Με ένα κείμενο παλιό και άλλο ένα είπα να κάνω πρεμιέρα στα αφιερώματα σ' αυτή τη σελίδα. Τα αμέσως επόμενα θα είναι επίσης παλιά, μέχρι να βρω το χρόνο να γράψω κάτι εκτενές και καινούριο. Αρχή λοιπόν κάνω με την Μαρία Πολυδούρη, μια παλιά αγαπημένη μου. Εδώ αναπαράγω δύο κείμενα τα οποία πρωτοεμφανίστηκαν στο βιβλίο Ωδή στο Χάος, το οποίο κυκλοφόρησε το 2000 από τις Εκδόσεις Γη στη Λευκωσία. Το ένα αναφέρεται στη ζωή της ποιήτριας και το άλλο είναι υποτίθεται μια επιστολή που έγραψε, η οποία όμως δεν έφτασε ποτέ στον παραλήπτη της. Μετά το ανεβασμά της στο ίντερνετ πριν δέκα και βάλε χρόνια "κλάπηκε" κατ' επανάληψη από διάφορες ιστοσελίδες και λογοτεχνικά περιοδικά, ανέβηκε σε μπλογκς και σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως, χωρίς να υποψιαστεί σχεδόν κανείς ότι ήταν πλαστή. Λίγα χρόνια μετά έφτασα στο σημείο να λέω ότι εγώ την έγραψα, αλλά να μη με πιστεύει κανένας. Όπως και νάχει, την ιστοσελίδα που έφτιαξα με τα άπαντά της -κι από την οποία ξεκίνησε το κακό- την κατάπιε κάποιος ηλεκτρονικός δαίμονας (όπως κι αυτή για την Μυρτιώτισσα άλλωστε) και δεν έχω το χρόνο να τη φτιάξω από την αρχή, έτσι όποιος ενδιαφέρεται ας επισκεφθεί τον... κλώνο της. Καλή ανάγνωση.
“...Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το νιώθω μέσα μου, κι όμως δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει μέρα που θα μου αποδείξει ότι αγαπώ αληθινά...”.
Μαρία Πολυδούρη, η πιο αληθινή ίσως γυναικεία φωνή που ακούστηκε ποτέ στην ελληνική ποίηση. Μια ποιήτρια που έγραφε αισθανόμενη και όχι σκεφτόμενη, που ήταν αρκετά ειλικρινής ώστε να ακουμπήσει τα όρια της απόγνωσης.
Ό,τι και να γράψουμε, ό,τι και να πούμε για τη Μαρία Πολυδούρη θα ’ναι λίγο. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί μια γυναίκα πιο ελεύθερη στην Αθήνα του ’20, απ’ ό,τι είναι οι περισσότερες γυναίκες σήμερα; Μια γυναίκα που τόλμησε να εκπορθήσει ανδρικά κάστρα, να προκαλέσει με την ελευθεριότητά της, να κάνει τους άλλους να νιώθουν μικροί κι ασήμαντοι κάτω από το βλέμμα της!
Η Πολυδούρη είναι κραυγή, θρήνος, ξέσπασμα χαράς, δάκρυ, πτήση, χάος κι αιωνιότητα, γυναίκα και ζωή.
Τον καιρό που άλλοι σώπαιναν αυτή μιλούσε, κι όταν οι άλλοι άρχισαν να μιλούν αυτή σώπασε για πάντα “...μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη”. Ο Απρίλης είναι ο μήνας της. Ο μήνας που γεννήθηκε, ο μήνας που πέθανε. Τον συναντάμε συχνά πυκνά τόσο στα ποιήματα όσο και στο ημερολόγιό της: “...Ο Απρίλης πεθαίνει μα μέσα μου δεν εννοεί να πεθάνει τίποτε!...”, και αλλού: “Ο μήνας που μου έδωκε τη ζωή κι ο μήνας που όταν μπη μου παίρνει κάθε ίχνος ζωής! Μια μελαγχολία χωρίς όρια με πνίγει, μια πλήξη τρομερή με παραλύει, μια νευρικότης με πεθαίνει. Απρίλιε... Απρίλιε πόσο ευχάριστα μου ψάλλεις τη δυστυχία μου, μου θυμίζεις ό,τι μου λείπει... με απελπίζεις”.
Η Μαρία ήταν μια τραγική φιγούρα της εποχής της, γιομάτη ζωή και θάνατο. Θα λέγαμε ότι γεννήθηκε πρόωρα. Προηγήθηκε της εποχής της. Τον καιρό που όλοι κοιτούσαν το δάκτυλο εκείνη κοιτούσε το φεγγάρι, κι έβγαζε από μέσα της κραυγές, άλλοτε σπαρακτικές, άλλοτε κραυγές χαράς. Ένιωθε έντονα την ανάγκη της φυγής. Ήθελε να αλλάζει συνέχεια κι αυτό φόβιζε τους ανθρώπους. Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει μια γυναίκα που ήταν σαν αερικό, που περίμενες ότι απ’ τη μια στιγμή στην άλλη θα ανοίξει φτερούγες και θα χαθεί στου ουρανού τα πλάτη: “...Έφυγα από τον τόπο που κάθε του γωνιά - κάθε του δέντρο, κάθε αυγή, κάθε δείλι στον κοκκινωπό ουρανό, μου έφερνε μια θλιβερή ανάμνηση! Είπα: γιατί να ζω μια ζωή δηλητηριασμένη; Κι’ έφυγα - έφυγα μακρυά!...”.
Διαβάζοντας το ημερολόγιό της, διαβάζουμε τα θραύσματα μιας ευαίσθητης ψυχής. Μιας ψυχής που ζήταγε πολύ να αγαπηθεί, αλλά και που η ίδια ήξερε ότι δε θα έφθανε ποτέ στην Ιθάκη του έρωτα: “... Μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθή ότι λυπάμαι βαθειά όταν καταλάβω ότι με αγαπούν;...”, διερωτάται σε κάποια ημερολογιακή της σημείωση, για να δηλώσει κάπου αλλού: “... Ας φανερωθεί μπρος μου ο άνθρωπος που θα μπορέσω να τον αγαπήσω αληθινά, με τρέλλα κι ας μη με αγαπήση, δε με μέλλει. Θα ζω με την ευτυχία του να αγαπώ και θα πεθάνω έτσι...”.
Κάθε μια σελίδα του ημερολογίου της είναι και μια αποκάλυψη. Εκεί μέσα ανακαλύπτουμε θησαυρούς από μια μαχόμενη καρδιά, από μιαν αληθινή γυναίκα που δίνει τον προσωπικό της αγώνα, από μια ψυχή που είναι έτοιμη να ριχτεί στη φωτιά κι ας καεί, που μπορεί να γίνει παρανάλωμα στη φωτιά του έρωτα, αλλά και που πάντα θα βρίσκεται σε σύγκρουση με τον εαυτό της. Η Πολυδούρη μοιάζει να είναι η πιο αληθινή απ’ τις αληθινές γυναίκες: παραδέχεται τις αδυναμίες της, αλλά δεν υποδουλώνεται σ’ αυτές. Ζει για τον έρωτα, για την αγάπη: “Εζήτησα ν’ αγαπήσω κι’ αγάπησα, τι άλλο θέλω πλέον; όλα όσα κάνω είναι αγιασμένα από την αγάπη μου, δεν είμαι καθόλου το αδύνατο πλάσμα που ζητά στήριγμα στην αγάπη σου, είμαι η ψυχή που υπομένει ανίκητη ένα μαρτύριο”.
Η ψυχή που υπομένει ανίκητη ένα μαρτύριο. Μόνο μια στ’ αλήθεια ελεύθερη ψυχή θα τολμούσε να ομολογήσει το πιο πάνω. Και μόνο μια αληθινή ψυχή θα μπορούσε να αγαπά και να οργίζεται με την ίδια ένταση: “Πόσο αστεία είνε η ζωή και πόσο αστειότεροι είμαστε εμείς που την ανεχόμαστε τέτοια”.
Σε μια εποχή που επικρατούν οι μετριότητες η Πολυδούρη βγαίνει από τις σκιές κι έρχεται να μας μιλήσει για την - με κεφαλαίο α - Αγάπη. Η ποπ κορν γυναικεία λογοτεχνία που επικρατεί στις μέρες μας δεν αξίζει μία μπροστά στα “άτεχνα” κείμενα της ποιήτριάς μας. Η Μαρία δεν έγραφε ποίηση για να πουλήσει, έγραφε για να εκφραστεί, για να μην πλημμυρίσει με χίλιες μύριες σκέψεις και ρωτήματα η ψυχή της και να εκραγεί. Ποίηση και λογοτεχνία δεν είναι μόνο περίτεχνες λέξεις και ατάκες, αλλά και τρόπος ζωής. Πρέπει να έχεις τα κότσια να τα βάλεις με όλους και όλα, να διεκδικήσεις το δικαίωμα στην οργή και την ουτοπία, στο όνειρο και την αλήθεια, να ξεπεζέψεις από τα άρματα του χθες και να ακολουθήσεις το δικό σου προσωπικό δρόμο. Στον καιρό μας ευδοκιμούν τα μεγάλα λόγια, αλλά από όλους εκείνους τους παντογνώστες που μας περιτριγυρίζουν ποιος θα τολμούσε να πει, αυτά που έλεγε η Πολυδούρη;...: “... Το δωμάτιό μου είνε μικρό σαν μια σπηλιά, οι εικόνες των δικών μου που κρέμονται έχουν ένα ύφος δυσαρεστημένο εναντίον μου, αλλά γι’ αυτούς προσπαθώ να δίνω κάποια σημασία στη ζωή μου. Κάνουν το παν για μένα, αλλά η αγάπη τους είναι μια θυσία που δεν δέχτηκα ποτέ με ευμένεια και η ανησυχία τους χειροπέδες για μένα”. Αυτά έλεγε η ποιήτρια πριν ενενήντα σχεδόν χρόνια. Υπάρχει σήμερα κανείς πιο ελεύθερος από αυτή; ή μήπως όλοι μόλις βρουν λίγη ελευθερία ψάχνουν και πάλι για ένα κλουβί να κουρνιάξουν μέσα;
“... Είμαι ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είνε άμυαλο; Ορμητική, απερίσκεπτη κάνω πάντα κάτι τι για το οποίον θα παραπονείται η Λογική αλλά θα συγχωρεί η ψυχολογία...”. Το πιο πάνω απόσπασμα μιλά για την ανακάλυψη της αυταπάτης της, ενώ κάπου αλλού βγάζει μια κραυγή απελπισίας: “... Τι ειρωνεία! να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν την γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της...”. Τέλος, εκφράζει ένα παράπονο πικρό: “... Αλλοίμονο! άδικη μοίρα γιατί να τον αγαπήσω; Γιατί ο άνθρωπος που θ’ αγαπούσα να μην είνε όπως τον ωνειρεύτηκα, ένα χαμίνι του Δρόμου! θάταν δικός μου έτσι. Θα ερχόταν με την ανατολή του φεγγαριού κάτω στην πόρτα μου και θα σφύραε ένα τραγουδάκι της αγάπης...”.
Πολύ καλή για να είναι αληθινή! Έτσι φαντάζει στα μάτια όλων εμάς, που ξεχάσαμε τα πράγματα που έχουν στ’ αλήθεια σημασία στη ζωή, η Μαρία Πολυδούρη. Σε μια εποχή που η αγάπη υπολογίζεται με τα κυβικά ενός αυτοκινήτου, τις καταθέσεις στην τράπεζα και το θεαθήναι, φωνές σαν κι αυτή ακούγονται τελείως παράταιρες, αναχρονιστικές. Όλοι έχουν μάθει πια να ζουν και να πεθαίνουν με το ψέμα στα χείλη. Αν ζούσε σήμερα η Πολυδούρη δε θα έβγαζε ποιητικές κραυγές, θα κρυβόταν. Δε θα άντεχε την απανθρωπιά. Θα αποσυρόταν σε κάποια ερημική παραλία και θα έπιανε κουβέντα με τα πουλιά, τα ξωτικά και τα κύματα, τα ζωντανά που ξέρουν πως να ζήσουν.
Όπως γράφει η Έλλη Αλεξίου για την Πολυδούρη: “... Είναι μια μορφή πολύ δύσκολης αντιμετώπισης. Γιατί ενώ έλκει ισχυρά το μελετητή να την πλησιάσει και να εμβαθύνει στην προσωπικότητά της, την ίδια στιγμή δεν τον βοηθάει, καθώς ήρθε κι έφυγε από τη ζωή σαν αστραπή, χωρίς να προσγειωθεί και να ζήσει σαν συνηθισμένος άνθρωπος...”. Η ίδια σημειώνει: “... Ποιος μπόρεσε ποτέ να δώσει τη βιογραφία ενός αηδονιού, ενός χελιδονιού;...”.
Η ζωή και το έργο της Πολυδούρη συνδέθηκε είτε το ήθελε είτε όχι με κείνο του μεγάλου τραγικού, του Κώστα Καρυωτάκη. Κάποιοι μάλιστα, για πολύ καιρό την έβλεπαν σαν μια προέκταση του Κ. και τίποτα περισσότερο. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που αντιληφθήκαν όσο ζούσε πόσο σημαντική ήταν. Ο δεσμός της με τον ποιητή της “Πρέβεζας” -ο έρωτας και οι συγκρούσεις τους- τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη χρονική του διάρκεια, απλά ήταν μια παρένθεση στη ζωή της, αλλά μια παρένθεση καθοριστική. Σαν ποιήτρια υστερούσε απέναντί του, αλλά σαν άτομο μάλλον τον υποσκέλιζε. Είχε μια ακόρεστη δίψα για περιπέτεια, αγαπούσε τη ζωή σε όλες της τις εκφράσεις, βίωνε τον πόνο αισιοδοξώντας, έπεφτε με το χαμόγελο στα χείλη. Ο Καρυωτάκης δεν μπορούσε να την ακολουθήσει στην τρελή της πορεία, κι ας έμελλε οι σκιές τους να συναντιούνται ξανά και ξανά στο πέρασμα του χρόνου.
Ας καταφύγουμε στη Λιλή Ζωγράφου -άλλη μια μεγάλη απούσα- η οποία όχι απλά μελέτησε, αλλά ένιωσε την ποιήτρια: “Πολλές φορές αναρωτήθηκα κι ανησύχησα, μπορώ να πω, για την τόση αγάπη μου στη Μαρία Πολυδούρη. Μια αγάπη που μ’ έσπρωχνε σ’ έρευνες, τρεξίματα, αναζητήσεις προσώπων και πραγμάτων, που θα με βοηθούσαν να την εξηγήσω, να την αναγνωρίσω ολότελα και να την κατακτήσω... Έβλεπα τα ελαττώματά της, τις ελλείψεις της, τη μη αισθητική τελείωση κάποτε στην ποίησή της. Αλλ’ αυτό δεν εμείωσε ποτέ τη συγκίνηση που μου δίνανε τα τραγούδια της. Κι όσο περνούσε ο καιρός τόσο και παθαινόμουνα. Ώσπου βρέθηκα το ίδιο δεμένη κι ανήσυχη γι’ αυτήν, όσο και με τον Καρυωτάκη...”.
Η Πολυδούρη, όπως κι ο Καρυωτάκης, πέθανε πολύ νέα, αλλά ήταν μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις ανθρώπων που έζησαν την κάθε στιγμή της ζωής τους. Έπαιξε με την αυτοκαταστροφή της κι έχασε, γιατί θέλησε να χάσει. Ήταν μια ντεσπεράντο, μια φευγάτη αερινή ύπαρξη, που δοκίμαζε τα όριά της και πολλές φορές τα ξεπερνούσε.
“... Είναι το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα μέσα σε όλη τη νεοελληνική ποίηση”, λέει ο Γιάννης Χονδρογιάννης, ενώ ο Κώστας Ουράνης κάνοντας κριτική για τις ποιητικές της συλλογές επισημαίνει: “... Δύο βιβλία που περιέχουν περισσότερο θάνατο από σελίδες... Έτσι καθώς μας έρχονται από την ολοκληρωτική της νύχτα, έχουν την υποβλητικότητα ενός μεγάλου θρήνου... κι είναι αυτό ακριβώς που κάνει τα ποιήματα αυτά να είναι η ίδια η ποίηση σ’ ό,τι πλατύ και ανθρώπινο κι αιώνιο...”.
“Η Μαρία δε ζητά ούτε να παντρευτεί, ούτε καν ν’ αγαπηθεί. Να πιστέψει σ’ έναν άνθρωπο που θα ’χει το μέγεθος και την ακεραιότητα του συμβόλου, να ποια είναι η βαθύτερη ανάγκη της. Τόσα πολλά και τόσο λίγα ζητά. Ν’ αγαπήσει χωρίς όρια μα και χωρίς έλεος για τον εαυτό της, να καεί από την ίδια της τη φλόγα”, γράφει η Λιλή Ζωγράφου.
Το κεφάλαιο της ζωής και του έργου της Μαρίας Πολυδούρη είναι πολύ μεγάλο για να χωρέσει σε λίγες αράδες. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι μελετώντας τη ζωή και το έργο της ανακαλύπτουμε ξανά τη χαμένη μας αθωότητά, θυμόμαστε τις μέρες της οργής μας που πέρασαν και δε θα γυρίσουν πια, νιώθουμε και πάλι για λίγο άνθρωποι. Η ποιήτρια δεν ήταν κανένα μεγάλο μυστήριο, το αντίθετο μάλιστα - ήταν ένα ανοικτό βιβλίο. Τόσο ανοικτό, τόσο αληθινό, που φάνταζε εξωπραγματικό.
Με το πέρασμα του χρόνου όλο και περισσότεροι αναγνώστες ανακαλύπτουν τη μαγεία της, γοητεύονται από τη χάρη της. Το ότι άντεξε στο χρόνο αναδεικνύει την αξία της. Η μεγάλη αυτή άγνωστη εξακολουθεί να αγκαλιάζεται από τους νέους, όπως άλλωστε κι ο Καρυωτάκης. Και μαζί ή και χώρια εξακολουθούν να διασχίζουν τους καιρούς, τους παλιούς και τους μοντέρνους.
Οι αληθινές φωνές λοιπόν ποτέ δεν πεθαίνουν, παρά επιμένουν να λένε τα τραγούδια τους.
Ανεπίδοτη επιστολή
Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο,
που ποτέ δεν έγραψε σε μένα
Έμιλι Ντίκινσον
Αγαπητοί φίλοι!
Ίσως το γράμμα αυτό να μην διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ’ αλήθεια δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ’ όλους. Αλλά, ούτε δα κι’ αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι’ ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι’ αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για μένα θάνατος ήταν. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με το θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ’ αγάπησαν, κι’ ας μην μπόρεσαν ποτέ, κι’ ας μην τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν την ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάμματα, μην τύχει και τους κλέψω την ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθή ότι λυπόμουνα βαθειά όταν καταλάβαινα ότι μ’ αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου και η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου, κι’ όμως δεν πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε ότι αγαπούσα αληθινά. Δεν είνε στ’ αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν την γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς κείνοι που νοιώθουν την ψυχή τους να πνίγεται στο πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μεσ’ στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι’ αυτοί… Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; Άνθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι’ άλλοι - οι λίγοι - προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε; Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δεν την κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου, και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι’ όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μεσ’ σένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι’ αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαρειά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε την ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα…
Είνε που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε… - ούτ’ από μας ούτ’ απ’ τους άλλους - δεν τόλμησε να να ξεφύγει απ’ το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ’ αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ’ αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν - είμασταν - δειλοί που ’ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι’ ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι… Απόκληροι της αντίληψης… Κι’ όμως ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Κ., ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε και κείνος τόλμησε… Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα, ότι ήμουνα γι’ αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι’ αυτό θαρρώ και έζησα τόσο μόνη, κι’ ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δεν δέχτηκα με ευμένεια κι’ οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα. “Πόσο είνε αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια”, έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου…
Μα, από τότε έχουν πεια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πεια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω -αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή- μέσ’ απ’ τις αναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τα τετραδία του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο… Γυρνώ το βλέμμα και τον κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη… είνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι’ όμως - θεέ συγχώρεσέ με - θα τον έπερνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια… Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ’ εύρω μοναδική κι’ αξέχαστή μου αγάπη… Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ… να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου εκείνο που μου ’ριχνες σαν έφτανα… τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου… να ιδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν… να ιδώ… να νοιώσω το φίλημά σου… Είνε τόσο μεγάλος ο καϋμός και είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν…
Τα λόγια αυτά ίσως νακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλοί, δεν μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πεια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουνα ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είνε άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη… Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά, κι’ αν είνε δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε απ’ τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε σας στιγμή τραγούδι, κι’ όταν έρθ’ η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξι, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια…
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες τούτες γραμμές, κυττώ πίσω και αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη, κι’ αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, εκείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ’ Απρίλη, δεν ήμουν πεια μόνη. Νέοι που μ’ αγάπησαν ήρθαν να μ’ αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν…
Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο, που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι’ η καλή μου φίλη.
Με αγάπη,
Μαρίκα Πολυδούρη.
Για την αντιγραφή Λ.Φ.