Αγορά από το Book Depository
Αυτό δεν είναι το πρώτο οικογενειακό δράμα που μας χαρίζει ο καλός συγγραφέας θρίλερ (προηγήθηκε το καταπληκτικό Wish You Well) και σίγουρα ελπίζουμε ότι δεν θα είναι το τελευταίο.
Είναι εκπληκτική, θα λέγαμε, η ευκολία που ο Μπαλτάτσι μεταπηδά από το ένα είδος στο άλλο. Από τη μια έχουμε εκπαιδευμένους δολοφόνους, θεωρίες συνομωσίας, δράση πολλών οκτανίων, κι από την άλλη αφηγήσεις τρυφερές, λίγο ή και πολύ μελαγχολικές, που όμως και πάλι διαβάζονται με κομμένη την ανάσα. Περιττό να σας πω ότι και αυτό το βιβλίο το διάβασα, παρά το θέμα του, σε μια καθισιά, αφού ο συγγραφέας κατόρθωσε να κρατήσει το ενδιαφέρον ζωντανό από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.
Η ιστορία αρχίζει με τον Τζακ Άρμστρονγκ, ένα βετεράνο των πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, καθηλωμένο στο κρεβάτι του πόνου, να αργοπεθαίνει στο σπίτι του στο Κλήβελαντ. Ό,τι δεν κατόρθωσαν να κάνουν οι σφαίρες των εχθρών και οι βόμβες, το κάνει μια μυστηριώδης αρρώστια, από την οποία οι ελπίδες να επιβιώσει είναι ανύπαρκτες. Στο πλάι του, η αγαπημένη του γυναίκα Λίζι, την οποία παντρεύτηκε πολύ νέος, και οι δύο του γιοι Τζάκι, δύο χρόνων και Κόρι, δώδεκα χρόνων, που μοιάζουν λίγο πολύ συμβιβασμένοι με την ιδέα του θανάτου του. Απουσιάζει όμως ουσιαστικά η κόρη του Μισέλ, ή Μίκι, όπως χαϊδευτικά την αποκαλούν, που καθώς φαίνεται δεν ξέρει πώς να χειριστεί την κατάσταση, γι’ αυτό και αποφασίζει να απομακρυνθεί από κοντά του. Εγκλωβισμένος νύχτα μέρα στο κρεβάτι ο Τζακ, αναλογίζεται τη μέχρι τότε ζωή του και ξοδεύει τις τελευταίες μέρες πριν τα Χριστούγεννα μιλώντας με και ακούγοντας τα αγαπημένα του πρόσωπα, αλλά και γράφοντας γράμματα στη Λίζι. Εκεί μέσα της εξηγεί κάποια πράγματα, της λέει κάποια άλλα, την παροτρύνει να συνεχίσει με τη ζωή της όταν εκείνος θα έχει αφήσει πια αυτόν τον κόσμο. Η μέρα των Χριστουγέννων θα είναι η τελευταία του. Ή τουλάχιστον αυτό σχεδιάζει. Το μόνο που η μοίρα έχει, ως συνήθως, τα δικά της σχέδια. Έτσι, μία μόλις πριν τη μεγάλη γιορτή, θα πάρει τη ζωή της Λίζι σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Και τότε όλα θα αλλάξουν. Ο Τζακ θα χάσει πρώτα την αγαπημένη του και μετά τα παιδιά του -που θα πάνε να ζήσουν με τη γιαγιά και τις θείες τους το καθένα ξεχωριστά, αφού κανένας δεν μπορεί να τα αναλάβει και τα τρία- ενώ εκείνος θα παραμείνει σε ένα νοσηλευτικό ίδρυμα μοναχός, περιμένοντας το θάνατο να έρθει να τον βρει. Μπορεί να πεθάνει όποτε θέλει. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να πατήσει ένα κουμπί και να ζητήσει από τους γιατρούς να τον βγάλουν από τον πόνο του. Κάτι όμως τον εμποδίζει να το κάνει, κι ας μερικές φορές «είναι πολύ πιο δύσκολο να ζει παρά να πεθαίνει κανείς». Πάνω που φτάνει στα όριά του και είναι πια αποφασισμένος να βάλει αμέσως τέλος στη ζωή του, το θαύμα γίνεται. Η αρρώστια του αρχίζει να υποχωρεί κι εκείνος σιγά-σιγά, με τη βοήθεια του φίλου του Τσάρλι, ξαναπαίρνει τα πάνω του. Τώρα είναι αποφασισμένος να φτιάξει τη ζωή του από την αρχή, να σβήσει τα παλιά λάθη, να χαράξει νέα πορεία μαζί με τα παιδιά. Για να το κάνει αυτό όμως πρέπει πρώτα να ξεφύγει από τη βαριά σκιά του παρελθόντος: «Πρέπει να σέβεσαι το παρελθόν. Δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ το παρελθόν. Αλλά δεν μπορείς να ζεις εκεί». Ο αγώνας που έχει να δώσει είναι δύσκολος και κάλλιο αργά παρά ποτέ κάποτε θα καταλάβει ότι χρειάζεται βοήθεια για να τα καταφέρει.
Μια καλογραμμένη ιστορία για τον έρωτα και το θάνατο, για τα μεγάλα πάθη, για το σκοτάδι που κρύβουν πολλές φορές στις ψυχές τους οι έφηβοι, αλλά και για τις τραγικές αλήθειες που βρίσκονται συχνά μπροστά τα μάτια μας, και τις οποίες εμείς, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, δεν μπορούμε να διακρίνουμε. Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα από ένα μεγάλο μάστορα της γραφής.
Είναι εκπληκτική, θα λέγαμε, η ευκολία που ο Μπαλτάτσι μεταπηδά από το ένα είδος στο άλλο. Από τη μια έχουμε εκπαιδευμένους δολοφόνους, θεωρίες συνομωσίας, δράση πολλών οκτανίων, κι από την άλλη αφηγήσεις τρυφερές, λίγο ή και πολύ μελαγχολικές, που όμως και πάλι διαβάζονται με κομμένη την ανάσα. Περιττό να σας πω ότι και αυτό το βιβλίο το διάβασα, παρά το θέμα του, σε μια καθισιά, αφού ο συγγραφέας κατόρθωσε να κρατήσει το ενδιαφέρον ζωντανό από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.
Η ιστορία αρχίζει με τον Τζακ Άρμστρονγκ, ένα βετεράνο των πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, καθηλωμένο στο κρεβάτι του πόνου, να αργοπεθαίνει στο σπίτι του στο Κλήβελαντ. Ό,τι δεν κατόρθωσαν να κάνουν οι σφαίρες των εχθρών και οι βόμβες, το κάνει μια μυστηριώδης αρρώστια, από την οποία οι ελπίδες να επιβιώσει είναι ανύπαρκτες. Στο πλάι του, η αγαπημένη του γυναίκα Λίζι, την οποία παντρεύτηκε πολύ νέος, και οι δύο του γιοι Τζάκι, δύο χρόνων και Κόρι, δώδεκα χρόνων, που μοιάζουν λίγο πολύ συμβιβασμένοι με την ιδέα του θανάτου του. Απουσιάζει όμως ουσιαστικά η κόρη του Μισέλ, ή Μίκι, όπως χαϊδευτικά την αποκαλούν, που καθώς φαίνεται δεν ξέρει πώς να χειριστεί την κατάσταση, γι’ αυτό και αποφασίζει να απομακρυνθεί από κοντά του. Εγκλωβισμένος νύχτα μέρα στο κρεβάτι ο Τζακ, αναλογίζεται τη μέχρι τότε ζωή του και ξοδεύει τις τελευταίες μέρες πριν τα Χριστούγεννα μιλώντας με και ακούγοντας τα αγαπημένα του πρόσωπα, αλλά και γράφοντας γράμματα στη Λίζι. Εκεί μέσα της εξηγεί κάποια πράγματα, της λέει κάποια άλλα, την παροτρύνει να συνεχίσει με τη ζωή της όταν εκείνος θα έχει αφήσει πια αυτόν τον κόσμο. Η μέρα των Χριστουγέννων θα είναι η τελευταία του. Ή τουλάχιστον αυτό σχεδιάζει. Το μόνο που η μοίρα έχει, ως συνήθως, τα δικά της σχέδια. Έτσι, μία μόλις πριν τη μεγάλη γιορτή, θα πάρει τη ζωή της Λίζι σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Και τότε όλα θα αλλάξουν. Ο Τζακ θα χάσει πρώτα την αγαπημένη του και μετά τα παιδιά του -που θα πάνε να ζήσουν με τη γιαγιά και τις θείες τους το καθένα ξεχωριστά, αφού κανένας δεν μπορεί να τα αναλάβει και τα τρία- ενώ εκείνος θα παραμείνει σε ένα νοσηλευτικό ίδρυμα μοναχός, περιμένοντας το θάνατο να έρθει να τον βρει. Μπορεί να πεθάνει όποτε θέλει. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να πατήσει ένα κουμπί και να ζητήσει από τους γιατρούς να τον βγάλουν από τον πόνο του. Κάτι όμως τον εμποδίζει να το κάνει, κι ας μερικές φορές «είναι πολύ πιο δύσκολο να ζει παρά να πεθαίνει κανείς». Πάνω που φτάνει στα όριά του και είναι πια αποφασισμένος να βάλει αμέσως τέλος στη ζωή του, το θαύμα γίνεται. Η αρρώστια του αρχίζει να υποχωρεί κι εκείνος σιγά-σιγά, με τη βοήθεια του φίλου του Τσάρλι, ξαναπαίρνει τα πάνω του. Τώρα είναι αποφασισμένος να φτιάξει τη ζωή του από την αρχή, να σβήσει τα παλιά λάθη, να χαράξει νέα πορεία μαζί με τα παιδιά. Για να το κάνει αυτό όμως πρέπει πρώτα να ξεφύγει από τη βαριά σκιά του παρελθόντος: «Πρέπει να σέβεσαι το παρελθόν. Δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ το παρελθόν. Αλλά δεν μπορείς να ζεις εκεί». Ο αγώνας που έχει να δώσει είναι δύσκολος και κάλλιο αργά παρά ποτέ κάποτε θα καταλάβει ότι χρειάζεται βοήθεια για να τα καταφέρει.
Μια καλογραμμένη ιστορία για τον έρωτα και το θάνατο, για τα μεγάλα πάθη, για το σκοτάδι που κρύβουν πολλές φορές στις ψυχές τους οι έφηβοι, αλλά και για τις τραγικές αλήθειες που βρίσκονται συχνά μπροστά τα μάτια μας, και τις οποίες εμείς, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, δεν μπορούμε να διακρίνουμε. Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα από ένα μεγάλο μάστορα της γραφής.
Διαβάστε επίσης από τον ίδιο:
No comments:
Post a Comment