Ένα κλασικό βιβλίο της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας, το οποίο γράφτηκε, σε δύο μέρη, το 1971 για λογαριασμό του περιοδικού Rolling Stone και κυκλοφόρησε σε ένα τόμο το 1972.
Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε αυτή την παραισθησιογόνα ιστορία από δύο ταξίδια που πραγματοποίησε στην πόλη του Λας Βέγκας, παρέα με το δικηγόρο του Όσκαρ Ζέτα Ακόστα. Αποστολή του Τόμπσον ήταν να γράψει ένα άρθρο για τον Ρούμπεν Σάλαζαρ, ένα γνωστό δημοσιογράφο, που σκοτώθηκε από την αστυνομία στη διάρκεια μιας διαδήλωσης. Δραττόμενος της ευκαιρίας, αποφάσισε να καλύψει επίσης το ετήσιο ράλι της ερήμου Μιντ 400.
Στο βιβλίο δεν γίνεται καμία αναφορά στο πρώτο γεγονός, αλλά εκτενείς αναφορές στο δεύτερο. Ωστόσο η πλοκή του μυθιστορήματος είναι υποτυπώδης, μια και ο συγγραφέας μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο να μας μιλήσει για τα ναρκωτικά και τις επιδράσεις τους στον ανθρώπινο οργανισμό, παρά να μας πει μια ιστορία.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο δημοσιογράφος Ραούλ Ντιουκ και ο δικηγόρος του Δρ. Γκόντζο, ξεκινούν από το Λος Άντζελες με μια κατακόκκινη νοικιασμένη Chevy με προορισμό το Λας Βέγκας, ώστε να καλύψει ο πρώτος για ένα περιοδικό το ράλι της ερήμου. Το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου τους είναι γεμάτο με κάθε είδους ναρκωτικά, που χρησιμοποιούν καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής και τα οποία ξεπλένουν κάθε τόσο με μπίρες. Φτάνοντας στην πόλη, συνεχίζουν να μαστουρώνουν, να πίνουν, αλλά και να δημιουργούν προβλήματα για τους εαυτούς τους και για τους άλλους. Θεωρούν την παραμονή τους εκεί μια μοναδική ευκαιρία για να πειραματιστούν με τα λεφτά των άλλων. Έτσι καταναλώνουν τόνους αλκοόλ, LSD, αιθέρα, κοκαΐνη, μεσκαλίνη και κάνναβη και επιδίδονται ξανά και ξανά σε διάφορα παραισθησιογόνα ταξίδια. Πολλές φορές ο αναγνώστης δεν μπορεί να ξεχωρίσει που σταματά η πραγματικότητα και που ξεκινά η φαντασία, καθώς κάθε παρά ευδιάκριτος είναι ο κόσμος μέσα από το βλέμμα του αφηγητή.
Όπως και νάχει, αφού θα τα κάνουν όλα λίμπα και θα δημιουργήσουν ένα σωρό χρέη θ’ αποφασίσουν να το σκάσουν. Πρώτος την κάνει ο δικηγόρος αεροπορικώς, αλλά προτού προλάβει να τον ακολουθήσει ο φίλος του με το αυτοκίνητο, άλλη μία ευκαιρία θα έρθει να τους χτυπήσει την πόρτα: σύντομα θα ανοίξει τις εργασίες της στην πόλη μια διάσκεψη για τη δίωξη των ναρκωτικών, κι αυτοί προσλαμβάνονται για να την καλύψουν. Ο Ντιουκ, με το που το ακούει αυτό αναρωτιέται πόσα και τι είδους ναρκωτικά θα αναγκαστεί να πάρει για να αντέξει τη διάσκεψη και προτού περάσει και πολύς καιρός θα επιδοθεί και πάλι, συντροφιά με τον Δρ. Γκόντζο σε νέα πολύχρωμα ταξίδια.
Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που δεν σηκώνουν, κατά την ταπεινή μου άποψη, κριτική. Κάποιος το διαβάζει και είτε το απολαμβάνει είτε όχι. Εγώ το απόλαυσα επειδή μού χάρισε αρκετά χαμόγελα με τα καμώματα των πρωταγωνιστών του. Αλλά αν με ρωτούσε κανείς κατά πόσο θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου, θα απαντούσα χωρίς δεύτερη σκέψη: όχι!
Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε αυτή την παραισθησιογόνα ιστορία από δύο ταξίδια που πραγματοποίησε στην πόλη του Λας Βέγκας, παρέα με το δικηγόρο του Όσκαρ Ζέτα Ακόστα. Αποστολή του Τόμπσον ήταν να γράψει ένα άρθρο για τον Ρούμπεν Σάλαζαρ, ένα γνωστό δημοσιογράφο, που σκοτώθηκε από την αστυνομία στη διάρκεια μιας διαδήλωσης. Δραττόμενος της ευκαιρίας, αποφάσισε να καλύψει επίσης το ετήσιο ράλι της ερήμου Μιντ 400.
Στο βιβλίο δεν γίνεται καμία αναφορά στο πρώτο γεγονός, αλλά εκτενείς αναφορές στο δεύτερο. Ωστόσο η πλοκή του μυθιστορήματος είναι υποτυπώδης, μια και ο συγγραφέας μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο να μας μιλήσει για τα ναρκωτικά και τις επιδράσεις τους στον ανθρώπινο οργανισμό, παρά να μας πει μια ιστορία.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο δημοσιογράφος Ραούλ Ντιουκ και ο δικηγόρος του Δρ. Γκόντζο, ξεκινούν από το Λος Άντζελες με μια κατακόκκινη νοικιασμένη Chevy με προορισμό το Λας Βέγκας, ώστε να καλύψει ο πρώτος για ένα περιοδικό το ράλι της ερήμου. Το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου τους είναι γεμάτο με κάθε είδους ναρκωτικά, που χρησιμοποιούν καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής και τα οποία ξεπλένουν κάθε τόσο με μπίρες. Φτάνοντας στην πόλη, συνεχίζουν να μαστουρώνουν, να πίνουν, αλλά και να δημιουργούν προβλήματα για τους εαυτούς τους και για τους άλλους. Θεωρούν την παραμονή τους εκεί μια μοναδική ευκαιρία για να πειραματιστούν με τα λεφτά των άλλων. Έτσι καταναλώνουν τόνους αλκοόλ, LSD, αιθέρα, κοκαΐνη, μεσκαλίνη και κάνναβη και επιδίδονται ξανά και ξανά σε διάφορα παραισθησιογόνα ταξίδια. Πολλές φορές ο αναγνώστης δεν μπορεί να ξεχωρίσει που σταματά η πραγματικότητα και που ξεκινά η φαντασία, καθώς κάθε παρά ευδιάκριτος είναι ο κόσμος μέσα από το βλέμμα του αφηγητή.
Όπως και νάχει, αφού θα τα κάνουν όλα λίμπα και θα δημιουργήσουν ένα σωρό χρέη θ’ αποφασίσουν να το σκάσουν. Πρώτος την κάνει ο δικηγόρος αεροπορικώς, αλλά προτού προλάβει να τον ακολουθήσει ο φίλος του με το αυτοκίνητο, άλλη μία ευκαιρία θα έρθει να τους χτυπήσει την πόρτα: σύντομα θα ανοίξει τις εργασίες της στην πόλη μια διάσκεψη για τη δίωξη των ναρκωτικών, κι αυτοί προσλαμβάνονται για να την καλύψουν. Ο Ντιουκ, με το που το ακούει αυτό αναρωτιέται πόσα και τι είδους ναρκωτικά θα αναγκαστεί να πάρει για να αντέξει τη διάσκεψη και προτού περάσει και πολύς καιρός θα επιδοθεί και πάλι, συντροφιά με τον Δρ. Γκόντζο σε νέα πολύχρωμα ταξίδια.
Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που δεν σηκώνουν, κατά την ταπεινή μου άποψη, κριτική. Κάποιος το διαβάζει και είτε το απολαμβάνει είτε όχι. Εγώ το απόλαυσα επειδή μού χάρισε αρκετά χαμόγελα με τα καμώματα των πρωταγωνιστών του. Αλλά αν με ρωτούσε κανείς κατά πόσο θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου, θα απαντούσα χωρίς δεύτερη σκέψη: όχι!
No comments:
Post a Comment