Wednesday, July 11, 2012
Δημοσθένης Παπαμάρκος – ΜεταΠοίηση
Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που σε μαγεύουν για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Δεν είναι μόνο οι ιστορίες που έχει να πει, δεν είναι μόνο οι ήρωές του, είναι και εκείνες οι μοναδικές στιγμές που μοιάζει τη μια να πατά στη γη και την άλλη να κόβει βόλτες στον άλλο κόσμο, τη μια να μιλά για καθημερινές μικρές αλήθειες και την άλλη να καταπιάνεται με τα πιο μεγάλα θέματα.
Αν υπάρχει ένα στοιχείο που κυριαρχεί σ’ αυτά του διηγήματα, που θυμίζουν παραμύθια, είναι ο θάνατος. Οι άνθρωποι πεθαίνουν συνεχώς, με τρόπους διαφορετικούς, σε τόπους αλλιώτικους, αλλά πεθαίνουν. Κι αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι ζούνε τη ζωή μέχρι της τελευταία της στιγμή με πάθος. Αγαπούν, μισούν, δέχονται τα χτυπήματα της μοίρας και τις μικρές χαρές όπως τους έρχονται, επαναστατούν, σκοτώνονται και σκοτώνουν.
Ο ένας πηγαίνει στον πόλεμο και επιστρέφοντας ανακαλύπτει ότι όλα όσα είχε έχουν πια χαθεί κι αποφασίζει να πάρει την εκδίκησή του, παραδίδοντας την ψυχή του στο διάβολο.
Ο άλλος είναι μοναχικός και όταν επιτέλους βρίσκει μια γυναίκα, έστω άστεγη, να του κρατά για λίγο συντροφιά, τη σκοτώνει.
Κάποιος άλλος ταξιδεύει στα μέρη της Ανατολής αναζητώντας μια χαμένη πόλη, όπου εξακολουθούν να λατρεύουν την Αστάρτη.
Και ένας ναυτικός ταξιδεύει στα λιμάνια του κόσμου επιθυμώντας να διατηρήσει αυτό που αγαπάει πιο πολύ: τη μοναξιά του.
Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι ήρωες σ’ αυτές τις ιστορίες, μοιάζουν απελπισμένοι, σαν να ζουν τη ζωή από συνήθεια, ή μάλλον απλά σαν να επιβιώνουν μέρα με τη μέρα. Αν ψάχνουν τη χαρά, την ευτυχία, αυτό δεν γίνεται αντιληπτό μέσα από τα έργα και τις πράξεις τους. Τα τοπία του έξω και του μέσα τους μοιάζουν ζοφερά.
Όταν μιλούν ωστόσο έχουν κάτι σημαντικό να πουν: «Έρχεται και γεμίζει ένα κενό η κάθε νέα ζωή», «Όλες οι ταινίες με ζόμπι έχουν happy end. Στο τέλος τρώνε τους πάντες και δεν απομένει κανείς να θυμάται», «Έτσι πεθαίνουν οι άνθρωποι. Πρώτα τους ξεχνάνε οι κοντινοί τους», «Όσες θυσίες κι αν έκανα στον προπάτορα αυτός δεν έλυνε τα δεσμά του χώματος».
Ταξιδεύουν όμορφα τον αναγνώστη αυτές οι ιστορίες. Τον πηγαίνουν σε μέρη γνώριμα πού και πού, αλλά πιο συχνά τον παρασύρουν στα μονοπάτια της φαντασίας, τον κάνουν να αντικρίσει όψεις της ζωής μέσα από τα κάτοπτρα του μύθου.
Ακόμη και οι τίτλοι τους μοιάζουν να κλείνουν το μάτι στον αναγνώστη: «Γκρίχου», «Τίσις», «Σποδός», «Καΐνα», «Σαρκώζα» κτλ.
Μια εξαιρετική συλλογή, από ένα συγγραφέα που μοιάζει να γνωρίζει πολύ καλά τα υλικά που χρησιμοποιούσαν για να πουν τις ιστορίες τους οι παραμυθάδες των παλιών καιρών.
Συστήνεται ανεπιφύλακτα σε κάθε φίλο της καλής ελληνικής λογοτεχνίας.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment