος της παππούς. Συχνά-πυκνά της έλεγε και την ιστορία ενός άλλου τίγρεως, που εμφανίστηκε δεκαετίες πριν στο χωριό Γκαλίνα, όπου μεγάλωσε. Το ζώο, με την ιδέα της ύπαρξής του και μόνο τρομοκρατούσε τους χωρικούς, κι ας οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν κατόρθωσαν να το δουν ποτέ. Οι μοναδικοί που δεν τον φοβούνταν ήταν μια νεαρή κωφάλαλη κοπέλα, που την πάντρεψε ο πατέρας της με το έτσι θέλω με τον βάρβαρο κρεοπώλη του χωριού και εκείνος ο ίδιος. Οι δυο τους θα συνάψουν, αμίλητα φυσικά, μια μυστική συμφωνία ώστε να προστατέψουν τον τίγρη από την κακία των ανθρώπων και η κοπέλα, αργά ή γρήγορα, και όχι τυχαία, θα πάρει το παρατσούκλι «Η γυναίκα του τίγρη».
Τα παράδοξα ωστόσο δεν σταματούν εδώ καθώς ο παππούς της έλεγε και για τις συναντήσεις του μ’ ένα απέθαντο άντρα, κάποιου είδους μάγο, ή ίσως και όχι. Ο Γκάβο είχε για ένα παράξενο λόγο τη δυνατότητα να διαβάζει στο κατακάθι του καφέ πότε θα πεθάνει κάποιος. Τριγυρνούσε λοιπόν από δω κι από κει, απαράλλακτος στο πέρασμα των χρόνων, προμηνύοντας για διάφορους ανθρώπους τη συνάντηση με τον μαύρο άρχοντα. Ο παππούς παρά τα όσα θ’ ακούσει απ’ αυτόν, ποτέ δε θα πιστέψει στις μαντικές του ικανότητες. Πολλές φορές όμως η πραγματικότητα ξεπερνά και την πλούσια φαντασία. Αν τον ρωτούσε κανείς τι κράτησε από τις συναντήσεις με τον Γκάβο θα του έλεγε ίσως αυτό τον αφορισμό: «Ο μεγαλύτερος φόβος είναι αυτός της αβεβαιότητας», αυτόν που φρόντιζε ο ίδιος να διαλύσει.
Η αφήγηση καλύπτει πολλές δεκαετίες και δύο πολέμους, και επικεντρώνεται κυρίως στο χθες, αλλά χωρίς να παραλείπει να αναφερθεί και στο σήμερα, και τα σύγχρονα παράδοξά του, καθώς συναντάμε τη Ναταλία, που είναι γιατρός πια, να ταξιδεύει με τη φίλη της Ζόρα στην ανύπαρκτη πόλη Μπρεγεβίνα, όπου θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σ’ ένα ορφανοτροφείο, τα χωράφια του οποίου σκάβουν πεισματικά τα μέλη μιας οικογένειας για να ανασύρουν ένα πτώμα, το οποίο όπως πιστεύουν τους έχουν καταραστεί όλους. Είναι καθοδόν προς το μέρος αυτό η Ναταλία, όταν πληροφορείται το θάνατο του παππού της. Ο γέρος έφυγε ξαφνικά για ένα ταξίδι για να καταλήξει σ’ ένα μέρος όχι και πολύ μακριά από όπου είναι εκείνη, όπου και πέθανε.
Μ’ αυτή την αφορμή η κοπέλα θυμάται τα παλιά, το χθες και το σήμερα συναντώνται και συγκρούονται, οι προκαταλήψεις βγαίνουν και πάλι στην επιφάνεια και η ιστορία μπλέκεται αναπόφευκτα μες τα πλοκάμια του μύθου.
Ένα καλογραμμένο βιβλίο, με ρέουσα αφήγηση, που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα. Αν κρίνουμε από το ντεμπούτο της θα λέγαμε ότι αυτή η συγγραφέας έχει πολλά να μας δώσει ακόμη. Το μέλλον θα δείξει κατά πόσο θα δικαιώσει τις προσδοκίες μας.
No comments:
Post a Comment